Ελλαδα

Παναγιώτης Φραντζής: Ο άνθρωπος που τεμάχισε τη γυναίκα του

Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Εξέτισε 18 χρόνια και αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005

28058828_10215807199198740_8716476474297011906_n.jpg
Μιμή Φιλιππίδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Παναγιώτης Φραντζής

Υπόθεση Παναγιώτη Φραντζή: Ο γάμος με τη Ζωή Γαρμανή και οι καυγάδες μέχρι τη μέρα που τη σκότωσε και την τεμάχισε - Ο ισχυρισμός του και η ποινή του σε ισόβια.

Τον Ιούνιο του 1987 έγινε ένα έγκλημα που συνδέθηκε τόσο με τις εντυπώσεις και τα στερεότυπα γύρω από τέτοια εγκλήματα, όπως προβλήθηκαν από εφημερίδες και μέσα ενημέρωσης, ώστε στη δίκη του κατηγορουμένου ο εισαγγελέας ζήτησε τη θανατική καταδίκη του, έστω και αν η ποινή είχε καταργηθεί από το 1972, λέγοντας: «Κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα». Ήταν όμως το έγκλημα αυτό καθεαυτό περισσότερο ειδεχθές από οποιοδήποτε άλλο; Και τελικά αποτιμήθηκε ποινικά η πράξη ή απομένει η σύγχυση με ό,τι συνέβη γύρω από αυτή;

Ο Παναγιώτης Φραντζής και η Ζωή Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985. Ο Φραντζής ήταν τότε φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., δευτερότοκος γιος μιας αγαπημένης και νοικοκυρεμένης οικογένειας − ο πατέρας του είχε αντιπροσωπεία ενδυμάτων στα Κάτω Πατήσια στην οποία δούλευε περιστασιακά και ο Παναγιώτης. Σε μια καφετέρια στην Πλατεία Κολιάτσου, κοντά στην επιχείρηση του πατέρα του και στο σχολείο της κοπέλας, ο Παναγιώτης γνώρισε τη Ζωή. Η Ζωή ήταν μια όμορφη 16χρονη κοπέλα, η χαϊδεμένη κόρη ενός συνταξιούχου Εφοριακού που τελείωνε το Λύκειο. Λέγεται ότι ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και ότι για χάρη της ο Παναγιώτης διέλυσε την πενταετή σχέση που διατηρούσε με άλλη κοπέλα.

Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1986 και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα κοντά στο σπίτι της οικογένειας Φραντζή. Η συμβίωση ωστόσο ήταν από την αρχή δύσκολη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παναγιώτη, η γυναίκα του ήταν πολύ φιλάρεσκη και της άρεσε να τραβάει τα αντρικά βλέμματα και να προκαλεί. Πράγμα που ήταν μόνιμη πηγή καβγάδων, καθώς φούντωνε τη ζήλια του Παναγιώτη και έκανε τη σχέση του ζευγαριού ανυπόφορη. Οι λογομαχίες τους συχνά κατέληγαν σε αμοιβαία φυσική βία − υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Παναγιώτης είχε χαστουκίσει δημόσια τη Ζωή και ότι εκείνος είχε βρεθεί στο ΚΑΤ και αργότερα με πατερίτσες, μετά από χειροδικία της Ζωής.

Το βράδυ της 24ης προς 25 Ιουνίου 1987, ο Παναγιώτης και η Ζωή είχαν γυρίσει από έξοδο σε εστιατόριο στη Φωκίωνος Νέγρη με φιλικό ζευγάρι. Ο πρώτος καβγάς τους ξέσπασε επειδή η Ζωή είχε διάθεση να συνεχίσει τη βραδιά με τον άντρα της βγαίνοντας για ένα ποτό. Εκείνος όμως ήταν κουρασμένος και είχε να ξυπνήσει νωρίς το πρωί για να βοηθήσει τον πατέρα του. Ο καβγάς τους τέλειωσε με μια ανακωχή που ήταν ο τυπικός τρόπος για το ζευγάρι: στο κρεβάτι, κάνοντας έρωτα. Ακολούθησε όμως δεύτερος καβγάς, πολύ πιο έντονος, επειδή η Ζωή τον πρόσβαλε λεκτικά αποκαλώντας τον ανίκανο. «Βγήκα εκτός εαυτού. Τα έχασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού και χτύπησε το κεφάλι της, το οποίο μάτωσε. Βρισκόμουν, όπως αντιλαμβάνεστε, σε πλήρη σύγχυση. Η Ζωή ήταν κάτω. Πλησίασα για να δω αν αναπνέει κι αν έχει σφυγμούς. Πιάνοντας το χέρι της, διαπίστωσα ότι δεν είχε σφυγμούς. Ήταν νεκρή», ήταν η εκδοχή του Φραντζή.

Υπόθεση Παναγιώτη Φραντζή 1987

Όπως δεν έπαψε ως το τέλος να υποστηρίζει ο Παναγιώτης Φραντζής, ο θάνατος της γυναίκας του προκλήθηκε από ατύχημα. Έσπρωξε τη Ζωή, εκείνη χτύπησε στην κόγχη του κρεβατιού, έμεινε νεκρή κι εκείνος πανικοβλήθηκε. Τότε αποφάσισε να εξαφανίσει το πτώμα και να ισχυριστεί ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε. Μετέφερε το άψυχο σώμα της στο μπάνιο του διαμερίσματος και επί τέσσερις ώρες το τεμάχιζε με ένα κρητικό μαχαίρι. Η περιγραφή του ήταν συγκλονιστική: «Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ». Ο ιατροδικαστής Χρήστος Λευκίδης είχε δώσει περισσότερες σοκαριστικές λεπτομέρειες: Της έβγαλε τα μάτια, της έκοψε τη μύτη, τα αυτιά και τα μαλλιά, ώστε να μην αναγνωρίζεται από κανέναν. Όταν ολοκλήρωσε το μακάβριο έργο του, ο Παναγιώτης Φραντζής τοποθέτησε τα μέλη του πτώματος σε σακούλες και τις πέταξε σε κάδους σκουπιδιών κοντά στο σπίτι του (εκτός από τη σακούλα στην οποία είχε τοποθετήσει το κεφάλι του θύματος και βρέθηκε με δική του υπόδειξη σε κάδο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα).

Η 25η Ιουνίου του 1987 όμως ήταν ημέρα απεργίας για τους οδηγούς απορριμματοφόρων της Αττικής. Στην οδό Αιλιανού στα Κάτω Πατήσια, ένας ρακοσυλλέκτης αναζητώντας γραμματόσημα, βρήκε μέσα σε κάδο, διπλωμένο σε σακούλες σκουπιδιών, τον ακέφαλο κορμό από γυναικείο σώμα. Κινητοποιήθηκε αμέσως η Αστυνομία και η είδηση είχε τεράστια απήχηση στα κρατικά κανάλια (μόνο αυτά υπήρχαν το 1987) και στις εφημερίδες. Το πρωτόγνωρο συμβάν συγκλόνισε την κοινή γνώμη.

Μέσα στις μακάβριες σακούλες υπήρχε και μια απόδειξη από κρεοπωλείο, στην οδό Κνωσού, κοντά στο σπίτι του Φραντζή. Ο δράστης είχε αφήσει ίχνη αλλά οι αστυνομικοί δεν χρειάστηκε να τον ψάξουν. Το ίδιο απόγευμα, πριν ακόμη πιστοποιηθεί η ταυτότητα του πτώματος, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής παραδόθηκε στα γραφεία της Γ.Α.Δ.Α. και ομολόγησε: «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα».

Ο Πάνος Σόμπολος που ήταν τότε ρεπόρτερ στην ΕΡΤ και στο Έθνος εξασφάλισε φωτογραφίες, μία από τις οποίες δημοσιεύτηκε με εντολή του διευθυντή της εφημερίδας, Αλέκου Φιλιππόπουλου (να σημειωθεί ότι μακάβριες φωτογραφίες σορών από τροχαία κ.ά. δημοσιεύονταν κατά καιρούς τις παρελθούσες δεκαετίες). Ήταν η φωτογραφία που έδειχνε πάνω στο μάρμαρο του νεκροτομείου το πτώμα, χωρίς το κεφάλι. Στο νεκροτομείο βρίσκονταν ο ιατροδικαστής Χ. Λευκίδης, ο βοηθός του, ο τεχνικός του νεκροτομείου και ο Πάνος Σόμπολος. Η φωτογραφία προκάλεσε σάλο, ενώ ξεκινούσε ένα πολύμηνο όργιο από «φουσκωμένα», ευφάνταστα, ανακριβή ρεπορτάζ και λίβελους εναντίον του δράστη.

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Έθνος» για τη δολοφονία της Ζωής Γαρμανή από τον Παναγιώτη Φραντζή
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Έθνος» για τη δολοφονία της Ζωή Γαρμανή από τον Παναγιώτη Φραντζή

Στη δίκη (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1988), ο Παναγιώτης Φραντζής κατέθεσε μεταξύ άλλων: «Δεν τη σκότωσα. Ήταν ατύχημα. Δέχομαι μόνο την προσβολή νεκρού. Δεν τη στραγγάλισα. Τεμάχισα το πτώμα γιατί ήθελα να το εξαφανίσω. Όχι για το τομάρι μου. Τύψεις θα έχω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν έδειξα ψυχραιμία τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Φονιάς όμως δεν είμαι και ούτε πρόκειται να γίνω».

Ο ισχυρισμός του Φραντζή ότι ο θάνατος της Ζωής προήλθε από πτώση και χτύπημα της βάσης του αυχένα στην κόγχη του κρεβατιού κρίθηκε μη πειστικός. Με βάση τα ευρήματα από τα μέλη του διαμελισμένου πτώματος, η Εισαγγελική πρόταση επισφράγισε το συμπέρασμα του Ιατροδικαστή ότι ο θάνατος του θύματος προήλθε από στραγγαλισμό. Το συμπέρασμα αυτό δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένα ευρήματα που περιέχονται στην ιατροδικαστική έκθεση, αλλά βασίζεται στο εμπειρικό συμπέρασμα ότι εφόσον τα μαλακά μόρια του λαιμού δεν ανευρέθησαν, ο δράστης προσπάθησε να αποκρύψει τον τρόπο που σκότωσε το θύμα.

Ο Φραντζής κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιύβριση νεκρού. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Εξέτισε 18 χρόνια και αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005. Από το 1997 λάμβανε εκπαιδευτικές άδειες, συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ωστόσο σταμάτησε λίγο πριν το πτυχίο.

«Η υπόθεση Φραντζή μας θυμίζει, δεκαετίες μετά από εκείνο το ανύποπτο πρωινό του Ιουνίου του 1987, τον μακρύ και δύσβατο δρόμο που χρειάστηκε να διανυθεί μέχρι σήμερα ώστε να ξεπεραστούν εγγενείς εφαρμοστικές νοοτροπίες του ποινικοσωφρονιστικού μας κόσμου», επισημαίνει εύστοχα ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου, δικηγόρος και Διδάκτωρ Εγκληματολογίας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ