Κοσμος

Ντέιβιντ Λιντς: Ο Δεκάλογος

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ντέιβιντ Λιντς: Ο Δεκάλογος
Λεπτομέρεια από το έργο του Ντέιβιντ Λιντς, «Boy Lights Fire» (2010, Bonnefanten Museum)

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΔΕΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΞΕΡΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

Θέλω να πω δυο λόγια για μερικά από τα χαρακτηριστικά του Ντέιβιντ Λιντς που ίσως δεν ακούστηκαν πολύ αυτές τις ημέρες — και είναι λογικό, ο κόσμος έπρεπε να μιλήσει για το Twin Peaks και για το Mulholland Drive, ή για το Straight Story και τον Άνθρωπο-Ελέφαντα για όσους τον προτιμούν πιο προσιτό. Μεταξύ αυτών λοιπόν που δεν συζητήθηκαν και τόσο πολύ, είναι και αυτά:

1. Το δεξί του χέρι. Όταν ο Ντέιβιντ Λιντς μιλάει —και μιλάει συχνά, έχει δώσει άπειρες συνεντεύξεις, έχει κάνει πολλές ομιλίες, διαλέξεις κλπ.—, το δεξί του χέρι, η άκρα χειρ εννοώ, η παλάμη και τα δάχτυλα, έχει τη δική της, παράλληλη ζωή. Αυτονομείται και μιλάει με τον τρόπο της, σαν μαέστρος. Και το κάνει με τέτοιον τρόπο, που μπορεί να σε παρασύρει εάν τυχόν είσαι ευαίσθητος άνθρωπος, να σε υπνωτίσει, να μείνει μαζί σου καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας του. Προσοχή όμως: δεν το κάνει πάντα (ούτε το κάνει «τυχαία»). Το κάνει όποτε θέλει, και θέλει τότε κυρίως, όταν αυτά που λέει έχουν ένα ιδιαίτερο, βαθύ ενδιαφέρον: τέτοιο που ο Ντέιβιντ Λιντς θέλει να μας το μεταφέρει. (Ο Ντέιβιντ Λιντς, ή ο Ντέιβιντ Λιντς σαν όχημα κάποιων Άλλων. Γιατί, βέβαια, συχνά μοιάζει να λέει πράγματα που του υπαγορεύονται από Κάπου Αλλού).

Σπανίως, λοιπόν, φορά γραβάτα, όμως έχει πάντα κουμπωμένο το κουμπί του γιακά στο πουκάμισό του. Και είναι αυτό που κυρίως ξεχωρίζει επάνω του.

2. Το κουμπωμένο κουμπί. Μιλώ για το πάνω-πάνω κουμπί του πουκαμίσου, το κουμπί του γιακά. Πάντα είναι κουμπωμένο όταν φορά κάποιος γραβάτα, αλλά κανένας δεν το προσέχει τότε γιατί απλούστατα δεν φαίνεται: όπως σε ένα νεκροταφείο, κανείς κοιτά τις μαρμάρινες πλάκες, όχι τα πτώματα που σήπονται στο χώμα. Αλλά ο Ντέιβιντ Λιντς δεν φορά πάντα γραβάτα. Για την ακρίβεια, σπανίως φοράει γραβάτα, αν και είναι πάντα πολύ καλά ντυμένος: ακόμη και όταν εργάζεται στο στούντιό του, έχει φροντίσει από το πρωί να ντυθεί καλά — είναι κομψευόμενος και, με τον τρόπο του, ακκίζεται: πολύ λίγο, και με κομψότητα. Σπανίως, λοιπόν, φορά γραβάτα, όμως έχει πάντα κουμπωμένο το κουμπί του γιακά στο πουκάμισό του. Και είναι αυτό που κυρίως ξεχωρίζει επάνω του.

3. Τα μαλλιά. Εκτός βέβαια από τα μαλλιά. Από τη στιγμή που εφευρίσκει αυτό το ροκαμπιλάδικο χτένισμα, δεν το εγκαταλείπει ποτέ. Ο Ντέιβιντ Λιντς σαν εικόνα αποτυπωμένη στον φακό είναι αυτά τα μαλλιά, και ο άνθρωπος από εκεί και κάτω. Είναι ένα μαλλί, αυτό, πυκνό, γεμάτο, γερό, σαμψωνικό, ένα μαλλί που έχει τον δικό του τρόπο να υπάρχει και να στέκει επικεφαλής. Είναι ένα statement το μαλλί του Ντέιβιντ Λιντς, αν και ένα statement που δεν εξηγεί, δεν δηλώνει κάτι: είναι ένα statement καθαυτό, χωρίς την ανάγκη να «δείξει» κάτι. Είναι μια καθαρή δήλωση, κάτι αρχετυπικό. Μέσα της, όπως και μέσα στα μαλλιά του Ντέιβιντ Λιντς, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπάρχουν τα πάντα. Μοιάζει με το Μεγάλο Κύμα του Χοκουσάι, ή με δίνη, και δη τη δίνη του Μάελστρομ.

4. Οι ωραίες γυναίκες. O Ντέιβιντ Λιντς αγαπάει πολύ τις όμορφες γυναίκες, και φροντίζει πάντα στις σειρές και στις ταινίες του να μας το θυμίζει. Τι να πούμε δηλαδή. Σέριλιν Φεν, Μάντσεν Άμικ, Σέριλ Λι, και βέβαια Πατρίσια Αρκέτ, και βέβαια Λόρα Ντερν ξανά και ξανά, και βέβαια Ισαμπέλα Ροσελίνι, και βέβαια Ναόμι Γουότς, και βέβαια, βέβαια, βέβαια Λόρα Χάρινγκ. Εξωγήινα πράγματα. Γιατί το κάνει αυτό; Σαν αντίβαρο, δίκην αντιπάλου δέους, επειδή οι ταινίες του σκάβουν βαθιά στο υπέδαφος της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί όπου ίσως δεν υπάρχουν πολλά καλά και όμορφα πράγματα; Επειδή «αυτό απαιτεί το Χόλιγουντ»; Ή απλώς επειδή τού αρέσουν τόσο πολύ οι ωραίες γυναίκες. Το τρίτο. (Για να μη μιλήσουμε για την Κρίστα Μπελ).

This Train

5. Η προφορά. Μπορείς να καταλάβεις τον Ντέιβιντ Λιντς απλώς ακούγοντάς τον να λέει δυο λέξεις. Δεν ξεχνιέται αυτή η χροιά της φωνής του, το accent, η έρρινη αποτύπωση των φθόγγων στον αέρα. Ο Ντέιβιντ Λιντς έπλασε τη φωνή που έχει με τα χρόνια, σαν ένα ακόμη έργο τέχνης από τα τόσα που τον ενδιέφεραν. Γιατί αυτή η φωνή δεν είναι φωνή των Μεσοδυτικών Πολιτειών, ούτε κάτι που έχουμε ξανακούσει. Είναι κάτι που φτιάχτηκε στο εργαστήριο: είναι η πρώτη Α.Ι. φωνή — στο μέλλον ο καθένας μας θα έχει τη δική του άλλη φωνή, διαφορετική από όλες τις υπόλοιπες σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Ο Ντέιβιντ Λιντς φρόντισε να αποκτήσει τη δική του πρώτος, απλώνοντας το λεπτό του χέρι στο αύριο. Ναι, είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ από τον Άρη.

6. Η γλυκύτητα. Είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Το μαρτυρούν οι πάντες, το βλέπουμε και εμείς. Ναι, είναι εξωγήινος, παράξενος, ιδιότροπος, μοναδικός, μια κινούμενη ιδιοφυία, ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης κλπ. κλπ. Σωστά. Αλλά κυρίως είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Το βλέμμα του είναι αγαπητικό, η φωνή του όταν σού απευθύνει τον λόγο επίσης, ο τρόπος του προσηνής, διαλλακτικός, όλο κατανόηση. Σαφώς και είναι αρκετά γήινος επίσης, και λάτρης των απλών, καθημερινών, σπουδαίων πραγμάτων —βλ.: καφές, για ένα παράδειγμα, ή ένα βολικό παντελόνι—, αλλά τίποτε δεν θα άξιζε για τον Ντέιβιντ Λιντς αν δεν θα μπορούσε να εξακολουθεί να μας κοιτά με αυτό το βλέμμα, που καμιά φορά δακρύζει κιόλας, μουσκεύει, θολώνει.

7. Ο τηλεβόας. Ενώ στη ζωγραφική του είναι μόνος, σαν σκηνοθέτης έχει να κάνει με ένα σωρό άλλους ανθρώπους. Δεν είναι εύκολο. Αυτό ισχύει για όλους τους συναδέλφους του, με τη διαφορά ότι το έργο του Ντέιβιντ Λιντς είναι αυστηρώς προσωπικό με έναν εξ αποκαλύψεως τρόπο, και ο ίδιος —ξαναλέμε— είναι ένας εικαστικός που αναγκάζεται να δουλέψει με κόσμο, με τρίτους, και μάλιστα με πολλούς τρίτους. Έχει επιλέξει να «είναι ο εαυτός του» μαζί τους: εξ ου και είναι πάντα ευγενικός με τους ηθοποιούς του, ακόμη και όταν εκείνοι αργούν (πολύ) να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν. Θα τους το πει ξανά και ξανά, με επιμονή, αυστηρότητα και δικαιοσύνη. Και με γλυκύτητα. Για να τους το κάνει μάλιστα πιο εύκολο, θα βάλει τη φωνή του μέσα στο κεφάλι τους. Ακόμη και σε γυρίσματα σε εσωτερικούς χώρους, δεν αφήνει ποτέ τον σκηνοθετικό τηλεβόα.

8. Τεχνίτης μαραγκός. Λέγαμε για τα λεπτά του χέρια. Ναι, λεπτά, μακριά, ντελικάτα. Χα! Ο άνθρωπος δουλεύει κάθε μέρα με το πριόνι, το καλέμι και τη φαλτσέτα, με σύρματα, σίδερα, πινέλα, μπογιές, σκουριές και μελάνια, με καρφιά, πρόκες, σφυριά και καμινέτα. Μιλάμε για έναν εικαστικό (κυρίως είναι ζωγράφος, δεν είναι του σινεμά) που δεν δουλεύει απλά με χρώματα και πινέλα, αλλά και με χίλια δυο υλικά, σε ένα ατελιέ όπου δύσκολα μπορεί να κάτσει για πάνω από λίγα λεπτά ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ο Ντέιβιντ Λιντς δεν είναι φυσιολογικός, είναι κάτι άλλο. Κάτι δικό του. Και τα χέρια του… αυτά τα λεπτεπίλεπτα χέρια είναι τανάλιες. Μάστορας που μπορεί να πάρει ένα κομμάτι ξύλο και να φτιάξει μέσα σε δυο πρωινά και ένα απόγευμα μια κορνίζα, ένα δέσιμο για ένα παλιό βιβλίο, έναν περιστεριώνα, ό,τι θες.

9. Ο διαλογισμός. Αυτό που κάνει βασικά ο Ντέιβιντ Λιντς είναι να διαλογίζεται: καθημερινώς, ασκεί τον υπερβατικό διαλογισμό. Δεν είναι κάτι που το κάνει σαν χόμπι ή σαν ένα είδος new age διανοητικής «γυμναστικής». Όλη του η τέχνη πηγάζει από εκεί. Ζει και δημιουργεί (κοντά μισό αιώνα τώρα) μέσω του υπερβατικού διαλογισμού. Μαθητής του Μαχαρίσι (Maharishi Mahesh Yogi), έγινε ένας από τους ευαγγελιστές του. Οι ενδιαφερόμενοι ας διαβάσουν αυτό το βιβλίο: «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι. Διαλογισμός, συνειδητότητα και δημιουργικότητα» (μετάφραση Γιώργος Πάντσιος, Εκδόσεις Πατάκη). Και ας σκεφτούμε σοβαρά πότε θα επιτρέψουμε και εμείς στον εαυτό μας αυτή την πολυτέλεια.

David Lynch - Meditation, Creativity, Peace; Documentary of a 16 Country Tour [OFFICIAL]

10. Η δουλειά. Ζωγράφος, φωτογράφος, σκηνοθέτης, μουσικός, συγγραφέας… Όταν σκέφτεσαι τα πεδία που απασχολούν τον Ντέιβιντ Λιντς, και το αδιανόητα υψηλό επίπεδο στο οποίο δουλεύει σε ΚΑΘΕ ένα από αυτά, δεν σε πιάνει απλώς δέος: σε κυριεύει ντροπή. Όλη του η ζωή, και όλα όσα κάνει, είναι σημαντικά για τον καθένα μας, και αρκούν και με το παραπάνω για να γεμίσουν την καρδιά και το μυαλό ενός ανήσυχου ανθρώπου —θα βρει εκεί υλικό για να γίνει πολύ καλύτερος και πολύ πιο δημιουργικός, και να ανακαλύψει χίλια άλλα πράγματα—, όμως αυτό και μόνο: η ντροπή, φτάνει και περισσεύει. Δεν μπορούμε να φτάσουμε στο ύψος των γιγάντων, αλλά μπορούμε να δούμε πως όλοι οι γίγαντες έχουν τουλάχιστον ένα κοινό χαρακτηριστικό — δεν αφήνουν να πέσει από τα δάχτυλά τους ούτε μια μονάδα χρόνου ανεκμετάλλευτη. Εμείς το κάνουμε. Ζούμε με τα δάχτυλα ανοιχτά.

Ευχαριστούμε, Ντέιβιντ Λιντς.

* * *

SURFINBIRD

Κάθε εβδομάδα, η Σαπφώ Καρδιακού γράφει στο Ημερολόγιο για ένα ή δύο πράγματα από όσα διαβάζει, βλέπει, ακούει και μαθαίνει στο ίντερνετ. Πράγματα… διαφορετικά. Καλή ανάγνωση!

Αναμνήσεις, απεικονίσεις και pop culture

Πότε ξεφυλλίσατε τελευταία φορά άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες; Από τα παιδικά πάρτι ή τα σχολικά χρόνια, από εκδρομές, γιορτές και τραπεζώματα εποχών προ smartphone; Τα θυμάστε τα άλμπουμ; Τα προλάβατε οι νεότεροι; Εσείς η GenZ κρατήσατε ποτέ κάτι παρόμοιο στα χέρια σας;

Μολονότι και στην εποχή μας τυπώνουμε φωτογραφίες, η ανάλυση των 300 dpi δεν αποτυπώνει με τον ίδιο τρόπο τη χαμένη, πια, αισθητική της «περίστασης». Την προ-ψηφιακή εποχή το φιλμ υπαγόρευε διαφορετικές αφορμές απαθανάτισης από ό,τι σήμερα θεωρούμε άξιο να αποθηκευτεί στο cloud ενός κινητού. Όσοι ζήσαμε τα ’80s και ’90s μάθαμε ισορροπία και αυτοσυγκέντρωση πίσω από το σκόπευτρο των αναλογικών φωτογραφικών μηχανών — ένα στραβοπάτημα, μια άγαρμπη κίνηση, και η φωτογραφία πήγαινε χαμένη· στην εμφάνιση παίρναμε αυτή την «κουνημένη» με τις υπόλοιπες, γελούσαμε και μετανιώναμε όταν τη δείχναμε στην παρέα την επόμενη φορά που βρισκόμασταν πάλι όλοι μαζί, για να γεμίσουμε ακόμα ένα καρούλι φιλμ.

Δεκαετίες πριν την ινσταγκραμοποίηση της οπτικής μας, ένας φωτογράφος από τη Βρετανία ποδοπάτησε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ όσων «πρέπει» να απαθανατίζονται με τους αυστηρούς κανόνες της τέχνης της φωτογραφίας και του ενσταντανέ τής καθημερινότητας.

Martin Parr

Οι κορεσμένα έγχρωμες λήψεις τού Martin Parr παγώνουν στον χρόνο το περιρρέον κιτς της ανθρώπινης ύπαρξης, εκθέτοντας (#διπλής) με χιούμορ και ειρωνεία τους τετριμμένους εαυτούς μας με όλη την παρδαλή κοινοτοπία τους. Αν χρησιμοποιείτε social media, θα βρείτε απάγκιο στο προφίλ τού Parr στο Instagram. Τον Φεβρουάριο θα κυκλοφορήσει και ένα ντοκιμαντέρ που θα μας συστήσει από την αρχή τον αντισυμβατικό αυτό φωτογράφο.

Martin Parr

Ο David Lynch σκόπευσε αλλού τον φακό τής δικής του φωτογραφικής μηχανής. Σε αντίθεση με τον Parr, ο πρόσφατα χαμένος σκηνοθέτης γοητευόταν από κατασκευές, μηχανήματα και κτίρια. Στις σελίδες του φωτογραφικού λευκώματος David Lynch: The Factory Photographs, ο Lynch αιχμαλώτισε τον μπρουταλισμό γκρίζων τσιμεντένιων όγκων, τις γραμμές συρμάτων και σπασμένων παραθύρων στη χειμωνιάτικη καταχνιά. Το βιβλίο του έγινε ύστατος μάρτυρας στην απαλλοτρίωση του βιομηχανικού τοπίου της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης από την επέλαση του 21ου αιώνα. Οι περισσότερες από τις εικόνες του, όπως π.χ. αρκετά από τα πλάνα της ταινίας Ο άνθρωπος-ελέφαντας, είναι αδύνατον να αναπαραχθούν σήμερα — τα κτίρια δεν υπάρχουν πλέον.

Ευτυχώς, ο David Lynch δεν πτοήθηκε από τις απερχόμενες τάσεις: μετέτρεψε τη δική του αβάν-γκαρντ αισθητική από προσωπικό όραμα σε pop culture στιγμή. Ένα απλό, συνηθισμένο κομμάτι cherry pie απέκτησε φετιχιστική υπόσταση μέσα από τη λατρεία που έδειξε ο πρωταγωνιστής Dale Cooper, στην cult διαστάσεων σειρά Twin Peaks.

Twin Peaks

Το γλυκό ήταν δημιουργία τής Garnet Mae Cross, υπαλλήλου στο café που χρησιμοποιήθηκε για τα γυρίσματα τής σειράς. Μετά τη μεγάλη επιτυχία του πρώτου κύκλου, η Cross έπρεπε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση από φαν της σειράς και τουρίστες, φουρνίζοντας μέχρι και πενήντα τάρτες κεράσι την ημέρα. Η συνταγή παραμένει μυστική, όχι μόνο εξαιτίας τού θανάτου της Cross, αλλά και λόγω της πώλησης του café. Προφανώς στο Internet θα βρούμε δεκάδες συνταγές εμπνευσμένες από τη σειρά για να επιχειρήσουμε τις δικές μας παραλλαγές — για να καταναλώσουμε μία μερίδα pop culture, λίγες μπουκιές λαϊκού πολιτισμού, για να φάμε τα συναισθήματά μας πριν εκείνα μάς καταβάλουν ενόψει τής νέας πραγματικότητας που ξημέρωσε.

* * *

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ

Ενώ διατηρεί τη δική της στήλη στην Athens Voice, η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου μιλά κάθε εβδομάδα στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Μαζί, κάνει και προτάσεις σχετικών βιβλίων.

Όταν το σώμα λέει ΟΧΙ

Το ψυχικό τραύμα μπορεί να οριστεί σαν ένα αρνητικό γεγονός τόσο συντριπτικό που μας είναι αδύνατον να το αντιληφθούμε, να το επεξεργαστούμε ή να το ξεπεράσουμε — και αυτό γιατί δεν μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας τα περιστατικά που το προξένησαν, ούτε όμως και να αναλογιστούμε τη φύση του και τις επιπτώσεις που έχει επάνω μας. Μένει μέσα μας, κρυμμένο από εμάς, κάνοντας γνωστή την παρουσία του μόνο μέσα από συμπτώματα στο σώμα μας και στη συμπεριφορά μας. Το ψυχικό τραύμα μάς απομακρύνει από πτυχές του εαυτού μας και από την επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους. Αλλοιώνει την αίσθηση της πραγματικότητας, και εξαπολύει μέσα μας τις υπόγειες λειτουργίες του.

Όπως όλοι ξέρουμε, πολλά ψυχικά τραύματα συμβαίνουν κατά την παιδική μας ηλικία. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και μπορούν εύκολα να υποστούν ένα τραύμα, επειδή είναι ανέτοιμα να κατανοήσουν τον εαυτό τους ή τον κόσμο, αλλά και γιατί είναι υποχρεωμένα να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στους γονείς τους, που τις περισσότερες φορές δεν είναι ούτε ώριμοι, ούτε υπομονετικοί ή ισορροπημένοι — μέσα τους, και εκείνοι, συχνά είναι τραυματισμένα παιδιά.

Η κληρονομιά του τραύματος είναι μια άγνωστη, ξεχασμένη, ασυνείδητη ανάμνηση τρόμου και φόβου που προβάλλεται προς τα έξω, κινούμενη από ένα ακαθόριστο παρελθόν προς το μέλλον.

Όταν το σώμα λέει ΟΧΙ
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

Για να μάθουμε όμως την ουσία αυτού που μπορεί να μας έχει συμβεί, και προκειμένου να αντιληφθούμε τι είναι στ’ αλήθεια αυτό που φοβόμαστε —και πώς να το ξεπεράσουμε—, δεν αρκεί να ανατρέξουμε στο παρελθόν (άλλωστε, δεν θα μπορέσουμε να θυμηθούμε άμεσα τι ακριβώς μάς συνέβη τότε), αλλά να κοιτάξουμε και το τώρα. Οι ανησυχίες μας περιέχουν τις καλύτερες ενδείξεις για αυτό που μας έχει τραυματίσει και, τις περισσότερες φορές, αποτυπώνονται στο σώμα μας. Μάλιστα, έρχεται μια στιγμή στη ζωή μας που το ίδιο μας το σώμα αναλαμβάνει να βάλει ένα τέλος στο βάσανο, λέγοντας: «Όχι άλλο…» Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε τότε; Το εξής: να δώσουμε την απαιτούμενη σημασία στα όρια που μας βάζει το σώμα μας, ώστε να μην είναι αργά για να θεραπευτούμε. Να το ακούσουμε.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Σαλμάν Ρούσντι, «Η Πόλη της Νίκης» (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Εκδόσεις Ψυχογιός)

Χαιρετίζουμε την έκδοση κάθε νέου βιβλίου του Ρούσντι, όχι μόνο γιατί είναι από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του καιρού μας —που είναι και με το παραπάνω—, αλλά και γιατί είναι ο άνθρωπος-σύμβολο αυτού ακριβώς που σημαίνει Ελευθερία του Λόγου. Έζησε μια ζωή κρυμμένος, μακριά από τον κόσμο, φρουρούμενος και κινούμενος πάντα μυστικά, καθώς ένα ολόκληρο πολιτικο-θρησκευτικό σύστημα τον σημάδευε για να τον εξοντώσει. Και όλοι ξέρουμε τι του συνέβη τον Αύγουστο του 2022… Ας απολαύσουμε λοιπόν το νέο του παραμύθι: η Μπισνάγκα, η «Πόλη της Νίκης», μόλις κυκλοφόρησε!

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Σαλμάν Ρούσντι, «Η Πόλη της Νίκης» (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, Εκδόσεις Ψυχογιός)

Επτά παπαγάλοι και επτά κοράκια πέταξαν υπάκουα στην κατεύθυνση της μεγάλης πόλης. Είχαν σχετικά φιλικές σχέσεις τα κοράκια με τους παπαγάλους, γιατί και τα δύο είδη τα απέρριπταν πολλά από τα άλλα πουλιά. Στον κόσμο του δάσους τα κοράκια κατατάσσονταν ως ξένα, θεωρούνταν προδοτικά και ιδιοτελή και δεν τα εμπιστεύονταν. Ακόμα και οι φωνές τους ήταν άσχημες σε σύγκριση με τις φωνές των μπουλμπούλ και των κορυδαλλών· δεν κελαηδούσαν, αλλά έκραζαν τραχιά. Αν τα πουλιά του δάσους ήταν ορχήστρα, τότε τα κοράκια ήταν πάντα παράφωνα. Επίσης, κανένας δεν είχε ξεχάσει τον πόλεμο, διακόσια χρόνια νωρίτερα, ανάμεσα στις νεαρές κουκουβάγιες και στα κοράκια, έναν πόλεμο στον οποίο επικρατούσε η πεποίθηση πως τα κοράκια συμπεριφέρθηκαν άτιμα. Η Πάμπα Καμπάνα γνώριζε γι’ αυτό το αίσθημα κατά των κορακιών και το θεωρούσε απαράδεκτο. Για εκατοντάδες χρόνια πριν από τον πόλεμο, τα κοράκια ήταν υποχρεωμένα να κάνουν τους υπηρέτες —τους δούλους— στα πιο αριστοκρατικά πουλιά, προπαντός στις νεαρές κουκουβάγιες, και, κατά τη γνώμη της, ο πόλεμος ήταν μάχη για απελευθέρωση. Στο τέλος του πολέμου, πολλές από τις νεαρές κουκουβάγιες ήταν νεκρές και τα κοράκια δεν έδιναν πια λόγο σε κανέναν και, ειλικρινά, κατά την άποψη της Πάμπα Καμπάνα, τα πιο όμορφα και πιο καλλίφωνα πουλιά έπρεπε να επανεκτιμήσουν τις προκαταλήψεις τους. Ναι, υπήρξαν πολλά θύματα, αλλά ήταν ένας πόλεμος ανεξαρτησίας και έτσι θα έπρεπε να τον αντιλαμβάνονται. «Είναι πολύ κρίμα», κατσάδιασε το κοινό των πουλιών της αυγής, «που εσείς, όμορφα φτερωτά πλάσματα, είστε εξίσου προκατειλημμένα με τους ανίκανους να πετάξουν ανθρώπους».

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Την παραμονή μιας ασήμαντης μάχης ανάμεσα σε δυο ξεχασμένα από καιρό βασίλεια, ένα εννιάχρονο κορίτσι, η Πάμπα Καμπάνα, θα έχει ένα θεϊκό συναπάντημα που θα αλλάξει τον ρου της Ιστορίας. Η μικρή γίνεται το όργανο μιας θεάς, που της αναθέτει κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη της σπουδαίας Μπισνάγκα, της Πόλης της Νίκης. Η Πάμπα Καμπάνα θα ζήσει διακόσια πενήντα χρόνια, και η πορεία της θα είναι συνυφασμένη με αυτήν της Πόλης. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων το κορίτσι θα προσπαθήσει να πετύχει την αποστολή του: να δώσει στις γυναίκες ίσες δυνατότητες σε έναν πατριαρχικό κόσμο. Όμως όλες οι ιστορίες βρίσκουν τρόπο να ξεφύγουν από τον δημιουργό τους, και η Μπισνάγκα δεν αποτελεί εξαίρεση.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Σαλμάν Ρούσντι έχει γράψει δεκατέσσερα μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ (για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Booker και με το Best of the Booker), ΟΝΕΙΔΟΣ, ΣΑΤΑΝΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΤΑΝΟΥ και ΚΙΣΟΤ, όλα υποψήφια στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Booker. Επίσης, έχει γράψει τη συλλογή ιστοριών ΑΝΑΤΟΛΗ-ΔΥΣΗ, το αυτοβιογραφικό κείμενο ΤΖΟΖΕΦ ΑΝΤΟΝ, ένα έργο ρεπορτάζ και τρεις συλλογές δοκιμίων. Μεταξύ των πολλών διακρίσεών του είναι: το Βραβείο Whitbread, το οποίο κέρδισε δύο φορές· το Βραβείο ΡΕΝ/Allen Foundation Literary Service· το Βραβείο National Arts· το γαλλικό Meilleur Livre Étranger· το Αριστείον της Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης· το Μεγάλο Βραβείο της Λογοτεχνίας της Βουδαπέστης και το ιταλικό Grinzane Cavour. Είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Επίσης, είναι Διακεκριμένος Υπότροφος Συγγραφέας στο New York University. Είναι πρώην πρόεδρος του οργανισμού ΡΕΝ America και έχει λάβει το βραβείο ΡΕΝ Centenary Courage. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες. Το 2023 συμπεριλήφθηκε στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους της χρονιάς, σύμφωνα με το περιοδικό Time. Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.