Κοσμος

Το πρόβλημα της σχολικής εγκατάλειψης

Οι επιπτώσεις του «dropping out» στην εργασία και την οικονομία

62222-137653.jpg
A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το πρόβλημα της σχολικής εγκατάλειψης
© Zhivko Minkov / Unsplash

Σχολική εγκατάλειψη: Οι αιτίες και ο αντίκτυπος στην αγορά εργασίας – Τι δείχνουν οι έρευνες για Ελλάδα, Καναδά, ΗΠΑ, Βρετανία και Αυστραλία

Η σχολική εγκατάλειψη —το να μην αποφοιτά κανείς από το λύκειο ή τα ΑΕΙ— είναι ένα από τα προβλήματα της εκπαίδευσης και της κοινωνίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες χώρες, όπως π.χ. στον Καναδά, ένας στους δεκατρείς ενήλικες ηλικίας 20-24 ετών δεν έχει απολυτήριο λυκείου· οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης από τις γυναίκες. Υψηλότερο κίνδυνο να εγκαταλείψουν το σχολείο έχουν εξάλλου οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών: στις μεγαλουπόλεις, οι «dropouts» είναι λιγότεροι. Αν και από το 1990 μέχρι το 2010 τα ποσοστά εγκατάλειψης έχουν μειωθεί από 20% σε 9%, το ποσοστό δεν φαίνεται να μειώνεται δραματικά από τότε. Ο μέσος Καναδός που εγκαταλείπει το σχολείο κερδίζει εβδομαδιαίως 70$ λιγότερα από τους συνομηλίκους του με απολυτήριο λυκείου. Οι απόφοιτοι (χωρίς μετα-λυκειακές σπουδές) κερδίζουν κατά μέσον όρο 700$ την εβδομάδα, ενώ όσοι έχουν εγκαταλείψει το σχολείο κερδίζουν περίπου 580$. Με λίγα λόγια, αν και τα ποσοστά εγκατάλειψης έχουν μειωθεί τα τελευταία 20-25 χρόνια, οι ανησυχίες για τον αντίκτυπο που έχει η εγκατάλειψη στην αγορά εργασίας είναι δικαιολογημένες: στις αναπτυγμένες χώρες, η αγορά εργασίας απαιτεί απολυτήριο λυκείου ακόμα και για την πιο στοιχειώδη χειρωνακτική απασχόληση.

Όσο για τα ΑΕΙ, τα ποσοστά αποφοίτησης σε πανεπιστήμια εντός του Καναδά κυμαίνονταν γύρω στο 45%: οι περισσότεροι dropouts αφήνουν τις σπουδές τους τα δύο πρώτα χρόνια της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Από τις έρευνες που έγιναν στον Καναδά, η κύρια αιτία δεν είναι οικονομική, αλλά ψυχολογική· οι dropouts νιώθουν ότι δεν μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τους συνομηλίκους τους και να ενσωματωθούν στην πανεπιστημιακή κοινότητα.

Αντιθέτως, στη Βρετανία, αν και η φοίτηση στο σχολείο είναι υποχρεωτική, όπως σχεδόν παντού, μέχρι την ηλικία των 16 ετών, πολλοί dropouts επικαλούνται οικονομικά αίτια. Πράγματι, σε ό,τι αφορά τα ΑΕΙ —που στη Βρετανία δεν είναι δωρεάν— οι φοιτητές από φτωχότερα σπίτια έχουν 8,4 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το πανεπιστήμιο στα δύο πρώτα χρόνια ενός προπτυχιακού κύκλου σπουδών από όσους προέρχονται από πιο εύπορες οικογένειες. Επιπροσθέτως, οι φτωχότεροι έχουν 22,9 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες πιθανότητες να αποφοιτήσουν με άριστα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπολογίζεται ότι 1,2 εκατομμύρια μαθητές εγκαταλείπουν ετησίως το λύκειο: τα αμερικανικά ποσοστά αποφοίτησης κατατάσσονται στην 19η θέση στον κόσμο. Οι αιτίες ποικίλλουν: εύρεση εργασίας, οικογενειακή έκτακτη ανάγκη, κακοί βαθμοί, ψυχικές ασθένειες, απροσδόκητη εγκυμοσύνη, πλήξη. Ανάμεσα στις συνέπειες της εγκατάλειψης του σχολείου είναι η ανεργία η οποία συχνά οδηγεί σε έλλειψη στέγης, σε εξάρτηση από την κρατική πρόνοια, ακόμα και σε εγκληματικότητα και εγκλεισμό. Μια μελέτη που έγινε στο Σαν Φρανσίσκο σε διάρκεια 4 λεπτών διαπίστωσε ότι το 94% των νεαρών δολοφόνων είχαν εγκαταλείψει το λύκειο. Το ποσοστό εγκατάλειψης του λυκείου στις ΗΠΑ κυμαίνεται γύρω στο 10% με σημαντικές διαφορές μεταξύ των πολιτειών: ωστόσο, είναι προφανές ότι την εγκατάλειψη ευνοούν παράγοντες όπως το χαμηλό οικογενειακό εισόδημα ιδιαίτερα σε μονογονεϊκά νοικοκυριά και σε οικογένειες όπου ο ένας ή και οι δύο γονείς επίσης δεν ολοκλήρωσαν το λύκειο.

Στην Αυστραλία, το Ινστιτούτο Mitchell της Μελβούρνης ανακάλυψε ότι το 1/4 των Αυστραλών μαθητών λυκείου δεν αποφοιτούν και ότι τα ποσοστά ολοκλήρωσης είναι πολύ χειρότερα σε απομακρυσμένες ή οικονομικά μειονεκτικές κοινότητες. Λόγω της ίδιας της γεωγραφίας, ότι δηλαδή υπάρχουν πολύ απομακρυσμένες περιοχές, το dropping out φαίνεται χειρότερο στην Αυστραλία από άλλα δυτικά έθνη, όπως η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς: στην αυστραλέζικη έρημο το 56,6% των παιδιών (τα περισσότερα από τα οποία είναι αβοριγίνοι) σταματούν το σχολείο στην ηλικία των 12 ετών, ενώ οι μαθητές των αστικών κέντρων μοιράζονται ένα μέσο ποσοστό ολοκλήρωσης περίπου 90%. Το χάσμα της αποφοίτησης από το λύκειο μεταξύ αβοριγίνων και μη αυτόχθονων είναι πάνω από 40 ποσοστιαίες μονάδες. Ως αποτέλεσμα αυτής της ουσιαστικής διαφοράς, οι μαθητές χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου που εγκαταλείπουν τις σπουδές είναι επιρρεπείς στην ανεργία, στη φυλάκιση, τη χαμηλά αμειβόμενη εργασία και στην απόκτηση παιδιών σε πολύ νεαρή ηλικία.

Οι έρευνες των νοικοκυριών σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής —ιδίως της Βολιβίας, της Χιλής, του Παναμά, της Κόστα Ρίκα, της Νικαράγουας και της Παραγουάης— δείχνουν ότι οι οικονομικές δυσκολίες είναι ο κύριος λόγος που οι οικογένειες δεν καταφέρνουν να κρατήσουν στο σχολείο τα παιδιά και τους εφήβους. Η άλλη σημαντική ομάδα παραγόντων για την εγκατάλειψη του σχολείου εμπίπτει στην «υποκειμενική διάσταση» της εκπαιδευτικής εμπειρίας: το 22% των αγοριών και κοριτσιών ηλικίας 10-11 ετών δηλώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται να σπουδάσουν· το ποσοστό εκτινάσσεται στο 38% για τους εφήβους 15-17 ετών.

Το κύριο πρόβλημα που οδηγεί τα παιδιά στην εγκατάλειψη του σχολείου είναι η αποτυχία τους να συμμετέχουν στη σχολική ζωή: οι διαταραχές συμπεριφοράς είναι συνήθως η αιτία της αποξένωσης που δημιουργεί φαύλο κύκλο. Οι μαθητές εμφανίζουν υψηλά ποσοστά απουσίας, απαξιώνουν τα μαθήματα, αναζητούν εξωσχολικές δραστηριότητες, αποδεσμεύονται από την εκπαίδευση και, εντέλει, από το κοινωνικό σώμα, εφόσον η μη αποδεκτή συμπεριφορά οδηγεί ς σε αποβολές και οι αποβολές σε αυξανόμενη εχθρότητα εκ μέρους των μαθητών.

Στην Ελλάδα, η έκθεση του ΟΟΣΑ Education at a glance του 2022 αναφέρει ότι μετά το πρώτο έτος σπουδών το 12% των φοιτητών που εισήχθησαν στα ΑΕΙ έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους και ένα 2% έχει μεταπηδήσει σε άλλο αντικείμενο σπουδών. Όσο για το λύκειο, το 10% των Ελλήνων είναι απόφοιτοι δημοτικού, ενώ σε ό,τι αφορά τις μειονότητες, φαίνεται ότι στον χώρο των Ρομά μόλις 5 στους 80 τελειώνουν το λύκειο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ