Κοσμος

Λέοπολντ και Λεμπ: «Το Τέλειο Έγκλημα»

Οι έφηβοι δολοφόνοι που πίστευαν ότι ήταν «υπεράνθρωποι». Θεωρούσαν την πνευματική υπεροχή τους δικαίωμα στο έγκλημα και την ατιμωρησία

28058828_10215807199198740_8716476474297011906_n.jpg
Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Νέιθαν Λέοπολντ - Ρίτσαρντ Λεμπ
© George Rinhart/Corbis via Getty Images

Νέιθαν Λέοπολντ - Ρίτσαρντ Λεμπ: «Το Τέλειο Έγκλημα», η δολοφονία του Ρόμπερτ «Μπόμπι» Φρανκς και η ομολογία του εγκλήματος.

Η δολοφονία του 14χρονου Ρόμπερτ «Μπόμπι» Φρανκς δεν ήταν η χειρότερη δολοφονία της Αμερικής το 1924. Το πιο σοκαριστικό ήταν ποιος τον σκότωσε: δύο νεαροί φοιτητές πανεπιστημίου στο Σικάγο, ο 19χρονος Νέιθαν Λέοπολντ και ο 18χρονος Ρίτσαρντ Λεμπ, γιοι εύπορων οικογενειών, με προνομιούχες σπουδές, που πίστευαν ότι είχαν το δικαίωμα να εγκληματίσουν και να μείνουν ατιμώρητοι λόγω της ευφυΐας και της πνευματικής τους ανωτερότητας. Θεωρώντας ότι διαπράττουν «Το Τέλειο Έγκλημα», υπέπεσαν σε λάθη και αφελείς παραλείψεις και συνελήφθησαν από την αστυνομία μέσα σε δέκα ημέρες.

Πρόσφατα, στις 13 Νοεμβρίου 2022, τέσσερις φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Αϊντάχο βρέθηκαν μαχαιρωμένοι στα κρεβάτια τους. Ένα τετραπλό έγκλημα, πρωτόγνωρο για τη μικρή πόλη -όπου είχε επτά χρόνια να διαπραχθεί έγκλημα- και δύσκολο να διαλευκανθεί από την άπειρη τοπική αστυνομία. Ωστόσο, έξι βδομάδες αργότερα, ανακοινώθηκε η πρώτη σύλληψη υπόπτου για τη δολοφονία, στην άλλη άκρη της χώρας, στην Πενσυλβανία: Είναι 28 ετών, με πτυχίο Ψυχολογίας, μεταπτυχιακό Εγκληματολογίας και υποψήφιος για Phd Εγκληματολογίας. Δέχτηκε να εκδοθεί για να δικαστεί στο Αϊντάχο -πολιτεία που έχει τη θανατική ποινή- και μεταφέρθηκε εκεί την περασμένη βδομάδα. Συζητήσεις σε δημοσιογραφικές τηλεοπτικές εκπομπές σχολιάζουν την άνεση, την αλαζονεία και τα αφελή λάθη του, παρομοιάζοντας την περίπτωσή του με εκείνη των «Λέοπολντ και Λεμπ» και «Το Τέλειο Έγκλημα».

Ο Λέοπολντ και ο Λεμπ ήταν και οι δυο γιοι εύπορων οικογενειών. Η περιουσία των δυο οικογενειών θα ξεπερνούσε σήμερα τα εκατόν πενήντα εκατομμύρια δολάρια.

Ο Νέιθαν Λέοπολντ ήταν γιος πλούσιας γερμανοεβραϊκής οικογένειας μεταναστών, ένα παιδί-θαύμα που είπε τα πρώτα του λόγια σε ηλικία τεσσάρων μηνών, κατά τα λεγόμενά του. Την εποχή της δολοφονίας είχε πάρει το πρώτο του πανεπιστημιακό πτυχίο με άριστα και σχεδίαζε να ξεκινήσει σπουδές στη Νομική του Χάρβαρντ, μετά από ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Είχε μελετήσει δεκαπέντε γλώσσες -ισχυριζόταν ότι μιλούσε άπταιστα πέντε- και ήταν ερασιτέχνης ορνιθολόγος.

Ο Ρίτσαρντ Λεμπ, γιος Εβραίου δικηγόρου κι αντιπροέδρου μεγάλης αλυσίδας πολυκαταστημάτων και καθολικής μητέρας, ήταν επίσης εξαιρετικά έξυπνος. Με την ενθάρρυνση της γκουβερνάντας του, πήδηξε αρκετές τάξεις στο σχολείο και έγινε ο νεότερος απόφοιτος πανεπιστημίου σε ηλικία 17 ετών. Σε σύγκριση με τον Λέοπολντ δεν ήταν αυστηρά διανοούμενος. Συχνά συναναστρεφόταν με άλλους φοιτητές, έπαιζε τένις και διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα.

Οι δύο νεαροί μεγάλωσαν με τις οικογένειές τους σε μια εύπορη γειτονιά στο νότιο Σικάγο. Οι Λεμπ είχαν ένα εξοχικό κτήμα καθώς και μια έπαυλη στο Κένγουντ, δύο τετράγωνα από το σπίτι του Λέοπολντ. Αν και γνώριζαν ο ένας τον άλλον από μικρή ηλικία, καθώς μεγάλωναν άρχισαν να συνδέονται περισσότερο στα μέσα της δεκαετίας του 1920, όταν ήταν συμφοιτητές στο Σικάγο, και αφού ανακάλυψαν το κοινό ενδιαφέρον τους για το έγκλημα. Ο Λέοπολντ είχε μαγευτεί ιδιαίτερα από την έννοια των «υπερανθρώπων» που διατύπωσε ο Νίτσε, ερμηνεύοντάς τους ως άτομα με εξαιρετικές και σπάνιες ικανότητες, των οποίων η ανώτερη διάνοια επέτρεπε να υπερβαίνουν τους νόμους και τους κανόνες που δέσμευαν τον ασήμαντο, μέσο άνθρωπο. Ο Λέοπολντ πίστευε ότι αυτός και ο Λεμπ ήταν τέτοια άτομα και συνεπώς, με την ερμηνεία που έκανε στα δόγματα του Νίτσε, δεν δεσμεύονταν από κανέναν κανόνα ηθικής της κοινωνίας. Σε μια επιστολή προς τον Λεμπ έγραψε: «Ένας υπεράνθρωπος, λόγω ορισμένων ανώτερων ιδιοτήτων που είναι εγγενείς σε αυτόν, εξαιρείται από τους συνήθεις νόμους που διέπουν τους ανθρώπους. Δεν είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε κι αν κάνει».

Οι δυο φίλοι άρχισαν να επιδίδονται σε μικροκλοπές και βανδαλισμούς εισβάλλοντας σε ξενώνες στο Πανεπιστήμιο (έκλεψαν μαχαίρια, μια φωτογραφική μηχανή και μια γραφομηχανή στην οποία αργότερα δακτυλογράφησαν το σημείωμα για λύτρα που έστειλαν στην οικογένεια του θύματός τους). Ενθαρρυμένοι, προχώρησαν σε μια σειρά από πιο σοβαρά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένου του εμπρησμού, αλλά κανείς δεν τους αντιλήφθηκε. Απογοητευμένοι από την απουσία δημοσιογραφικής κάλυψης των εγκλημάτων τους από τα μέσα ενημέρωσης, αποφάσισαν να σχεδιάσουν και να εκτελέσουν ένα συγκλονιστικό «τέλειο έγκλημα» που θα τραβούσε την προσοχή του κόσμου και θα επιβεβαίωνε την πεποίθησή τους ότι ήταν «υπεράνθρωποι». Αποφάσισαν την απαγωγή και τη δολοφονία ενός νεότερου έφηβου και επί επτά μήνες σχεδίαζαν τα πάντα. Για να μη φανερωθεί η πραγματική φύση του εγκλήματος και του κινήτρου, αποφάσισαν να ζητήσουν λύτρα και επινόησαν ένα περίπλοκο σχέδιο για τη συλλογή τους. Δακτυλογραφούσαν τις οδηγίες χρησιμοποιώντας τη γραφομηχανή που έκλεψαν από τον φοιτητικό ξενώνα. Για όπλο της δολοφονίας επέλεξαν και αγόρασαν ένα καλέμι. Θύμα τους θα ήταν ο Ρόμπερτ «Μπόμπι» Φρανκς, 14χρονος γιος πλούσιου Εβραίου κατασκευαστή ρολογιών από το Σικάγο και δεύτερος ξάδερφος του Λεμπ, που έμενε απέναντι από το σπίτι του και που είχε παίξει τένις στην κατοικία του Λεμπ αρκετές φορές.

Ο Λέοπολντ και ο Λεμπ έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους το απόγευμα της 21ης Μαΐου 1924. Χρησιμοποιώντας ένα αυτοκίνητο που ο Λέοπολντ νοίκιασε δίνοντας άλλο όνομα, συνάντησαν τον Φρανκς ενώ γυρνούσε από το σχολείο του και του πρότειναν να τον πάνε στο σπίτι με το αμάξι. Το αγόρι αρχικά αρνήθηκε γιατί έμενε πολύ κοντά, αλλά ο Λεμπ τον έπεισε να μπει στο αυτοκίνητο για να συζητήσουν για μια ρακέτα του τένις. Η ακριβής σειρά των γεγονότων που ακολούθησαν παραμένει αμφισβητούμενη, αλλά μάλλον ο Λέοπολντ οδηγούσε και ο Λεμπ καθόταν στο πίσω κάθισμα με το καλέμι. Ο Λεμπ χτύπησε τον Φρανκς που καθόταν μπροστά του, στη θέση του συνοδηγού, πολλές φορές στο κεφάλι με το καλέμι, στη συνέχεια τον έσυρε στο πίσω κάθισμα και τον φίμωσε, ώσπου πέθανε. Με το πτώμα στο πάτωμα, οι νεαροί οδήγησαν στο σημείο που είχαν αποφασίσει να το πετάξουν, κοντά στη λίμνη Γουλφ, στο Χάμοντ της Ιντιάνα (40χλμ νότια). Όταν νύχτωσε, τον έγδυσαν, πέταξαν τα ρούχα του και μετά έκρυψαν το πτώμα σε έναν οχετό κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών βόρεια της λίμνης. Για να κρύψουν την ταυτότητά του, έριξαν υδροχλωρικό οξύ στο πρόσωπο και στα γεννητικά όργανα για να μη φαίνεται ότι είχε κάνει περιτομή.

Όταν επέστρεψαν στο Σικάγο, είχε ήδη μαθευτεί ότι ο Φρανκς είχε εξαφανιστεί. Ο Λέοπολντ τηλεφώνησε στη μητέρα του Φρανκς, δίνοντας άλλο όνομα, και της είπε ότι ο γιος της είχε απαχθεί. Της έδωσε οδηγίες για την παράδοση των λύτρων. Αφού ταχυδρόμησαν το δακτυλογραφημένο σημείωμα λύτρων κι έκαψαν τα αιματοβαμμένα ρούχα τους, καθάρισαν τα αίματα από την ταπετσαρία του νοικιασμένου οχήματος και πέρασαν το υπόλοιπο βράδυ παίζοντας χαρτιά. Μόλις η οικογένεια του Φρανκς έλαβε το σημείωμα για τα λύτρα το επόμενο πρωί, ο Λέοπολντ τηλεφώνησε για δεύτερη φορά και υπαγόρευσε την πρώτη σειρά οδηγιών για την πληρωμή των λύτρων. Το περίπλοκο σχέδιο σταμάτησε σχεδόν αμέσως, όταν ένα μέλος της οικογένειας ξέχασε από την ταραχή του τη διεύθυνση του καταστήματος όπου έπρεπε να λάβει τις επόμενες οδηγίες. Το σχέδιο εγκαταλείφθηκε εντελώς όταν ήρθε η είδηση ότι το είχε βρεθεί πτώμα του Φρανκς. Ο Λέοπολντ και ο Λεμπ κατέστρεψαν τη γραφομηχανή κι έκαψαν την κουβέρτα που είχαν χρησιμοποιήσει για να μεταφέρουν το πτώμα. Μετά, επανήλθαν στην καθημερινότητά τους.

Η αστυνομία του Σικάγου ξεκίνησε εντατική έρευνα, προσφέροντας και αμοιβή για πληροφορίες. Ενώ ο Λεμπ έκανε την καθημερινή του ρουτίνα ήσυχα, ο Λέοπολντ μιλούσε στην αστυνομία και στους δημοσιογράφους, διατυπώνοντας θεωρίες για το τι μπορεί να είχε συμβεί. Είπε μάλιστα σε έναν ντετέκτιβ: «Αν σκότωνα κάποιον, θα ήταν ένα αλαζονικό μικρό κάθαρμα σαν τον Μπόμπι Φρανκς».

Η αστυνομία βρήκε ένα ζευγάρι γυαλιά κοντά στο πτώμα του Φρανκς. Αν και ήταν συνηθισμένα, είχαν έναν ασυνήθιστο στροφέα στον σκελετό. Τέτοια γυαλιά είχαν αγοράσει μόνο τρεις πελάτες στο Σικάγο, ένας από τους οποίους ήταν ο Λεμπ.

Οι Λέοπολντ και Λεμπ κλήθηκαν για επίσημη ανάκριση στις 29 Μαΐου. Ισχυρίστηκαν ότι τη νύχτα της δολοφονίας είχαν πάει δύο γυναίκες στο Σικάγο χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο του Λέοπολντ, και στη συνέχεια τις άφησαν κοντά σε ένα γήπεδο γκολφ χωρίς να μάθουν τα επώνυμά τους. Το άλλοθί τους αποδείχτηκε ψέμα, όταν ο σοφέρ του Λέοπολντ είπε στην αστυνομία ότι επισκεύαζε το αυτοκίνητο του Λέοπολντ την ώρα που οι νεαροί ισχυρίζονταν ότι το χρησιμοποιούσαν. Η σύζυγος του σοφέρ επιβεβαίωσε ότι το αυτοκίνητο ήταν στο γκαράζ το βράδυ της δολοφονίας. Η κατεστραμμένη γραφομηχανή ανασύρθηκε από τη λιμνοθάλασα Τζάκσον Παρκ στις 7 Ιουνίου.

Ο Λεμπ ήταν ο πρώτος που ομολόγησε. Ισχυρίστηκε ότι ο Λέοπολντ είχε σχεδιάσει τα πάντα και είχε σκοτώσει τον Φρανκς στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ενώ ο ίδιος οδηγούσε. Ακολούθησε η ομολογία του Λέοπολντ. Επέμεινε ότι ήταν ο οδηγός και ο Λεμπ ο δολοφόνος. Τόσο ο Λέοπολντ όσο και ο Λεμπ παραδέχτηκαν ότι οδηγήθηκαν από αυταπάτες και αναζητούσαν συγκίνηση, ότι πίστευαν πως ήταν υπεράνθρωποι και θα διέπρατταν το «τέλειο έγκλημα». Κανείς τους δεν είπε ότι περίμενε με ανυπομονησία τη δολοφονία, αλλά ο Λέοπολντ παραδέχτηκε το ενδιαφέρον του να μάθει πώς νιώθει ένας δολοφόνος. Ήταν απογοητευμένος όταν συνειδητοποίησε ότι ένιωθε το ίδιο όπως πριν το έγκλημα.

Η οικογένεια του Λεμπ προσέλαβε τον διάσημο δικηγόρο Κλάρενς Ντάροου για να ηγηθεί της ομάδας υπεράσπισης. Φημολογήθηκε ότι ο Ντάροου πληρώθηκε 1 εκατομμύριο δολάρια. Ενώ όλοι πίστευαν ότι η υπεράσπιση των δυο νεαρών θα βασιζόταν σε δήλωση αθωότητας λόγω παραφροσύνης, ο Ντάροου επέλεξε να δηλώσει την ενοχή τους, ελπίζοντας να πείσει τον δικαστή να επιβάλει ποινές ισόβιας κάθειρξης. Xάρη στη ρητορεία του Ντάροου, και τα δύο αγόρια καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, συν ενενήντα εννέα χρόνια.

Ο Λεμπ σκοτώθηκε από έναν συγκρατούμενο του με ξυράφι το 1936. Ο Λέοπολντ αποφυλακίστηκε με όρους το 1958 και μετακόμισε στο Πουέρτο Ρίκο, όπου πέθανε το 1971.

Η δολοφονία του Φρανκς έχει εμπνεύσει πάρα πολλές κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, όπως «Η Θηλιά» (1929, του Πάτρικ Χάμιλτον, στην οποία βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Μια φανταστική εκδοχή των γεγονότων αποτέλεσε τη βάση του μυθιστορήματος του Μάγιερ Λέβιν «Compulsion» (1965) και της κινηματογραφικής προσαρμογής του. Πιο πρόσφατα η ταινία «Funny Games» (1997) και το μιούζικαλ Off-Broadway «Thrill Me: The Leopold and Loeb Story» (2005).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ