Πολιτικη & Οικονομια

ΓΣΕΕ: Κάτω από 1.000 ευρώ μισθό παίρνουν 7 στους 10 εργαζόμενους

Στο 20% η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών το 2018, σε σύγκριση με το 2012

62224-137655.jpg
Newsroom
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
άνεργοι
ΟΑΕΔ - άνεργοι - Αρχείου © EUROKINISSI/ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κάτω από 1.000 ευρώ το μήνα μισθό παίρνουν επτά στους δέκα  εργαζομένους, ενώ οι μισοί παίρνουν «καθαρά» έως 830 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία. 

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών το 2018, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μισθούς του 2012 ανέρχεται σε ποσοστό 20%. 

Όπως αναφέρει η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ η μείωση αντανακλά και τη «μερική ανάκαμψη της οικονομίας των τελευταίων ετών». Την ίδια περίοδο, ωστόσο, «η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται κατά 6%, αποτυπώνοντας έτσι και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας». 

Ενδιαφέρον ωστόσο, έχουν τα συμπεράσματα της έκθεσης ως προς το ύψος των αμοιβών των μισθωτών, καθώς: Το 10% των μισθωτών, δηλαδή 257.000 άτομα, λαμβάνει μισθό κάτω από 450 ευρώ, ενώ μόλις 10% λαμβάνει μισθό άνω των 1.300 ευρώ τον μήνα. Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι (50,1%) στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν μηνιαίο μισθό έως 830 ευρώ καθαρά.

Επιπλέον, τα τρία τέταρτα των εργαζομένων λαμβάνουν αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ μηνιαία. Σχετικά με την κατανομή των μισθών, σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ.

Οι χαμηλότερες αποδοχές, σύμφωνα με την ίδια έκθεση είναι στον κλάδο της γεωργίας (καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).

Η έκθεση, που παρουσιάστηκε σήμερα σε αίθουσα του Ιδρύματος Θεοχαράκη, αναφέρει επίσης ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης τους ΑΕΠ είναι πλέον σταθερά θετικός και παρά την αύξηση του το α΄ εξάμηνο του 2018, η απόκλιση από το μέσο πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο, ενώ αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση ότι, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει σταθερός ρυθμός μεγέθυνσης 2% για τα επόμενα χρόνια, το ΑΕΠ θα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007 έπειτα από 14 έτη, δηλαδή το 2032. 

Επίσης, η κατανάλωση μειώθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 195 εκατ. ευρώ, παρέμεινε σχετικά σταθερή το α' τρίμηνο του 2018, ενώ το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκε κατά 321 εκατ. ευρώ. Στο ίδιο διάστημα αναφοράς, οι επενδύσεις αυξήθηκαν το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 1,6 δισ. ευρώ, ενώ το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 590 εκατ. ευρώ και 294 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι η αύξηση το δ΄ τρίμηνο του 2017 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις δημόσιες επενδύσεις. 

Θετική εξέλιξη αποτελεί η πορεία των εξαγωγών, οι οποίες το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν περίπου κατά 860 εκατ. ευρώ και 600 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά το 2016 ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών είναι αντίστοιχος με εκείνον της περιόδου 2003-2008. Επίσης, παρά την αύξηση των εξαγωγών, το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να είναι ισοσκελισμένο ή ελλειμματικό.

Την ίδια στιγμή, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθούν να είναι υψηλές. 

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση σχετικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι για τρίτο συνεχόμενο έτος το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι πλεονασματικό, δεν έχει ανακτηθεί σε διατηρήσιμη βάση, η πιστοληπτική αξιοπιστία και η φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και όπως σημειώνεται, η κατάσταση αυτή αποτυπώνει τη μη βιωσιμότητα των πλεονασμάτων, που είναι αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας. 

Όπως ανέφερε συγκεκριμένα ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, προκύπτει μια αβεβαιότητα, όχι τόσο από την τρέχουσα πορεία της Οικονομίας όσο από το αν αυτή η πορεία είναι διατηρήσιμη, από τις πολιτικές εξελίξεις και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο κ. Αργείτης υπογράμμισε τη σημασία της διατηρησιμότητας της ανοδικής πορείας επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της μη περαιτέρω μείωσης των συντάξεων, της μη μείωσης του αφορολόγητου και της αύξησης του κατώτατου μισθού. 

Στα συμπεράσματα της πολυσέλιδης Έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναφέρεται επίσης ότι μακροπρόθεσμα η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ εγκλωβίζει τη χώρα σε ένα καθεστώς αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ στερείται βιωσιμότητας με βάση τις παραγωγικές ανεπάρκειες της ελληνικής οικονομίας και τους διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς που έχουν συντελεστεί την περίοδο εφαρμογής των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής. Στην εκτίμηση αυτή οδηγεί και η εξαιρετικά εύθραυστη κατάσταση του ιδιωτικού τομέα και υπογραμμίζεται ότι ενδεικτικό της εύθραυστης χρηματοοικονομικής δομής της οικονομίας είναι η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων κατά 2,6% το α΄ τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο του 2017 και η αύξηση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων κατά 2,9% το ίδιο διάστημα.

Η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα 2 έτη, ώστε αυτές να προσεγγίσουν το 11%-12% του ΑΕΠ, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022. Ωστόσο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστικό. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ