Μουσικη

Ο Δάκης είναι και πάλι της μόδας

«Έπαθα κατάθλιψη. Αναρρώνοντας γύρισα πίσω στο πάλκο, αδύνατον να μην τραγουδάω. Ζω για το τραγούδι».

ego.jpg
Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 758
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δάκης ©Pinelopi Massouri
Δάκης ©Pinelopi Massouri

Δάκης: Το ποπ είδωλο των 70s μιλάει για τη ζωή του στην ATHENS VOICE, με αφορμή το νέο τραγούδι για το σίριαλ της ΕΡΤ «Τα καλύτερά μας χρόνια»

Πριν λίγες μέρες ακούσαμε το νέο τραγούδι του Δάκη που ηχογράφησε με την Ελπίδα για το σίριαλ της ΕΡΤ «Τα καλύτερά μας χρόνια». Μετά από 48 χρόνια που τραγουδάει, η φωνή του ακούγεται αναλλοίωτη.

Ο Δάκης είναι ο άνθρωπος χωρίς ηλικία. Παραμένει στη μουσική επικαιρότητα από το 1967 έως σήμερα. Τον αγαπούν διαφορετικές ηλικίες και όπως λέει δεν έχει βγει ούτε μια φορά στην πίστα χωρίς να νιώσει μαγικά, χωρίς να δώσει ό,τι έχει και δεν έχει στο κοινό του, που του στέλνει χαμόγελα και λουλούδια.
Τα ανέμελα παιδικά του χρόνια ήταν κοντά στη θάλασσα σε μια πολυεθνική γειτονιά, σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία στην Αλεξάνδρεια. Αδερφός της μητέρας του ο ηθοποιός της οπερέτας, ξαδέλφια του ο Ντέμης Ρούσσος και οι μουσικοί Καλαθόπουλοι, που δούλεψαν με τη Μούσχουρη, με τον Bob Azzam. Τα βιώματά του ως παιδί τον καθόρισαν με επιρροές από τραγουδιστές σαν των Charles Aznavour, Gilbert Becaud, Nat King Cole, Frank Sinatra και μετέπειτα η Celine Dion, η Barbra Streisand. Στο σπίτι τους στην Αλεξάνδρεια έπαιζε συνέχεια το ραδιόφωνο που λάτρευε, κολλημένο στο Β΄ Πρόγραμμα, ένιωθε να αγγίζει Ελλάδα ακούγοντας τις φωνές της Γιοβάννας, της Μούσχουρη, του Βογιατζή... μέχρι τη στιγμή που έφτανε στο σπίτι ο λογιστής σε μεγάλη εταιρεία και άσχετος με τη μουσική πατέρας του... και του το έκλεινε. «Έπρεπε να τρώμε όλοι μαζί, να του μιλάω στον πληθυντικό, απαιτούσε σεβασμό», θυμάται.

Στην Αθήνα ήρθε για σπουδές και τυχαία βρέθηκε να τραγουδάει στην Κηφισιά, το 1964, στο στέκι της νεολαίας «Auto-club», όπου τον ακούει να συνοδεύει τους Playboys –επιτυχημένο συγκρότημα της εποχής– ο ιδιοκτήτης της «Αργώ» στη Βουλιαγμένη και ενθουσιασμένος τον ζητάει για το μαγαζί του. Ακολουθεί ο δίσκος «Deep in the heart of Athens» και ο Δάκης μένει Ελλάδα. Tα νυχτερινά κέντρα που τραβούσαν κόσμο, ξεκινούσαν νωρίς με ελαφρύ ρεπερτόριο, μέχρι τις 12.30-1.00, και μετά άρχιζε το λαϊκό πρόγραμμα. Στο πρώτο μέρος με τα μπαλέτα, με τη χορευτική μουσική που είχαν άλλα μαγαζιά, με γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά ποπ τραγούδια. Σεμνός, ευγενικής καταγωγής, κοσμοπολίτης, ο νεαρός και μετρημένος εικοσάρης που μιλούσε έξι γλώσσες, θα τραγουδήσει στην «Αθηναία», στα «Αστέρια», στο «Χίλτον»

Για τη δισκογραφία της εποχής ήταν λαχείο. Ένα L.P. το «Γεια σου σ’ ευχαριστώ», ενώ το μακρινό 1968 ο Μίμης Πλέσσας του γράφει την «Αλήθεια» για την ταινία «La coeur chaud», που γυρίστηκε στη Ρόδο, και αμέσως μετά τη μεγάλη του επιτυχία «Τόσα καλοκαίρια» για την ταινία του Δαλιανίδη «Γοργόνες και μάγκες». Τραγουδά στα στούντιο του Φίνου έχοντας το πιο εντυπωσιακό ενδυματολογικό της ταινίας, που μόνος του επέλεξε για τη συγκεκριμένη σκηνή από τη συλλογή της βιτρίνας του Τσεκλένη. Δύο χρόνια μετά ο Πλέσσας γράφει για αυτόν «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά», το «Μάζευα στα χέρια μου βροχή», το «Κορίτσι στάσου να σου πω», «Στη σελίδα 18» και τη «Μικρή ανεμώνα».  Σε μια εποχή που η προνομιούχα Ελλάδα διασκέδαζε στα «Αστέρια» και στη «Νεράιδα», ήταν το 1970 που εμφανίστηκε πρώτη φορά σε σόου με τις Αδερφές Μπρόγιερ στα «Δειλινά». «Με πολύ τακτ ντυθήκαμε με χρυσά κουστούμια και μαύρα καπέλα ανδρογύναια αλά Λάιζα Μινέλι, καθίσαμε στα ψηλά σκαμπό και κάναμε τους συνδαιτυμόνες να αναρωτιούνται για το τρίτο άτομο», θυμάται. Ο Δάκης με τη Μαργαρίτα ήταν δυο φρέσκα νεαρά παιδιά, το όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι που απασχολεί τον τύπο. Ράβεται με τα δικά τους υφάσματα και πέντε χρόνια είναι μαζί. 

Εντελώς τυχαία τραγουδά τη «Μαργαρίτα» στον Λυκαβηττό που γίνεται κι αυτό επιτυχία. Το ’71 μ’ ένα ασημένιο λαμέ σακάκι, μαύρο παντελόνι και παπιγιόν ανεβαίνει στην πίστα στέλνοντας το πιο γοητευτικό του χαμόγελο στην κατάμεστη αίθουσα του κυπριακού «Μον Παρνάς», που σείστηκε από τα χειροκροτήματα στους ήχους του «Mamy Blue».
Τραγούδια γραμμένα αποκλειστικά για τη δική του φωνή, κάποια τον καθιερώνουν, άλλα τα αγαπά ιδιαίτερα, όπως το «Rain». Συμμετέχει σε ταινίες και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο νέος ποπ σταρ ντυμένος με λευκά παντελόνια καμπάνα και ανοιχτά πουκάμισα, πρότυπο φινέτσας, με απαστράπτον χαμόγελο τραγουδά το καλοκαίρι και τον έρωτα. Ένας πολύγλωσσος «Δάκης ’72» με το επιτυχημένο «Tu veux ou tu veux pas» και το 1975 το «Δάκης 100%» του νεαρού τότε Νίκου Καρβέλα. Σταθμός στην καριέρα του η συνεργασία το ’77 με τον Κώστα Χατζή στη μπουάτ «Σκορπιός» στην Πλάκα και το ’79 με τη Μαρινέλλα στο Zoom καθώς και η περιοδεία στην Αυστραλία μαζί της όπου «διδάσκεται από τον επαγγελματισμό της». Στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα διατηρεί το στιλ του. Πάνω στο πάλκο φέρνει έναν αέρα ζωντάνιας και νεανικής ανεμελιάς. Κι εκεί που ονειρευόταν να γίνει γνωστός να τον βλέπουν στον δρόμο και να τον αναγνωρίζουν, ξαφνικά έχει να αντιμετωπίσει μια φρενίτιδα αποθέωσης. Το πλατύ του απαστράπτον χαμόγελο έκανε τα κορίτσια να τον λατρεύουν  και η δημοτικότητά του που εκτοξεύεται τον κάνουν να ανακαλύψει πόσο τραγικό είναι να μην έχεις ιδιωτική ζωή. Θυμάται έξαλλες τις θαυμάστριές του να συνωστίζονται του σκοτωμού για ένα αυτόγραφο, να του ξεριζώνουν τούφες και να του σκίζουν τα ρούχα για να τα κρατήσουν σαν ανάμνηση.

Ο Δάκης με τα δικά του λόγια

» Ντρεπόμουν να τραγουδήσω, ακόμα κι όταν λέγανε οι άλλοι τον Εθνικό ύμνο στο σχολείο εγώ σώπαινα, στην ωδική είχα μηδέν. Τραγουδούσα στο μπάνιο μας που ήταν πολύ μεγάλο και είχε αντίλαλο για να ακούω τη φωνή μου. Από το σόι της μητέρας μου ήταν όλοι καλλιτέχνες. Ο ξάδελφός μου γυρνώντας από μια περιοδεία έφερε ένα μπομπινόφωνο, παίζοντας κιθάρα τον συνόδευσα τραγουδώντας το “You mean everything to me”, στην οντισιόν όταν τυχαία γυρίζοντας την ταινία έπεσε στη φωνή μου, άρεσε και με κάλεσαν ζητώντας μου να πω ρεπερτόριο. Είπαν στον πατέρα μου “Κάνει για τραγούδι άσ’ τον!” και τον έπεισαν.

» Έχω ζήσει μια καταπληκτική Μύκονο στα νιάτα μου, όλα τα ρεπό, πρόλαβα τη Μύκονο με ελικόπτερο όταν δεν υπήρχε το αεροδρόμιο. Διέμενα στο Ξενία, εντυπωσιάστηκα που το είδα να χάνει την αίγλη του. Ήμουν θαυμαστής των Μπιτλς, λάτρευα τη Δαλιδά. Οι χίπις, τα μαλλιά, τα ναρκωτικά με απωθούσαν. Όταν ο Μαστοράκης μου ζήτησε να ανοίξω τη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς στην Αθήνα είπα τα τραγούδια μου και έφυγα αμέσως.

» Είμαι καλός ακροατής, χαίρομαι με την επιτυχία και την ευτυχία των άλλων. Δεν ζήλεψα ποτέ εκτός από ερωτικά. Εκεί μη μου την πάρεις, γίνομαι έξαλλος, τρελός. Ενώ ζηλεύω, δεν υπήρξα ποτέ πιστός. Δεν είναι θέμα χαρακτήρα, το ζητούσε ο οργανισμός μου. Δεν συλλαμβάνω πως γίνεται να ’ναι πιστός κάποιος. Έκρυβα επιμελώς τις απιστίες μου και όταν έβγαιναν στη φόρα χωρίζαμε. Κατά τα άλλα είμαι ήρεμος, ήσυχος, αισιόδοξος. 

» Ήξερα ότι τραγουδούσα σωστά, ότι δεν ήμουν άσχημος, δεν καβάλησα ποτέ το καλάμι, δεν υπήρξα νάρκισσος, σκεφτόμουν τους άλλους καλύτερους από μένα.

» Ήμουν ερωτευμένος με τη Δαλιδά, με μάγεψε με την πρώτη. Θα ήθελα να τραγουδήσω δίπλα της. Όταν βρεθήκαμε στο γαλλικό Ροζ Ντορ που διαγωνιζόμουν είχα καταπιεί τη γλώσσα μου, την κοίταζα εντυπωσιασμένος, άναυδος. Θα έλεγε, τι είναι αυτό το ανώμαλο που χάζεψε. Το βίντεο-κλιπ του “Τσάι με λεμόνι” ίσως να είναι σαν μια πρώιμη εκδοχή του “9½ εβδομάδες” όπου υποδύομαι ρόλο, όπως και σε πολλά βίντεο κλιπ, η διαφορά είναι ότι μόνο κοιτάω, δεν αγγίζω.

» Το πιο επεισοδιακό ντουέτο ήταν με τη Χριστιάνα τραγουδώντας το “Μίλα μου”. Δεν μιλιόμασταν εκείνη την εποχή. Ηχογράφησε ο καθένας μοναχός του κι αν μας ακούσεις μοιάζουμε με δυο ερωτευμένοι. 

» Αγαπώ το σπίτι μου, θα ήθελα να ήμουν διακοσμητής. Με παίρνει ο ύπνος κάνοντας σχέδια αλλαγής διακόσμησης. Είμαι εστέτ και ρομαντικός. Δεν μ’ ενδιαφέρει το άψογο διαμέρισμα, μικροαλλαγές στον χώρο μου μού προφέρουν απίστευτη χαρά. 

» Πιστεύω στον Θεό, έχω μια εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας όπου προσεύχομαι και θεωρώ θαυματουργή, πιστεύω ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που με προστατεύει σε δύσκολες στιγμές, που προσωπικά έχω περάσει πολλές. Η δύναμη της πίστης σε κάνει πολύ δυνατό πάντα! Πέρασα έναν καρκίνο αλλά το αντιμετώπισα με θάρρος σα να σαν είχα γρίπη. 

» Ένα ανεπαίσθητο σημάδι στο μάγουλο υπάρχει για να θυμίζει το μπλακ άουτ που μου συνέβη την ώρα που τραγουδούσα. Πέφτοντας έσπασα τον τένοντα και ένα κόκαλο στο πρόσωπο. Αξονικές, μαγνητικές, ατέλειωτες εξετάσεις. Οι προβολείς και τα λέιζερ τόσα χρόνια προκάλεσαν κάποια βλάβη σε ένα εγκεφαλικό κύτταρο. Μου έδωσαν χάπια από αυτά που δίνουν σε περιπτώσεις επιληψίας. Έπαθα κατάθλιψη. Αναρρώνοντας γύρισα πίσω στο πάλκο, αδύνατον να μην τραγουδάω. Ζω για το τραγούδι. Αισιόδοξος από τη φύση μου, δεν έχασα την ελπίδα και το χαμόγελο. 

» Διαισθάνομαι ότι διαθέτω μια ζωντάνια που είναι μεταδοτική. Η νεανική μου διάθεση ίσως να μη συμβαδίζει με την ηλικία μου. Έκανα χρήματα, ξόδεψα αρκετά, και είμαι σήμερα πάρα πολύ ευτυχισμένος εργένης στη μοναχικότητά μου. Συνειδητά δεν έκανα παιδιά γιατί δεν θα το υποστήριζα σωστά και όντας τελειομανής θα είχα τύψεις στη συνείδησή μου. 

» Με θέλανε ποπ τραγουδιστή, θα ήθελα να είχα πει Χατζηδάκι, που τον γνώριζα και προσωπικά, γιατί να μη πω δηλαδή; Αλλά ο Πλέσσας ήταν εκείνος που με πίστεψε και μου έγραψε πολλά τραγούδια. Πέρασαν 52 χρόνια κι ο κόσμος έρχεται για να ακούσει ακόμα το “Πόσα καλοκαίρια”! 

» Θα μπορούσα να είχα κάνει μεγαλύτερη καριέρα, όπως η Μούσχουρη ή ο Ντέμης, αλλά δεν ήθελα να παραμείνω στο εξωτερικό και να δυσκολευτώ, προτίμησα τις ανέσεις του τόπου. Άλλωστε έβλεπα τον Ντέμη Ρούσσο και τον λυπόμουνα μόλις έβγαινε από την πόρτα του τον περίμενε ένα πλήθος θαυμαστών, ούτε να πάει στο διπλανό καφέ δεν μπορούσε. Δεν τη θέλω τόση δόξα, δεν μπορώ να ζω σε μια χρυσή φυλακή, θέλω να περπατάω σαν όλους τους ανθρώπους, όχι να γίνω Μάικλ Τζάκσον. Δεν βρέθηκε και κάποιος να με εκμεταλλευτεί. Παρότι είμαι ικανός σε πολλά μου είναι αδύνατον να μανατζάρω τον εαυτό μου μόνος μου.

» Η Ευρώπη δεν είναι ο παράδεισος. Όλα αυτά τα κύματα των προσφύγων είναι μια λυπηρή κατάσταση για όλους. Είχαμε και εμείς πολέμους, αγωνιστήκαμε, οι πρόγονοί μας πείνασαν, αλλά πόσοι πήραν τους δρόμους για άλλες χώρες. 

» Τρία χρόνια ’68, ’69, ’70 που δούλεψα στο Galaxy κατέβαινα μετά στο Βυζαντινό στο Χίλτον, ήταν το στέκι πολλών καλλιτεχνών, μαζεύονταν μεγάλες παρέες μετά τα θέατρα, η Λάσκαρη, η Αλίκη. Άλλες φορές περνούσα από το Ελυζέ της Μητροπόλεως. Κάποτε ξενύχταγα, τώρα όμως όχι. Έχω να φάω τηγανητά ή σουβλάκι χρόνια, πάω σούπερ μάρκετ, μαγειρεύω, προτιμώ το καθαρό φαγητό, μπορείς να βρεις νοστιμιά και γεύση και στον ατμομάγειρα. 

» Δεν περνώ πια από το Σύνταγμα, με τον Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας νιώθω ότι σχεδιάσαμε τη μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση σε πρόχειρη εκτέλεση. 

» Κανείς δεν καταλαβαίνει ότι είμαι αλλοδαπός, όταν τραγουδάω. Έχω τραγουδήσει σε ντουέτο με Κανελίδου, Διαμάντη, Μαρινέλλα, Χατζή, αλλά και τον Μεσιέ Μινιμάλ. Ένα νέο τραγούδι ηχογραφήσαμε τώρα με την Ελπίδα για το σίριαλ της ΕΡΤ “Τα καλύτερά μας χρόνια”. Ένα άλλο ρετρό τραγούδι που μου ζητήθηκε είναι του Μάριου Πινέλι, διασκευή Ξαρχάκου, που ακούστηκε στη ταινία “Μοντέρνα Σταχτοπούτα” το 1965. Φαίνεται ότι μετά από όλο αυτό που περνάμε, τακτοποιούμε τα συρτάρια μας, ξεσκαρτάρουμε τους φίλους μας και επαναφέρουμε τις αναμνήσεις μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ