Κινηματογραφος

Η βραδιά των Όσκαρ και η επόμενη μέρα

Το αριστεροφιλελεύθερο κατεστημένο βραβεύει πρώην underdogs προκειμένου να εξιλεωθεί για το παρελθόν των διακρίσεων: καλά κάνει.

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20766377.jpg
©EPA/ETIENNE LAURENT

Όπως τα επιτυχημένα πάρτι, η βραδιά των Όσκαρ συνεχίζεται την επόμενη μέρα: σχολιάζουμε τα βραβεία, την τελετή (φέτος έλειψε ο αγχωμένος παρουσιαστής με τα κρύα αστεία: τον Κέβιν Χαρτ τον έφαγε το μαύρο φίδι, επειδή κάπου, κάποτε, έλεγε «ομοφοβικά» ανέκδοτα.) Κυρίως, την επόμενη μέρα, σχολιάζουμε τις εμφανίσεις των σταρ στο κόκκινο χαλί: εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουν – κι όμως, εγώ, αυτή την κλεφτή ματιά στο glamour την κατευχαριστιέμαι. Ποιος άξιζε το χρυσό αγαλματίδιο; Ποιος δεν το άξιζε; Ποιος αδικήθηκε (και γιατί); Ποιος στυλίστας μισεί τον ηθοποιό τον οποίον συμβουλεύει για την εμφάνισή του στην τελετή και στη δεξίωση; Για να στηρίξω την απάντηση στο τελευταίο ερώτημα θα χρειαζόμουν, για τις φετινές εμφανίσεις, φωτογραφίες της Μάγια Ρούντολφ, της Ρέιτσελ Βάις, της Ελίζαμπεθ Μπανκς, του Σπάικ Λη, της Σάρα Πώλσον ― ο κατάλογος είναι μακρύς: πιο κιτς πεθαίνεις. Τέλος: Ποιος σταρ φαινόταν σε πλήρη έξαρση της ναρκισσιστικής του διαταραχής; Και, ποιος υποψήφιος δεν ξέρει να χάνει;

Πολλοί κριτικοί και θεατές παραπονούνται ότι τα Όσκαρ είναι μια υπόθεση πολιτικής ορθότητας. Κι ότι το αριστεροφιλελεύθερο κατεστημένο βραβεύει πρώην underdogs προκειμένου να εξιλεωθεί για το παρελθόν των διακρίσεων και την τρυφηλή ζωή στο παρόν. Όμως, πιστεύω ότι, σε κάποιο βαθμό, δηλαδή μέχρι τον βαθμό που δεν προκαλεί πικρία και σπασμωδικότητα στην «άλλη» πλευρά, πράττει σωστά: οποιαδήποτε βράβευση ενέχει μεγάλο μέρος υποκειμενικότητας, άρα είναι λογικό τα κριτήρια να υπερβαίνουν την καλλιτεχνική απόδοση· να ενθαρρύνουν ανθρώπους και κοινότητες, να εξισορροπούν ένα κοινωνικό σύστημα με, έτσι κι αλλιώς, αβέβαιη, ευπαθή συνοχή. Θέλω να πω: αν υπήρχε μαθηματική ακρίβεια στη μέτρηση της ποιότητας ενός καλλιτεχνικού έργου, ο παράγοντας της πολιτικής ορθότητας θα διετάρασσε τη δικαιοσύνη στην απονομή βραβείων ― επειδή όμως τέτοια  ακρίβεια δεν υπάρχει, η δικαιοσύνη δεν διαταράσσεται. Οπωσδήποτε, ο καθένας μπορεί να διαφωνεί όχι μόνο με τα βραβεία, αλλά και με τις υποψηφιότητες, με την εμπορική ή καλλιτεχνική επιτυχία που συχνά δεν αντιστοιχεί στην καλλιτεχνική αξία.

Τούτου λεχθέντος, πιστεύω ότι η Ακαδημία προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους: τους Αφροαμερικανούς (η παρουσία των οποίων έχει αυξηθεί εκθετικά), τους νεότερους μετανάστες (φέτος, μέσω του Ράμι Μάλικ, το αμερικανικό όνειρο επιβεβαιώνεται – και γιατί όχι), τους Ευρωπαίους, τις γυναίκες, την «κοινότητα» των ομοφυλοφίλων (βάζω εισαγωγικά διότι διαφωνώ με το «κοινότητα»), τους μουσουλμάνους, τους Μεξικανούς – όλους. Fair enough. Eξάλλου, είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να βραβεύονται τα ίδια πρόσωπα ξανά και ξανά, ούτε να ευνοείται η «υψηλή», ας πούμε, τέχνη έναντι της «λαϊκής». Έτσι, αν και η μουσική του Νίκολας Μπριττέλ στο «Αν μιλούσε η οδός Μπιλ» (όπως και στο περυσινό «Moonlight») είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ευλόγως το Όσκαρ μουσικής απονεμήθηκε φέτος στον Λούντιβιχ Γκέρανσον για τον «Μαύρο Πάνθηρα»: σε ένα Σουηδό, σε μια ταινία για το ευρύ κοινό.

Το «Πράσινο βιβλίο» ήταν συμπαθητικό κυρίως λόγω του ρόλου και της ερμηνείας του Βίγκο Μόρτενσεν, όχι λόγω του βραβευθέντος Μαερσάλα Άλι. Η «Eυνοούμενη» και το «Ρόμα» ήταν σαφώς πιο τολμηρές κινηματογραφικές προτάσεις: ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Αλφόνσο Κουαρόν έχουν κινηματογραφικό όραμα· ο Πίτερ Φαρέλι δεν πολυέχει – δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει σ' αυτό. Αλλά ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ακόμα νέος – αν όλα πάνε καλά και θέλει να βραβευτεί, θα βραβευτεί στο μέλλον. Το θέτω έτσι διότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να διαλέξει. Το Όσκαρ στην Ολίβια Κόλμαν ήταν, νομίζω, δικαιολογημένο: αν η Ακαδημία θέλει να βραβεύσει επιτέλους την Γκλεν Κλόουζ θα πρέπει η ταινία στην οποία συμμετέχει να είναι, σεναριακά τουλάχιστον, λιγότερο γελοία από τη «Σύζυγο». Όχι ότι η γελοιότητα σταμάτησε ποτέ την Ακαδημία: θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία τη «Μελωδία της ευτυχίας» και το «Ένας άνδρας και μια γυναίκα», ενώ, πέρυσι, μου είχε φανεί αλλόκοτο το Όσκαρ στο «Σχήμα του νερού». (Ξέρω ότι έχει πολλούς θαυμαστές. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα).

Μου φαίνεται ότι έχει δημιουργηθεί μια παρεξήγηση σχετικά με την ηθοποιία: από τις κριτικές και τις υποψηφιότητες των τελευταίων χρόνων παρατηρώ ότι καλή ηθοποιία θεωρείται η καλή μίμηση ενός αληθινού προσώπου: η Tζούλια Ρόμπερτς βραβεύτηκε για την αναπαράσταση της Έριν Μπρόκοβιτς, η Μέρυλ Στρηπ για την αναπαράσταση της Μάργκαρετ Θάτσερ, η Κέιτ Μπλαντσέτ για εκείνη της Κάθριν Χέπμπορν – έναν άχαρο ρόλο σε μια ανούσια ταινία. Πέρυσι, η Άλισον Τζένι πήρε Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου υποδυόμενη την αυταρχική μητέρα της Τόνιας Χάρντιγκ στο «Εγώ η Τόνια». Φέτος είχαμε τέσσερις υποψηφιότητες για ρόλους αληθινών προσώπων. Και ευτυχώς που η καταπληκτική Έιμυ Άνταμς δεν βραβεύτηκε για τον ρόλο της συζύγου του Ντικ Τσέινι στο «Δεύτερος στην ιεραρχία»: της αξίζει Όσκαρ σε ταινία όπου δεν θα υποδύεται τη σύζυγο που σκάει μύτη πάνω από τον ώμο του πρωταγωνιστή.

Το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου στην «Παρείσφρηση» (Μαύρος Κlansman) μου φάνηκε εύστοχο· αλλά η σκηνοθεσία του Σπάικ Λη ήταν, κατά τη γνώμη μου, κάπως πρόχειρη. Και θα ήμουν πιο ευχαριστημένη αν ο «Ψυχρός πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόβσκι κέρδιζε κάποια αναγνώριση: ήταν η πρώτη ταινία του που βρήκα υφολογικά ενδιαφέρουσα. Δεν ξέρω αν με επηρεάζει το ότι ο Γιώργος Λάνθιμος είναι Έλληνας, αλλά, να που επανέρχομαι σ’ αυτόν: πιστεύω ότι πέτυχε σ' αυτό το είδος της ιστορικής dramedy σε όλα τα επίπεδα ― από τη σκηνοθεσία μέχρι τα κοστούμια. Και μιας και είπα «κοστούμια» επανέρχομαι και στις εμφανίσεις στο κόκκινο χαλί: η Τζέννιφερ Λόπεζ δυσκολευόταν να αναπνεύσει μέσα στο μεταλλικό της φόρεμα· η Μελίσσα Μακάρθυ με την κάπα μού θύμισε τον Ζορρό· για τον Μπίλλυ Πόρτερ ας μη μιλήσω καλύτερα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ