Βιβλιο

Η ανέκφραστη γλώσσα της αριστεράς

Η αριστερά υπήρξε για μια μεγάλη περίοδο η ηθική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας

ΤΕΥΧΟΣ 354
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
15196-33822.jpg

Του Βρασίδα Καραλή*

Η αριστερά υπήρξε για μια μεγάλη περίοδο η ηθική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας—μέχρι τη στιγμή που βυθίστηκε στη εξουσιολαγνεία και αυτοκαταναλώθηκε. Αυτή την αυτοκαταναλούμενη παράδοση επιχειρεί να διευρευνήσει το μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις, μέσα από τις αφηγήσεις ενός «κυκλικού τετραφωνικού κειμένου» που καταδύεται στο λαβύρινθο της ιστορίας της αριστεράς στην Ελλάδα. Ένα λαβύρινθο σκοτεινό και αδιέξοδο που βυθίζει τη συνείδηση σε μια απίστευτη σύγχυση, σε ένα παράλογο πλησιέστερα στις άσημες ταυτολογίες του Σάμουελ Μπέκετ παρά στις διαυγείς διατυπώσεις του Μαρξ.

Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζουν οι ενδογλωσσικές συγκρούσεις λογοτύπων και ιδιολέκτων που χαρακτηρίζουν την πολύτροπη γραφή του Φάις από την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου. Σύνολα ιδεών και συγκινησιακών πλεγμάτων αναδύονται από τις μεταφράσεις των «Βακχών», όπως τις βρίσκομε να συμπαρατίθενται στο κείμενό του, ακόμα και τις διάφορες λογοτροπίες των συνθηματικών γλωσσών της αριστεράς. Το κείμενό του βυθίζεται σε μια κρυπτική γλώσσα, την οποία παρωδεί και απομιμείται, υποδεικνύοντας την ιδιολογία της, δηλαδή την αδυναμία της να αρθρώσει πολιτικό λόγο. Διότι παρά τις φιλοδοξίες της αριστεράς, κανένας πολιτικός λόγος δεν αρθρώθηκε από την οργανωμένη της μορφή, παρά μόνο ένας λόγος πολεμικής εναντίον της διαφοράς και της ετερολογίας.

Το βιβλίο του Φάις είναι ένα έργο πολυκειμενικής εστίασης, που επιχειρεί μέσω των διαθλάσεων και των υποκαταστάσεων της γλώσσας να αφηγηματοποιήσει τον απροσδιόριστο και ανιστορικό χαρακτήρα του αριστερού λόγου. Μέσα από τις τρεις γενιές ορθοδόξων και ανορθοδόξων αριστερών που συνυφαίνονται στην αφήγηση προχωρούμε μέσα από ένα λόγο υποκαταστάσεων και ανέλπιδου ουτοπισμού, με τη διηγητική ανάπτυξη να κατορθώνει να αποτυπώσει την ποιότητα του ιστορικού χαρακτήρα που διαμόρφωσε η αριστερά στη χώρα μας.

Είναι ένα κείμενο-διάγνωση, με την κλινική έννοια του όρου, μια διάγνωση της ιστορικής αδυναμίας μιας μικρο-κοινότητας να αρθρώσει ένσημο και κοινοποιήσιμο λόγο.

Αυτό που εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Φάις είναι η αμεσότητα του παραληρήματος που αναδύεται από την εικόνα μιας σειράς σχεδόν καζαντζακικών desperados – απελπισμένων ουτοπιστών που εισήλθαν σε μια περιπέτεια για να βγάλουν από μέσα τους ό,τι δεν μπορούσαν να αποβάλουν: ένα βαθύ αίσθημα ιστορικής καθυστέρησης και ψυχολογικής κατωτερότητας, το οποίο δεν επιχειρούσαν να υπερβούν με τη δημιουργική μετουσίωση ή τον πολιτικό λόγο, αλλά με έναν αδιέξοδο πρακτικισμό, μια σχεδόν παραμυθιακή αντίληψη του κόσμου ως χώρο δαιμονιακών συνωμοσιών και άφιλων συσχετίσεων.

Η αφήγηση του Φάις μάς υπογραμμίζει μέσω της σάτιρας, της ειρωνίας και της απομίμησης, την αδυναμία του ελληνικού αριστερού λόγου να αποδεχθεί τον ανθρωπισμό της σκέψης του Μαρξ για μια κοινωνία πολιτών, που αναπτύσσουν την ελευθερία τους χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς κοινωνικής, κομματικής ή προσωπικής ταυτότητας. Μπροστά σε αυτούς τους ανερμάτιστους desperados, «ο φτερουγισμένος παππούς» προσπαθεί να διατηρήσει τη διανοητική ακεραιότητα μέσα από τις διαδοχικές μεταφράσεις του κλασικού λόγου και μάλιστα εκείνου των «Βακχών» του Ευριπίδη.

Ο Φάις δεν κάνει εδώ αναφορά στον παλαιό νιτσεϊκό δυισμό του διονυσιακού και του απολλώνιου πνεύματος – αν μη τι άλλο, μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα παραφροσύνης και μανίας, δεν υπάρχει τόπος ισορροπίας και συμμετρίας. Οι Βάκχες δίνουν στην αφήγηση εκείνο το φαντασιακό άλλο που μιλά μέσω της ετερότητάς του αλλά ταυτόχρονα που είναι τόσο άμεσα πλησίον, τόσο επικίνδυνα παρόν. Υποδεικνύει, μάλιστα, αυτό τον πρωτόγονο θρησκευτισμό της αριστερής σκέψης και νοοτροπίας «δεν είμαι Χριστός για να έχω μαθητές. Όλοι μας μαθητές είμαστε του Λένιν και του Στάλιν» (σ. 155). Ένα θρησκευτισμό που υποκρύπτει το ριζωματικό πυρήνα της θρησκευτικότητας, το σεξουαλικό ένστικτο, τον προλογικό βιολογισμό – που πολύ συχνά, όπως στην περίπτωση της Ορθοδοξίας, καλύπτεται από τα πολύχρωμα έθιμα του φοκλόρ και τα γυαλιστερά κουρέλια του Βυζαντίου.

Αναμφίβολα, το έργο του Φάις επιδέχεται πολλών αναγνώσεων. Η κυρίαρχη αρχιτεκτονική του ωστόσο αρτιώνει ένα κείμενο υπαρξιακών αναφορών και κατά συνέπεια ένα κείμενο πολιτικής παρέμβασης, καθώς αντικειμενοποιεί την τραυματική πραγματικότητα ενός παρελθόντος γεμάτου ψευδαισθήσεις και αρνήσεις και την καθιστά αντικείμενο αναγνωστικής εμπειρίας. Μέσω αυτής μπορούμε σήμερα ως αναγνώστες να αναγνωρίσουμε τις επιβιώσεις αυτού του λόγου στη νοοτροπία, στη σκέψη και στην πράξη που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία και να διαβλέψουμε τις διαστάσεις των σημασιών του. Είναι ένα κείμενο κριτικού ρεαλισμού, κατά την παράδοση του Λούκατς, καθώς αποσυναρμολογεί μια κυρίαρχη ρητορική που πνίγει τη σκέψη και συσκοτίζει τη συγκίνηση. Η ανέκφραστη γλώσσα της αριστεράς αποδομείται μέσα από το κείμενο του Φάις – μια γλώσσα αντι-ανθρωπιστική, χωρίς πολιτικό χαρακτήρα και χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο. Το βιβλίο του Φάις διερευνά το αδιέξοδο της μονοφωνίας και αρθρώνει μια πρόσκληση για διάλογο, που προϋποθέτει πολυφωνία και ισογλωσσία. Είναι μια αντι-αφήγηση, γιατί υποδεικνύει τις συνέπειες των γλωσσών που φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν ολοποιητικά την κοινωνική πραγματικότητα και την προσωπική εμπειρία, ζητώντας να προσφέρουν μια συγκεφαλαιωτική αφήγηση που να καταργεί την ιδιαιτερότητα και να αφανίζει την ατομική περίπτωση.

Με το βιβλίο του Φάις διερευνάται η ιστορικότητα μιας πολιτικής παράδοσης, η γλώσσα της οποίας υπήρξε ανιστορική και ανιστόρητη. «Γιατί, οι Βάκχες τι είναι; Μια γιορτή που στράβωσε. Όπως κι εμείς» (σ. 245) Και τελειώνει με το «γκρίζο τίποτα», ίσως γιατί η ουτοπία της αριστεράς να μην ήταν παρά η πλέον επιτηδευμένη μορφή τραγικού μηδενισμού, εμπρός στην ηθική της ευθύνης και έλλογων επιλογών.

Πορφυρά γέλια

Μισέλ Φάις, εκδ. Πατάκη, σελ. 249

Ο  Β. Καραλής είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ