Κατά το «αυτή η κρίση/σχέση/ζωή μ’ έχει βγάλει νοκάουτ». Κατά το «είμαι νοκάουτ από ξενύχτι/μεροκάματο/ψάρεμα». Θα συνέλθω, αλλά είναι ωραίο (μμμ) να εκμεταλλεύεσαι τα διαλυμένα σου νεύρα για να ξεχνιούνται οι άλλοι. Ή για να πηδάνε από τα παράθυρα…
Πολύ νοκάουτ, κάποιο μεσημέρι Σαββάτου βρέθηκα στο Σύνταγμα, να ψάχνω κολληματικά ένα τυροπιτάδικο σε θολή στοά που έφτιαχνε τέλειες τυρόπιτες στη δεκαετία (γκουχ-γκουχ) του ’80: ήτανε διάσημο, η στοά επίσης, και δεν είναι δυνατόν να μη βρίσκω ούτε ίχνος τους τώρα. Τι έγινε; Άνοιξε η γη και κατάπιε τη στοά παρέα με το τυροπιτάδικο;
Τηλεφώνησα σε ένα φίλο μπας και με φωτίσει. «Ποια στοά; Ποια τυρόπιτα;» φώναξε στο τηλέφωνο εκνευρισμένος, «μου ήρθε βρομο-περαίωση από τη βρομο-εφορία πέντε χιλιάρικα! Να πάει στο διάολο η στοά!». Θυμήθηκα αμέσως ότι κι εμένα μου ήρθε βρομο-περαίωση, μάλιστα για δεύτερη φορά, οκτώ μήνες αφότου πλήρωσα ήδη βρομο-περαίωση. Απλώς έβαλα την ειδοποίηση μαζί με τους βρομο-λογαριασμούς στη γνωστή στοίβα βρομο-αζήτητων πάνω στο γραφείο, και την ξέχασα με την ελπίδα ότι θα κονιορτοποιηθεί. Που όμως τίποτα απ’ αυτά που σε κυνηγούν δεν γίνεται σκόνη – αντίθετα, κάτι αποδείξεις, τιμολόγια, ληξιαρχικές πράξεις, ταυτότητες και εισιτήρια λεωφορείων, χρήσιμη χαρταδούρα δηλαδή, αυτά είναι που εξαφανίζονται χωρίς να κάνουν κιχ. Όπως στα ερωτικά της (ατέλειωτης) εφηβείας σου: τα γκομενάκια για τα οποία έκοβες φλέβα χανόντουσαν στο διάστημα με τρομερή διακριτικότητα. Τα άλλα, της κατηγορίας «ούτε κρύο, ούτε ζέστη/θεός φυλάξοι», σε κυνηγούσαν ανελέητα σαν τη βρομο-εφορία.
Με αυτές τις ευχάριστες σκέψεις μπήκα στο «Άριστον», με τις ακόμα διάσημες τυρόπιτές του. Πήρα μία μελιτζανόπιττα (έτσι-κι-έτσι) και μία καταπληκτική κοτόπιτα (1,70) για να συνεχίσω το ψάξιμο της ιδανικής τυρόπιτας που στο μεταξύ είχε πάρει διαστάσεις Ιερού Δισκοπότηρου. Αυτή που θυμάμαι, της στοάς-χωρίς-όνομα, την έφαγα τελευταία φορά… το 1994. Το ’94!!! Άρχισα να προσθέτω θαυμαστικά στη χρονιά, συνειδητοποιώντας ότι (1) το ’94 ήμουν έγκυος και έτρωγα οχτώ τυρόπιτες την ημέρα και (2) μέσα σε δεκαέξι χρόνια πολλά μπορούν να συμβούν σε μία τυρόπιτα. Πόσο μάλλον σε μία στοά, ή σε έναν άνθρωπο (καλή ώρα). Γκρίνιαξα λίγο ακόμα, αυτό το νιαρ-νιαρ που κάνεις όταν είσαι νοκάουτ ΚΑΙ κανένας δεν σε αγαπάει ΚΑΙ όλα τα παπούτσια στις βιτρίνες έχουν πάνω από 200 ευρώ ΚΑΙ υπάρχουν και με 90 ευρώ αλλά αυτά που σ’ αρέσουν μιλάμε είναι πανάκριβα, ΚΑΙ τα νεύρα σου πατατάκια… ε, κάποτε είπα «εντάξει μωρέ, ό,τι έγινε, έγινε, πάμε για άλλα». Με την αισιοδοξία του τρελού/καλλιτέχνη/μαλάκα, συνέχισα τη μέρα μου.
Μπήκα στους «Ξηρούς καρπούς-ποτά-ζαχαρώδη προϊόντα Ματσούκα» (καμία σχέση με τη Δήμητρα) και ξόδεψα 40 ευρώ σε σταφίδες, ξερές παπάγιες και χοντρούς χουρμάδες που φαντάζεσαι τις μαϊμούδες να τους χλαπακιάζουν πέντε-πέντε σε κάποια όαση στην Αλάσκα. Ναι, στην Αφρική εννοώ, απλώς ήθελα να δω μήπως είστε αφηρημένοι… Λοιπόν έχουν ανέβει οι τιμές στον ανανά ροδέλα Ταϊλάνδης όπως και σε όλα τα ξηροκάρπια, μαρτζιπάν, σοκολατένιες μαργαρίτες και ελίτσες: πρόκειται για σκάνδαλο. Το καταγγέλλω μάνι-μάνι και φεύγω από το Σύνταγμα πιο νοκάουτ απ’ ό,τι ήρθα, με πολλά τρόφιμα που αντέχουν στο χρόνο, σε περίπτωση λιμού-λοιμού-καταποντισμού.
Στην αλλαγή φρουράς, με τα περιστέρια να σουρσουρίζουν (μπίζι-μπίζι-μπίζι) στα πόδια μου και τους τσολιάδες ανύποπτους να κάνουν αυτό το θεαματικό με το τσαρούχι στον αέρα… μ’ έπιασε κάτι σαν τυροπλάκωμα και έμεινα να κοιτάζω το κενό. Από δω και πέρα, τι; Περιμένουμε να περάσει η κρίση; Να ανοίξουν ξανά περιοδικά; Να σκάσουν καινούργιες δουλειές; Να βγει η Ελλάδα, τσαρούχ-φουστανέλα-φούντα-φέσ’, φρέσκια-φρέσκια σαν να μην πέρασε μια μέρα; Να πέσουν οι τιμές οπωροκηπευτικών και παπουτσιών; Οι παντόφλες “Croc” στον «Καλυβιώτη» θα έχουν ακόμα 79 ευρώ ή θα στις δίνουν δώρο αν αγοράζεις πολλά μασούρια; Με άλλα λόγια, όταν θα βγούμε από την κρίση θα είμαστε διαλυμένοι, νοκάουτ σα να μας πήδαγε το μυαλό σχιζοφρενής γκόμενος επί χρόνια ή ανάλαφροι σαν καλιακούδες;
Δεν βρήκα απάντηση. Μετά πήγα δύο βράδια σερί στο υπέροχο «Θέατρο Κάπα», σε δύο πρεμιέρες φιλενάδων: στη «Λοκαντιέρα», που με κάλεσε η Ρένια Λουιζίδου, και στο «Αιώνες μακριά από την Αλάσκα» με την Πέμη Ζούνη. Και οι δύο είναι θεές, τα έργα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά μεταξύ τους – η «Λοκαντιέρα» είναι του 1750, ελαφρώς κανιβαλισμένο και ανεβαστικά στημένο από τον Θ. Μουμουλίδη, η «Αλάσκα» είναι μονόπρακτο του Άκη Δήμου με την Πέμη να κεντάει κανονικά… δεν γράφω για θέατρα, ας ξεκολλήσουμε, πήγαμε στη «Στοά» μετά όλοι μαζί, ο όλο-και-καλύτερος Αλέξανδρος Μπουρδούμης από τη «Λοκαντιέρα», η υπερ-ταλαντούχα Νατάσσα Μποφίλιου, η Ρίκα Βαγιάννη, η Ρένια και ο Άλκης Κούρκουλος λίγο πιο πέρα με τον Λάμπη Ζαρουτιάδη. Παρέες-παρέες, λέγαμε χαζομάρες, κουτσομπολιά και επίσης τα ίδια παντελάκη μου: πόσο χάλια είναι τα πράγματα στην καλλιτεχνία. Και πως πρέπει να φτιάξουμε καινούργια είδη, άλλου είδους σόου, να κατεβάσουμε φαεινές ιδέες και, γενικά, να στρωθούμε στον πισινό μας.
Πράγμα ζόρικο – το νοκάουτ είναι πιο μανιτζέβελη κατάσταση, γι’ αυτό και έχει τόσο σουξέ τελευταία…
Άριστον, Βουλής 10, 210 3227.626
Ματσούκα, Καραγιώργη Σερβίας 3, 210 3252.054
Θέατρο Κάπα, Κυψέλης 2, 210 8831.068
Στοά, Πατησίων 101 & Κοδριγκτώνος, 210 8820.737