Καινούργια τραγούδια από τον Σταμάτη Κραουνάκη μετά από ένα ταξίδι του στη Δαμασκό
Βράδυ Παρασκευής μπήκαμε στ’ αεροπλάνο, με ξεσήκωσε ο Μάριος Ταραμίδης
Βράδυ Παρασκευής μπήκαμε στ’ αεροπλάνο, με ξεσήκωσε ο Μάριος Ταραμίδης, άμα ξέρεις Ταραμίδη, ξέρεις άπαντα περί Κύπρου και όχι μόνο. «Θα ρθεις μαζί, πάμε Δαμασκό». Στ’ αεροδρόμιο τα κυπριακά διαβατήρια πέρασαν, το δικό μου πέρασε από σαράντα κύματα, παρεπέμφθην σ’ ένα γραφείο άλλης δεκαετίας, κάτι τύπου Εξπρές του Μεσονυχτίου, όπου όλοι αυτοί οι σκληροί πανέμορφοι με κοίταζαν παράξενα, έμαθα ότι το «συνθέτης» στη γλώσσα τους είναι «μούλαχεν» κι έπεσε πολύ γέλιο μ’ αυτό που… μου ’λαχεν. «Δεν πίνουμε νερό στη Δαμασκό, μόνο εμφιαλωμένο». Πρωί-πρωί Σαββάτου αραβικό πρωινό θεϊκό και δρόμο για τη μεγάλη σκεπαστή αγορά. Όλη η Κύπρος ψωνίζει από δω έπιπλα και υφάσματα για καλύτερη ποιότητα και τιμές. Απ’ όξω το ορειχάλκινο άγαλμα του λυτρωτή Σαλαχεντίν έφιππου να διασχίζει το χρόνο. Πρώτη αγορά πίπιζες για 2 ευρά από παππού υπέροχο και τώρα η παράκρουση του καταναλωτή, η μαγεία της Ανατολής, το καϊμάκι να κατρακυλά από τα χέρια του πλάστη του μες στο φιστίκι και μετά, να, πάνω στο χωνάκι, πανδαισία. «Το δικό μου χωρίς φιστίκι». Κελεμπίες, αρώματα, τριαντάφυλλο και γιασεμί τα δικά τους, ναργιλέ στο καφενείο και καφέ, ο καφές βραστός ο δικός τους, δεν μ’ άρεσε. Η Πύλη του Διός, νάτα τα δικά μας (!) και το μεγάλο τέμενος Ουμαγιάτ με τους 3 μιναρέδες της Χάριτος, της Συχώρεσης και του Χριστού. Πέτυχα λειτουργία των μουσουλμάνων, έβγαλα παπούτσι, μπήκα στα χαλιά, αριστούργημα, ζωγραφισμένες προσόψεις, άνθρωποι, παιδιά, αλήτες, γυναίκες με τσεμπέρια θεές, γέροι με μάτια κάρβουνα μέσα στο χώρο της λειτουργίας, μέσα στο τέμενος μικρή ορθόδοξη εκκλησία με την κεφαλή του Προδρόμου. Η εβραϊκή συνοικία, η συνοικία των Χριστιανών, το μέρος που μαζεύονται οι ζωγράφοι, το μέρος που ο Παύλος τυφλώθηκε, το σπίτι του Ανανία που τον βάπτισε χριστιανό, μια μικρή κατακόμβη στην ουσία, είχε πάλι λειτουργία, έγειρα και γω τα κουρασμένα πόδια, «να σας πω, αν βρήκε ο Παύλος εδώ το φως του, εγώ θα χάσω τις αισθήσεις μου».
Αυτός ο ζωγράφος ήταν δημοσιογράφος, έγραφε για την ανισότητα των φύλων κι έφαγε φυλάκα, μετά βρήκε ότι δεν υπάρχει νόμος που να εμποδίζει να ζωγραφίζεις τις απόψεις σου κι άρχισε να φτιάχνει μαγικές ζωγραφιές. Τα παιδιά (Μάριος, Μάριος και Πανίκος) πήγαν να ψωνίσουν και γω ψώνισα πανιά κι άραξα στον ίσκιο στο καλντερίμι, χαζεύοντας τους περαστικούς που διάβαιναν με τις ψημένες τεράστιες πίτες από το παραδίπλα πιτάδικο, ένα μπάνιο στα γρήγορα και βραδινή έξοδος με δυο ντόπια παλικάρια –κονέ του Μάριου– που αυτή τη φορά στην κλειστή αγορά, με το βρεμένο, πλυμένο καλντερίμι, μας οδήγησαν σε μια ταράτσα για φαΐ, με την Ουμ Καλσούμ στα μεγάφωνα να υμνεί τις πληγές της Αγάπης. Κορδώθηκα ότι έχουμε και μεις μια τέτοια θεά, τη Βιτάλη, κι έβαλα στο μυαλό μου να φέρω στην ταράτσα αυτή τη Λίνα ένα βράδυ να φάμε, άφησα το είναι μου να γεμίσει ήχους κι αισθήματα, το παιδί που έφερνε τους ναργιλέδες με τα κάρβουνα γέλαγε και μου ’λεγε «χαμπίμπι». Όλοι σου λένε εδώ χαμπίμπι κι εγώ τους έλεγα «αγάπη μου».
Πριν κλείσω μάτια, τέζαρα τα παράθυρα ν’ ακούσω τον ήχο, το μίξερ της πόλης πάνω μου και το πρωί το ταξί μας, ο Σαμίρ, μας πήγε στο χωριό Μααλούλα, που εκεί μιλάνε ακόμα αραμαϊκά, τη γλώσσα του Χριστού. Τσιμεντένια τα σοβατίσματα και χωμάτινα όπως και παντού, που δένουν τα πλούσια και διατηρητέα, και ψηλά στα λαξευμένα βράχια η Μονή της Αγίας Θέκλας, να πάλι τα βυζαντινά και τα κοπτικά και ο Ιησούς αναπεσών στην είσοδο. Τάκλα τη γράφουν οι Άραβες – και σωστά, γιατί γίνεσαι ντάγκλα ώσπου ν’ ανέβεις εκεί που κοιμάται η αγία και μια καλόγρια φτιάχνει δίπλα κομποσκοίνια κι απ’ όξω ο άνθρωπος που φυλάει το θαυματουργό νερό που γίνεσαι καλά, μου ’πλυνε και το κεφάλι, Γκρέκο μου ’λεγε, και γέλαγε. Μια πιτσιρίκα καλογριούλα με χαλασμένα δόντια, φαντασίωσα ότι ήταν τζάνκι που αφιερώθηκε, αξιώθηκε να μας πει ότι τη γιορτάζουν 24 Σεπτέμβρη, εκεί που βρήκε η γλυκιά μου η Θέκλα να ξαποστάσει από τις διώξεις και να πεθάνει ήσυχη. Πήρα κομποσκοίνια για τη φιλενάδα μου τη Θέκλα στην Αθήνα. Φάγαμε πάλι στην παλιά Δαμασκό, στον κλασικό και σπουδαίο Ελισάρ, μικρό παλιό αρχοντικό με αίθριο… Α, καπνίζουν ναργιλέ και τα κορίτσια, να βρε δουλειά τώρα που θα κοπούν τα τσιγάρα! Τρελάθηκα με τη λεμονάδα με παγωμένη μέντα και με την ευγένεια των γκαρσονιών, και πήραμε μια φωτό τον Εβάν, μαζί με την άδεια να τη χρησιμοποιήσω για εξώφυλλο στα καινούργια ερωτικά που θα γράψω μετά το ταξίδι αυτό.
Αργά τη νύχτα πίσω με το αεροπλάνο των Κυπριακών αερογραμμών κι έναν πονηρό Σύριο που κάνει δουλειές Θεσσαλονίκη-Συρία, τι δουλειές; Απέφυγε, φορτηγά μου είπε, και ’χασκαν τα ντόλαρς από τη μέσα τσέπη του σακακιού. Αυτά για σένα ,φωνούλα μου, εφτά απόγευμα Τρίτης. Μου ’λειψες…
{ Φωτό: ΜΑΡΙΟΣ ΤΑΡΑΜΙΔΗΣ }