- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Η Αθήνα είναι ακόμα ζεστή και τσαλακωμένη, τα λεωφορεία περνάνε σαν οφθαλμαπάτες τρεμουλιάζοντας στην απόσταση, τρέχεις πίσω τους με τη σαγιονάρα και τη βερμούδα, πηδάς σαν άλλος Ίντι – και σκας με τα μούτρα στην άσφαλτο.
Ναι, γιατί η σαγιονάρα δεν είναι φτιαγμένη για πόλη αλλά για πλαζ. Δεν πιάνει καλά στις σκάλες του λεωφορείου, ούτε στα πεζοδρόμια. Είναι ένα πατούμενο που συνοδεύεται από τζιτζίκια, τουλάχιστον στο μυαλό μας: πεύκα ή αλμυρίκια, θαλασσινό αεράκι, ο κολλητός που έβγαλε ένα χταπόδι ακόμα ζωντανό, καλαμπούρια, μακρινή μουσική… και τι είναι αυτό που ακούγεται πίσω από τον παφλασμό της σαγιονάρας; Τζιτζίκια, βέβαια. Τόσο μόνιμα που τα έχουμε συνηθίσει. Οι ξένοι τα προσέχουν, εμείς όχι. Είναι οι ίδιοι ξένοι που θα αγοράσουν σε λίγο τις ωραίες μας παραλίες με τα χταπόδια, τα αλμυρίκια και τα τζιτζίκια. Γιατί όχι; Είναι κουραστικό, σου λέει, να αγοράζουμε φέτες-φέτες, καιρός να ζαλωθούμε ολόκληρο το καρπούζι να τελειώνουμε…
Μια μέρα κάναμε βόλτες στο κέντρο της Αθήνας ψάχνοντας γυαλιά οράσεως. Μπήκαμε και βγήκαμε σε/από οπτικάδικα με παγερά ερκοντίσιον να μας στεγνώνουν και σκελετούς γυαλιών να μας κοιτάζουν λειψοί, χωρίς τη μύτη και το μουστάκι. Μα φαίνονται σαν να καραδοκούν οι σειρές των γυαλιών, σαν να σε κοιτάζουν ανέκφραστα μεν, με έναν άσο στο μανίκι τους δε: κάτι ξέρουν για σένα. Κάτι ψυλλιάζονται. Δεν σου έχουν εμπιστοσύνη. Εκτός που είσαι τσιγαρισμένος, δεν τους γεμίζεις και το μάτι. Κάθε φορά που λες «δεν βρίσκω ένα γυαλί να μου ταιριάζει», είναι σα να καγχάζουν συλλογικά οι γυμνοί σκελετοί από τα στηριγματάκια τους κάτω από τις τιμές – προσφορές 2-σε-1. «Χα, σιγά μη βρεις! Με τέτοια μάπα; Ξανά χα!»
Ναι ναι ναι, ας αλλάξουμε θέμα (λίρα εκατό), καθίσαμε στη «Λειβαδιά από το 1965» για σουβλάκια – σχάρες και κάρβουνα, τα ορίτζιναλ. Η «Λειβαδιά» έχει καθαρά σουβλάκια, «από φρέσκο κρέας», εδώ και 50 χρόνια. Έχει καλές τιμές και νόστιμα πράγματα που τα τσακίζεις με λίγα χρήματα (χοιρινό σουβλάκι €1, μπίρα €2). Σερβίρει 10.30 π.μ. - 10.30 μ.μ. και αποκλείεται να πετύχεις εδώ μαραμένο σουβλάκι. Στην άλλη γωνία είναι η «Κεφτέπολις», με σπεσιαλιτέ (σώπα) τα κεφτεδάκια – 70 λεπτά ο κεφτές, είτε είναι από κιμά είτε από κολοκύθι, φρέσκος και τραγανός. Κι εδώ, τα ψήνουνε ασταμάτητα τα κεφτεδάκια. Η Κάνιγγος είναι πια δρόμος που τον περπατάς με το μάτι γαρίδα, να κοιτάζεις τις φαγητο-βιτρίνες είτε πεινάς είτε όχι. Είχα χτυπήσει υπέροχα τυροπιτάκια-σπανακοπιτάκια του «Άρτιστον από το 1910» στη Σόλωνος, αλλά το να περιφέρεσαι με (φθινοπωρινή διάθεση) ανάμεσα σε τόσο σουβλακο-μπίφτεκο είχε τη χάρη του.
Άσχετο, πάλι για φαγητό όμως, και πάλι με ημερομηνία – μας έφεραν καριόκες του «Παπαπαρασκευά από το 1926». Τον ήξερε ο παππούς μου τον Γιώργο Παπαπαρασκευά της Ξάνθης, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κοινή πατρίδα τους. Αγοράζαμε καριόκες, πουράκια και «ανώμαλα» στη δεκαετία του ’60-’70. Τώρα λοιπόν έχει ανοίξει στη Γλυφάδα «Παπαπαρασκευάς», οι συνταγές είναι οι ίδιες, οι γεύσεις απαράλλαχτες με αυτές της παιδικής ηλικίας, οι σοκολάτες ευωδιαστές και τα καρύδια τραγανά… μου πέφτει λίγο μακριά η Γλυφάδα (ευτυχώς, γιατί θα γινόμουνα 800 κιλά), αλλά και πάλι ευτυχώς όλο και κάποιος ανεβαίνει. Η έκφραση «ανεβαίνει» από τη Γλυφάδα στο κέντρο είναι η ανάποδη του «κατεβαίνει» από τα βόρεια προάστια πάλι στο κέντρο… ννννναι… δεν είναι βαθιά φιλοσοφημένη παρατήρηση αλλά είναι η γλυκόπικρη αλήθεια-σαραγλί. Σνιφ. (Ή και ίου.) Τέλος πάντων, περάσαμε μια ολόκληρη μέρα στους δρόμους: η οικογένειά μου έλειπε, πράγμα ασυνήθιστο (λείπουν δύο-δύο ή ένας-ένας, ποτέ όλοι αντάμα). Μόλις ξεπέρασα το σύνδρομο του «πρέπει να γυρίσω σπίτι, είναι αργά», έπαψε να είναι αργά. Δεν με περίμενε κάποιος κάπου, ούτε είχα να χτυπήσω κάρτα, ούτε θα σπαζόταν κανένας από την απουσία μου. Μπορούσα να γυρίσω ή να μη γυρίσω, το Σύμπαν θα έμενε ασυγκίνητο. Ίσως επειδή δεν περίμενε να του φτιάξω ένα τοστ ή δύο αυγά μάτια. Κάθισα σε ένα παρκάκι λοιπόν στα σκοτεινά να χαζεύω το φεγγάρι ανάμεσα σε πεύκα πολύ αξιοθαύμαστα, που αντέχουνε μέσα στο καυσαέριο και στο σκυλοκάτουρο. Τα τζιτζίκια θα έπρεπε να είχανε πάει σπίτι τους κανονικά, να είχαν δώσει τη θέση τους στους γρύλους – αλλά έκανε (ακόμα) ζέστη, άκουγα κάνα γρύλο πότε-πότε, ίσως ο Τζίμινι Κρίκετ που δεν το βάζει κάτω εύκολα… κυρίως, όμως, τζιτζίκια. Ως αργά το βράδυ, πεταλωμένα και καβουρντισμένα, τα τζιτζίκια-άρχοντες, στάνταρ χορωδία στο ελληνικό/αθηναϊκό καλοκαίρι… και το φθινόπωρο, μέχρι να το πάρει απόφαση ότι ήρθε για να μείνει…
Info: Η Λειβαδιά, Κάνιγγος 2-4 & Γλάδστωνος, πλ. Κάνιγγος, 210 3832413
Κεφτέπολις, Κάνιγγος 6, 210 3300200
Άρτιστον, Σόλωνος 81, 210 3629489
Παπαπαρασκευάς, ζαχαροπλαστείο από το 1926, Α. Παπανδρέου 13, Γλυφάδα, 210 8980220
Φωτό: Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο 90, έργο της Αθηνάς Χατζή