- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Τον Ιούλιο του 2011 το αυτοκίνητο ενός συνταξιούχου δημοτικού υπαλλήλου έπεσε σε χαντάκι δίπλα στο δρόμο, έξω από το Παλιούρι Χαλκιδικής. Βαριά τραυματισμένος, ο 68χρονος οδηγός τηλεφώνησε στην κόρη του, λέγοντας ότι είχε παγιδευτεί. Το αυτοκίνητο είχε καταλήξει μέσα σε πυκνούς θάμνους και, παρά τις έρευνες των σωστικών συνεργείων, δεν εντοπίστηκε.
Έξι μήνες αργότερα, στις αρχές του 2012, περαστικοί βρήκαν το όχημα αναποδογυρισμένο και μέσα σε αυτό το πτώμα του οδηγού. Στο πορτμπαγκάζ βρέθηκε και μια συσκευή ανίχνευσης μετάλλων. Ο θάνατος αποδείχτηκε πως ήταν τυχαίος, ωστόσο οι αρχές, θεωρώντας ότι ο 68χρονος είχε πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας, είχαν προχωρήσει το προηγούμενο διάστημα στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.
«Παγιδεύτηκαν τα τηλέφωνα των προσώπων με τα οποία είχε επικοινωνήσει πριν εξαφανιστεί. Διαπιστώθηκε ότι το θύμα του τροχαίου έψαχνε στην ύπαιθρο για αρχαία νομίσματα, όπως δεκάδες ακόμη χωρικοί σε ολόκληρη την Ελλάδα. Και όλοι αυτοί εφοδίαζαν ένα οργανωμένο κύκλωμα εξαγωγής αρχαίων σε μεγάλους οίκους δημοπρασιών» περιέγραψαν αστυνομικοί – μάρτυρες στη δίκη της υπόθεσης, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη.
Στο εδώλιο βρέθηκαν 53 κατηγορούμενοι, που κατέλαβαν τις μισές θέσεις στο ακροατήριο για να μπορέσουν να καθίσουν. Στη λίστα των κατασχεθέντων ευρημάτων αναφέρονταν 9.200 αρχαία νομίσματα, δεκάδες αγαλματίδια, χρυσά επιστόμια, κοσμήματα, κατάλογοι αρχαιοτήτων. Και ήταν από τις ελάχιστες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, που οι διωκτικές αρχές κατάφεραν να χαρτογραφήσουν την πυραμίδα του παράνομου εμπορίου από τη βάση ως την κορυφή –από τους χωρικούς που ψάχνουν νομίσματα στην ελληνική ύπαιθρο έως συγκεκριμένους οίκους δημοπρασιών που αυτά καταλήγουν– αποκαλύπτοντας μυστικά, αλήθειες και ψέματα των κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας.
Ως κεντρικός κατηγορούμενος στην υπόθεση εμφανίστηκε 67χρονος συνταξιούχος εκτελωνιστής από τη Γερακαρού, ένα μικρό χωριό στην ανατολική πλευρά του Νομού Θεσσαλονίκης. Σε αυτόν φέρεται να κατέληγαν τα αρχαία, μέσω ενός δικτύου αγροτών και κτηνοτρόφων από τη Λαμία έως την Καβάλα, που έψαχναν μανιωδώς με ανιχνευτές μετάλλων στους αγρούς για το χαμένο θησαυρό. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, ενώ κάποιοι ήταν μεσάζοντες και σε τοπικό επίπεδο. Τα αρχαία νομίσματα και τα υπόλοιπα ευρήματα στέλνονταν στο συνταξιούχο εκτελωνιστή στη Γερακαρού με κούριερ, ακόμη και με λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Κι εκείνος φέρεται να εξήγαγε κάθε εβδομάδα εκατοντάδες αντικείμενα, είτε πουλώντας τα σε αρχαιοπώλες και μεσάζοντες στο εξωτερικό είτε παραδίδοντάς τα αυτοπροσώπως σε οίκους δημοπρασιών. Νωρίτερα, άλλα μέλη του κυκλώματος είχαν πλαστογραφήσει παραστατικά που δήλωναν ότι τα νομίσματα ήταν δήθεν αντικείμενα ιδιωτικών συλλογών, άρα μπορούσαν να τα εμπορεύονται νόμιμα.
Από τη χαρτογράφηση του δικτύου και την ακολουθία του χρήματος, διαπιστώθηκε ότι τα νομίσματα κατέληγαν σε τρεις οίκους στο εξωτερικό. Βασικός αγοραστής φέρεται να ήταν η Classical Numismatic Group Inc (CNG Coins). H έδρα της εταιρείας βρίσκεται στο Λάνκαστερ στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ διαθέτει και υποκατάστημα στο Λονδίνο. Λόγω της μεγάλης αξίας ορισμένων νομισμάτων, τα μέλη του κυκλώματος υπέγραφαν ειδικά συμφωνητικά με την εταιρεία. Στις συνομιλίες που κατέγραψε ο κοριός της Αστυνομίας, περιγράφεται ότι ζητήθηκε από εκπρόσωπο του οίκου δημοπρασιών με το όνομα Eric M. να τεθεί τιμή εκκίνησης συγκεκριμένου νομίσματος στα 150.000 δολάρια.
Ως αγοραστής αρχαίων ελληνικών νομισμάτων παρουσιάστηκε επίσης η εταιρεία A Tkalec AG με έδρα τη Ζυρίχη. Ο ιδιοκτήτης του ελβετικού οίκου φέρεται να γνώριζε ελληνικά και να συνομιλούσε απευθείας με τον κεντρικό κατηγορούμενο. Στο κατηγορητήριο, τέλος, περιλήφθηκε και η LANZ, οίκος δημοπρασιών στο Μόναχο. Σε μία συνομιλία οι κατηγορούμενοι περιέγραφαν ότι είχαν στείλει για δημοπράτηση στη Γερμανία περί τα 1.500 νομίσματα.
Στις ίδιες παγιδευμένες συνομιλίες ακούγονται και οι κωδικοποιημένες λέξεις των χωρικών, που έψαχναν με τους ανιχνευτές μετάλλων για το μεγάλο θησαυρό, ακολουθώντας παλιούς χάρτες και τοπικούς θρύλους. Μιλούσαν για «κουμπιά», «ελιές», «φακές», «φασόλια», «βοσκούλες», «χελώνες», «κερατάδες» και «ψειράκια». Ονόμαζαν «λαρισάκια» ευρήματα από τη Θεσσαλία και «φιλιππάκια» από τη Μακεδονία. Αποκαλούσαν «παγούρια» τα αγγεία, ενώ κάποιοι αναφέρονταν στις λαθρανασκαφές ως «κυνήγι» ή «ψάρεμα» και αντίστοιχα στα ευρήματα ως «ψάρια», «μπακαλιάρους» και «μπεκάτσες».
Στο δικαστήριο ο κεντρικός κατηγορούμενος παραδέχτηκε μόνο την κατοχή των νομισμάτων, χωρίς να περιγράψει από ποιους τα αγόρασε ή να παραδεχτεί τις επαφές του με τους ξένους οίκους δημοπρασιών. Στο μέσον της δίκης, ο ίδιος μπήκε εκτάκτως στο νοσοκομείο με σοβαρό πρόβλημα υγείας, με αποτέλεσμα να δικαστεί διά πληρεξουσίου και να μην απολογηθεί. Μάρτυρες υπεράσπισης δήλωσαν ότι «τα νομίσματα του έδιναν ζωή» και υποστήριξαν ότι δεν είχε κερδίσει χρήματα από το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων, καθώς τα περισσότερα ήταν ευτελούς αξίας. Κάποια στιγμή, ο συνήγορός του είπε μάλιστα ότι ο βασικός κατηγορούμενος είχε βοηθήσει τις διωκτικές Αρχές στην αποκάλυψη παλαιότερων υποθέσεων αρχαιοκαπηλίας – «έχουμε γεμίσει δύο μουσεία» δήλωσε.
Μετά από δίκη που κράτησε περίπου δέκα μέρες, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων επέβαλε βαριά ποινή στον 67χρονο συνταξιούχο εκτελωνιστή: κάθειρξη 22 ετών, καθώς κρίθηκε ένοχος για σύσταση συμμορίας, υπεξαίρεση αρχαίων αντικειμένων, εξαγωγή αρχαίων αντικειμένων και ξέπλυμα χρήματος. Σε ακόμη 43 κατηγορούμενους επιβλήθηκαν ποινές από 2 χρόνια φυλάκισης έως και 9 χρόνια κάθειρξης. Το δικαστήριο κατέταξε σε τρεις ομάδες τους κατηγορούμενους, διαχωρίζοντας τους χωρικούς που αναζητούσαν νομίσματα στην ύπαιθρο, τους μεσάζοντες σε τοπικό επίπεδο και τα κεντρικά στελέχη της οργάνωσης, που αναλάμβαναν τις εξαγωγές των αρχαίων. «Είμαι βέβαιος πως όλοι αυτοί, όταν βγουν έξω, πάλι θα πάνε να ψάξουν για νομίσματα» είπε ο εισαγγελέας κλείνοντας την αγόρευσή του.