Αρχειο

Μια παρένθεση και μόνο

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 293
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4635-11267.jpg

Μου κόλλησε αυτό το τραγούδι όλη μέρα και άλλο που δεν ήθελα: το κάνω θέμα λοιπόν. Εκτός που ψοφάω για παρενθέσεις. (Κι επειδή κάτι δεν φαίνεται, δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει.) 

Όταν σου κόλλαγε ένα τραγούδι παλιά, ρωτούσες τους φίλους σου, «ένα που πάει ναναναναναΝΑΝΑΝαααανα και λέει κάτι για παρενθέσεις, ποιο είναι;», με αποτέλεσμα να περνάει το ίδιο τραγούδι σε όλους σαν ίωση και να σε μισούν μετά (γιατί σπάνια σου κολλάει κανένα μεγάλο τραγούδι). Πιο πρόσφατα, έστελνες μέιλ σε φίλους σχετικούς με τις σόου-μπίζνες και σου απαντούσαν ή δεν σου απαντούσαν (δεν ’πα στο διάολο). Ακόμα πιο πρόσφατα… μπαίνεις στο google και googl-άρεις το τραγούδι και στα βγάζει όλα: «Μια παρένθεση και μόνο μέσα στο δικό σου δρόμο πως θα ήμουνα για σένα δεεεεεε φαντάστηκα», μουσική Χατζηνάσιος, στίχοι Βρεττός, πρώτη εκτέλεση Σταμάτης Κόκοτας. Ίσως δεν πρόκειται για «μεγάλο» τραγούδι, την άλλη φορά μου είχε κατσικωθεί το «Ο Ελάς μας έσωσε απ’ την πείνα» άνευ λόγου όπως και το «Αχ κουνελάκι κουνελάκι», καημό το έχω να μου κάτσει μια άρια του Βέρντι, ας πούμε (καμία τύχη). Αλλά δεν σου κολλάει κάτι λόγω μεγαλείου. Σου κολλάει λόγω προσωπικού σου κάλου.

Άλλοτε, πάλι, ακούς κάτι που το αναγνωρίζεις, πλην όμως θολά: παθαίνει προσωρινό κλακάζ ο κεφάλης, χάνει στροφές το Marantz (πικάπ) του μυαλού σου, η μουσική, η φωνή, οι στίχοι σού λένε κάτι, αλλά άντε να θυμηθείς τώρα τι. Ναι, ρε. Είναι το τέτοιο. Το έτσι. Το αποτέτοιο. Έχεις περάσει πολύ ωραία με το πώς-το-λέμε, το τραγουδάει ο πώς-τον-είπαμε, ο εδώ-τον-έχω. Γιατί δεν το θυμάμαι ξεκάθαρα; Γιατί αυτό τώρα, το ψιλο-θολό, το ελαφρο-μαστουρωμένο, το μισοχαμένο; Ε; Γιατί;

Το έχω πάθει με ΟΛΑ. Κι είναι σκληρό όταν οι φίλοι σου είναι καλλιτέχνες: ακούς κάτι που σε κόβει ένας ίδρωτας ότι είναι δικό τους, αλλά δεν το δένεις κιόλας, γιατί παίζει να ’ναι εκείνου που σιχαίνονται θανάσιμα και δεν το λένε, ή μιας παλιάς τους γκόμενας σκασμένης, ή δικό τους όντως αλλά από τα αποδιοπομπαία (σκατούλες). Να πεις «είναι το Τάδε» και να ρισκάρεις ότι αλλάξατε μαζί τον τίτλο σε Δείνα ένα βράδυ που ’βρεχε; Να πεις «είναι δικό σου» και να σου πει ο δημιουργός παγερά ότι είναι του Νίνο; Να πεις «είναι καλό» και να σου πει ότι ξερνάει φριχτά; Να πεις «είναι χάλια» και να σου πει ότι πήρε Νόμπελ; Δηλαδή καλύτερα να κάθεσαι ζεματισμένη σε μια γωνίτσα μουγκαφόν μέχρι να αλλάξει το τραγούδι, για να ησυχάσει η (θολή) κεφάλα σου.

Το έπαθα προχτές με ένα τραγούδι του Γιάννη Ζουγανέλη – πασίγνωστο, της κατηγορίας «ήμαρτον», απ’ αυτά που τα ξέρει κι ο διπλανός Γαλαξίας. Κι επειδή δεν υπάρχει έλεος, το έπαθα live στο ραδιόφωνο. Κι επειδή όλο και κάπου θα τον πετύχω το Ζουγανέλη… δεν τολμάω καν να γράψω «τον Γιάννη», όπως κάνουμε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε στις καρπαζιές με κάποιο διάσημο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένα απόγευμα μετά τη στραβή βρέθηκα στο μάτι του κυκλώνα στο μαγαζί που έχουν ο Γιάννης Ζουγανέλης με τον Σάκη Μπουλά, το “Beat”.  Επειδή πάω από στραβή σε στραβή, ο Μπουλάς ΔΕΝ τραγουδάει ποιήματα του Καββαδία (αλλά ο Γιάννης Κούτρας) και είναι φίλοι (ο Κούτρας, ο Μπουλάς κι ο Ζουγανέλης). Τέρμα η παρένθεση.

Το “Beat” είναι πολύ όμορφο, τόσο που λες «αποκλείεται να το έφτιαξαν μόνοι τους», εννοώντας χωρίς καν τη συμπαράσταση του Κούτρα (ουφ! στο τσακ το πρόλαβα πριν γίνει κι άλλη στραβή…). Έχει υπέροχα φωτιστικά του Van Egmond και του Philippe Starck, τα οποία δεν θα γνώριζα από φυσικού μου (λάμπες-λαμπόγυαλα) αλλά τα επισήμανε φίλη με σχετική παιδεία. Είναι ωραίος χώρος, με νόστιμους μεζέδες και μετα-rock’n’roll ατμόσφαιρα. Τα βράδια παίζουν διάφοροι djs διάφορα είδη μουσικής (εμείς πήγαμε απόγευμα, απλώς τρώμε και το απόγευμα άμα λάχει). Είναι αόριστα zουγανελικό μαγαζί, κάπως σαν πρωινό continental που σερβίρεται σε καλό ξενοδοχείο ελληνικού νησιού, ας πούμε. Όχι μπουφέ, αλλά στο κρεβάτι. Κι επειδή το παραζάλισα, κλείνω με την πρακτική πληροφορία – ποτό 8-10 ευρώ, φαγητό 30 ευρώ.

Ένα βράδυ φάγαμε στο «ΜΟΝΟ», που έχει σπιτικό ελληνικό φαγητό και κάνει ντελίβερι, αλλά δυστυχώς μόνο στην περιοχή… είναι χαριτωμένο, οικογενειακό και το ακριβότερο πιάτο (ταλιατέλες με μικρές καραβίδες) κάνει 12 ευρώ. Οι πίτες ημέρας (2,30) είναι τέλειες με παραδοσιακό φύλλο. Έχει μια ωραία αυλή πίσω, που όταν φτιάχνει ο καιρός είναι σούπερ, ειδικά για καπνιστές. Κι εδώ έκανα στραβή, ρώτησα «ωραίο μαγαζί, τώρα ανοίξατε;» και μου απάντησαν χλιαρά «πριν πέντε-δέκα χρόνια»… γιατί μέσα σ’ όλα δεν θυμάμαι αν ήτανε πέντε ή δέκα ή δεκαπέντε τα χρόνια…

Και τώρα κοιτάζω με μεγεθυντικό φακό λέξη-λέξη όσα έγραψα, μη τυχόν κι έχω κάνει επιπλέον χοντράδα, μήπως έβαλα παραπάνω 2άρια σε κανένα τηλέφωνο ή μήπως μου κόλλησε κάτι λάθος. Και είμαι σίγουρη ότι το Google τα ’κανε σκατά σε μία από τις κουλές πληροφορίες που σερβίρισε με τέτοια ευκολία, και το «Μια παρένθεση και μόνο» είναι τελικά μεγάλο τραγούδι… 

"Beat”, πλατεία Καρύτση 7, 210 3222.253

«ΜΟΝΟ», Π. Μπενιζέλου 4Γ, πλατεία Μητροπόλεως, 210 3217.575, 210 3226.711 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ