- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Αποτυχημένοι ηθοποιοί, αποτυχημένοι ζωγράφοι, αποτυχημένοι σκηνοθέτες, αποτυχημένοι πολιτικοί, αποτυχημένοι τραγουδιστές… Σκανάρουμε τις εν Ελλάδι μεγαλοφυΐες που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ.
Εικονογράφηση Γιώργος Μπάκας
ΦΡΙΝΤΑ ΑΣΤΟ
Έπειτα από μια σειρά επώδυνων και ψυχοφθόρων συγκρούσεων με τον αποστειρωμένο ακαδημαϊσμό και τα ξεπερασμένα αισθητικά πρότυπα που προσπαθούσαν να της επιβάλουν οι καθηγητές της, η Φρίντα κατάφερε να αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών και να χαράξει τη δική της καλλιτεχνική πορεία με έναν και μοναδικό στόχο: να ταράξει τα νερά στον κόσμο της τέχνης, να δημιουργήσει νέους ορίζοντες με τις αβαν-γκάρντ ιδέες της, να απαλλάξει τους έλληνες ζωγράφους από τον άκαμπτο συντηρητισμό που διέπει τα έργα τους. Πιστή στις ιδέες, στο ταλέντο και τον εαυτό της, ξεκίνησε έναν μαραθώνιο αγώνα διορισμού ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός σε δημοτικά σχολεία και ακολουθώντας το μότο «Η τέχνη δεν έχει όρια» δεν δίστασε να δηλώσει ακριτικά νησιά και νομούς του Έβρου. Οι κακόπιστοι συνήγοροι του διαβόλου την κατηγόρησαν πως πρόδωσε τα καλλιτεχνικά ιδεώδη που υπερασπιζόταν με σθένος, πως επέλεξε ένα δημοσιοϋπαλληλικό βόλεμα και μια μίζερη μικροαστική ζωή. Η απάντηση της Φρίντα ήταν αποστομωτική. Είχε σχέδιο. Ήθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του. Στην παιδεία. Ήθελε να σπείρει τον καλλιτεχνικό σπόρο στα παιδιά και να δημιουργήσει στρατιές μικρών ζωγράφων που θα κατακτούσαν τις γκαλερί όλου του κόσμου και θα γίνονταν πρότυπα για τα υπόλοιπα Ελληνόπουλα. Το σχέδιο ναυάγησε. Δεν τα κατάφερε. Απογοητευμένη από τις απανωτές απορρίψεις του Υπουργείου Παιδείας, των δημόσιων και ιδιωτικών ΙΙΕΚ, η Φρίντα εγκατέλειψε οποιαδήποτε προσπάθεια διορισμού στο δημόσιο και επέστρεψε στον καλλιτεχνικό μοναχισμό. Αυτόν τον καιρό «ετοιμάζει τις προετοιμασίες» ενός πρότζεκτ που θα ισορροπεί ανάμεσα στην αμερικάνικη αβαν-γκάρντ του 1920 και θα συνιστά κοινωνικό σχόλιο πάνω στις εκπομπές του Πανούτσου.
ADRIEN BODY
Από το Mega των τηλεοπτικών σειρών και τη Λεωφόρο Μεσογείων, στη Mecca του κινηματογράφου και το Χόλιγουντ, ο Adrien Body κατάφερε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Να γίνει από σούπερ διάσημος έλληνας τηλεαστέρας, άσημος κομπάρσος σε low budget αμερικάνικες παραγωγές. Μπορεί να διέθετε όλα τα εφόδια για μια επιτυχημένη διεθνή καριέρα ως ηθοποιός (τρικέφαλους, six pack, πράσινα μάτια, Lower Advanced, μοτοσικλέτα, εμπειρία σε πάνω από μία ελληνικές ταινίες), ωστόσο τα κυκλώματα, οι κλίκες και το κακό μάνατζμεντ δεν του επέτρεψαν να κερδίσει έναν ρόλο όπου θα φαίνεται στο πλάνο για πάνω από 3 δευτερόλεπτα. Ο καιρός περνούσε και ο Adrien άρχισε να συνειδητοποιεί πως δεν ήταν τελικά τόσο εύκολο να κατακτήσει το Χόλιγουντ και να απασχολήσει το Entertainment Tonight με τις ερωτικές σκανδαλιές του. Έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν. Του ήταν πιο οικείο. Βρήκε δουλειά ως σερβιτόρος, μαραγκός, οδηγός ταξί και άρχισε μια νέα αρχή καλά κρυμμένη από τα ελληνικά ΜΜΕ, παίζοντας σε ακόμα πιο low budget παραγωγές, αλλά αυτήν τη φορά ως πρωταγωνιστής. Σήμερα ο Adrien δουλεύει πάνω σε κάποια σενάρια, αλλά δεν μπορεί να πει περισσότερα, κυνηγάει έναν ρόλο που θα κάνει αίσθηση και θα τον δούμε στην πορεία και περνάει από casting για μια ακριβή παραγωγή (σε ρόλο μπάρμαν που προσφέρει ουίσκι στον Μπενίσιο Ντελ Τόρο) για την οποία θα μάθουμε πολύ σύντομα νέα της. Πέρα από τα προσωπικά πρότζεκτ, ο Adrien ετοιμάζει επίσης το έδαφος για να γυρίσει μόνιμα στην πατρίδα, όχι επειδή απέτυχε, αλλά επειδή του έλειψε η Ελλάδα, οι φίλοι του, η ελληνική λεβεντιά, ο αυθορμητισμός, ο ήλιος και οι «άλλοι ρυθμοί ζωής», κοινώς τα φώτα της δημοσιότητας, οι έξαλλες θαυμάστριες και οι συνεντεύξεις στα πρωινάδικα για το πόσο ερωτευμένος αισθάνεται αυτόν τον καιρό.
MILEY CYPRUS
Η έκταση της Ελλάδας δεν ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να ξεδιπλώσει την έκταση της φωνής της. Έπειτα από πολλά επιτυχημένα χρόνια στις πίστες των μπουζουκτσίδικων, στα πλατό των πρωινάδικων και στα τηλεοπτικά ρεβεγιόν ως η απόλυτη guest έκπληξη της βραδιάς, η Miley αποφάσισε να κατακτήσει το παγκόσμιο κοινό. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, αλλά με μεγάλο ιστορικό ως τεκνατζού, τρελάρα και ροκ νιάτο, στα Κατά Πέτρον Ευαγγέλια, το μεγάλο βήμα ήταν γεγονός. Οι προσκλήσεις για live συναυλίες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης έπεσαν βροχή και πώς να αντισταθείς σε ένα ξένο ακροατήριο (Αμερική, Καναδά, Αγγλία, Αυστραλία, Γερμανία) που λαχταρά να ακούσει το μοναδικό ξενόφωνο τραγούδι σου, αλλά ως εκ θαύματος γνωρίζει τους στίχους όλων των ελληνικών σουξέ σου. Η πίστη σώσει ζωές καλλιτεχνών και η ατάκα της Κατερίνας Στανίση ενέπνευσε τη Miley να συνεχίσει τον δύσκολο δρόμο προς την παγκόσμια καταξίωση. «Μπορεί κάποιοι να πουν ότι είχα θράσος [να τραγουδήσω το “Don’t Cry For Me Argentina”], αλλά εγώ είμαι πολύ έξυπνη, για να θέλω να γελοιοποιηθώ. Γνωρίζω τις δυνατότητές μου ως τραγουδίστρια». Κάπως έτσι η Miley πορεύτηκε στο ηχοδρόμιο της διεθνούς καριέρας αναζητώντας μαζί με τον -γκουρού του clopyright- μουσικοσυνθέτη της νέους σκυλο-βλαχο-γκλαμουρο-εντεχνο-πόπ ήχους που θα την οδηγήσουν και πάλι στην κορυφή των τούρκικων, βουλγάρικων και αλβανικών charts. Έκπτωτη από τον θρόνο της, σήμερα η Miley ετοιμάζει σόου σε γνωστό κέντρο διασκεδάσεως που θα αφήσει εποχή, με απίθανα χορευτικά, με guest εμφανίσεις που θα συζητηθούν και τραγούδια-έκπληξη που θα συμπεριληφθούν στον νέο της δίσκο «Top Kapi».
ΠΕΙΝΑ ΜΠΑΟΥΣ
Με εξαίρεση κάποιες αξιόλογες και σοβαρές παραστάσεις χορού/χοροθεάτρου στην πόλη, ό,τι έχω δει σε ερασιτεχνικό επίπεδο από σχολές χορού, από πειραματικές ομάδες, από κολεκτίβες, μου έχει δημιουργήσει την αίσθηση πως ο χορός είναι σαν το τένις. Περνάς καλά, μόνο όταν παίζεις. Αν βρίσκεσαι στους θεατές, απλώς αγωνίζεσαι να κρατηθείς ξυπνητός για να μη νιώσεις μαλάκας που πλήρωσες για να βαρεθείς περισσότερο από όσο θα βαριόσουν σπίτι σου. Η Πείνα Μπάους ανήκει σε μια από αυτές τις ερασιτεχνικές ομάδες χορού που χαρακτηρίζουν τέχνη μια ακατάληπτη, ανιαρή και κενή νοήματος χορογραφία και δικαιολογούν την ελλειπτική αφήγηση, την απουσία συνοχής, ενότητας, δραματικής εξέλιξης με απόψεις περί «παράστασης που θέλει να καταργήσει νόμους, να αποδομήσει έννοιες, να ανατρέψει ισορροπίες», και λοιπές πίπες. Εκτός ατζέντας οποιαδήποτε κουβέντα περί έλλειψης προσανατολισμού, αδυναμίας συντονισμού έκφρασης και κίνησης και απουσίας κάποιας στοιχειώδους λογικής που λέει πως όποιος ξέρει να χορεύει δεν σημαίνει πως ξέρει και να χορογραφεί. Μέσα σε αυτήν τη σύγχυση ρόλων, η Πείνα Μπάους δηλώνει χορεύτρια/χορογράφος και στήνει παραστάσεις σε εκδηλώσεις του δήμου, σε υπόγειους εναλλακτικούς χώρους και σε ομαδικές εκθέσεις τέχνης, θεωρώντας κάθε της έργο παρακαταθήκη στον πολιτισμό. Αυτόν τον καιρό ετοιμάζει μια ανυπέρβλητη interactive χορευτική παράσταση που ακροβατεί ανάμεσα στο disturbing performance και στο kill that bitch. Θα παίζει με το κοινό που την παρακολουθεί, θα του εκβιάζει το γέλιο, την οργή, τη στενοχώρια, θα του προκαλεί τάσεις φυγής, αυτοχειρίας, εμετού, αναγούλας, και κανείς δεν αμφιβάλλει πως η παράσταση θα πετύχει τον σκοπό της.
ΘΕΙΤΣΕΡ
Το όνειρο της Θείτσερ να χριστεί σιδηρά κυρία της ελληνικής πολιτικής σκηνής πήγε περίπατο αγκαζέ με ένα τεράστιο κομμάτι ψηφοφόρων που συνειδητοποίησαν πως ο θησαυρός των πολιτικών ικανοτήτων της αποδείχθηκε άνθρακας. Οι προεκλογικές υποσχέσεις περί ριζικών αλλαγών των νόμων που πλήττουν τον φτωχό λαό, περί αποστάσεων από τα διαφθαρμένα συστήματα κυβερνητικής απολυταρχίας, περί μεταρρυθμίσεων που θα βγάλουν από το τέλμα την ελληνική κοινωνία έσκασαν σαν σαπουνόφουσκες και αποκάλυψαν μια ματαιοδοξία αντάξια της αυταρέσκειας και της εξουσιομανίας της. Το σοκ της μη επανεκλογής σήμανε το τέλος μιας πολιτικής σταδιοδρομίας, όμως η Θείτσερ δεν το έβαλε κάτω και αποφάσισε να κάνει διεθνή καριέρα ως λέκτορας σε αμερικάνικα πανεπιστήμια, ως περιφερόμενη ομιλητής σε σεμινάρια οικονομίας ανά τη Γη και ως επαγγελματίας σχολιαστής της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Στον ελεύθερο χρόνο της η Θείτσερ κατεβαίνει στην Ελλάδα και πιάνει στασίδι σε πάνελ εκπομπών έπειτα από τηλεφωνικά τσιμπούκια σε καναλάρχες, παρεμβαίνει σε ραδιοφωνικές πολιτικές συζητήσεις και αρθρογραφεί με την ιδιότητα της πρώην υπουργού/βουλευτή σε φιλικά προσκείμενες στο κόμμα εφημερίδες. Αυτήν τη στιγμή διαδίδει στα ΜΜΕ και σε όποιον εξακολουθεί να της δίνει σημασία πως ετοιμάζει νέο κόμμα που θα φέρει τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό, think tank για την ανταλλαγή απόψεων για το μέλλον της χώρας, πολιτικά φόρουμ, ομίλους πολιτικών προβληματισμών και ό,τι άλλη παπαριά μπορεί να σκεφτεί ο νους ενός ανθρώπου που πασχίζει να ανακτήσει τα κεκτημένα μιας ζωής γεμάτης χλιδή, γλείψιμο, αρπαχτές, παράνομες προσλήψεις και απευθείας αναθέσεις.
ΒΙΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΥΚΑ
Ο Βιτόριο Ντε Σύκα είχε την ατυχία να γεννηθεί στην Ελλάδα και να στερηθεί μιας θέσης στο πάνθεον των μεγάλων σκηνοθετών της έβδομης τέχνης, όπως οι αγαπημένοι του Πάολο Παζολίνι, Λουκίνο Βισκόντι, Πέδρο Αλμοδοβάρ και Ρ.Β. Φασμπίντερ. Τα κυκλώματα διανομής, οι ομοφοβικοί κριτικοί και ένα απαίδευτο κινηματογραφικά ελληνικό κοινό τον έχουν περιθωριοποιήσει και αρνούνται επί χρόνια να εκτιμήσουν το ταλέντο του. Κύριο χαρακτηριστικό των ταινιών του Βιτόριο είναι η ευρηματική χρήση λήψεων με βασικό άξονα τη βραδύτητα του χρόνου, οι συμβολικές αλληγορίες και οι ποιητικές αναπαραστάσεις των ονείρων/ονειρώξεών του. Με αυτόν τον τρόπο παραμένει πιστός στην αλήθεια της τέχνης και πετυχαίνει τους σκοπούς του: 1ον) Να καταστεί απολύτως δυσνόητο το περιεχόμενο της ταινίας και, πάνω στη φιλοσοφία του «Ό,τι δεν καταλαβαίνεις δεν μπορείς να το κρίνεις», να αποφύγει τη μήνιν των κριτικών. 2ον) Να επιτρέψει στο κοινό να δώσει τις δικές του ερμηνείες σε συγκεχυμένες σεκάνς, όπως «σόμπα στο λιβάδι», «κιθάρα στη σκεπή», «παπούτσι στον νεροχύτη». 3ον) Να γεμίσει με άσκοπα βασανιστικά πλάνα το short film του, μετατρέποντάς το σε feature. Αυτόν τον καιρό ο Βιτόριο ετοιμάζει ένα ατμοσφαιρικά αισθαντικό και σουρεαλιστικό φιλμ πάνω στην επιθυμία του μέσου αστού να δαγκωθεί από βαμπίρ ή από λυκάνθρωπο. Ένα φιλμ που θα προκαλέσει, θα συζητηθεί και θα σαρώσει όλα τα βραβεία των διεθνών φεστιβάλ κινηματογράφου πλην «των κομπλεξικών διοργανωτών της Θεσσαλονίκης». Ένα φιλμ που διαθέτει όλα τα απαραίτητα συστατικά για να συγκεντρώσει εκατοντάδες διαμαρτυρόμενους χριστιανοταλιμπάν έξω από τον χώρο προβολής, προσφέροντας δωρεάν διαφήμιση. Φυσικά, ο Βιτόριο δεν δίνει δεκάρα για το αν θα προσελκύσει η ιδέα του το ενδιαφέρον του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που, ως γνωστόν, μοιράζει επιχορηγήσεις σε «ημέτερους ατάλαντους σκηνοθέτες», εκτός, βέβαια, και αν δείξει «πραγματικό» και «ειλικρινές» ενδιαφέρον.