- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Ο αρχιτέκτονας του μουσείου Μιχάλης Φωτιάδης θυμάται την περιπέτεια της ανέγερσής του.
«Πέρασαν 33 χρόνια από τότε που έγινε ουσιαστική αντίληψη ότι έπρεπε να γίνει ένα μουσείο για την Ακρόπολη, αφού οι αθηναϊκοί ρύποι απειλούσαν την ακεραιότητα των αρχαίων γλυπτών. Όταν πρωτοσυζητήθηκε μια πρόταση ήταν μιας κατασκευής Μπακμίνστερ Φούλερ, ένας γυάλινος κώδωνας σαν τυριέρα πάνω από την Ακρόπολη, σοβαρά ή μισοαστεία; Πάντως είχαν γίνει σχετικές γελοιογραφίες στον Τύπο.
Στην πορεία έγιναν 4 διαγωνισμοί. Οι δύο αρχικοί ήταν πανελλήνιοι, χωρίς πρώτο βραβείο. Ο 3ος όμως, το 1990, ήταν διεθνής με κάπου 430 παγκόσμιες συμμετοχές, που οι μακέτες τους έκαναν μια εντυπωσιακή έκθεση πολλών μηνών στην Πινακοθήκη. Οι θέσεις ήταν επιλεκτικά τρεις. Η πρότασή μου βραβεύτηκε με Έπαινο, ήταν όμως στο Κοίλο πλάι στου Φιλοπάππου, μια λύση διαφάνειας που πάντα θεωρώ αξιόλογη. Κέρδισε η ιταλική ομάδα, αλλά δέκα χρόνια αργότερα η Ε.Ε. ζήτησε την ακύρωση και την επανάληψή της λόγω αλλαγής των δεδομένων περιβάλλοντος του οικοπέδου (μετρό, νέες ανασκαφές). Στον 4ο πια διαγωνισμό οι χρόνοι παράδοσης των προτάσεων ήταν πολύ πιο σφιχτοί και η ιδέα ήταν η βράβευση να οδηγηθεί απευθείας στην ανοικοδόμηση. Στο πρώτο στάδιο θα γινόταν επιλογή ομάδος με συνεργάτες στατικούς, μηχανολόγους και πολλών άλλων ειδικών θεμάτων. Η ενίσχυση της ομάδας με ξένο μελετητή έμοιαζε επιθυμητή. Έτσι, στο 2ο βραβείο ήταν ο Ντέιβιντ Λίμπεσκιν και στο 4ο ο Αράτα Ισοζάκι.
Σκέφτηκα τον Τσούμι, γιατί θεωρούσα ότι η άποψή του θα ταίριαζε με το θέμα και το χώρο της Μεσογείου. Επίσης, τύχαινε ο Φίλιππος, πρώτος μας γιος, αρχιτέκτονας, πρόσφατα απόφοιτος του Χάρβαντ, να έχει δουλέψει μαζί του στο γραφείο του με μεγάλη εμπειρία διαγωνισμών, που είχε πιο ανθρώπινη κλίμακα από άλλους κολοσσούς αρχιτεκτονικών γραφείων. Με την κουβέντα του γιου μου και την επιστολή μου πρόσκλησης συνεργασίας, ο Τσούμι ήταν θετικός και η συμμετοχή ξεκίνησε.
Δουλεύαμε υπό πίεση μέσα στον Αύγουστο, Αθήνα-Νέα Υόρκη μαζί με τους συνεργάτες μας. Μετά την παράδοση των προτάσεων, μια μέρα προσκλήθηκαν οι εκπροσώποι των ομάδων στο κτίριο Βάιλερ. Μας μοίρασαν από ένα φωτοαντίγραφο που είχε τους 5 ψήφους των κωδικών των 12 μελετητών που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό, όπου δίπλα είχε τις κατηγορίες βαθμολόγησης (αν η πρόταση δένει με το περιβάλλον κ.λπ.). Ο δικός μας ήταν: 77777. Δίπλα από τα εφτάρια μας βλέπω την πιο υψηλή βαθμολογία και θυμάμαι να γυρνάω σε ένα φίλο αρχιτέκτονα που καθόταν δίπλα μου και να του λέω «ηρέμησε, εμείς κερδίσαμε», εννοώντας την ομάδα μας. Καταπληκτικό συναίσθημα.
Ήταν 10 Σεπτεμβρίου του 2001. Γύρισα στο γραφείο και έστειλα e-mail στον Τσούμι: “We won!!!”. Η επομένη όμως ήταν η 11η Σεπτεμβρίου με το χτύπημα στους δίδυμους πύργους, κι έτσι το γραφείο του Τσούμι δεν πρόλαβε να χαρεί το νέο. Το γιόρτασε πια εδώ, σε ιδιωτικό δείπνο, την προηγούμενη μέρα των εγκαινίων του ’09. Είχε έρθει μαζί με αρχιτέκτονες του γραφείου του, τη γυναίκα του, τα δύο τους παιδιά και την αδελφή του. Καλεσμένος και ο γιος μας, ο Φίλιππος, που του κάνανε μεγάλες χαρές.
Από τα πρώτα πράγματα που είχαμε αποφασίσει ήταν ότι η αίθουσα του Παρθενώνα θα ήταν διαφανής και ας αισθανόμασταν εξαρχής ότι αυτή η πρόταση θα ήταν ριψοκίνδυνη, για ενεργειακούς λόγους, και θα την έβλεπε αρνητικά η κριτική επιτροπή. Μόλις κερδίσαμε μας είπαν: «Παίρνετε το πρώτο βραβείο, αλλά θα λύσετε, όπως υποσχεθήκατε, τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν: υπερφωτισμός και υπερθέρμανση». Προφανώς τα λύσαμε, γι’ αυτό είμαστε εδώ.
Μετά τη βράβευση, στα στάδια σχεδίασης όλης της μελέτης, η εντατική δουλειά γινόταν συγχρόνως στα δύο γραφεία, του Τσούμι και το δικό μας. Εκτός από τις επισκέψεις των δύο επικεφαλής, εκμεταλλευόμασταν τη διαφορά των 7 ωρών μεταξύ Αθηνών και Ν. Υόρκης. Την ώρα που το ένα γραφείο κοιμόταν, το άλλο δούλευε. Αυτή η διαφορά είχε ένα εκπληκτικό διπλάσιο παραγωγικό αποτέλεσμα και φθάναμε να είμαστε έτοιμοι πριν από τους (επιμέρους) χρόνους παραδόσεων.
Ένα σοβαρό αρχιτεκτονικό θέμα κρίνεται μια φορά από το ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο). Γίνεται μια αυστηρή παρουσίαση η οποία δέχεται κριτική, συνήθως καλοπροαίρετη. Προκαλέσαμε οι ίδιοι τρεις εγκρίσεις σταδίων της μελέτης μας, θέλοντας να δοθούν απαντήσεις που θα σιωπούσαν την επίθεση καταγγελιών. Μια φορά την εβδομάδα είχαμε συνάντηση μελετητών στο κτίριο Βάιλερ. Πηγαίναμε στη γραμματεία και ρωτούσαμε: «Έφτασαν καινούργιες καταγγελίες σήμερα;». Βέβαια, οι 144 καταγγελίες μάς καθυστέρησαν σχεδόν δύο χρόνια, αλλά είχαμε την πλήρη υποστήριξη του Δημήτρη Παντερμαλή, προέδρου του ΟΑΝΜΑ (Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης), ο οποίος ήταν πολύ σχολαστικός και σωστός, είχε απόλυτη αντίληψη του ζητήματος και μας στήριξε μέχρι το τέλος.
Από τις πιο ωραίες ανθρώπινες παρουσίες των παρασκηνίων του διαγωνισμού ήταν ο ρόλος του Ζιλ Ντασέν, ο οποίος με το θάνατο της Μελίνας ανέλαβε τα μεγάλα θέματά της. Είχε μια θέση στο Συμβούλιο του ΟΑΝΜΑ και παρακολουθούσε στενά το έργο του Μουσείου. Το 2003 είχαμε αλλαγή κυβέρνησης και μεταξύ δύο διαφορετικών κυβερνήσεων, όπως πάντα, υπάρχει κάποιο κενό. Με πήρε ένα μεσημέρι τηλέφωνο και ξαφνιάστηκα γιατί δεν τον γνώριζα καλά. Άρχισε να μου μιλάει ελληνικά και του απαντούσα αγγλικά, για να νιώθει πιο άνετα. Μου είπε ότι ήταν χαρούμενος και συγκινημένος, γιατί μόλις είχε επιστρέψει από μια συνάντησή του με το νέο πρωθυπουργό, τον Κώστα Καραμανλή, στο Μέγαρο Μαξίμου. Είχε πάρει τη διαβεβαίωση ότι το μουσείο θα προχωρούσε κανονικά. Πρόλαβε να επισκεφθεί το κτίριο ολοκληρωμένο και λίγο μετά απεβίωσε, 1 Απριλίου ’08.
Στην περίμετρο του τετραγώνου του μουσείου υπήρχε μια σειρά από πολυκατοικίες, χτισμένες από το 1950 και μετά με αντιπαροχή. Ήταν δηλαδή κτίρια ανάγκης, χωρίς καμιά συντήρηση, χαρακτηρισμένα από το ΚΑΣ για απαλλοτρίωση είκοσι χρόνια πριν (όλα, εκτός από τρία διατηρητέα), με τις αξίες των ιδιοκτησιών πολύ καλά αξιολογημένες, από οικονομικής πλευράς, για τους ιδιοκτήτες. Υπήρχε λοιπόν και μια μικρή πολυκατοικία, μέσα στην οποία οι κάτοικοι ταμπουρώθηκαν μέχρι το τέλος του χρόνου απαλλοτρίωσης. Βγαίνανε έξω και φωνάζανε, βρίζανε τους ανθρώπους που δούλευαν στο εργοτάξιο και μετά, όταν πλησίαζε ο χρόνος παράδοσης, άρχισαν να εκσφενδονίζουν και πράγματα από την κουζίνα τους, κατσαρόλες, βάζα με μαρμελάδες. Και βρισίδι… όχι αστεία.
Εγώ παρακολουθούσα από ψηλά, από μια απέναντι πολυκατοικία επί της οδού Μακρυγιάννη πώς προχωρούσε το έργο, έβγαζα φωτογραφίες και βίντεο. Ήταν ενδιαφέρον, γιατί είχα μια πανοραμική άποψη της σχέσης του δικού μας γιαπιού, που υψωνόταν, σε σχέση με το κτίριο Βάιλερ και το βράχο της Ακρόπολης.
Στην Ελλάδα τα έργα που αναθέτει το Δημόσιο, όπως και αυτό το βραβείο του δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, αφορούν τη μελέτη. Για την επίβλεψη δημιουργείται ειδική επιτροπή από το Υπουργείο Πολιτισμού. Όπως όλοι οι αρχιτέκτονες δημοσίων έργων, αισθάνομαι ότι είναι άδικο να μην μπορείς να έχεις σχέση με τον ελέγχο της ποιότητας του έργου σου χωρίς κάποια ποιοτική έστω επίβλεψη. (Έτσι συνέβη, όμως, και στη μελέτη μας του Νοσοκομείου Τρικάλων).
Ξέραμε από την αρχή της μελέτης ότι θα ήταν ευχής έργο να είχαμε περισσότερο χώρο. Αλλά η επιλογή της θέσης από το ΚΑΣ ήταν δεδομένη. Αν ήθελαν περισσότερο χώρο, θα είχαν διαλέξει έκταση μακριά απ’ την Ακρόπολη. Η ανοργάνωτα δομημένη Αθήνα πιέζει το περιβάλλον του Ιερού Βράχου, άρα την ίδια πίεση ας ξέρει να δεχθεί και το μουσείο, μας είπαν πολλοί. Ακούσαμε ερωτήσεις: «Δεν σκεφτήκατε άλλες λύσεις, πριν καταλήξετε σε αυτήν;». Μα το θέμα ήταν να εφαρμόσουμε την πρότασή μας στο μικρό ελεύθερο χώρο που μας προέκυψε. Όταν σου δίνουν για το Μουσείο Ακρόπολης ένα οικοδομικό τετράγωνο ακριβώς απέναντι από τον Παρθενώνα, αυτό που θέλεις είναι να συνδιαλέγονται μνημείο και μουσείο. Είναι δυνατόν να έχεις αυτή τη θέση και να απορρίψεις ένα διάλογο που είναι και η αιτία δημιουργίας του Μουσείου; Για άλλες, σχετικά λίγες θέσεις, υπήρξαν αντιρρήσεις. Όπως για το μαύρο μάρμαρο Μακεδονίας, που βάλαμε στο δάπεδο της κυκλοφορίας. Είπαν ότι θα λερώνει. Όλα τα μάρμαρα λερώνουν. Ευτυχώς καθαρίζεται.
Η τελετή των εγκαινίων ήταν θαυμάσια, μελετημένη κι εφαρμοσμένη, με εκπλήξεις πειθαρχίας για τα “ελληνικά πράγματα”. Αυτό όμως που ήταν παράλειψη ήταν ότι μίλησαν πέντε σημαντικοί άνθρωποι για το κτίριο με ύψιστους θαυμασμούς για την αρχιτεκτονική του, χωρίς κανένας να αναφέρει όνομα αρχιτέκτονα. Κι όμως ήμασταν εκεί, και ο Τσούμι και εγώ, παρόντες, καλεσμένοι, καθισμένοι με τις γυναίκες μας. Στην Ελλάδα νομίζουμε ίσως ότι η αρχιτεκτονική είναι “θεόπεμπτη”».