Νίκος Χουλιαράς: Είμαι καλλιτέχνης του «Ωχ»
Η A.V. θυμάται μια συζήτηση με τον μεγάλο συγγραφέα και ζωγράφο
Νίκος Χουλιαράς: μια συζήτηση με τον μεγάλο συγγραφέα και ζωγράφο
Ο μεγάλος συγγραφέας και ζωγράφος, Νίκος Χουλιαράς, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 75 ετών. Ας θυμηθούμε μια παλιά του συνέντευξη στην A.V:
«Μόνο στο “ωχ” ανήκω»
«Η ζωγραφική είναι η αρχή των πάντων, από τότε που οι άνθρωποι των σπηλαίων ζωγράφιζαν ανθρωπάκια και ζωάκια. Για μένα είναι σαν τα όνειρα, συνεχώς προσπαθείς να φτάσεις κάτι αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνεις» λέει ο Νίκος Χουλιαράς. Χαμογελαστός, ζεστός, μου σφίγγει το χέρι.
Βρίσκομαι στο σπίτι του στη Δεινοκράτους μαζί με τον αδερφό του, το γλύπτη και καθηγητή στην ΑΣΚΤ Γιώργο Χουλιαρά, ο οποίος συμμετέχει στη συζήτηση. «Πρόσφατα είχε έρθει ένας ηλεκτρολόγος στο σπίτι και μετά τη δουλειά του μου ζήτησε να δει τους πίνακές μου. “Δεν καταλαβαίνω τίποτα” μου είπε, “αλλά μου αρέσουν πολύ”! Αυτό θέλω, να αρέσουν τα έργα μου στον απλό κόσμο» λέει και το φωτεινό του χαμόγελο, δείχνει ότι λέει αλήθεια. Η ειλικρινής εγκαρδιότητα και η απλότητά του με συγκινούν.
Τον ρωτάω για τη νέα του δουλειά: «Σε τι αναφέρεται λοιπόν ο τίτλος της νέας σας έκθεσης;». «Αυτό που υπονοεί είναι ότι είμαι φυλακισμένος στην εικόνα. Τα νέα μου έργα δείχνουν ακριβώς αυτό, ότι είμαι ένας παρατηρητής της ζωής. Ζωγραφίζω τη σκιά της καθημερινότητας. Τη φευγαλέα της αίσθηση». Η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει δυσκολίες με το λόγο. Γι’ αυτό, το κείμενο που προλογίζει τον κατάλογο της έκθεσης με τίτλο «Για το Νίκο» είναι του αδελφού του. Σε ένα σημείο αναφέρει ότι βασικό κομμάτι της τέχνης του Νίκου Χουλιαρά είναι: «Να παλεύει με τις φοβίες του –τα έργα του κυριαρχούνται από σκιές–, να περιγράφει τις σκοτεινές σχέσεις που δυναστεύουν τους ανθρώπους και να τραγουδά τη νύχτα και τη μελαγχολική ομορφιά της».
Τη σκοτεινή αυτή αίσθηση εισπράττει και από την τελευταία του δουλειά ο θεατής. «Οι εικόνες με τις οποίες βομβαρδίζεται σήμερα ο κόσμος, οι εικόνες των καταστημάτων και του χρήματος, όπως περνάνε μέσα από την τηλεόραση, αυτές οι άρτια φτιαγμένες σαχλαμάρες πρέπει να σβήσουν» συνεχίζει δίνοντας μια εξήγηση για την απαισιοδοξία και το μαύρο χρώμα των έργων του.
Η έντονα προσωπική του δουλειά δεν ταξινομήθηκε ποτέ, ούτε φορμαλιστικά ούτε ιστορικά, γι’ αυτό και οι τεχνοκριτικοί ένιωθαν πάντα αμήχανα απέναντί του. «Δεν ανήκω σε καμία κατηγορία, δεν είμαι ούτε pop, ούτε τίποτα, μόνο στο “ωχ” ανήκω. Είμαι καλλιτέχνης τού Ωχ!» λέει χαρακτηριστικά. Ίσως αυτή η μη κατάταξη της τέχνης του έχει να κάνει και με τα πολλά της «κεφάλια», μέλη ενός και αδιαίρετου συνόλου, σύμφωνα με τον Νίκο Χουλιαρά, ο οποίος ασχολήθηκε ακόμα με τη μουσική, γράφοντας τραγούδια, αρκετά από τα οποία ερμήνευσε ο ίδιος και άλλα που ερμήνευσαν οι Αρλέτα, Μαρίζα Κωχ, Πόπη Αστεριάδη κ.ά. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που έκανε διασκευές σε δημοτικά τραγούδια παρουσιάζοντας τα ηπειρώτικα στο κοινό της Αθήνας, ενώ από το 1962 άρχισε να γράφει και ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα (ανάμεσά τους «Ο Λούσιας», που έγινε τηλεοπτική σειρά από την ΕΤ-1) όπως και κείμενα για τη ζωγραφική.
«Τον θυμάμαι με την ίδια ευκολία που έφτιαχνε τις χρωματιστές πινακίδες «ΤΙΜΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑΙ» και «ΕΙΜΕΘΑ ΑΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΙ» στο μαγαζί του παππού, να καταγράφει και σε χιλιάδες σχέδια, ζωγραφιές, γραπτά κ.λπ. τα σπουδαία και τα ευτελή της ζωής» σημειώνει με τη σειρά της η ανιψιά του και κόρη του Γ.Χ. Άννα Χουλιαρά, η οποία έχει και την επιμέλεια σε αυτή την έκθεση-οικογενειακή υπόθεση. Η ζωγραφική λοιπόν δεν διαχωρίζεται από τις άλλες τέχνες με τις οποίες καταπιάστηκε, είναι όμως, όπως ίδιος παραδέχεται, η πιο «κλειστή» για το ευρύ κοινό. «Οι gallery μού φαίνονται ψυχρές σαν φαρμακεία. Μέσα τους οι καλλιτεχνίζοντες έρχονται να πάρουν το φάρμακό τους. Τα εγκαίνια είναι βαρετά. Σε ένα πεδίο τόσο ενδιαφέρον η γενική κατάσταση είναι ψυχρή. Όμως αυτά δεν με ενδιαφέρουν· με ενδιαφέρει το ευρύ κοινό, οι απλοί άνθρωποι» επαναλαμβάνει, και στη συνέχεια δεν κρύβει την ευχαρίστησή του που οι φοιτητές της ΑΣΚΤ συνεχίζουν να παρακολουθούν πολύ στενά τη δουλειά του . «Με αγοράζουν» λέει, για να προσθέσει ο Γ.Χ. χαριτολογώντας: «Μάλλον οι πατεράδες τους σε αγοράζουν, δεν είσαι και τόσο φτηνός, Νίκο!».