Πολιτισμος

Tι θέλει η γυναίκα; Τη φωνή ή τη σιωπή;

O Γιώργος Βέλτσος μας δίνει τις απαντήσεις

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 443
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
44672-100469.jpg

O Γιώργος Βέλτσος μιλάει στην A.V. για το τι θέλει η γυναίκα.

O Γιώργος Βέλτσος έχει τις απαντήσεις. Σε αυτές τις ερωτήσεις και σε πολλές άλλες. Επίσης, μας έδωσε το μυστικό κλειδί του έργου του «Φωνή», που θα δούμε στις 7&8/7 στη Στέγη.

Το τι θέλει η γυναίκα είναι μία αναπάντητη ερώτηση, σαν ένα είδος πρόκλησης που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Το ζήτημα δεν είναι αν θέλει έναν καλό γάμο, σπίτι ή παιδιά. Αυτό είναι πιο πολύ κοινωνιολογική απάντηση. Χρειαζόμαστε μία απάντηση που να πηγαίνει στο βάθος, στην ψυχή της γυναίκας, στο φύλο της, στο αν απειλείται από το άλλο φύλο ή αν το απειλεί. Γι’ αυτό χρησιμοποιούμε την ψυχανάλυση σαν εργαλείο και σαν αναφορά. Είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει και τον ίδιο τον Φρόιντ.

Όμως, το ζητούμενο δεν είναι να εμφανιστώ σε σας ως θεωρητικός αναγνώστης του Φρόιντ και του Λακάν και να σας πω ότι η γυναίκα δεν μπορεί να πληρoί τη θέση της μέσα στην έμφυλη σχέση και σ’ όλα αυτά που φαίνονται στο ευρύ κοινό ακατανόητα. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η «Φωνή» (εκδόσεις Διάττων) αναφέρεται στη φωνή ως ιδιότητα του νόμου, δηλαδή του άνδρα, του πατέρα, του padre padrone. Ο νόμος «φωνάζει» και εγκαλεί. Άρα η γυναίκα ακούει, υφίσταται αυτή τη φωνή. Η μόνη σκηνική οδηγία που δίνω στο σκηνοθέτη είναι μία «διευκρίνιση» του Ρολάν Μπαρτ, με τη γνωστή θηλυκή του πλευρά, η οποία υποστηρίζει ότι «Η φωνή είναι πάντα ήδη νεκρή, και την αποκαλούμε ζωντανή επειδή αρνιόμαστε απεγνωσμένα να το παραδεχθούμε· σε τούτη την ανεπανόρθωτη απώλεια δίνουμε το όνομα μετατονισμός: ο μετατονισμός είναι η φωνή που έχει πια περάσει και σιωπήσει». Λέει δηλαδή ο Barthes ότι ο μετατονισμός παρότι είναι μία φωνή που έχει σωπάσει, παραμένει φωνή.

n
Αυτό είναι το μυστικό και το κλειδί όλου του έργου. Ο μετατονισμός της ανδρικής φωνής, ο απόηχος, είναι αυτός που κάνει το παιχνίδι ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, ώστε να υπάρχει ή να μην υπάρχει η σχέση υποταγής. Στην περίπτωση του έργου μου ο τρίτος είναι κατά κάποιον τρόπο συντονιστής, μαέστρος αυτών των μετατονισμών. Είναι ένα είδος καταλύτη στο κλειστό οικόσιτο ζεύγος, ένας τρίτος ο οποίος διαβάλλει το «δύο» και μπορεί να το σώσει. Κανείς δεν θέλει κάτι μία φορά, όλοι τα θέλουν όλα, και πολλές φορές και σε πολλές θέσεις. Αυτός ο αστερισμός των θέσεων είναι αυτοκινούμενο στοιχείο, όπως ένα καλειδοσκόπιο του οποίου κινούνται τα γυαλάκια σε κάθε στροφή. Η σχέση αυτή, η διάφυλη σχέση, πιστεύω ότι είναι καλειδοσκοπική, δηλαδή μπορεί να υπάρχει κάθε στιγμή αντιστροφή ρόλων, εσωτερική σχάση, είτε με την παρουσία του τρίτου ως ύπαρξης είτε του τρίτου ως μιας δομής του μυαλού. Δεν είναι λοιπόν το τρίτο πρόσωπο υποχρεωτικό να είναι ο εραστής.Αντίθετα είναι ο «δείκτης» της σχάσης του «δύο», το άνοιγμα του «δύο», η διασπορά του.

Άρα η «φωνή» οδηγεί σε μία κέντρωση, όπως ο νόμος, και συνεπώς καταλήγει, αν μιλήσουμε με κοινωνιολογικούς όρους, στο γνωστό μας πρότυπο πυρηνικό αστικό ζευγάρι. Αν αυτό το ζευγάρι θέλει, μπορεί να διαρραγεί παίρνοντας όμως και όλο το βάρος των κινήσεων αυτών που είναι επικίνδυνες κινήσεις, όπως στις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό – γιατί ο χωρισμός είναι μέσα στο παιχνίδι. Από την άλλη μεριά ο φυσικός χωρισμός δεν είναι στο παιχνίδι όταν υπάρχει αστυνόμευση, παρακολούθηση, μονοδιάστατη φωνή, νόμος, θρησκεία, γάμος, Θεός («ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω»). Η σχέση αρχίζει από τη στιγμή που κινείται το καλειδοσκόπιο. Και η ζωή είναι αυτή η κίνηση. Ποιος δεν το έχει ζήσει; Από τη στιγμή, λοιπόν, που υπάρχει μία έκκεντρη τάση όλα είναι δυνατά. Τολμώ να πω και ευκταία. Η Ρούλα Πατεράκη το διευκρινίζει περισσότερο: «Το έργο είναι μία ιστορία του μυαλού, δεν είναι μία ιστορία του τρίτου, του εραστή. Το ζεύγος και το τρίγωνο δεν διαφέρουν πολύ. Από την άποψη αυτή ακολουθεί ο Βέλτσος σε ένα σημείο, αλλά με διαφορετικό φιλοσοφικό και όχι ρεαλιστικό τρόπο, τον Ίψεν».

Πράγματι μπορεί να μην υπάρχει καν ο τρίτος ή να είναι μία φαντασίωση. Άλλωστε και μέσα στον καθένα υπάρχει μία πολλαπλότητα, υπάρχουν χιάσματα.Το θέμα είναι πώς «σερφάρει» κανείς μέσα σε αυτά τα κύματα που σκάζουν κάθε φορά, πώς μένει στον αφρό, πώς ισορροπεί, πώς επιπλέει στη σανίδα και δεν εκβράζεται στην αμμουδιά όταν χάσει την ισορροπία του. Μου αρέσει αυτή η εικόνα του δαμασμού των κυμάτων, που τη διατυπώνω για πρώτη φορά: του άνδρα ή της γυναίκας που σερφάρουν πάνω στη σχέση, όπως στη σανίδα του Καρνεάδη.

Ο μόνος τρόπος να απαλύνει κανείς την ψυχή του από το φόβο του θανάτου, είτε είναι στην ηλικία μου είτε πολύ νεότερος, είναι να βάλει στο μυαλό του την ιδέα της παράβασης, της παραβίασης. Η ιδέα της παραβίασης είναι πολύ πιο ισχυρή από την ιδέα του νόμου. Δεν μπορεί κανείς να επιθυμήσει, λέει ο Απόστολος Παύλος, αν δεν υπάρχει απαγόρευση, άρα παράβαση στην απαγόρευση και στο νόμο. Άλλωστε και η σεξουαλική πράξη, η ύψιστη στιγμή του οργασμού, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, είναι η στιγμή που όλα σβήνουν, δεν υπάρχει επιτρεπτό και απαγορευμένο, νόμος και ανομία, αλλά ένα ουδέτερο στο μυαλό, ένα λευκό που εκεί πια δεν υπάρχει ο φόβος του θανάτου.

Πρέπει να πω και για την πολιτική του Φεστιβάλ Αθηνών, που δίνει δικαίωμα σε ένα δύσκολο συγγραφέα, όπως εγώ, να κάνω ένα ελάχιστα εμπορικό, αδιανόητο για πολλούς, ποιητικό θέατρο. Δίνει λοιπόν ο Λούκος «σκηνή» για να ακουσθεί αυτός ο λόγος και μάλιστα να σκηνοθετηθεί από μία Διοτίμα, όπως χαρακτηρίζω την Πατεράκη. Είναι μία Διοτίμα η οποία διδάσκει τον Σωκράτη, τα του έρωτος. Η Ρούλα, πιστεύω, πέρα από τη σκηνοθετική της δύναμη, είναι μία σοφή γυναίκα. Μιλώ, λοιπόν, γι’ αυτή τη δυνατότητα που δίνει το Φεστιβάλ να υπάρξει ένα έργο που να θίγει θέματα ενοχλητικά σε μια Ελλάδα όπου η οικογένεια λόγω της κρίσης επανέρχεται στο προσκήνιο. Τι είδους οικογένεια μπορούν να κάνουν οι πρωταγωνιστές της «Φωνής», ο Α, ο Β και η Γ; Δεν είναι οικογένεια αυτή. Και δεν είναι, θα έλεγα, ούτε παρτούζα, πώς να πει κανείς, μία γαλλική «οικογένεια» αλά Strauss-Kahn...

Το άλλο ζήτημα είναι πώς σκεπτόμαστε, γενικά, αισθητικά. Δεν είμαι παραδοξολόγος. Ένας άνθρωπος που γράφει ένα θεατρικό έργο σαν τη «Φωνή» δεν μπορεί βέβαια να είναι ορθά πολιτικά σκεπτόμενος, «μνημονιακός», όπως λέγεται. Δεν μπορεί να έχει τα επιχειρήματα όσων ονομάζω «κολεγιόπαιδες», μεταξύ των οποίων ο Σαμαράς, ο Βορίδης, ο Μπίστης. Στα κείμενά μου στο «ΒΗΜΑ» δείχνω τη διαφωνία μου, τόσο με αυτούς, όσο και με τους θερμόαιμους του ΣΥΡΙΖΑ, που όταν έρθουν στην εξουσία δεν θα επιλύσουν το αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού με αντικοινοβουλευτικές «αναμνήσεις». Είναι αργά και για τη δημοκρατία και για το σοσιαλισμό. Εάν θα έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί η δημοκρατία δεν θα ήταν στη βάση του ατόμου, αλλά μιας μορφής ατομικότητας που έχει να κάνει περισσότερο με την «πολλαπλότητα» του Τόνι Νέγκρι παρά με το πρόσωπο του Ολάντ. Δεν πρέπει να είναι κανείς πολιτικά ορθός, διότι έτσι μόνο θα μείνει πολιτικά, ερωτικά και αισθητικά ανορθόδοξος. Η ζωή μου είναι μια πορεία από επιλογές και προσθαφαιρέσεις, δοκιμές και επεξεργασίες, παλινδρομήσεις και επανακάμψεις, τύψεις, μετάνοιες και αμαρτίες. Άρα, σύμφωνα με τον Απόστολο, είμαι καθ’ όλα κανονικός.

Είμαι ένας άνθρωπος που πράγματι έχει αδυναμία στη γυναίκα. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αντεστραμμένος μισογυνισμός ή πραγματική ετεροφυλοφιλία. Δεν ξέρω επίσης αν το «ομο-» και το «εταιρο-» αλληλομετατίθενται σε άνδρες με θηλυκό πρόσημο και σε γυναίκες με αρσενικό. Αν είχα, ας πούμε έτσι, μία πορεία μέσα στις γυναίκες και με τις γυναίκες είναι γιατί τις αγάπησα, ενδιαφέρθηκα για αυτές. Αγαπώ τη γυναίκα διότι καταρχήν είναι το άλλο και πάντα μ’ ενδιέφερε το άλλο. Με τρόμαζε, με προκαλούσε να το γοητεύσω, με εξασκούσε, ασκούσε τις δυνατότητές μου, με διέσωζε. Τρομάζω, έχω τρομάξει πάρα πολύ από γυναίκες. Όλα μου τα έργα, κυρίως οι «Πομπές» από τις εκδόσεις Ίνδικτος, (η ιστορία ενός άνδρα, δύο γυναικών) είναι πάνω στο ζευγάρι. Οι άνθρωποι διαιρούνται σε δύο κατηγορίες, στους παιγνιώδεις και στους σοβαρούς. Θα ήθελα να ανήκω στην πρώτη, αν δεν μου άρεσε τόσο πολύ η καριέρα μου και το όνομά μου. Θα ήθελα να είμαι επιφανειακός, από βάθους.

Όταν έστειλα το «Σχέδιο για Ηλέκτρα» στον Γιάννη Χουβαρδά μού απάντησε γραπτώς πως αυτά τα πράγματα δεν ανεβαίνουν στο Εθνικό Θέατρο και αυτό είναι το παράπονό μου με την παλιά ηγεσία του Εθνικού. Ο Χουβαρδάς έδρασε έξυπνα, πολιτισμένα, υφολογημένα, αισθητικά και είναι έλλειψη η αποχώρησή του, αλλά δεν έκανε ορισμένα ανοίγματα. Γιατί δεν ανέβηκε ποτέ ο Δημητριάδης; Γιατί ο Χουβαρδάς ανέβασε Δημητριάδη στο Αμόρε και δεν τον ανέβασε στο Εθνικό;

Το πρώτο έργο μου ήταν η «Camera degli Sposi», που ανέβασε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στο θέατρο Ιλίσια, στο υπόγειο. Είχε παίξει η Αμαλία και τους δύο ρόλους· του άνδρα και της γυναίκας. Ήταν η ιδέα του Μαρμαρινού, ο οποίος μου είχε απαγορεύσει να πατήσω στις πρόβες. Στην πρεμιέρα λέω «πού είναι ο άνδρας;». Και τον διέκρινα στις διαφοροποιήσεις ενός γυναικείου προσώπου: της Αμαλίας. Έχω το DVD. Όταν το βάζω κλαίω, γιατί εκεί βγαίνει ο διάλογος από ένα πρόσωπο δραματικό, που είναι η Μουτούση. Πήρε τόσο μέσα της το έργο, έκλαψε τόσο πολύ στην παράσταση αυτή... Η Πατεράκη είχε ανεβάσει το 1997 «Τα χώματα» στα οποία, σημειωτέον, έπαιζε ο Χατζάκης αντιγράφοντας – όπως είπε τις κινήσεις μου.

Πιστεύω ότι το μέλλον ανήκει στο σύγχρονο χορό, όχι στο θέατρο. Ουαί κι αλίμονο στο θεατράνθρωπο, στο σκηνοθέτη ή στον ηθοποιό που δεν παρακολουθεί τις «σκηνές». Τη «Βέλγικη σκηνή», που δεν πάει στην Καλαμάτα, που αγνοεί την ύπαρξη της Anne Teresa De Keersmaeker. Εγώ θέλω να πάω στο Booze το βράδυ ή στην Patti Smith. Είδα την Αμαλία Μουτούση και διάβασα το φυλλάδιο του Μάκη Μηλάτου που μας μοίρασαν. Γιατί δεν ήρθαν άλλοι θεατράνθρωποι να τη δουν αυτή τη μεγάλη μορφή, πώς κινείται αν μη τι άλλο. Εξού και η σημασία του Λούκου για την Ελλάδα.

Το τηλεφώνημά μας που ξεκίνησε πριν μία ώρα, στην αρχή σαν μία διεκπεραίωση, εξελίχθηκε σε μία πραγματική επικοινωνία. Αναμοχλεύτηκαν πράγματα, βγήκαν στοιχεία γοητείας εκατέρωθεν. Ό,τι ειπώθηκε συνέβη εδώ. Μου αρέσει πολύ αυτός ο εγκιβωτισμός του ενός μέσα στον άλλο, κυρίως απ’ το τηλέφωνο. Όλα μου τα κείμενα είναι άπειροι εγκιβωτισμοί. Ένα τηλεφώνημα «συνέβη». Αυτό που γράφω στην «Camera degli sposi»: «Εδώ συνέβη ο τόπος», παρότι οι φωνές μας ήσαν κυριολεκτικά στον αέρα. Άτοπο;


Info
Η «Φωνή» του Γ. Βέλτσου. Σκην.: Ρ. Πατεράκη. Παίζουν: Π. Μουστάκης, Δ. Χατούπη, Α. Πανταζάρας. Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Μικρή Σκηνή, 7&8/7, 21:00. €15, 10, 5.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ