Κινηματογραφος

Ζήσαμε την «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι Μάκι»

Μία ταινία για την αβάσταχτη ελαφρότητα του μποξ

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
341843-710767.jpg

Ο Όλι Μάκι ζει. Είναι ένας συνταξιούχος Φινλανδός μποξέρ στην κατηγορία φτερού ο οποίος, ως ερασιτέχνης, κέρδισε τον Ευρωπαϊκό τίτλο στην κατηγορία ελαφρών βαρών το 1959. Μετά την αποχώρησή του από την Ολυμπιακή ομάδα του 1960, έγινε επαγγελματίας μποξέρ και έπαιζε μέχρι το 1973 με ένα ρεκόρ από 28 νίκες, 14 ήττες και 8 draws. Τον Αύγουστο του 1962 έπαιξε με τον Αμερικανό Ντέηβι Μουρ στον αγώνα για τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή στην κατηγορία φτερού.

Ήταν οι μέρες, όταν όλη η Φινλανδία στήριζε επάνω του τις ελπίδες για να είναι ένας Φινλανδός στην κορυφή του κόσμου στο μποξ – και τι ειρωνεία, ένα τέτοιο δύσκολο βάρος για τους ώμους ενός νέου αθλητή που ζύγιζε μόλις 58 κιλά, περίπου όσα χρειάζεσαι για να είσαι «φτερό» στο μποξ.

Η ταινία «Η πιο ευτυχισμένη ημέρα στη ζωή του Όλι Μάκι» (2016), του Γ. Κουοσμάνεν, εξιστορεί εκείνες τις λίγες μέρες του Αυγούστου του 1962, πριν και μετά τον αγώνα που έδωσε ο Φινλανδός μποξέρ. Το φιλμ κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο 'Ενα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες 2016 και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, ενώ είχε προβληθεί και στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ζήσαμε την «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι Μάκι»

Πρόκειται για μία «αντρική» ταινία στην τρυφερότητά της, μετρημένη με έναν άνετο τρόπο και λιγόλογη, χωρίς μουσικά χαλιά και φλύαρες γωνίες, που κρύβει καρδιά μικρού παιδιού. Με γήινους, αληθινούς χαρακτήρες που ζουν μέσα και γύρω από τον κόσμο του μποξ σαν πραγματικοί άνθρωποι και όχι σαν τους υπερ-μπόξερ της λαϊκής γειτονιάς που αναζητούν τον τίτλο α λα αμερικάνικα, τρέχοντας και ακούγοντας το Eye of the tiger. Εδώ, ο ήρωάς μας, σχεδόν αναζητάει διέξοδο κινδύνου από την πίεση αυτής της ευθύνης, του πρωταθλητή.

Αναζητάει τρόπο να ελαφρύνει τη ζωή του, να πετάξει προς τα εκεί που του λέει η καρδιά του.

Διότι ερωτεύεται.

Ακριβώς εκεί. Επάνω στην κορύφωση της προετοιμασίας. Την ώρα της συνέντευξης τύπου, μπροστά στα φλας και τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, διαπιστώνει ότι η καρδιά του χάνει ένα μπιτ εξαιτίας της όμορφης, τρελούτσικης Ράιγια που είναι το κορίτσι του. Αλλά τώρα θέλει να την κάνει γυναίκα του.

Η ταινία, με ένα εξαιρετικό σούπερ-κρίσπι ασπρόμαυρο, γυρισμένη όλη με φιλμ 16 mm Kodak Tri-X, δίνει απόλυτα την ατμόσφαιρα του 1962 και διαγράφει πεντακάθαρα τις διαφάνειες και τις καλοκαιρινές βροχές του Ελσίνκι και της υπαίθρου του. Μπαίνει στα αποδυτήρια και στα λίβινγκ-ρουμ με έναν τρόπο που θυμίζει φωτογραφίες του Life της εποχής, κοιτάζει αυτόν τον ήρωα με σοβαρότητα και όχι με την κιτρινωπή διάθεση του συνεργείου που κινηματογραφεί για ντοκιμαντέρ την προετοιμασία του.

Ο αγώνας πλησιάζει. Όλοι πιέζουν τον Όλι, τον φορτώνουν, το άγχος του μεγαλώνει, φοβάται ότι θα τους απογοητεύσει και η μόνη που φαίνεται να του δίνει χώρο για ανάσα, είναι η Ράιγια. «Πώς να με έχεις απογοητεύσει όταν δεν σου έχω ζητήσει τίποτα;» του λέει.

Ζήσαμε την «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι Μάκι»

Μέσα στις εικόνες της ταινίας υπάρχει συνέχεια μία αναφορά στην ελαφρότητα της ζωής του Όλι, αυτήν που τόσο πιεστικά του ζητάει ο προπονητής του να πετύχει: να πέσει κάτω από τα 60 κιλά, για να είναι έτοιμος για το μεγάλο ματς. Ο Όλι όμως κάνει βόλτες με τη Ράιγια επάνω στο ποδήλατο ενώ το αεράκι του Φινλανδικού καλοκαιριού τους φυσάει απαλά. Χάνεται στις εξοχές πετώντας έναν χαρταετό, χαρούμενος σαν πιτσιρίκι.

Η ταινία τονίζει την παιδικότητα του Όλι και της αγαπημένης του με μικρές, διακριτικές σκηνές – όταν κάνουν γκριμάτσες προς τον φακό, όταν γύρω τους υπάρχουν παντρεμένα, ηλικιωμένα ζευγάρια που χορεύουν και εκείνοι δεν μπορούν ούτε έναν κοινό ρυθμό να βρουν, χασκογελώντας. Η αμηχανία τους μπροστά στον κοσμηματοπώλη για τις βέρες του γάμου («Τι γράφουν επάνω στις βέρες;»). Ο κοντούλης Όλι αναγκάζεται να ανέβει επάνω σε ένα σκαμνάκι για να σταθεί δίπλα στο πανύψηλο μοντέλο για μία φωτογράφηση για τους χορηγούς. Ακόμα και όταν φεύγει ξαφνικά, το σκάει για να πάρει το τρένο και να πάει να βρει την αγαπημένη του, ταξιδεύει ανάλαφρος προς εκείνη, χωρίς αποσκευές, με απίθανη αίσθηση ελευθερίας.

Οι σκηνές του μεγάλου ματς είναι λίγες και λιτές. Χωρίς αίματα και πλάνα σε αργή κίνηση. Μόνο ζεστές αναπνοές που φαίνονται να αχνίζουν στο σκοτάδι του μεγάλου, παγωμένου γηπέδου.

Η πιο ευτυχισμένη μέρα του Όλι και της Ράιγια είναι όταν, στο λυκόφως της βόρειας νύχτας, περπατώντας δίπλα στο ποτάμι συναντούν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που είναι πιασμένοι χέρι – χέρι.

«Λες να γίνουμε σαν αυτούς;» ρωτάει εκείνη.

«Ηλικιωμένοι;» ρωτάει ο Όλι.

«Και ευτυχισμένοι».

Μικρή λεπτομέρεια: Το ζευγάρι των ηλικιωμένων που συναντούν στη βόλτα τους είναι οι πραγματικοί Olli Maki και Raija Janka που ζουν ακόμα μαζί, ευτυχισμένοι και ανάλαφροι.

Ο πραγματικός Olli Makki (1958)

Ο πραγματικός Olli Makki (1958)

Για την ιστορία, ο Όλι Μάκι, τον Φεβρουάριο του 1964 κέρδισε τον τίτλο του European Boxing Union ελαφρών βαρών από τον Κόνι Ρούντολφ και τον έχασε από τον Ρούντολφ το 1967. Όταν αποσύρθηκε από τους αγώνες, δούλεψε σαν προπονητής και μάνατζερ.

Η ταινία κυκλοφορεί στους κινηματογράφους στις 2 Μαρτίου, από την Weirdwave.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ