Επικαιροτητα

Γιόχαν Κρόιφ: Η φανέλα με το Νο 14 δεν μένει πια εδώ

O «Νουρέγιεφ» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή

11640-26573.jpg
Θανάσης Μήνας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
124190-278717.jpg

Μόναχο, 8 Ιουλίου του 1974. Η πρώτη εικόνα από το ποδόσφαιρο που ανακαλώ στη μνήμη μου. Λόγω ηλικίας η πιο αμυδρή αλλά και συνάμα η πιο έντονη. Έντονη, σαν τα πορτοκαλί που φορούσαν εκείνοι οι 11 ψηλόλιγνοι άντρες με τα μακριά μαλλιά, τις παχιές φαβορίτες και τις εφαρμοστές φανέλες, που έμοιαζαν περισσότερο με ροκ εν ρολ συμμορία. Μέσα στο γήπεδο, ο καθένας τους φάνταζε σαν ένας καλλιτέχνης που έχει αγγίξει την τελειότητα. Οι κινήσεις τους είχαν τη χάρη ενός επιδέξιου χορευτή και όλοι μαζί σαν σύνολο διακρίνονταν από μια εξωπραγματική ισορροπία ανάμεσα στην τάξη και την αταξία. Εκείνο το απόγευμα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου δεν είχε παραταχθεί απλώς μια μεγάλη ποδοσφαιρική ενδεκάδα. Είχε παρελάσει στο χορτάρι η «Νυχτερινή Περίπολος» του Ρέμπραντ.

Το ολλανδικό ποδόσφαιρο ήταν ημιερασιτεχνικό και παρέμενε διεθνώς ανυπόληπτο ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Δύο άνθρωποι έμελλε να ανατρέψουν αυτή την εικόνα. O Ρίνους Μίχελς γεννήθηκε το 1928 και διέγραψε μια συμπαθητική καριέρα ως ποδοσφαιριστής και αργότερα προπονητής σε ερασιτεχνικές ομάδες. Τον Γενάρη του 1965 ανέλαβε ως πρώτος προπονητής τον περήφανο Άγιαξ. Ο Μίχελς είχε επαναστατικές ιδέες για το πώς πρέπει να παίζεται το ποδόσφαιρο. Κυρίως, είχε επαναστατικές ιδέες για το πώς πρέπει να αναπτύσσεται μια ομάδα στο χώρο. Οραματίστηκε ένα αγωνιστικό σύστημα που ανέτρεπε οτιδήποτε θεωρείτο ως δεδομένο μέχρι τότε. Κυρίως το ότι οι παίκτες πρέπει να είναι στατικοί και να έχουν συγκεκριμένες θέσεις μέσα στο γήπεδο.

Johan Cruyff Dribbling Compilation (4Dfoot)

Στο σύστημα του Μίχελς οι θέσεις των ποδοσφαιριστών μεταβάλλονταν αυτοστιγμεί στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Τα μπακ μετατρέπονταν ξάφνου σε πλάγιους επιθετικούς και οι φορ συνέκλιναν προς τα πίσω για να καλύψουν τα νώτα τους. Η κίνηση ήταν αδιάκοπη και το πρέσινγκ ξεκινούσε από την περιοχή του αντιπάλου, με τη λογική ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Όσο πρωτοποριακό όμως κι αν ήταν, το σύστημα του Μίχελς δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη χωρίς τους κατάλληλους παίχτες. Ο κόουτς ευτυχώς είχε την οξυδέρκεια να διακρίνει έγκαιρα τον απόλυτο πρεσβευτή των δικών του ιδεών για το ποδόσφαιρο, στο πρόσωπο ενός λιπόσαρκου αγοριού που είχε γεννηθεί στο Άμστερνταμ στις 25 Απριλίου του 1947. Το όνομά του ήταν Γιόχαν Κρόιφ.

Στις 15 Νοεμβρίου του 1964 ο Κρόιφ με το Νο14 στην πλάτη ντεμπουτάρησε (και σκόραρε μάλιστα) στην πρώτη ομάδα του «Αίαντα», σε ηλικία μόλις 17 ετών. Στην πρώτη του περίοδο με τα χρώματα του Άγιαξ, από το 1964 έως το 1973, σκόραρε -με τους πιο απίθανους τρόπους- 190 γκολ σε 240 ματς και οδήγησε την ομάδα του τρεις συνεχόμενες χρονιές στην κορυφή της Ευρώπης.

Ποδοσφαιριστής σαν τον Κρόιφ είχε να φανεί στην Ευρώπη από την εποχή του Πούσκας και του Ντι Στέφανο. Είχε απίστευτη τεχνική, ταχύτητα και ευελιξία. Έμοιαζε σαν να κάνει καλλιτεχνικό πατινάζ ή μπαλέτο στο χορτάρι. Διόλου τυχαία, ένας από τους πιο φανατικούς θαυμαστές του ήταν ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ. O Ρούντι φαν Ντάντζιχ, χορευτής και ο ίδιος και στενός φίλος του θρυλικού ρώσου αρτίστα, θυμάται: «Ο Νουρέγιεφ έλεγε ότι ο Κρόιφ έπρεπε να έχει γίνει χορευτής. Τον είχαν ιντριγκάρει οι κινήσεις του, η βιρτουοζιτέ του, ο τρόπος με τον οποίον μπορούσε ξαφνικά να αλλάξει κατεύθυνση και να τους αφήσει όλους πίσω του, και να το κατορθώσει αυτό διατηρώντας απόλυτο έλεγχο, ισορροπία και χάρη». (Από το βιβλίο «Brilliant Orange: The Neurotic Genius of Dutch Football» του Ντέιβιντ Γουίνερ).

Πάνω από όλα όμως ο Κρόιφ υπήρξε ένα ασύγκριτα κοφτερό μυαλό, μια άνευ προηγουμένου ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα, που σαν ένας δεύτερος προπονητής κατεύθυνε τέλεια τους συμπαίκτες του στον αγωνιστικό χώρο. Ο φημισμένος ολλανδός αρχιτέκτονας και λάτρης του ποδοσφαίρου Ντιρκ Σάιμονς δηλώνει χαρακτηριστικά: «Για μένα, έμοιαζε με έναν γκραντμάστερ-σκακιστή, που έπαιζε στο μυαλό του 20 διαφορετικές παρτίδες ταυτόχρονα». Με αυτό το κρατούμενο, στο αιώνιο δίλημμα «Πελέ ή Μαραντόνα», η απάντηση ενδεχομένως είναι Γιόχαν Κρόιφ.

Τον Ιούνιο του 1974, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας, η Ολλανδία του Μίχελς παρουσίασε μια ομάδα όνειρο. Mε βάση, κατά πρώτο λόγο, τη χρυσή ομάδα του Άγιαξ και, κατά δεύτερο, αυτή της Φέγενορτ, που αμφότερες είχαν κατακτήσει σε συλλογικό επίπεδο τα 4 τελευταία Κύπελλα Πρωταθλητριών. Οι αυθεντικοί Ιπτάμενοι Ολλανδοί: Βιμ Σουρμπίρ, Ρουντ Κρολ, Βιμ Γιάνσεν, Άρι Χάαν, Γιόχαν Νέεσκενς, Πιετ Κάιζερ, Τζόνι Ρεπ, Βιμ φαν Χάνεχεμ, Ρόμπι Ρένσενμπρινκ, Γιόχαν Κρόιφ… Οι Ολλανδοί φέρονταν εξαρχής ως το απόλυτο φαβορί και το επιβεβαίωσαν κάνοντας περίπατο στον πρώτο γύρο της διοργάνωσης. Στο δεύτερο, δε, διέσυραν διαδοχικά πρώτα την Αργεντινή κι έπειτα τη Βραζιλία, με τον Κρόιφ να δίνει ίσως την παράσταση της ζωής του κόντρα στη Σελεσάο. Στον τελικό τους περίμενε η διοργανώτρια Δυτική Γερμανία του «Κάιζερ» Φραντς Μπεκενμπάουερ, του Μπράιτνερ και του Γκερντ Μίλερ. Πριν από την έναρξη του αγώνα, κανείς δεν έδινε τύχη στους Γερμανούς. Οι Ολλανδοί μπήκαν φουριόζοι στο γήπεδο, με ένα καταιγιστικό πάσινγκ γκέιμ αμέσως με το σφύριγμα της έναρξης. Οι Oranje άλλαξαν μεταξύ τους επί 2 σχεδόν λεπτά 17 πάσες χωρίς να παρεμβληθεί γερμανικό πόδι, μέχρις ότου να ξεχυθεί ο Κρόιφ προς την αντίπαλη περιοχή και να ανατραπεί από τον Ούλι Χένες. Πέναλτι! Ο Νέεσκενς σημαδεύει σωστά και 1-0 με το καλημέρα.

…Κι ύστερα επήλθε καθίζηση. Οι Ολλανδοί, αντί να καθαρίσουν το παιχνίδι, επιδόθηκαν σε μια ανούσια επίδειξη τεχνικής, θέλοντας να διατυμπανίσουν περίτρανα την ανωτερότητά τους έναντι των Γερμανών. «Ξεχάσαμε να σκοράρουμε για δεύτερη φορά», όπως δήλωσε χρόνια μετά ο Τζόνι Ρεπ. Οι Γερμανοί εκνευρίστηκαν από τα ολλανδικά τσαλίμια και πείσμωσαν. Έφεραν γρήγορα το παιχνίδι στα ίσια με ένα αμφισβητούμενο πέναλτι που κέρδισε ο Χόλτσενμπαïν και εκτέλεσε ο Μπράιτνερ. Κι ένα λεπτό μόλις πριν από τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου, μίλησε το «killer-instinct» του Γκερντ Μίλερ, αυτή η σπάνια ικανότητά του να βάζει γκολ από το πουθενά. Στο δεύτερο ημίχρονο οι Ολλανδοί σοβαρεύτηκαν κάπως κι επιτέθηκαν κατά κύματα, όμως το 1-2 παρέμεινε ώς το τέλος.

Η ήττα των Ολλανδών στον τελικό του 1974 θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία της διοργάνωσης ύστερα από την ήττα της μυθικής Ουγγαρίας του Πούσκας, του Κόκσις και του Χιντεγκούντι, πάλι από τους Γερμανούς, στο Μουντιάλ του 1956. Ακόμη περισσότερο, στην ίδια τη χώρα θεωρήθηκε ως «εθνική καταστροφή» ακόμη και από τους παραδοσιακά ψύχραιμους Ολλανδούς. Έγινε το μέτρο σύγκρισης για όλες τις μελλοντικές επιτυχίες κι αποτυχίες. Κάποιοι απέδωσαν την απροσδόκητη αυτή ήττα στο άγχος των Ολλανδών να ταπεινώσουν τους Γερμανούς λόγω της εχθρότητας των δύο λαών, καθώς ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Κάμποσοι από τους ολλανδούς ποδοσφαιριστές είχαν χάσει στενούς συγγενείς τους στη διάρκεια του πολέμου. Για παράδειγμα, ο Φαν Χάνεχεμ, ο δεύτερος τη τάξει ολλανδός διεθνής μετά τον Κρόιφ, είχε θάψει τον πατέρα του και τα αδέλφια του όταν τα γερμανικά στούκας ισοπέδωσαν το Ρότερνταμ. Η δίψα των Ολλανδών για εκδίκηση προκάλεσε τεράστιο άγχος στους παίκτες και τελικά γύρισε εναντίον τους…

Μίσθωσε εταιρεία σεκιούριτι ο Δήμος Βριλησσίων

Άλλοι πάλι απέδωσαν την ήττα στο ροκ εν ρολ attitude των Ολλανδών. Σε ένα είδος συμπεριφοράς που ακροβατεί ανάμεσα στο φαταλισμό και την υπεροψία και που ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αποτελεί ίδιον του ολλανδικού λαού. Ή ακόμη και στο ότι πάντα έπαιζαν για την ίδια την απόλαυση του παιχνιδιού κι όχι για το αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο Κρόιφ συνήθιζε να λέει ότι «αυτό που έχει σημασία είναι να σε θυμούνται για το στιλ σου, όχι για τις νίκες σου».

Ο Κρόιφ, όπως και άλλοι συμπαίκτες του, υπήρξε ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος. Όταν έφυγε από τον Άγιαξ το 1973, κατέληξε στην Μπάρτσα, μολονότι είχε καλύτερη προσφορά από τη Ρεάλ, και δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να παίξει για την ομάδα του Φράνκο. Επίσης, αγαπούσε την όπερα και δήλωνε οπαδός των Beatles.

Ο Ρούντι φαν Ντάντζινχ σημειώνει: «Συνήθως οι ποδοσφαιριστές είναι βαρετοί τύποι, αλλά ο Κρόιφ κι η παρέα του ήταν σαν πυροτεχνήματα. Ή σαν να ακούς τη Μαρία Κάλλας να τραγουδά. Ο Κρόιφ ήταν σαν την Κάλλας στο χορτάρι. Η Κάλλας ήταν η πρώτη ερμηνεύτρια που έβαλε φωτιά στους ρόλους του λυρικού ρεπερτορίου, κι ένιωθες το ίδιο πάθος στον Κρόιφ και τους υπόλοιπους. Υπήρχε κάτι το δραματικό στον τρόπο που έπαιζε, ήταν σαν μια αρχαιοελληνική τραγωδία».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ