Βιβλιο

Ατένα Φαρροκζάντ: Η ποιήτρια που γεφυρώνει παραδόσεις

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της ευρωπαϊκής ποίησης μιλάει στην Athens Voice

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 974
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ατένα Φαρροκζάντ: Η ποιήτρια που γεφυρώνει παραδόσεις
Ατένα Φαρροκζάντ © Märta Thisner

Η Ατένα Φαρροκζάντ, βραβευμένη ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, μας μίλησε με αφορμή την παρουσία της στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης της Αθήνας

Γεννημένη στην Τεχεράνη το 1983, πολιτική πρόσφυγας μαζί με τους μαρξιστές γονείς της στη Σουηδία λίγα χρόνια αργότερα, η Ατένα Φαρροκζάντ, εκτός από εντυπωσιακά καλή, βραβευμένη και δημοφιλής ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, είναι μια δημιουργός που γεφυρώνει παραδόσεις: τη μακρά σουηδική παράδοση του μοντερνισμού με την πρωτοποριακή, κουίρ φεμινιστική, πολιτική φωνή της. Αυτή η ικανότητα την κάνει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, απολαυστικές, αναπάντεχες αλλά και γενναιόδωρες φωνές στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση.

Τη συναντήσαμε λίγο πριν την έναρξη του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης της Αθήνας, καλεσμένη του Κύκλου Ποιητών, για να μας μιλήσει για τον κόσμο της, το νέο της βιβλίο στα ελληνικά και τα ολοκαίνουργια θεατρικά της έργα, που μόλις κυκλοφόρησαν στα σουηδικά.

Βρισκόμαστε λίγο πριν από την επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ, κοντά στην πλατεία Μαβίλη. Έχει ξανάρθει στην Ελλάδα, σε λογοτεχνικά residencies και ως προσκεκλημένη του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης (μην ξεχνάμε ότι ο τωρινός της εκδότης, η Θράκα, έχει την έδρα του στη Λάρισα), αλλά ποτέ για να παρουσιάσει ποιήματά της στην Αθήνα. Φαίνεται πραγματικά ενθουσιασμένη με την όλη ιδέα.

Της εξηγώ πόσο δημοφιλές έχει υπάρξει το πρώτο της βιβλίο «Λευκό σε λευκό» (εκδ. Αντίποδες, 2016, μτφρ. Αντώνη Μπογαδάκη) μεταξύ των ποιητικών κύκλων στην Ελλάδα – όπως βεβαίως και σε τόσες άλλες χώρες. Στη Νορβηγία, όπου το πρωτοδιάβασα υπό τον τίτλο «Hvitverk», είχε φτάσει στις λίστες των λογοτεχνικών μπεστ σέλερ.

Είναι ένα πολυφωνικό, σχεδόν θεατρικό έργο, που ασχολείται με την πάλη και τη σύνθεση των ταυτοτήτων, των γενεών, των γλωσσών – κάτι που η συγγραφέας γνωρίζει από πρώτο χέρι ως άνθρωπος αλλά και ως αφηγήτρια, και που χρησιμοποιεί εκτενώς στο έργο της. Για παράδειγμα, στο «Λευκό σε λευκό» η φιγούρα της μητέρας λέει στην κόρη της, Ατένα: «Φαίνεται πως δεν σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι ο πολιτισμός πηγάζει από το όνομά σου».

«Λευκό σε λευκό», εκδ. Αντίποδες

«Ξέρεις», λέει η Αθηνά χαμογελώντας, «στα σουηδικά το ρήμα πηγάζω είναι stammar, που σημαίνει επίσης “τραυλίζω”. Είναι σαν να λέει πως ο πολιτισμός πηγάζει αλλά και τραυλίζει από το όνομα Ατένα». Χαμογελάει ντροπαλά. «Το “Λευκό σε λευκό” είναι πια τόσο παλιό βιβλίο για μένα – το εξέδωσα πριν από 12 χρόνια. Ήθελα να παίξω με τις προσδοκίες που μπορεί να είχαν οι αναγνώστες για το βιογραφικό μου. Πολλές από τις φράσεις του βιβλίου προέρχονται από άλλους συγγραφείς, από τη Βίβλο ή από άλλα βιβλία, αναμεμειγμένες με ρήσεις της οικογένειάς μου, οπότε οι ποιητικοί χαρακτήρες που εκφράζουν αυτές τις ιδέες δεν είναι πραγματικά βιογραφικοί, αλλά αχυράνθρωποι, ένα μείγμα προσδοκιών, πραγματικότητας και λογοτεχνικής παράδοσης, φτιαγμένο για να αμφισβητηθεί, να καταρριφθεί. Είχα βάλει σκοπό να παίξω με το ίδιο μου το όνομα, την αυτοβιογραφία μου, για να διαταράξω τις προσδοκίες που έχουν οι αναγνώστες περί μετανάστευσης, ρατσισμού κ.λπ.».

— Έχεις ξαναπεί πως δεν είσαι θαυμάστρια της πεζογραφίας και τώρα νομίζω πως καταλαβαίνω γιατί: δεν χρειάζεσαι την πεζογραφική μυθοπλασία, μυθιστορηματοποιείς την ίδια σου την ποίηση. Τι κάνει την ποίηση πιο δυνατή από την πρόζα, κατά τη γνώμη σου;

Νομίζω η ακρίβεια. Η προσήλωση στην ακρίβεια, η προσπάθεια να είσαι πιστός στην ανθρώπινη εμπειρία. Η χρήση του ρυθμού και της εικονοπλασίας για να γράψεις κάτι που να αντηχεί αληθινό στον αναγνώστη, χωρίς απαραιτήτως να δημιουργήσεις έναν εντελώς νέο κόσμο, περισσότερο δημιουργώντας ριζικά νέες δυνατότητες μέσα σε υπάρχοντα πλαίσια: σαν να ανοίγεις πόρτες που δεν υπήρχαν πριν. Πάντα σκέφτομαι τη δουλειά μου ως την κόψη ανάμεσα στο εννοιολογικό, το απτό, το πολιτικό και το λυρικό. Ίσως όλοι οι ποιητές να σκέφτονται έτσι, αλλά αυτή η κόψη, αυτό το σημείο συνάντησης είναι το μέρος όπου εγώ νιώθω σπίτι μου. Επίσης, η ποίηση έχει αυτή την… πώς να την πω; Την τραγουδισιμότητα. Είναι λυρική, έχει ρυθμό, έχει μουσικότητα. Αυτά τα στοιχεία είναι εξαιρετικά σημαντικά για μένα.

*

Μου μιλάει για το τελευταίο της βιβλίο στα σουηδικά, «Τραγωδίες» (Tragedierna), για το οποίο προσκλήθηκε πρόσφατα να μιλήσει στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στο Γκέτεμποργκ, τη δεύτερη μεγαλύτερη της Ευρώπης μετά απ’ αυτήν της Φρανκφούρτης. Θέμα της φετινής έκθεσης ήταν το θέατρο και το δραματικό κείμενο ως λογοτεχνία. Οι «Τραγωδίες» της Φαρροκζάντ είναι μια επανεπεξεργασία –ή μάλλον συνέχιση– της «Αντιγόνης», της «Μήδειας» και των «Περσών», από το σημείο όπου σταματάει το πρωτότυπο κείμενο. Ο λόγος που θέλησε να συνεχίσει την πλοκή των θεατρικών αυτών έργων είναι κάτι που μου εξηγεί αργότερα, αλλά προς το παρόν συνεχίζει να μου μιλά για το πόσο σημαντική είναι η συμβολή του λυρικού στοιχείου στην αφηγηματικότητα, είτε ποιητικά είτε θεατρικά.

«Στο Γκέτεμποργκ κάναμε πολλές συζητήσεις για τη διαφορά ανάμεσα στη θεατρική γραφή και στη γραφή στο χαρτί. Μα, όταν γράφω εγώ, η σκηνή, το κοινό, η δημόσια ανάγνωση και το τραγούδι είναι παρόντα και στο γραπτό μου κείμενο. Πάντα φαντάζομαι και τις δύο αυτές καταστάσεις όταν δουλεύω, γιατί αυτό είναι η ποίηση: το λυρικό και το δημόσιο, το κοινό του προφορικού και το κοινό του γραπτού λόγου».

— Ποιοι θα έλεγες ότι είναι οι ποιητικοί σου πρόγονοι;

Θεέ μου, είναι τόσο πολλοί! Αλλά φυσικά οι Σουηδοί ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου, ο κύκλος γύρω από τη Νέλι Ζαχς, αυτή η παράδοση του να προσπαθείς να μιλήσεις για τις ανείπωτες φρικαλεότητες του κόσμου με έναν τρόπο μεγαλοπρεπή, επικό σχεδόν, είναι κάτι που με έχει επηρεάσει πολύ. Δεν νομίζω ότι εγώ γράφω απαραίτητα έτσι, αλλά το έργο τους υπήρξε πολύ σημαντικό για μένα, με διαμόρφωσε. Κι επίσης το αρχαίο ελληνικό θέατρο, και δη οι τραγωδίες, με επηρέασαν σε τεράστιο βαθμό.

Ύστερα πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια διαβάζοντας όλη τη μοντερνιστική ποίηση που μπορούσα να βρω, από κάθε γλώσσα και κάθε γωνιά του κόσμου, ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, από τους Γάλλους συμβολιστές ως τους Ρώσους φουτουριστές, όπως όλοι μας (χαμογελάει). Διαβάζαμε ό,τι κυκλοφορούσε. Ήταν, βεβαίως, κυρίως άντρες ποιητές, που έγραφαν για τις γυναίκες και για την παρακμή. Νομίζω ότι όλοι οι Ευρωπαίοι ποιητές κουβαλάμε αυτά τα πράγματα μέσα μας, την ιστορία της λογοτεχνίας και της ποίησης που μιλάει διαμέσου ημών την ώρα που γράφουμε. Μου αρέσει αυτό.

— Και στην άλλη άκρη; Πού πιστεύεις ότι βρίσκεται η πρωτοπορία της σύγχρονης ποίησης; Και προς τα πού προσπαθείς να ωθήσεις εσύ τη σύγχρονη ποίηση;

Χμ, πολύ καλή ερώτηση. Ξέρεις, δίδασκα για πολλά χρόνια, διηύθυνα έναν οργανισμό που πρόσφερε μαθήματα δημιουργικής γραφής. Τότε γνώριζα πολλούς νέους και πολύ ταλαντούχους ανθρώπους κι ήμουν συντονισμένη με τις πιο πρόσφατες εξελίξεις της ποίησης. Αλλά τώρα, ειλικρινά δεν ξέρω. Μα αφού με ρωτάς προς τα πού θα ήθελα εγώ να ωθήσω την ποίηση, θα πάω στην κόψη για την οποία μιλούσα πριν, τη διασταύρωση διαφορετικών παραδόσεων. Προσπαθώ να γράφω ποίηση που να είναι μέσα στον κόσμο, που να είναι αυτόπτης μάρτυρας του κόσμου, αλλά και να προσπαθεί να απαντήσει, να παρέμβει – γιατί ο λόγος δεν είναι μόνο καθρέφτης, διαμορφώνει κιόλας την πραγματικότητα, μπορεί να την κάνει όμορφη, τραγουδιστή, απολαυστική και πνευματώδη. Και με χιούμορ. Το χιούμορ είναι πολύ σημαντικό για μένα. Γι’ αυτό έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο για τα γαϊδούρια!

Η Ατένα αναφέρεται στη «Χρονιά του γαϊδάρου», συλλογή του 2022, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από έναν μήνα στα ελληνικά από τη Θράκα, πάλι σε μετάφραση του Αντώνη Μπογαδάκη. Είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο, για τη στάση μας απέναντι στα γαϊδούρια, ως ζώα αλλά και ως αλληγορικούς εκπροσώπους του προλεταριάτου της εποχής μας: του πρεκαριάτου.

«Η χρονιά του γαϊδάρου», εκδ. Θράκα

«Το γαϊδούρι είναι το προλεταριάτο του ζωικού κόσμου, έτσι δεν είναι; Πόσες γλώσσες έχουν εκφράσεις που το εξισώνουν με τη βλακεία; Είσαι γαϊδούρι, συχνά, σημαίνει είσαι ηλίθιος, άξεστος, ασυνείδητος... Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που εκμεταλλεύεται κανείς το προλεταριάτο: τους αποκαλείς ηλίθιους και ζεις με τον ιδρώτα τους».

Το σουηδικό πρωτότυπο της «Χρονιάς του γαϊδάρου» και δίπλα το πορσελάνινο γαϊδουράκι της Ατένα

— Πώς προέκυψε αυτή η αλληγορική ιδέα;

Ήμουν σε μια λαϊκή αγορά στη Στοκχόλμη, κοντά στο σπίτι μου, κι είδα ένα πορσελάνινο γαϊδούρι, ένα τεράστιο πορσελάνινο διακοσμητικό, που το έβαζες δίπλα στην κουζίνα σου για να έχεις μπαχαρικά στα ξύλινα καλαθάκια του. Το αγόρασα και το έβαλα κι εγώ δίπλα στην κουζίνα μου, κι άρχισα να σκέφτομαι πως αυτό το αντικείμενο με αναστάτωνε· κάτι δεν πήγαινε καλά. Κι έπειτα από καιρό συνειδητοποίησα πως έφταιγε το γεγονός ότι ήταν φτιαγμένο από πορσελάνη: αν κάποιος είχε φτιάξει ένα γαϊδούρι από ξύλο, πηλό ή πεπιεσμένο χαρτί, ίσως να μου φαινόταν φυσιολογικό. Μα εδώ υπήρχε αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στο γαϊδούρι, το ταπεινότερο των ταπεινών, κι αυτό το όμορφο, εύθραυστο, αστικό υλικό. Έτσι έπαθα μια εμμονή με τα γαϊδούρια. Και, όπως κάνω πάντα όταν γράφω ένα βιβλίο, διάβασα ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε για τα γαϊδούρια.

Στην αρχή με θεωρούσα λίγο παράξενη που έγραφα ολόκληρο βιβλίο για τα γαϊδούρια, αλλά μετά ανακάλυψα πως εκατοντάδες ποιητές έχουν γράψει αντίστοιχα πράγματα, σε πάρα πολλές γλώσσες: από τον Αίσωπο, που χρησιμοποιεί το γαϊδούρι πολύ συχνά στους μύθους του, μέχρι την Αγία Γραφή, όπου σε κάθε καθοριστική σκηνή της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης μάρτυρας των γεγονότων είναι ένα γαϊδουράκι. Ή τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, τον Ισπανό νομπελίστα, που έγραψε ολόκληρο βιβλίο για ένα γαϊδούρι, με τίτλο «Ο Πλατέρο κι εγώ». Νομίζω πως το γαϊδούρι για τους συγγραφείς είναι μια προβολή: μοιάζει τόσο οικείο και τόσο διαφορετικό μαζί, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πάμπολλες συμπτώσεις και αναντιστοιχίες για να εκμεταλλευτεί κανείς λογοτεχνικά. Αλλά «Η χρονιά του γαϊδάρου» είναι και κάτι άλλο: είναι επίσης ένα βιβλίο για το πένθος. Νόμιζα πως ήταν μόνο μια κριτική της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αλλά ουσιαστικά αποτελεί μεταφορά για το ύστατο φορτίο της ζωής. Το πένθος.

— Μιλήσαμε για το λυρικό και το δημόσιο στην ποίηση, για το ταξικό, να μιλήσουμε και για τον φεμινισμό;

Νομίζω ότι οι «Τραγωδίες», το τελευταίο μου βιβλίο, είναι και το πιο φεμινιστικό μου. Ακόμα και το εξώφυλλο λέει πολλά από μόνο του: μια γυναίκα που σπάει την πέτρα όπου την έχουν τοποθετήσει για μια αιωνιότητα. Είναι ένα βιβλίο που ξεκινά από την παραδοχή ότι η Μήδεια, η Αντιγόνη, η Ισμήνη και η βασίλισσα των Περσών είναι γυναίκες παγιδευμένες στον ρόλο τους, μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας, καταδικασμένες να επαναλαμβάνουν αυτούς τους ρόλους: μια εγκληματίας πρόσφυγας που σκοτώνει τα παιδιά της, μια μάρτυρας που θα πεθαίνει πάντα για τις πεποιθήσεις της, μια βασίλισσα που πρέπει να υποδύεται μονίμως τη χαμένη, την κατακτηθείσα από τους Έλληνες. Και έτσι το βιβλίο –τα τρία θεατρικά έργα δηλαδή– τους επιτρέπει να μιλήσουν γι’ αυτά τα δεσμά τους. Ήθελα να τις κάνω να θέσουν ερωτήματα για την ιστορία της λογοτεχνίας από φεμινιστική σκοπιά.

Οι «Τραγωδίες» στο σουηδικό πρωτότυπο

Η "Ηθική σύμφωνα με τη Μήδεια", η πρώτη από τις τραγωδίες, ξεκινά όταν η Μήδεια έχει μόλις σκοτώσει τα παιδιά της κι είναι ένας διάλογος ανάμεσα σ’ εκείνη, «μια σχεδόν ψυχωτική φιγούρα, φυσικά», όπως λέει η Ατένα, και στην Ηθική. Το "Κληροδότημα της Αντιγόνης" ξεκινά με την Αντιγόνη νεκρή μέσα στη σπηλιά («Έχει αυτοκτονήσει; Δεν το ξέρουμε, το κείμενο του Σοφοκλή είναι λίγο ασαφές πάνω σ’ αυτό») και ο Κρέων έχει απαγορεύσει, φυσικά, στην πόλη να τη θάψει. «Αναρωτήθηκα λοιπόν: τι συμβαίνει τότε στην Ισμήνη; Τη μικρή αδελφή, το αντίθετο της Αντιγόνης, το υπάκουο κορίτσι που μέχρι τότε δεν έβρισκε κανένα νόημα στην αντίσταση; Η Ισμήνη είναι που προσπαθεί να καταλάβει την κληρονομιά της Αντιγόνης, για να ανακαλύψει τι πρέπει να κάνει με όλα αυτά τα ανοιχτά μέτωπα που άφησε πίσω η αδελφή της πεθαίνοντας».

— Και η τρίτη; Αυτή που βασίζεται στους «Πέρσες» του Αισχύλου;

Λοιπόν, η τρίτη είναι στην πραγματικότητα μια φάρσα (γελάει). Γιατί, ξέρεις, όπως λέει και ο Καρλ Μαρξ, η ιστορία διαδραματίζεται πρώτα ως τραγωδία, έπειτα ως φάρσα. Συχνά αποκαλώ αυτό το έργο «drag Πέρσες», γιατί στην πραγματικότητα είναι Έλληνες που υποδύονται τους Πέρσες: αποκαλούν τους εαυτούς τους «βαρβάρους»! (γελάει). Ο Έντουαρντ Σαΐντ έλεγε ότι ο οριενταλισμός στη δυτική λογοτεχνία γεννήθηκε με αυτό το κείμενο. Τέλος πάντων, το δικό μου έργο λέγεται "Η τιμή των Περσών" και ξεκινά όταν ο θίασος –οι ηθοποιοί που μόλις έχουν παίξει τους Πέρσες– κάθεται στο καμαρίνι μετά την παράσταση και οι ηθοποιοί συζητούν το γεγονός ότι ξανά, για εκατομμυριοστή φορά στην ιστορία, έπαιξαν τους ηττημένους, ενσάρκωσαν έναν ρόλο που εμφορείται από την κοσμοθεωρία κάποιου άλλου, των Ελλήνων δηλαδή, κι έχουν βαρεθεί! Και τότε, η γυναίκα που παίζει τη βασίλισσα των Περσών κι έχει δεσμό με τον Αισχύλο (ο οποίος είναι επίσης χαρακτήρας στο έργο και τη λατρεύει, αλλά μόνο ως το διαρκές, διαχρονικό θύμα, μόνο αν είναι η αιώνια χαμένη της ιστορίας) ξεκινά να βγάζει μια σειρά από λόγους, κι ο θίασος αρχίζει να αντιδρά, μα την ίδια στιγμή κερδίζει κι ένα βραβείο… Υπάρχει πολύ ψωμί σ’ όλη αυτή τη φάρσα/μετα-τραγωδία, πέρασα υπέροχα γράφοντάς την.

— Και πώς σου γεννήθηκε η ιδέα να επανεπεξεργαστείς ή μάλλον να συνεχίσεις τις ιστορίες αυτές;

Είναι επειδή ποτέ δεν ξέρω ποια είναι η θέση μου (γελάει δυνατά). Επίσης, πάντα λάτρευα αυτά τα κείμενα. Υπάρχει κάτι στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες που τις κάνει τόσο επίκαιρες. Άχρονες. Είναι τόσο ωραία γραμμένες και δεν είναι πάνω από τριάντα σελίδες. Ο Αριστοτέλης λέει ότι η τραγωδία συμπυκνώνει τον χρόνο: ασχολείται δηλαδή με τα θεμελιώδη θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης σε συμπιεσμένο χρόνο, θέματα όπως: τι είναι άνθρωπος; Τι είναι αδελφή; Τι είναι μητέρα; Τι είναι αντίσταση; Ποιο είναι το τίμημα της αντίστασης; Τι σημαίνει να είσαι απλώς ένας ρόλος μέσα στον κόσμο κάποιου άλλου;

Όλα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν επίκαιρα. Ήταν απολύτως σαφές για μένα, για παράδειγμα, ότι η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή είναι ένα έργο για τη νεκροπολιτική, για το πώς το κράτος ασκεί έλεγχο πάνω στα σώματα των νεκρών, ή πάνω στους ζωντανούς μέσω των σωμάτων των νεκρών – μία οξεία κατάσταση στην Παλαιστίνη, στο Ιράν και σε πολλά μέρη όπου τα κράτη ασκούν εξουσία μέσω των σωμάτων των νεκρών αυτή τη στιγμή που μιλάμε.

*

Το «Λευκό σε λευκό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες και «Η χρονιά του γαϊδάρου» από τις εκδόσεις Θράκα, και τα δύο σε μετάφραση Αντώνη Μπογαδάκη από τα σουηδικά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY