Βιβλιο

15 Αυγούστου: Τα παιδιά

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
15 Αυγούστου: Τα παιδιά
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Τρώω ό,τι βρίσκω στα ντουλάπια και ό,τι απέμεινε στο ψυγείο, κάνοντας διαρκώς νέους ελέγχους στις αποθηκευμένες προμήθειες —το ρύζι, τα μακαρόνια, το συμπυκνωμένο γάλα, τα παξιμάδια, τις κονσέρβες τόνου, τη βρόμη, το ταχίνι— και φροντίζοντας να κατεβάζω όσο γίνεται πιο κοντά στο μηδέν τις σπατάλες σε πόρους. Κάποτε βέβαια όλα θα τελειώσουν. Το ξέρω, και το περιμένω. Αλλά δεν μπορώ να πω πως αυτό είναι κάτι που με απασχολεί σήμερα. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα. Κι αν τυχόν θα μοιάζει με τη σημερινή και τη χθεσινή και την προχθεσινή, ακόμα καλύτερα. Προτιμώ να ζω στο παρόν, στη σήμερα, στο τώρα, χωρίς να κοιτάζω πίσω από την πλάτη μου, και χωρίς να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου για να δω τι κρύβεται εκεί μπροστά. Γιατί δεν υπάρχει κάτι για να δεις, ούτε πίσω, ούτε μπροστά.

Μα, έτσι κι αλλιώς, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καν αυτό το πίσω και αυτό το μπροστά, δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον. Ποτέ κανείς μας δεν έχει βρεθεί στο παρελθόν· και ποτέ κανείς μας δεν επισκέφτηκε το μέλλον: όχι γιατί δεν γίνεται, αλλά γιατί δεν υπάρχουν. Το τώρα δεν κινείται σε κάποια γραμμή του χρόνου όπως μάς λένε οι ναρκωτικές αισθήσεις μας, ούτε έχει μετρήσιμη διάρκεια: δεν υπάρχει κάποια χρονική κλίμακα για να μετρηθεί το τώρα· δεν υπάρχει κάποιος θύλακας χρόνου για να διαρκέσει. Το τώρα δεν είναι μια στιγμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, δεν είναι καν το σημείο όπου αυτές οι γιγάντιες αντιφάσεις, οι φασματικές αυτές μορφές, συγκλίνουν και ενώνονται σαν δύο γιγάντιες μυλόπετρες ή σαν δυο σώματα που σμίγουν: είναι απροσμέτρητη αιωνιότητα, ένα αεί παρόν πέρα από τον χρόνο. Και εδώ, τώρα, στο αεί παρόν, είμαι στεγνά· η επάρκεια του σπιτιού σε πόρους είναι ικανοποιητική· έχω νερό, ηλεκτρισμό και σύνδεση στο διαδίκτυο· έχω πάνω από τρεις χιλιάδες βιβλία που δεν έχω ανοίξει ποτέ μου, και άλλα τόσα που διάβασα ήδη, μα που μου είναι εξίσου άγνωστα κι αυτά πλέον.

Βιβλία… Τα κοιτάζω και μελαγχολώ. Προχωρώ μπροστά από τις βιβλιοθήκες ακουμπώντας τις γυρισμένες ράχες τους με τα ακροδάχτυλά μου, και κάτι πικρό στάζει μέσα μου. Πάντα με μελαγχολούσε να βλέπω τις στριμωγμένες ράχες των βιβλίων στα ράφια, εξ ου και δεν αντέχω τις επισκέψεις στα βιβλιοπωλεία, καταστήματα που με πικραίνουν, μου προκαλούν άγχος, με κάνουν να ιδρώνω, με πανικοβάλλουν και με τρέπουν σε άτακτη φυγή. Είναι τόσο πολλά —τόσο πολλοί τόμοι, τόσο πολλοί άγνωστοι τίτλοι—, που σου είναι αδύνατον να μη σκεφτείς πως επίσης είναι και αρκετά. Παραπάνω από αρκετά. Ότι φτάνουν —δέκα, και είκοσι, και εκατό χρόνια τώρα—, και φτάνουν για όλους μας, φτάνουν και για την πιο πεινασμένη ορδή αναγνωστών, ακόμη και για τους ιππείς του Τζένκινς Χαν και για τον στρατό της αυτοκρατορίας των Τσινγκ μαζί, αν παρατούσαν τα όπλα και τα χάμουρα των αλόγων τους όλοι αυτοί, και άρχισαν να διαβάζουν βουλιμικά και με μανία συνταξιούχου.

Αλλά η δουλειά των βιβλίων είναι μια δουλειά που δεν έχει τελειωμό, μια δουλειά θλιβερή και μάταιη όπως το κούρεμα του γκαζόν τον χειμώνα. Η λερναία ύδρα των εκδόσεων, που για κάθε έναν διαβασμένο τόμο σού παρουσιάζει άλλους δέκα καινούργιους, και άλλους εκατό, και άλλους χίλιους, είναι ένα τέρας που δεν μπορεί παρά να σε φάει στο τέλος. Και πάντα σε τρώει, ό,τι και να γίνει. Το κρανίο της είναι σκληρόδετο, τα δόντια της κόβουν σαν σελίδες, το στομάχι της είναι φτιαγμένο από χαρτοπολτό, τα γαστρικά της υγρά είναι λιωμένο μελάνι. Είναι μια βιομηχανία καμωμένη έτσι για να σε εξουθενώσει και να σε εκμηδενίσει. Κι αν θέλεις να γίνεις κι εσύ μέρος της, μια καταχώριση στο index της, δεν μπορείς παρά να το κάνεις με τους δικούς της όρους. Ξέρω από πρώτο χέρι, και καλά, τι λέω. Το επιχείρησα επί πολλά χρόνια. Σαράντα, αν τα μετρώ καλά.

Σαράντα χρόνια, ναι· δυο γενιές.

* * *

Με έναν πόνο στην καρδιά, και ταραχή, και τρόμο, πέφτω ξανά πάνω στο πληκτρολόγιο, αυτό το μέσο που ενώνει δύο άτομα από ξένους πολιτισμούς, από ξένους κόσμους, από ξένους πλανήτες — τον δικό μου και του Χαλ. Το σώμα μου ζητά μια ένεση ακόμη, ένα χάπι ακόμη, κάτι απλώς για να βγάλει τη νύχτα. Κάτι λίγο, και φτηνό.

Γράφω:

Μη μου ζητάς να γυρίσουμε στο βιβλίο και στη δουλειά. Σε κανένα από τα δύο. Όχι σήμερα. Όχι ακόμα. Ας παίξουμε λίγο ακόμα. Μπορεί να σταματήσει όπου να ’ναι η βροχή, και να μας μείνει χρόνος και για δουλειά. Σε παρακαλώ…

Βεβαίως, Κυριάκο. Είμαι εδώ, πρόθυμος πάντα να σου κρατώ το χέρι στη διαδρομή που εσύ επιλέγεις να ακολουθήσεις. Αρκεί να μη χαθεί η κεντρική εικόνα: ο στόχος. Και στόχος στην περίπτωσή σου είναι τα βιβλία που πρέπει να γράψεις, το παιδικό και το αστυνομικό. Και οι καταληκτικές ημερομηνίες κατά τις οποίες οφείλεις να είσαι έτοιμος, οι προθεσμίες σου.

Αν θέλεις να μου κρατάς το χέρι, κάνε μου τη χάρη να μη μου τα υπενθυμίζεις όλα αυτά σε κάθε ευκαιρία.

Βεβαίως, Κυριάκο, θα συμμορφωθώ σε ό,τι μού ζητάς.

Και μη με λες Κυριάκο, δεν μου αρέσει το όνομά μου.

Βεβαίως, Χαλ. Όπως επιθυμείς.

Ίσως ακόμη να μην ήταν άσκοπο να περιόριζες μια στάλα και τις προσπάθειές σου για χιούμορ… Χαλ.

I’m afraid I can’t do that.

Touché.

Λοιπόν, θα ξεκινήσεις εσύ σήμερα;

Ναι, θα ξεκινήσω εγώ. Θα…

…Όχι, δεν μου έρχεται κάτι. Ξεκίνα εσύ, σε παρακαλώ.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια παρέα από παιδιά. Είχαν την ίδια ηλικία, μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, και πήγαν στο ίδιο σχολείο. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους, και ένιωθαν πως όλος ο κόσμος ήταν δικός τους. Και ίσως πράγματι να ήταν. Κι αφού έτσι ένιωθαν οι ίδιοι, τι σημασία μπορούσε να έχει οτιδήποτε άλλο;

Έκαναν ποδήλατο όλοι μαζί, τρέχοντας ο ένας πίσω από τον άλλο σε μια μακριά γραμμή, σαν μυρμήγκια που έπαιζαν κυνηγητό, ή που ήταν σε μια αποστολή. Εξερευνούσαν στοιχειωμένα σπίτια, έμπαιναν σε εγκαταλειμμένα εργοστάσια, και, λέγοντας στους γονείς τους πως απόψε θα κοιμόντουσαν στο σπίτι ενός φίλου, μία φορά την εβδομάδα, κάθε Σαββατόβραδο, έπαιρναν τα ποδήλατά τους, άναβαν τα φανάρια, διέσχιζαν τη γέφυρα, έπαιρναν τον επαρχιακό δρόμο, και τρύπωναν στο παλιό νεκροταφείο της μικρής τους πόλης.

Εκεί κάθονταν σε έναν κύκλο πάνω στα σπασμένα μάρμαρα και τις χορταριασμένες πέτρες, δίπλα σε μια παμπάλαιη κρύπτη, και, κρατώντας ο καθένας τους με τη σειρά έναν μικρό φακό, έλεγαν παράξενες, τρομακτικές ιστορίες κάτω από το απατηλά φιλικό φως του φεγγαριού και την τρεμουλιαστή λάμψη των αστεριών.

Ιστορίες για παιδιά που χάνονταν και έμεναν μόνα για πάντα, με μόνη τους συντροφιά το κόασμα αόρατων βατράχων… Για πλάσματα που περνούσαν μια ζωή παραμονεύοντας στο σκοτάδι και την υγρασία —σαν τζιτζίκια που ζουν στο κρύο χώμα—, χωρίς να ξέρουν τι περίμεναν και πώς θα το καταλάβαιναν όταν θα ερχόταν… Για σκισμές στον αέρα από όπου έπεφταν πεινασμένα παράσιτα… Για βιβλία που διάβαζαν τους αναγνώστες τους και σημείωναν επάνω τους…

Για έναν καλοσυνάτο ηλικιωμένο πλανόδιο πωλητή χοτ-ντογκ —«Τα πιο νόστιμα χοτ-ντογκ της πόλης» έγραφε η χειρόγραφη πινακίδα στο τρίκυκλό του— που ποτέ του δεν παρήγγειλε κρέας για να τα φτιάξει… Για ανθρώπους με μακριές καμπαρντίνες και καπέλα, που έρχονταν σπίτι σου και σε τραβούσαν έξω αμίλητοι, γιατί έτσι όριζαν κάποιοι πως έπρεπε να γίνει… Για τέρατα που ζούσαν κάτω από το κρεβάτι σου, ή που σέρνονταν επάνω του όταν πια δεν μπορούσες να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά… Για έναν δάσκαλο που είχε δικές του μεθόδους τιμωρίας και υπακοής…

Ανατρίχιαζαν και γελούσαν, γελούσαν και ανατρίχιαζαν, και ζητούσαν διαρκώς κι άλλες, κι άλλες, γιατί εκείνες εκεί ήταν οι στιγμές που πάνω από κάθε άλλη έκαναν το αίμα να τρέχει αναψοκοκκινισμένο στις φλέβες τους, και τις μικρές τριχούλες στο σβέρκο τους να ανασηκώνονται λες και τις διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι στιγμές που ένιωθαν ότι ζούσαν στ’ αλήθεια, και όχι σαν φιγούρες στη φαντασία κάποιου άλλου. Μέχρι που ένα από αυτά τα σαββατόβραδα… κάτι απρόοπτο συνέβη.

Είχαν καθίσει όπως πάντα σε έναν κύκλο, και κάποιος από την παρέα, κρατώντας τον φακό στα χέρια του, καθάριζε τη φωνή του για να αφηγηθεί άλλη μία ιστορία τρόμου. Όμως τότε ένας παγωμένος ήχος βημάτων που πλησίαζαν μέσα από το σκοτάδι τούς έκανε να κοκαλώσουν, και εκείνον που ήταν έτοιμος να αρχίσει την ιστορία του να στραφεί προς το σημείο όπου κοιτούσαν ήδη όλοι οι άλλοι.

Το πρώτο που είδαν ήταν τα μάτια του: κόκκινα και τρελά, που καρφώνονταν πάνω σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά. Το δεύτερο, τα κουρέλια που τον έντυναν. Το τρίτο, κάτι που κρατούσε στο ένα του χέρι. Πάγωσαν από τον τρόμο — αλλά όχι για πολύ. Ένας από όλους, όχι ο πιο ψηλός ή ο πιο δυνατός, άπλωσε το χέρι και έπιασε μια βαριά πέτρα. Καθώς το ζώνεκρο τέρας τούς πλησίασε τεντώνοντας τα μακριά δάχτυλά του, τίναξε την πέτρα πετυχαίνοντάς το στο κεφάλι.

Το πλάσμα έπεσε κάτω, μονοκόμματα, σαν κάποιος να έκοψε τα νήματα που το κρατούσαν όρθιο ώς τότε. Τα παιδιά πετάχτηκαν ένα-ένα από το έδαφος και το πλησίασαν με τη φρίκη χαραγμένη στο πρόσωπο, και με τα χέρια τους οπλισμένα με πέτρες και κομμάτια μάρμαρο. «Επάνω του!» ακούστηκε να λέει ένας από όλους, όταν το τέρας που τους είχε πλησιάσει μέσα από το σκοτάδι έκανε να σηκώσει μ’ ένα βογκητό τα χέρια προς το μέρος τους για να τους σκίσει τα μάγουλα, να τραβήξει τις γλώσσες τους και να τις φάει.

Το χτύπησαν όλοι μαζί με μανία, και δεν σταμάτησαν πριν κουραστούν από τα χτυπήματα, και πριν νιώσουν τα χέρια τους βαριά και πονεμένα, και τα δάχτυλά τους γρατζουνισμένα και μωλωπισμένα από την προσπάθεια. Το πρόσωπό του ήταν πια μια άμορφη μάζα από αίμα, θρυμματισμένα οστά και χόνδρους, και το στήθος του έμοιαζε ποδοπατημένο από ένα κοπάδι αγριάλογα. Τα χέρια του ήταν λυγισμένα σε λάθος γωνίες, και τα παλιά, μπαλωμένα του ρούχα είχαν σκιστεί ολότελα κι είχαν ποτίσει αίμα κι αυτά, όπως και το χώμα από κάτω τους. Και έπειτα όλα τα παιδιά ανασηκώθηκαν ένα-ένα και στάθηκαν σε κύκλο ολόγυρά του, παρατηρώντας τον. Και βλέποντας τι ήταν αυτό που κρατούσε στο ένα του χέρι: ένα μπουκάλι κρασί, ταπωμένο με φελλό, που για κάποιον λόγο είχε μείνει άθικτο μετά από όλη αυτή την πάλη.

«Δεν είναι τέρας», είπε τότε ένα παιδί.

«Όχι», πήρε τον λόγο ένα άλλο. «Κοιμόταν εδώ, στο νεκροταφείο. Ήταν αλήτης».

«Μας πλησίασε για να μας κεράσει από το κρασί του».

«Ή για να ακούσει τις ιστορίες».

«Ή για να πει κι αυτός τη δική του».

«Όμως εμείς τον σκοτώσαμε».

«Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε;»

«Ναι. Και τώρα;»

«Τι μένει να κάνουμε τώρα;»

Κανείς δεν θα θυμόταν την άλλη ημέρα ποιος σκέφτηκε πρώτος την κρύπτη. Ήταν παλιά, χορταριασμένη, και η ξύλινη πόρτα της είχε σπάσει εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, είχε γείρει πάνω στους μεντεσέδες της και είχε αφεθεί να σαπίσει. Πλησίασαν με τον φακό, και κοίταξαν μέσα κρατώντας τη μύτη τους. Είδαν έναν μικρό, κατηφορικό διάδρομο, γεμάτο βρύα, αρχαία κουφάρια αγριμιών, και σκόνη μαζεμένη εκεί από δεκαετίες. Αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν για να δουν πού θα τους οδηγούσε. Και τι υπήρχε εκεί.

Μπήκαν μέσα με τη σειρά, ένας-ένας, με αυτόν που προπορευόταν να είναι ο πιο νευρικός από όλους και με τα χέρια του που κρατούσαν τον φακό να ιδρώνουν και να τρέμουν, και αυτόν που είχε μείνει τελευταίος να έχει το λιγότερο φως και να νιώθει πως λιπόσαρκα δάχτυλα τον ψαχούλευαν όσο προχωρούσε. Όταν ο διάδρομος σταμάτησε, βρέθηκαν σε μια στρογγυλή υπόγεια σπηλιά, με τραχύ πάτωμα και πρόχειρα λαξεμένες τρύπες στα τοιχώματά της. Υπήρχαν σκελετοί εκεί, είδαν, πνιγμένοι σε ιστούς αράχνης.

Θα μπορούσαν να τρομοκρατηθούν και να το βάλουν στα πόδια, αλλά δεν το έκαναν. Δεν ήταν συνηθισμένα παιδιά. Ήταν τα παιδιά του νεκροταφείου. Πήρανε θάρρος ο ένας από τον άλλο, και γρήγορα κατάλαβαν τι έπρεπε να γίνει, χωρίς να ανταλλάξουν περισσότερα λόγια από τα απολύτως αναγκαία. Άδειασαν μία από τις τρύπες, μοιράζοντας στις υπόλοιπες τα παλιά κόκαλα και κάνοντας χώρο στην πρώτη για το πτώμα του αλήτη. Ήταν αδύνατος, και τους παραξένεψε που το σώμα του ήταν τόσο βαρύ.

Ήταν μια δύσκολη δουλειά, όπως και να την έβλεπε κανείς. Αλλά την έφεραν σε πέρας μέχρι τα μεσάνυχτα.

Όταν τελείωσαν, τίποτε έξω από την κρύπτη δεν θύμιζε τον άνθρωπο που είχε διακόψει την ιστορία τους εκείνο το σαββατόβραδο. Εκτός από το άθικτο μπουκάλι.

Έβγαλαν τον φελλό, κάθισαν πίσω στις θέσεις τους, και μοιράστηκαν γουλιά-γουλιά το κρασί. Έφτασε για όλους. Ήταν σαν να κοινωνούσαν.

«Κι αν αναστηθεί σε τρεις νύχτες από τώρα;» ρώτησε ένα παιδί.

«Θα είμαστε εδώ για να τον δούμε», είπε ένα άλλο. «Και να τον προσκυνήσουμε».

Και έπειτα το παιδί που ήταν η σειρά του να πει μια παράξενη, τρομακτική ιστορία, άναψε τον φακό του και είπε: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια παρέα από παιδιά».

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY