Βιβλιο

Μικρές και παράξενες ιστορίες για τον Ε. Χ. Γονατά

Μια αναλυτική και συναρπαστική πραγματεία της Φραγκίσκης Αμπατζόγλου για τον μεγάλο ποιητή και διηγηματογράφο

Athens Voice
A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ε. Χ. Γονατάς
Ε. Χ. Γονατάς

Το βιβλίο «Μικρές και παράξενες ιστορίες» της Φραγκίσκης Αμπατζόγλου για τον ποιητή, συγγραφέα και μεταφραστή Ε.Χ. Γονατά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη 

Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (1924-2006) ήταν ποιητής και διηγηματογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: συγγραφέας του φανταστικού και «παραδοξογράφος», δεν ταυτίστηκε ποτέ με καμιά πολιτική παράταξη, με αποτέλεσμα να παραμείνει σε σχετική αφάνεια. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Μίλτο Σαχτούρη, ενώ αργότερα έγινε φίλος με τον ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τον διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και τον πεζογράφο Νίκο Καχτίτση — τον τελευταίο τον γνώρισε μόνον δι’ αλληλογραφίας. Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος σε μεγάλες εταιρείες. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα ήταν το 1945 με το αφήγημα «Ο ταξιδιώτης». Αργότερα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Π. Παπαδίτσα στην έκδοση του περιοδικού «Πρώτη Ύλη» (1959-1961). Το 1959 κυκλοφόρησε η συλλογή σύντομων αφηγημάτων του με τίτλο «Η κρύπτη» και ακολούθησαν «Το βάραθρο» (1963), «Οι αγελάδες» (1963), «Ο φιλόξενος καρδινάλιος» (1986), «Η προετοιμασία» (1991) και «Τρεις δεκάρες» (2006).

Το βιβλίο «Μικρές και παράξενες ιστορίες» (εκδ. Πατάκη) της Φραγκίσκης Αμπατζόγλου —ομότιμης Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ— φωτίζει αυτόν τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα συγγραφέα και μεταφραστή, που αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση Ευρωπαίου λόγιου. Όπως γράφει η κ. Αμπατζόγλου «η φωνή του Γονατά διαφέρει από τις άλλες των συνομηλίκων του της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που είχαν περάσει τον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, γιατί συνεχώς δίνει έναν αγώνα υπέρ της απεξάρτησης της τέχνης από την ιδεολογία, τη στράτευση, τη σκοπιμότητα του πολιτικού αγώνα, εθνικού ή λαϊκού, αστικού ή προλεταριακού. Η αυτονομία της τέχνης δεν προϋποθέτει, όπως νόμιζαν οι παλιότεροι, αδιαφορία για την πραγματικότητα αλλά, αντίθετα, εμβάθυνση στην ουσία της πραγματικότητας· δεν προϋποθέτει κλείσιμο σε ελεφάντινο πύργο, όπως συνήθιζαν να καταλογίζουν στους ανένταχτους καλλιτέχνες, αλλά αφοσίωση στην υπηρεσία της ζωής του πνεύματος, όπως μόνο η τέχνη μπορεί να τη δείξει, δηλαδή μέσα στις τραγικές αντιφάσεις της. Η ειρωνεία προς όλες τις ορθοδοξίες, και κατ’ επέκταση η υπονόμευση των αισθητικών προσδοκιών του αναγνώστη, δύσκολα συμβαδίζει με τον λυρισμό της ποίησης και ταιριάζει καλύτερα με την πρόζα. Και ίσως για τον λόγο αυτό ο Γονατάς, άνθρωπος από στόφα ποιητή, καλλιέργησε τη δική του “ποιητική”, δηλαδή μια παρεκκλίνουσα πρόζα που μπορεί να σηκώσει το βάρος της πραγματικότητας, αρνούμενη τη μιμητική σύμβαση και εισάγοντας τον αναγνώστη στον χώρο της σχετικότητας και της αμφισημίας, όπου τη σκέψη κατευθύνει η συνεχής αμφιβολία για τις ισχύουσες και παγιωμένες παραδοχές της θετικιστικής σκέψης, τις ιδεολογικές κατασκευές και τα στερεότυπα, που φτωχαίνουν και στενεύουν την περιοχή της τέχνης.

»Ο Ε.Χ. Γονατάς, σε μια κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα και την Ευρώπη, αναζήτησε στο μικρό του έργο την αυτονομία της τέχνης όπως τη ζήτησαν λίγοι στον ελλαδικό χώρο, τον 19ο αιώνα ο Ροΐδης και ο Μητσάκης και τον 20ό οι αιρετικοί του μοντερνισμού, υπερρεαλιστές ή ανένταχτοι, όσοι αδιαφόρησαν για την εύκολη καταξίωση και προτίμησαν το περιθώριο, ή διδάχτηκαν από τον μεγάλο και διεθνή Αλεξανδρινό ότι η τέχνη της ποιήσεως μπορεί να μεταλλάξει το εμπειρικό και εφήμερο σε ιδεατό και άχρονο». Και συνεχίζει: «μόνο μετά το 1980 το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό, να συζητιέται, να επιδρά στους νεότερους, να βρίσκει μαθητές. Γιατί δεν είναι μυστικό ότι εκείνος έφερε και ανέδειξε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τις αρετές και τη μαγεία της λεγόμενης “μικρής φόρμας”, της λογοτεχνικής μινιατούρας, της παράξενης και ασυνήθιστης ιστορίας. […] Ο Γονατάς υπήρξε ολιγογράφος και για μεγάλο διάστημα έδρασε στο περιθώριο της λογοτεχνικής ζωής, είναι όμως αδιαμφισβήτητο ότι στο πεδίο της λογοτεχνικής μορφής όσο και των ζυμώσεων γύρω από τη νεωτερική γραφή άνοιξε πολλά μέτωπα, διακόνησε πολλά είδη, παλαιά και νεότερα, επιδόθηκε σε πολύπλοκα και απαιτητικά πειράματα και, με τη σύνολη και σχετικά αφανή δραστηριότητά του –την έκδοση του περιοδικού “Πρώτη Ύλη”, τα βιβλία του (πάντα μικρού σχήματος), τις μεταφράσεις του, την αλληλογραφία του με τον Νίκο Καχτίτση–, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα αντίληψης για τη λογοτεχνία σε κρίσιμους καιρούς».

Το βιβλίο εξετάζει χρονολογικά τις φάσεις της δημιουργίας του Ε.Χ. Γονατά, τις επιρροές του από τον Νίκο Εγγονόπουλο, από τον υπερρεαλισμό γενικότερα, από τους Ρώσους μοντερνιστές —ιδιαίτερα τον Αλεξέι Ρέμιζοφ— κι από τον Χάινριχ φον Κλάιστ, επίσης δεξιοτέχνη της μικρής φόρμας. Η κ. Αμπατζόγλου τον ακολουθεί μέσα από τα γραπτά του, ποιήματα και πεζά, από τα πρωτόλεια του 1945, και ανατέμνει την εξέλιξή του σε διάλογο με τους Βρετανούς, τους Ρώσους, τους Γερμανούς ρομαντικούς, συμβολιστές αλλά και παλιότερους κλασικούς όπως ο Σάμιουελ Πιπς, καθώς και σε διάλογο, ή μάλλον μη-διάλογο, με τη λογοτεχνική κριτική της εποχής του. Είναι εντυπωσιακή η σιωπή της κριτικής έναντι του έργου του Ε.Χ. Γονατά· ίσως οφειλόταν σε αμηχανία.

Όπως γράφει η κ. Αμπατζόγλου, πολλά από τα κείμενά του έπεσαν για πολύ καιρό σε ερμηνευτικό κενό· κάπου κάπου δεχόταν επιθέσεις ή χλιαρές ενθαρρύνσεις. Το βιβλίο αναλύει τη δημιουργία του σε παραλληλισμό με τον αντίκτυπο που είχε στους φιλολογικούς κύκλους και στο κοινό, καθώς και με τα κοινωνικά γεγονότα στην Ελλάδα: «Για τον Γονατά, η δεκαετία του ’50 ήταν περίοδος δοκιμασίας και προσαρμογής σε μια αντίξοη καθημερινότητα. Όσα μάστιζαν τη χώρα μετά τον Εμφύλιο, ειδικά τα πρώτα χρόνια, γίνονταν αισθητά στις παραμικρές πτυχές της ζωής. Την περίοδο αυτή, πολλοί ποιητές θα πρωτοεμφανιστούν, ενώ άλλοι θα ξαναδώσουν το παρών. Κάποιοι από αυτούς είχαν βρεθεί στο μέτωπο, ενώ άλλοι έζησαν τον Εμφύλιο στα πεδία των μαχών ή στα μετόπισθεν του Εθνικού ή του Δημοκρατικού Στρατού. Δεν ήταν φτωχή η ποιητική σοδειά. Ωστόσο, το όνομα του Γονατά απουσιάζει.

»Το 1950 έστειλε, πιθανόν με την προοπτική της δημοσίευσης, κείμενά του με το ψευδώνυμο Αντίγονος και τίτλο “Το άσπρο άλογο κι άλλα διηγήματα” στον διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού “Μορφές” της Θεσσαλονίκης, που εξέδιδε ο Βασίλης Δεδούσης, και πήρε τον πρώτο έπαινο. Σε σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού, διαβάζουμε την κρίση της επιτροπής: “Το ‘Άσπρο άλογο κι άλλα διηγήματα’ μας ανεβάζει ένα σκαλί παραπάνω από τα προηγούμενα. Εδώ τα γραφόμενα είν’ από χέρι που εργάζεται με περισσότερη σιγουριά. Κατέχει το γλωσσικό του όργανο, το μάτι του βλέπει καλά και οικοδομώντας αποφεύγει τα κοινά και τα συνηθισμένα. Τον αιχμαλωτίζει η λεπτομέρεια· γνωρίζει τη σημασία της στη συνολική συγκρότηση του έργου· η υπερβολική μάλιστα εκτίμηση της λεπτομέρειας τον παρασύρει κάποτε να ζωγραφίζει εικόνες που προκαλούν την αηδία”.

»Από την εποχή που έγραψε τον “Ταξιδιώτη”, μες στη σχετική αισιοδοξία του 1945, και μετά την απογοήτευση για την αποτυχία του βιβλίου, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 1959 για να δούμε κείμενά του τυπωμένα. Πιστεύω ότι βασικός λόγος της σιωπής του, αν και όχι ο μόνος, ήταν ότι δεν διέθετε πλέον ελεύθερο χρόνο για να συνεχίσει την ανανεωτική προσπάθεια που είχε αρχίσει με τον “Ταξιδιώτη”. Κάτοχος πλέον του πτυχίου της Νομικής, και υποχρεωμένος να εργαστεί, είχε βρει μια θέση νομικού συμβούλου στην Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς (ΗΕΑΠ). Σε αυτό το εργασιακό περιβάλλον που μισούσε, ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τις πικρές αλήθειες που κρύβονταν πίσω από την ανοικοδόμηση της σπαραγμένης χώρας».

"Ε.Χ. Γονατάς - Μικρές και παράξενες ιστορίες" της Φραγκίσκης Αμπατζόγλου, εκδ. Πατάκη

Το βιβλίο διατρέχει την ιστορία της χώρας μας ως φόντο του βίου και του έργου του Ε.Χ. Γονατά και περιέχει πολύτιμες σημειώσεις για τις αναφορές του συγγραφέα και τα ιστορικά πρόσωπα που συνόδεψαν την εποχή του. Από την αφήγηση αναδύεται η αναμφισβήτητη λογοτεχνική άνθηση της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και η στενοκεφαλιά, ο απομονωτισμός, η ασφυξία της ελληνικής κατάστασης: ο Ε.Χ. Γονατάς αναζήτησε εμπειρίες στο Παρίσι και στις αναγνώσεις· από το βιβλίο προκύπτει η προσωπικότητα ενός μεγάλου βιβλιοφάγου, που ανακαλύπτει στρώματα σκέψης, τεχνοτροπίες και διανοητικά ρεύματα σε τεράστιο εύρος και βάθος. Ανάμεσα στις ανακαλύψεις του ήταν «ο Γερμανός ποιητής και ζωγράφος Wols, ψευδώνυμο του Alfred Otto Wolfgang Schultze, που έζησε από το 1933 στο Παρίσι και έγραψε στα γαλλικά. Ο Γονατάς είχε βρει τυχαία ένα βιβλιαράκι του το 1958 στη βιβλιοθήκη ενός τεχνοκριτικού φίλου του στη Βενετία, και “εγένετο το θαύμα”, όπως έγραψε αργότερα στον Εγγονόπουλο. Έμαθε από τον φίλο του ότι ο Wols ήταν ο πατέρας του “κηλιδισμού”. Λίγες μέρες αργότερα, είδε στο Παρίσι μια έκθεση με έργα του, και εκεί γνώρισε τη μητέρα του και ζήτησε την άδεια να μεταφράσει μερικά ποιήματα». Αυτό το σύντομο απόσπασμα δείχνει την προσέγγιση του Γονατά στη γνώση, την έλξη που του ασκούσαν τα «βιβλιαράκια» και οι πολυσχιδείς καλλιτέχνες. Ίσως το πιο συναρπαστικό κομμάτι του βιβλίου να είναι ακριβώς αυτό: οι εκλεκτιστικές επιλογές του και οι εκλεκτικές του συγγένειες στο τοπίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Το «Μικρές και παράξενες ιστορίες» είναι η πρώτη ολοκληρωμένη πραγματεία για τον Ε.Χ. Γονατά, με τον οποίο έχουν ασχοληθεί πολλά λογοτεχνικά περιοδικά («Η λέξη», «Εντευκτήριο», «Νέα Εστία», «Διαβάζω»). Τα βιβλία του Ε.Χ. Γονατά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Στιγμή.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY