Βιβλιο

Σβήστρα, μολύβι, χαρτί

Είναι αναγκαία συνθήκη για την παραγωγή των λέξεων;

Ευθυμία Γιώσα
Ευθυμία Γιώσα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η συγγραφέας Ευθυμία Γιώσα γράφει για τον κόσμο της γραφικής ύλης και την επιρροή στην παραγωγή των λέξεων.

Η συγγραφέας Ευθυμία Γιώσα γράφει για τον κόσμο της γραφικής ύλης και την επιρροή του στην παραγωγή των λέξεων.

Τέλη δεκαετίας ’90 και αρχές της νέας χιλιετίας, απέναντι από τα (παλιά πια) γραφεία της Εφορίας, υπήρχε στα Γιάννινα ένα βιβλιοπωλείο (ακόμη υπάρχει, σε άλλον χώρο) το οποίο μ’ άρεσε να επισκέπτομαι συχνά ως πιτσιρίκι. Κι αν δεν ισχύει ότι τότε αδιαφορούσα πλήρως για τα βιβλία που μπορούσε κανείς να βρει σ’ αυτό, σίγουρα ισχύει ότι δεν ενδιαφερόμουν τόσο όσο για τα μολύβια, τα στιλό, τις σβήστρες (και όχι γόμες, αρνούμαι να τις αποκαλέσω έτσι), τις ξύστρες, τις κασετίνες, τα τετράδια, τα αυτοκόλλητα, τέλος πάντων για οτιδήποτε ανήκει στη γραφική ύλη ή γενικά στην ευρύτερη κατηγορία των ειδών γραφείου.

Εκτός από την αρχή της σχολικής χρονιάς –όταν η μανία μου να αγοράσω όσο περισσότερα τέτοια πράγματα μπορούσα ήταν εν πολλοίς «νομιμοποιημένη», «εύλογη», σχεδόν συγκινητική, ένας αθώος παρατηρητής ίσως και να ’λεγε, κοίτα, αυτό το παιδί έχει όρεξη για το σχολείο, ανυπομονεί να καθίσει στο θρανίο και να χρησιμοποιήσει το μολύβι και τον χάρακα με το τάδε καρτούν–, βίωνα τον ίδιο καταναλωτικό παροξυσμό και στο τέλος αυτής, δηλαδή μετά τις 15 Ιουνίου. Ζητούσα μέχρι κι εκείνα τα βιβλία για το καλοκαίρι με τις ασκήσεις επανάληψης για την προηγούμενη τάξη, ώστε να έχω κάποιο πάτημα ν’ αγοράσω ένα μολύβι ακόμα – και μια κασετίνα ακόμα, διότι οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα αρκετές, μάλιστα συνηθίζαμε με ορισμένες συμμαθήτριές μου να τις ανταλλάζουμε, αν όχι «για πάντα», τουλάχιστον για κάνα μήνα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, εκείνη η παιδική επιθυμία, που βρισκόταν κάπου μεταξύ παιχνιδιού, συλλεκτικής ροπής, και ικανοποίησης ενός, τρόπον τινά, πρώιμου φετιχισμού, άρχισε να μπλέκεται γλυκά με την ανακάλυψη του ρήματος «γράφω». Δηλαδή ήταν σαν να δόθηκε μια ετεροχρονισμένη εξήγηση στο γιατί το παιδί που ήμουν λάτρευε τον κόσμο της γραφικής ύλης: ίσως γιατί είχε διαισθανθεί ότι αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την παραγωγή των λέξεων.

Το περιγράφει καλύτερα ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, όταν χαρακτηρίζει αυτά τα αντικείμενα ως «πυρομαχικά-πολεμοφόδια», σαν να λέμε ότι η μάχη των λέξεων θέλει το Faber-Castell 3B της ή, στην περίπτωση του Μπαμπασάκη, την πένα της. Την πρώτη του την αγόρασε στα 16 του χρόνια, ήταν «μια Sheaffer μαύρη, από βακελίτη, αμερικάνικο μοντέλο για τους μαθητές και τους φοιτητές, η οποία δουλεύει ακόμα». Την είχε βρει «σ’ ένα βιβλιοχαρτοπωλείο κοντά στην Ομόνοια που δεν υπάρχει πια», ενώ θυμάται ότι το πρώτο πράγμα που έγραψε μ’ αυτή «ήταν ένα ποίημα, ή ένα μικρό ποιητικό πεζό», γιατί τέτοια έγραφε τότε. Περνάει αρκετές ώρες εκτός σπιτιού, συνεπώς έχει πάντα μαζί του ένα σημειωματάριο (αν τον συναντήσετε κάπου, τσεκάρετε και επιβεβαιώστε ότι πρόκειται για κάποιο δερμάτινο με μπλοκάκι Midori) και το πενάκι του για να μπορεί να γράψει όταν βρίσκεται έξω.

Αντιθέτως, ο επίσης συγγραφέας και μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στη γραφική ύλη, λέει ότι «δε με νοιάζει και δε μ’ ένοιαζε ποτέ με ποιον τρόπο θα γράψω κάτι». Ενδεχομένως αυτό να συμβαίνει, διότι, όπως εξηγεί «όταν είμαι στο γραφείο, γράφω πάντα στον υπολογιστή» (κι η αλήθεια είναι ότι όταν από το παράθυρο του γραφείου σου βλέπεις τη θάλασσα, πιο δύσκολα το αποχωρίζεσαι, κι αυτή είναι μια διαπίστωση στην οποία προβαίνω χωρίς την άδειά του). «Ο λόγος για να χρησιμοποιήσω ένα πρόχειρο μολύβι ή στιλό, το οποίο συνήθως το έχω μέσα στην τσάντα, και να σημειώσω κάπου, κι αυτό το κάπου μπορεί να είναι μια απόδειξη, μια λευκή κόλλα ή ακόμη κι οι λευκές σελίδες που έχουν ορισμένα βιβλία στο τέλος, είναι το ότι βρίσκομαι εκτός σπιτιού. Για παράδειγμα, ταξιδεύω, δηλαδή είμαι σε ένα μέρος που δεν έχω τον υπολογιστή μπροστά μου», συνεχίζει ο Μακρόπουλος, «και μου έρχεται κάτι ακαριαία. Σκαρώνω ό,τι είναι να σκαρώσω εκείνη τη στιγμή, γράφω για να μην το ξεχάσω –παρεμπιπτόντως, με κάτι προχειρογράμματα που κι εγώ ο ίδιος κοπιάζω να τα βγάλω μετά– κι όταν επιστρέφω στο σπίτι, τα επεξεργάζομαι».

«Εδώ και είκοσι χρόνια, όλα τα κείμενά μου τα γράφω “απευθείας” στον υπολογιστή. Και δεν κρατάω την προηγούμενη μορφή, τα διορθώνω/αλλάζω χωρίς επιφυλάξεις», μου απαντά ο συγγραφέας και υπεύθυνος των Αναγνώσεων στην κυριακάτικη Αυγή, Κώστας Βούλγαρης, ενώ επιφυλάσσεται για τα περαιτέρω, μιας και «είναι μεγάλη συζήτηση αυτή». Είναι, και έχω την εντύπωση ότι η γοητεία ορισμένων εξ αυτών των μεγάλων συζητήσεων έγκειται στο ότι δεν ολοκληρώνονται, διότι συνεχώς ανατροφοδοτούνται.

Το στιλό με τη βάση σε κάποια δημόσια υπηρεσία κι εκείνο που δίνει δώρο μεγάλη αλυσίδα καλλυντικών, το μπλε τετράδιο (το τύπου ριγέ και με μαλακό εξώφυλλο) και το σημειωματάριο Montblanc που κοστίζει τόσο ώστε θα μπορούσε να αγοραστεί και με δόσεις, η πράσινη Pelican σβήστρα, το μικρό Schneider μαρκαδοράκι, οι πολύχρωμοι συνδετήρες, το μολύβι από την έκθεση Portals, από το οινοποιείο του Γαβαλά στη Σαντορίνη ή από το μουσείο του Λίβερπουλ. Όλα τα παραπάνω, κι άλλα τόσα και περισσότερα, ανεξάρτητα από μάρκες, κόστος κι αισθητική, ανεξάρτητα ακόμη κι από τη σημασία που δίνουμε σ’ αυτά όταν τ’ αγοράζουμε ή όταν τα χρησιμοποιούμε, αφενός συνιστούν εργαλεία, αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι (όσο βαρύγδουπο κι αν τυχόν μοιάζει) υπενθυμίσεις του βιωμένου χρόνου μας. Είναι ένα χαρτάκι καταχωνιασμένο στο συρτάρι που λέει «Όλη την ώρα θα σε κοιτάω» (με μαύρο στιλό), τα έξοδα του μήνα από τη γιαγιά (γιατί ξεχνάει), η τιμή των μήλων και των φιρικιών στον πάγκο της Λαϊκής, ένα γράμμα (κάποιοι στέλνουν ακόμη, όπως και χριστουγεννιάτικες κάρτες), μια παραίτηση (είναι δύσκολοι καιροί, έπρεπε να πω πρόσληψη), ένα ραντεβού (σε γιατρό), σημειώσεις για το τελευταίο μάθημα (και μετά πτυχίο), ο Λεοντάρης, η Μερίνι, ο Κορτάσαρ.

Κι αυτά τα γράφει κάποια που, εδώ και χρόνια, ενώ ξεκινάει να απλώνει τις λέξεις στο χαρτί, σπάνια ολοκληρώνει ένα κείμενο εκεί, συνήθως κάπου στη μέση σταματά και μεταφέρει τη λεκτική δράση στον υπολογιστή. Απλώς, όπως και να το κάνουμε, το βάζο του Μπαμπασάκη, όπου μαζεύει τα μολύβια τα οποία έχουν γίνει τόσο μικρά που πλέον δε γίνεται να επιτελέσουν τη λειτουργία τους, σαν ένας άλλος κουμπαράς που μυρίζει γραφίτη, είναι απλή, καθαρή ποίηση. Χωρίς νοσταλγικούς παροξυσμούς ή τεχνολογικές δαιμονοποιήσεις, αυτά θα ήταν αστεία πράγματα.

Μόνο με την παρηγοριά ότι κάποτε τα μέσα αγκαλιάζουν τον σκοπό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ