Βιβλιο

«Μια τελευταία επιστολή αγάπης» από την Ελιάνα Χουρμουζιάδου

Συνέντευξη με τη συγγραφέα ενός σπουδαίου νέου έργου

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 832
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Φωτογραφία της Ελιάνας Χουρουμουζιάδου.

Ελιάνα Χουρμουζιάδου - «Μια τελευταία επιστολή αγάπης»: Η συγγραφέας μιλάει στην ATHENS VOICE με αφορμή το νέο της βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη.

«Μια τελευταία επιστολή αγάπης»: Τι πραγματεύεται το νέο μυθιστόρημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου, το οποίο έρχεται για να προσφέρει υπέροχες στιγμές στους εραστές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας; Είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο αταίριαστων ανθρώπων με φόντο την Αθήνα του millennium; Είναι ένα βιβλίο – πρόποση στην ίδια τη μεταμορφωτική δύναμη της λογοτεχνίας, πλούσιο σε παραπομπές και αναφορές σε εμβληματικά έργα; Είναι ένα βιβλίο για τη σχέση μεταξύ βιωμένης και επινοημένης πραγματικότητας; Ή μήπως είναι όλα τα παραπάνω, μαζί ωστόσο και μια μεστή πραγματεία γύρω από την Ιστορία, την πολιτική και μια πραγματικότητα που επιμένει να παίζει τα σκληρά παιχνίδια της ενόσω στροβιλιζόμαστε μεταξύ έρωτα και απώλειας; Η Ελιάνα Χουρμουζιάδου μίλησε στην Athens Voice για το νέο αυτό βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ντόρα Τσάκου και Τάκης Γαζής: Μια σχέση που καταλήγει στον χαμό του τελευταίου στην άσφαλτο και την επακόλουθη απόπειρα της πενθούσας να κυκλοφορήσει το ανέκδοτο μυθιστόρημά του. Όλα αυτά ενώ η χώρα ανακοινώνει την προσφυγή της σε μηχανισμό στήριξης και τα πλήθη διαδηλώνουν σε κλίμα αβεβαιότητας και αναρχίας. Γιατί η συγκεκριμένη χρονική περίοδος; Και γιατί οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες;
Θα αρχίσω από το τέλος: γιατί αυτοί οι χαρακτήρες; Είναι ένα από τα ερωτήματα που προσπαθούσα να απαντήσω όταν συνέλαβα την ιδέα αυτού του βιβλίου. Από ποιο σύμπαν έρχονται οι λογοτεχνικοί ήρωες; Φυσικά από συγγραφέα σε συγγραφέα και από βιβλίο σε βιβλίο οι απαντήσεις ποικίλλουν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο χαρακτήρας του Τάκη γεννήθηκε σχεδόν αυτόματα στη φαντασία μου όταν αποφάσισα ότι θα έγραφα ένα μυθιστόρημα για έναν συγγραφέα, ότι θα αναζητούσα τα σημεία όπου η πραγματικότητα της ζωής του και η μυθοπλασία του τέμνονται. Είναι ένας ευαίσθητος άνδρας, συμβολαιογράφος στο επάγγελμα, άρα, όπως πολλοί συγγραφείς, δεν περιμένει να ζήσει από τη λογοτεχνία, αλλά τη χρησιμοποιεί ως αγγελιαφόρο για να στείλει ένα μήνυμα στις δύο γυναίκες της ζωής του και σε όποιον άλλο θα ήθελε να το διαβάσει. Πρόκειται άλλωστε για το πρωτόλειό του, και με αυτό δοκιμάζει τις δυνάμεις του. Όπως πολύ συχνά συμβαίνει με τους πρωτάρηδες γράφει για μάλλον προσωπικούς λόγους. Η Ντόρα είναι ένας δύσκολος χαρακτήρας. Πολύ πιο σύνθετη, μια άγνωστη στην αρχή. Το μόνο ήξερα γι’ αυτήν ήταν ότι θα αποδειχτεί πολύ επίμονη, αποφασισμένη να ξεπεράσει τα πολλά δεινά με τα οποία την προικίζει η ζωή. Ίσως με την Ντόρα ήθελα να πω ακριβώς αυτό στον εαυτό μου και σε όποιον άλλο θα ήθελε να το ακούσει: «Μην τα παρατάς!».

Η χρονική περίοδος της δράσης, που ξεκινά στις αρχές του 2010 και φτάνει μέχρι τα μέσα του 2012, όπως πολύ σωστά παρατηρείτε, έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι ήρωές μου ανήκουν σε αυτή την ευνοημένη μεσαία τάξη που ξαφνικά εκείνα τα χρόνια νιώθει το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια της. Δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του κινδύνου, αλλά σίγουρα βλέπουν ότι τα πράγματα αλλάζουν και φροντίζουν όσο μπορούν να προστατευθούν. Αυτή η χρονική περίοδος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την εποχή της αμεριμνησίας, που μάλλον κορυφώθηκε στο γύρισμα του αιώνα, και την οποία περιγράφει ο Τάκης στο μυθιστόρημά του. Οπότε ίσως ο αναγνώστης μπορεί να κάνει και τη σύγκριση.

Σε μια άλλη περίοδο, το διάστημα των διαδηλώσεων κατά την επίσκεψη Κλίντον στην Αθήνα του 1999, ένας άνδρας ακολουθεί τα ίχνη της γυναίκας που ερωτεύτηκε απροσδόκητα. Πόσο δύσκολο στάθηκε να σκιαγραφήσετε τους δύο τόσο ετερόκλητους αυτούς κόσμους;
Δεν μου είναι άγνωστοι. Ιδίως ο κόσμος του άνδρα αφηγητή, ο οποίος είναι ένας εύπορος αστός του Κολωνακίου, αποτελούσε από παλιάγια εμένα ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο παρατήρησης. Συχνά αναρωτιόμουν τι θα συνέβαινε σε έναν τέτοιο «τύπο» που θα έβγαινε από τα χωρικά του ύδατα, και βέβαια ο έρωτας θα ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος για να συμβεί αυτό. Αλλά και ο κόσμος της κοπέλας, που είναι ακτιβίστρια και προέρχεται από μικροαστικό περιβάλλον,  είναι επίσης γεμάτος αντιφάσεις. Και τα δύο αυτά πρόσωπα κυριολεκτικά με ρούφηξαν το καθένα στη δική του πραγματικότητα. Έγραφα πυρετωδώς, σχεδόν ζούσα την απελπισμένη σχέση τους, κάτι που ίσως φαίνεται και στον τόνο της αφήγησης. 

Ελιάνα Χουρμουζιάδου - «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» από τις εκδόσεις Πατάκη.
Σε πρόσφατο σημείωμά σας, υπογραμμίζετε πως αρχική πρόθεσή σας ήταν να περιγράψετε «έναν συγγραφέα, το έργο και τον κόσμο του». Σε ποιο σημείο αυτονομήθηκαν οι χαρακτήρες; Υπήρξε γόνιμη αυτή η λοξοδρόμηση;

Εξαιρετική ερώτηση, αλλά από πού να αρχίσω! Από τους πρωταγωνιστές μάλλον. Στο εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα, ήταν αυτόνομοι εξαρχής, όπως ήδη είπα. Δεν τους έφτιαξα, μου παρουσιάστηκαν έτοιμοι και το μόνο που πρόσθεσα ήταν το παράδοξο ότι μεταξύ τους γεννιέται ένας αμοιβαίος έρωτας. Εξίσου ζωντανοί μου παρουσιάστηκαν και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Στο εξωτερικό μυθιστόρημα όμως, προσπάθησα αρχικά να επιβάλλω χαρακτήρες που θα ταίριαζαν σε αυτό το ζευγάρι, αφού υποτίθεται ότι τα πρότυπα του συγγραφέα Τάκη Γαζή βρίσκονταν κάπου «εκεί έξω», στην πραγματική του ζωή. Ούτε η Ντόρα, ούτε η σύζυγος του Τάκη, η Μάρθα, αποδείχτηκαν βολικές ως προς αυτό. Όταν το κατάλαβα και πήγα με τα νερά τους, μπόρεσα να αντιληφθώ καλύτερα ποιοι είναι και οι άλλοι χαρακτήρες που τις περιστοιχίζουν. Τελικά είδαστην πράξη, για άλλη μια φορά, αυτό που μάλλον θα είχε καταλάβει και ο Τάκης, ότι οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, για να αναπνεύσουν,πρέπει να ζήσουν τη δική τους ζωή. Τώρα, αν ήταν γόνιμα όλα αυτά, μόνο ο αναγνώστης μπορεί να το πει. Να πει δηλαδή, αν αυτοί οι χαρακτήρες τον πείθουν, που το εύχομαι, ή όχι.

Στο πλούσιο παλμαρέ των χαρακτήρων σας, δύο μοντέλα ξεχωρίζουν. Υπάρχει ο στοχαστής της πλατείας, υπάρχει και η μαχήτρια των δρόμων. Υπάρχουν αυτοί που δέχονται την πραγματικότητα όπως έρχεται, υπάρχουν και εκείνοι που «οργίζονται για την αδράνεια μέσα σε έναν κόσμο που υπέφερε τόσο». Είναι άραγε αλληλοσυμπληρωματικοί οι δύο κόσμοι;
Θα ευχόταν κανείς να υπήρχαν λιγότεροι από τους πρώτους και περισσότεροι από τους δεύτερους, αλλά μάλλον συμβαίνει το αντίστροφο. Το σημαντικό χαρακτηριστικό του ακτιβισμού είναι ακριβώς ότι ενεργεί με στόχο να απαλύνει τα αμέτρητα δεινά που προκαλούν ο πόλεμος, η φτώχεια, ο υποσιτισμός, ο αναλφαβητισμός, η κλιματική αλλαγή, δηλαδή τα δεινά που προκαλούν άνθρωποι σε άλλους ανθρώπους. Στην πλευρά όσων παρακολουθούν κυριαρχεί ο ένοχος εφησυχασμός, και αυτό προσπάθησα να δείξω. Νομίζω ότι είναι παράλληλοι κόσμοι που συνυπάρχουν, με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κατανόησης ο ένας για τον άλλο.

Το εγκιβωτισμένο ανέκδοτο βιβλίο του Γαζή, μια ερωτική ιστορία έκτασης 70 χιλιάδων λέξεων, αιτιολογεί τη συγγραφή του ως εξής: «Επειδή η αγάπη είναι μια φυσική και ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, κι ο έρωτας η πιο δυνατή μορφή της». Ως πού φτάνουν για τον έρωτα οι πρωταγωνιστές του βιβλίου;
Δεν θέλω να αποκαλύψω τι ακριβώς είναι αυτό που ωθεί τον Τάκη Γαζή να γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Μια τελευταία επιστολή αγάπης», γιατί οι προθέσεις του έρχονται στο φως καθώς προχωρά η πλοκή. Σίγουρα όμως είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει με πάθος και αυτό καθορίζει τη ζωή και το έργο του. Δανείζει αυτό το πάθος στον αφηγητή του μυθιστορήματός του και τον οδηγεί μακριά από το σημείο εκκίνησής του. Ο ίδιος όμως, στη δική του ζωή, όπως είναι μάλλον φυσικό, εμφανίζεται άτολμος. Ίσως αυτή είναι και μια λειτουργία της συγγραφής. Επιτρέπει στον συγγραφέα να ζήσει άλλες ζωές, χωρίς να διακινδυνεύσει τα κεκτημένα του. Το ίδιο ενδεχομένως συμβαίνει και στον αναγνώστη, όταν διαβάζει το τελειωμένο έργο.

Ελιάνα Χουρουμουζιάδου

«Η τέχνη θεραπεύει, η πραγματικότητα γδέρνει»: Θα συμφωνούσατε με το τσιτάτο των ηρώων σας; Και πόσο ισχυρή μπορεί να παραμείνει η θεραπευτική δύναμη της τέχνης σε έναν κόσμο ολοένα πιο σκληρής πραγματικότητας, με όλα τα δεινά και τους ψηφιακούς περισπασμούς της;
Η πραγματικότητα σίγουρα γδέρνει, αλλά και η τέχνη πολύ συχνά δεν χαϊδεύει, αντίθετα επισημαίνει πόσο προβληματικός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Υπάρχει όμως μια πτυχή της τέχνης που θεραπεύει, και αυτή είναι η δυνατότητα της επικοινωνίας πάνω σε ένα έργο τέχνηςκαι μέσα από αυτό, η αίσθηση ότι δεν υποφέρουμε μόνοι, ότι κάποιος άλλος έχει σκεφτεί και νιώσει ότι βασανίζει και εμάς, η πιθανότητα μέσα από αυτήν την επικοινωνία να ακούσουμε ή να πούμε κάτι που θα μας ανοίξει μια χαραμάδα προς το φως. Αυτή η πλευρά της τέχνης κάνει την πραγματικότητα ανεκτή. Αυτή την πλευρά της πρέπει να την υπερασπιστούμε και να την αναδείξουμε μέσα σε έναν κόσμο που μας ωθεί όλο και περισσότερο στην στρεβλή επικοινωνία του facebook και του Instagram. Κάποτε οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα όταν ήθελαν να εκφράσουν τον έρωτά τους. Σήμερα στέλνουν sms με φατσούλες και σχεδιάκια. Χαριτωμένα όλα αυτά ασφαλώς, και συχνά μας διευκολύνουν, αλλά ξεχνάμε πώς είναι να μιλάει ο ένας στον άλλο. Όπως λέει σε ένα άλλο σημείο η Ντόρα: «στη σκληρή πραγματικότητα οι άνθρωποι και μόνον αυτοί μπορούν να κάνουν κάτι για τους άλλους ανθρώπους».Οι άνθρωποι, όχι τα ψηφιακά τους υποκατάστατα.

Ναμπόκοφ, Κόνραντ, Πηνελόπη Δέλτα, Καρυωτάκης, Χένρι Τζέιμς, Σάλιντζερ, Ναντίν Γκόρντιμερ: Ορισμένες μονάχα από τις αναφορές του βιβλίου σας. Είναι σε κάποιο βαθμό και μια ερωτική επιστολή προς την ίδια τη λογοτεχνία η «τελευταία επιστολή αγάπης»;
Τώρα που το λέτε, το σκέφτομαι πρώτη φορά. Σίγουρα στη δική μου ζωή η λογοτεχνία ήταν μεγάλος έρωτας και μάλλον έτσι πέρασε στις δύο ηρωίδες που διαβάζουν και μελετούν αυτούς τους συγγραφείς, δηλαδή στην Ντόρα και στη μυθιστορηματική της αντανάκλαση, που είναι η ακτιβίστρια Τέα. Άλλωστε και οι δύο έχουν πτυχίο Φιλολογίας, η δεύτερη μέχρι και διδακτορικό!

«Είμαστε όλοι προϊόντα της πολιτικής. Είμαστε απόνερά της»:  Τι σημαίνει αυτό για το σημείο που βρισκόμαστε τώρα, ως προϊόντα εκείνων των καιρών αλλά και σαν νέες γενιές που κάνουν τα πρώτα βήματα προς το μέλλον;
Είναι δύσκολο σε καιρούς σαν τους σημερινούς, καιρούς ταραγμένους, μεταβατικούς και αβέβαιους, να διαχωρίσουμε τι είναι ατομική επιλογή, προσωπικό σχέδιο ζωής και τι επιβάλλεται από τις εξωτερικές συνθήκες. Ποτέ δεν είμαστε εντελώς ελεύθεροι, εντελώς κύριοι της μοίρας μας, αλλά σε περιόδους σχετικής γαλήνης, ειρήνης και ευημερίας φαίνεται να έχουμε ένα ικανοποιητικό εύρος επιλογών. Μήπως όμως και αυτά, η γαλήνη, η ειρήνη και η ευημερία δεν αποτελούν προϊόντα των εκάστοτε ιστορικών και πολιτικών συνθηκών; Νομίζω ότι σήμερα η γενιά μου τουλάχιστον, που μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε στη Μεταπολίτευση, φτάνει κάπως πρόωρα στο δικό της τέλος εποχής. Η οικονομική κρίση, η πανδημία, ο πόλεμος, ανατρέπουν τον κόσμο που ξέραμε. Δεν είμαστε σίγουροι πώς θα είναι ο κόσμος που έρχεται. Κάνουμε εικασίες, αλλά δεν είμαστε προφήτες. Εύχομαι, ως πολίτης αυτής της χώρας, ως άνθρωπος και ως μητέρα, οι νεότερες γενιές να χτίσουν έναν κόσμο που θα τους εξασφαλίσει μια σχετική σταθερότητα ώστε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους.

Πρόκειται για το πέμπτο μυθιστόρημά σας. Ήταν άραγε και το κοπιωδέστερο, δεδομένου ότι καλύπτει μεγάλο φάσμα χρόνου και προσώπων; Και τι συναίσθημα σας αφήνει η ολοκλήρωσή του;
Ήταν ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει μέχρι τώρα, κυρίως επειδή ήθελε προσοχή σε λεπτομέρειες, σε πράγματα που λέγονται και άλλα που υπονοούνται, στο ύφος κάθε αφήγησης. Πολλές φορές έφτασα στο σημείο να πω ότι δεν μπορώ να το τελειώσω. Αλλά το τέλειωσα. Με βοήθησε σε αυτό η Ντόρα! Δεν γινόταν να την εγκαταλείψω, έπρεπε να πάμε μαζί μέχρι το τέλος. Ασφαλώς ένιωσα μεγάλη ανακούφιση όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου, αλλά είμαι ακόμα μέσα σε αυτό. Έκανα δώδεκα χρόνια να το γράψω, ελπίζω να μη χρειαστώ ένα εξίσου μακρύ διάστημα για το αφήσω πίσω μου!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ