Βιβλιο

Ο Θάνος Σταθόπουλος μιλάει για το βιβλίο του «Εισαγωγή Στη Μέρα»

Ένας στοχαστικός περιπατητής του αστικού τοπίου

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Θάνος Σταθόπουλος
© Γιώργος Μοσχόπουλος

Συνέντευξη: Ο συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Θάνος Σταθόπουλός μιλάει στην ATHENS VOICE για το νέο του βιβλίο «Εισαγωγή Στη Μέρα» (εκδόσεις Ίκαρος)

Γνώρισα τον Θάνο Σταθόπουλο από τη ραδιοφωνική του εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα. Είχε διαλέξει έναν τίτλο, που ακουγόταν παράξενος αλλά την ίδια στιγμή απίστευτα οικείος: «Για Ένα Διάστημα Κοιμόμουν Νωρίς». Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να ανασύρω ότι ήταν η πρώτη φράση από τον πρώτο τόμο του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ. Έτσι καθώς στην πορεία διάβαζα τα βιβλία του, συνειδητοποιούσα ότι αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το υλικό του, τελικά ο τρόπος που επεξεργάζεται τη ζωή: ξεκινώντας από ένα απλό γεγονός, μια απλή φράση, δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο φιλοσοφικού στοχασμού, τον οποίο αρθρώνει με λόγο ελλειπτικό, λόγο που προσιδιάζει στην ποίηση. Αν και έχω έρθει σε επαφή με το υλικό του εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, αυτή εδώ είναι η πρώτη φορά που συνομιλούμε δημόσια.

Διαβάζοντας τα βιβλία σας την εποχή που καθένα κυκλοφορεί, μοιάζει σαν να πρόκειται για τη συνέχεια του ενός και μοναδικού βιβλίου που καταγράφει στο διηνεκές τις σκέψεις, τα διαβάσματα, τη ζωή σας, όπως αυτή διαμορφώνεται. Νιώθετε κάπως έτσι ή είναι απλώς μια δική μου εντύπωση;
Δεν είναι εντύπωσή σας, ας πούμε ότι πρόκειται περί ενός βιβλίου και της ανέλιξής του μέσα στα χρόνια. Αυτό συμβαίνει κυρίως, όμως, κατά την τελευταία δεκαετία και, συγκεκριμένα, από το Αυτόματο (2013) έως σήμερα. Νομίζω ότιο κύκλος αυτός έχει ολοκληρώσει τη μορφή του και κλείνει με την Εισαγωγή στη μέρα (2021). Έχω αναφερθεί αρκετές φορές στο παρελθόν σ’ ένα είδος αρχείου. (Σαν ένα κιβώτιο ταχυτήτων). Το αρχείο είναι ο κατεξοχήν χώρος παιγνίου και συνδιαλλαγής με το παρόν. Δηλαδή χώρος ελευθερίας και δράσης. Από τη στιγμή που το ζωντανό κατέστη νεκρό, το αρχείο είναι το μόνο ζωντανό, ελεύθερο πεδίο δημιουργικών σχέσεων και συναρτήσεων. Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για σημεία, ίχνη και συνάψεις μιας προσωπικής μυθολογίας και μιας συντετριμμένης αυτοβιογραφίας. Εξυπακούεται ότι δεν συγκροτείται μυθολογία ούτε μπορείς να επιχειρήσεις οιουδήποτε ύφους αυτοβιογραφία άνευ συσχέτισης του άλλου.

Τα βιβλία σας αντιστέκονται στην απόπειρα σχολαστικής κατηγοριοποίησης. Εσείς, τα ονομάζετε «κείμενα». Γιατί επιλέγετε αυτόν τον όρο;
Δεν συμμερίζομαι την αυτονομία των λογοτεχνικών ειδών. Σέβομαι τα είδη, αλλά δεν τα συμμερίζομαι. Άλλωστε τα όριά τους έχουν διαρραγεί προ πολλού. Δεν με αφορά η αυτονομία και η καθαρότητα των ειδών. Από τη ζωή ως την τέχνη, μόνο κείμενα μπορώ να αντιληφθώ.Τι είναι όμως ένα κείμενο; Στην Εισαγωγή στη μέρα παραθέτω ένα απόσπασμα μιας συζήτησης μεταξύ του Ρολάν Μπαρτ και του Μορίς Ναντό, που έγινε το 1973, για τη λογοτεχνία. Σ’ αυτό το απόσπασμα φωτίζεται απολύτως το πώς αντιλαμβάνομαι την έννοια του κειμένου. Σας παραθέτω λοιπόν ένα απόσπασμα του αποσπάσματος. Μιλάει ο Ρολάν Μπαρτ: «Από τη στιγμή που υπάρχει μια πρακτική της γραφής, βρισκόμαστε μέσα σε κάτι που δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία, με την αστική έννοια της λέξης. Κάτι τέτοιο το αποκαλώ κείμενο, δηλαδή την πρακτική που εφαρμόζει την ανατροπή των ειδών· μέσα σε ένα κείμενο δεν αναγνωρίζουμε πια τη μορφή του μυθιστορήματος ή τη μορφή της ποίησης ή τη μορφή του δοκιμίου. Το κείμενο περιέχει πάντοτε το νόημα, μα περιέχει κατά κάποιο τρόπο, την επιστροφή του νοήματος. Το νόημα έρχεται, φεύγει, ξαναπερνάει σε ένα άλλο επίπεδο, και πάει λέγοντας· θα πρέπει ίσως να γυρίσουμε σε μια νιτσεϊκή εικόνα, την εικόνα της αιώνιας επιστροφής του νοήματος. Το νόημα επιστρέφει, αλλά σαν διαφοροποίηση κι όχι σαν ταυτότητα».

Κατά τη διάρκεια της γραφής της Εισαγωγής στη Μέρα ποια θέματα σας απασχολούσαν πιο πολύ;
Τα θέματα που περιστρέφονται στο κεφάλι μου από βιβλίο σε βιβλίο. Ο χρόνος, τα συμβάντα, η τύχη, ο εαυτός ως άλλος, το βλέμμα, ο αρχιτεκτονικός ή αρχιτεκτονημένος χώρος, ο χώρος ως εργαστήριο (:η ποιητική του χώρου και τα ανθρώπινα ενεργήματα), το κενό, το κείμενο, η τέχνη, η ερωτική ιδιορρυθμία, η αγωνία, το παράδοξο, το παράλογο της ανθρώπινης φύσης, η απώλεια,το ανέκκλητο, η «ναυτία» του καθημερνού πηγαινέλα, η κάθε μέρα.

Η ανία, ο χρόνος, η φαντασία, η φιλοσοφία συμπλέκονται σ’ ένα από τα κείμενα της Εισαγωγής Στη Μέρα. Τι τα συνδέει για εσάς;
Νομίζω ότι με την προηγούμενη απάντησή μου έχω αφήσει ήδη να διαφανεί ο τρόπος με τον οποίο συμπλέκονται. Αναφέρεστε σ’ ένα εξομολογητικό κείμενο που δείχνει τη διάσταση και τη διαδρομή της πλήξης εντός μου στην πορεία του χρόνου, με λογοτεχνικές και φιλοσοφικές αναφορές.

Στο βιβλίο επανέρχεται συχνά το ζήτημα των δακρύων. Τι σημαίνουν για εσάς τα δάκρυα;
Μόνο μέσω των δακρύων μπορώ ν’ αφεθώ στην τύχη μου. Μέσω των δακρύων συνδέομαι και υπάρχω. Τα δάκρυα είναι η είσοδος και η έξοδος.

Επίσης επανέρχεται και το «σπίτι». Τι σημαίνει για εσάς;
Το σπίτι είναι μήτρα, κυψέλη, κουκούλι, περιδίνηση, γραφείο, λάκκος, κελί, ουρανός.

Εκτός από συγγραφέας, είστε εδώ και πολλά χρόνια παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος. Θα μας μιλήσετε για την εκπομπή σας;
Προσφάτως οι εκπομπές έγιναν δύο: «Για ένα διάστημα κοιμόμουν νωρίς», που μετράει δεκαοχτώ χρόνια στον αέρα, αλλά με μεγάλα διαλείμματα, και “Flores Para Los Muertos”. Και οι δύο εκπομπές ανήκουν σ’ αυτό που θα ονομάζαμε φαντασιακό ραδιόφωνο ή η τέχνη της παραγωγής. Αποτελούν παραλληλία του λογοτεχνικού μου κόσμου και τρόπου και, εν γένει, του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και την τέχνη.

Ένα από τα αγαπημένα σας στέκια είναι το Au Revoir στην Πατησίων. Τι σας έλκει και τι σας οδηγεί εκεί;
Σπανίως με οδηγεί πλέον κάτι εκεί. Αγαπημένο μπαρ, αλλά όχι πια στέκι για μένα. Δεν πηγαίνω συχνά εδώ και είκοσι χρόνια. Υπήρξε στέκι μου τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ας πούμε ότι είμαι παλαίμαχος του Au Revoir. Ωστόσο, όταν καμιά φορά πηγαίνω,εξακολουθώ να νιώθω σαν να είμαι στο σαλόνι του σπιτιού μου, παρ’ όλη την επέλαση των χίπστερ.

Ποιες είναι οι πιο συχνές διαδρομές σας στην Αθήνα;
Ζώντας τα τελευταία είκοσι δύο χρόνια πρώτα στο Κολωνάκι και κατόπιν στο Σύνταγμα, είχα πάντα την τύχη ως περιπατητής (γιατί είμαι περιπατητής) να μπορώ να περπατάω καθημερινά στον Λυκαβηττό, στην Πλάκα ή την Ακρόπολη, το Θησείο, το Πρώτο Νεκροταφείο, ακολουθώντας ίδιες ή διαφορετικές διαδρομές, αναλόγως με τη διάθεσή μου.

Ο συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Θάνος Σταθόπουλος
© Γιώργος Μοσχόπουλος

Ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας σημεία της πόλης;
Υπάρχουν πολλά, αλλά θα ήθελα να σας αναφέρω μόνο ένα, το οποίο δεν ξεθώριασε μέσα μου, από την παιδική μου ηλικία έως σήμερα, παρά τις όποιες καταστροφές που υπέστη. Πρόκειται για έναν δρόμο. Τον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου, κυρίως από τη Σταδίου ως την Πανεπιστημίου. Αντιπροσωπεύει για μένα –και νομίζω όχι μόνο για μένα– την πλέον αστική και ευρωπαϊκή εκδοχή της Αθήνας. Στη Βουκουρεστίου, όταν ήταν ακόμα άσφαλτος, πρόλαβα την μπυραρία του «Ορφανίδη», το “Brazilian”, το καφενείο “Everyday” και τον “Zonar’s”. Σύχναζα εκεί με ανθρώπους μιας άλλης εποχής και ενός άλλου ήθους και ύφους, η πλειονότητα των οποίων έχει πεθάνει. Εξακολουθώ να συχνάζω στη Βουκουρεστίου. Η σύνθεση του κόσμου δεν είναι ίδια - η αισθητική του νεοπλουτισμού μαγάρισε τα πάντα. Εξακολουθούν να υφίστανται όμως ένθετα κοσμοπολιτισμού και μποέμ συμπεριφοράς. Δεν λείπει η νοσταλγία, αλλά την προσπερνώ μέσα από τα δικαιώματα του παρόντος. Ούτως ή άλλως, ουδέποτε ήμουν παγιδευμένος στο παρελθόν, αντιθέτως. Πάντως είναι ένας δρόμος που δεν έχει σταματήσει να με αναζωογονεί.

Τι σας κρατά στην Αθήνα και τι σας απωθεί;
Φοβάμαι ότι μόνον η ανάγκη με κρατά. Λυπάμαι. Πλείστα όσα με απωθούν. Πρέπει πλέον να επινοώ καθημερινά τη γοητεία και την έλξη. Εάν μπορούσα ν’ αφήσω επιτέλους τις πόλεις, θα προτιμούσα να ζω στην Ύδρα.

Νιώθετε μέρος μιας λογοτεχνικής γενιάς, σχολής ή έστω παρέας; Ποια στοιχεία την ορίζουν και ποιοι άλλοι είναι συνεπιβάτες σας;
Γραμματολογικά ανήκω στη «Γενιά του ’80», αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, πέρα από τη ληξιαρχική πράξη. Παρέα ή, μάλλον, παρέες, υπήρξαν, κατά το παρελθόν, πολλές, και μάλιστα ευτυχείς (η τελευταία αστραπή ήταν η παρέα του «Ενοίκου», πριν από τριάντα χρόνια), χωρίς όμως κοινούς αισθητικούς στόχους, που άλλωστε δεν ήταν το ζητούμενο. Ας πούμε ότι, κατά το μάλλον ή ήττον, υπήρχε μια κοινή πορεία πλεύσης. Υπήρχαν τομές, συγκλίσεις, αλλά οι αποκλίσεις ήταν μάλλον περισσότερες, υπήρχαν πολλές αντιφάσεις –όπως και να ’χει, ο καθένας τραβούσε το δικό του κουπί. Από αυτή την άποψη, λογοτεχνικά, δηλαδή σε σχέση με τον δικό μου τρόπο, πάντοτε ένιωθα και εξακολουθώ να νιώθω «μοναχοπερπατητής», -ίσως και από ιδιοσυγκρασία- για να υιοθετήσω τον αυτοπροσδιορισμό του Κώστα Ταχτσή.

Εξώφυλλο του βιβλίου "Εισαγωγή στη Μέρα" του Θάνου Σταθόπουλου
Τι βιβλία έχετε αυτή την εποχή ανοιχτά;
Μόλις έκλεισα την Κλέφτρα των φρούτων, του Πέτερ Χάντκε, αλλά έχω ανοιχτά τις Παρεμβάσεις 2020, του Μισέλ Ουελμπέκ, την Ανάληψη της Παρθένου, του Γιώργου Βέλτσου και αενάως ανοιγμένο τον Σέξπιρ. Έπεται το Κάπου στο ανολοκλήρωτο, του Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς και της Μπεατρίς Μπερλοβίτς. 

Ποιες μουσικές σας εμπνέουν τον τελευταίο καιρό;
Η κλασική και η λόγια μουσική δεν υποχωρούν ποτέ. Ούτε η εξέλιξη του ηλεκτρονικού ήχου και της αβανγκάρντ. Πριν από μερικούς μήνες μ’ έπιασε η καταιγίδα του Tim Hecker και καταδύθηκα στη μουσική του Eivind Aarset. Εξακολουθούν να με ενδιαφέρουν και παρακολουθώ τον Steven Brown, τον Blaine L. Reininger, την Bjork, τον Blixa Bargeld, τη Meret Becker, την Gudrun Gut, μεταξύ άλλων.

Τι ετοιμάζετε το επόμενο διάστημα ή πώς φαντάζεστε τη ζωή σας στο επόμενο διάστημα;
Έχω ήδη αρχίσει να γράφω ένα καινούργιο βιβλίο ή εύχομαι να ζήσω επιτέλους ήσυχα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ