Βιβλιο

Ο τοίχος: Ένα διήγημα πάνω στη ζωγραφική του Γιάννη Αδαμάκη

«Καθώς κυλούσε ο καιρός, γιατί αυτό κάνει ο καιρός, κυλάει, έλεγα, Αχ Παναγίτσα μου, τι ωραία! Η ζωή είναι ένα τελάρο!»

62222-137653.jpg
A.V. Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Έργο του Γιάννη Αδαμάκη

Διαβάστε το διήγημα «Ο τοίχος» πάνω στη ζωγραφική του Γιάννη Αδαμάκη με αφορμή την έκθεση «Αντίδωρα του '21. Ήρωες και σύμβολα» στο ΜΝΕΠ.

Aπ’ το ’66, το 1966 δηλαδής, όταν ερχόταν η άνοιξη, το Πάσχα, να πούμε, η μάνα μου μ’ άφηνε να βγαίνω και να παίζω στην αλάνα. Πριν απ’ το ’66, το θυμάμαι σα να ’ταν χτες, δε μ’ άφηνε, ήμουνα, έλεγε μικρός: στην αλάνα, τ’ αγόρια παίζανε μπάλα, και μπορεί, ξανάλεγε η μάνα μου, να μου φέρνανε την μπάλα στο κεφάλι, να πάθαινα διάσειση και να γινόμουνα χαζός. Έπειτα ήταν και τα ποδήλατα: όχι ότι είχα ποδήλατο, σιγά μην είχα ποδήλατο, αλλά ο Λουκάς ο Μπέμπης –Μπέμπη τον φωνάζαμε το Λουκά– είχε πατίνι, κι ο Σήφης (το επώνυμο του Σήφη το ’χω ξεχάσει) είχε ποδήλατο με βοηθητικές που μετά τις έβγαλε και πήγαινε σφαιράτος. Η μάνα μου φοβότανε μπας και με κόψει ποδήλατο. Αυτοκίνητο να με κόψει ούτε λόγος, στο δρόμο μας υπήρχε ένα και μοναδικό κι ήτανε Μόσκοβιτς, ε καλά, δε σε κόβει το Μόσκοβιτς, το πολύ-πολύ να σε γρατσουνίσει. Τέλος πάντων, η μάνα μου μ’ είχε για βουτυρόπαιδο, κι αυτό επειδής είχα ένα μπλοκ ιχνογραφίας κι όλο μουντζούρωνα· καθόμουνα μοναχός μου σα δαρμένο και κάτι σκάρωνα στο μπλοκ.

Απ’ το ’66 όμως, ωραία χρονιά το ’66, βγήκα κι εγώ στον κόσμο, και τι να δω! Ο κόσμος ήτανε μαύρο χάλι κι ήθελε διόρθωμα. Όλα τα παιδιά φορούσαν φανέλες του Θρύλου, Θρύλο λέγανε τον Ολυμπιακό, ξέρετε, Πειραιάς, λιμάνι, γαύροι, τέτοια πράματα. Κόκκινες φανέλες, το κόκκινο έβγαζε μάτι, οι μανάδες τις ράβανε τις φανέλες, φασόν, να πούμε. Εγώ από ποδοσφαιρικές ομάδες δεν νόγαγα, ήθελα μόνο να κοιτάω τι κάνουνε οι άλλοι και να το ζωγραφίζω στο μπλοκ με το σπιράλ. Για να ’μαι ειλικρινής, για να μην αραδιάζω τίποτα ψέματα δηλαδής, το πρώτο πράμα που ζωγράφισα ήτανε μια χήνα, τη χήνα της γειτόνισσας, κυρία Φωτεινή τη λέγανε· τη γειτόνισσα όχι τη χήνα. Ε, ζωγράφισα τη χήνα της κυρίας Φωτεινής. Σα ζωντανή ήτανε πάνω στο χαρτί. Έπειτα, τη σφάξανε και τη φάγανε κι εμένα μου ’μεινε το σκέδιο. Τέλος πάντων, το ’66, ήμουνα έξι-εφτά χρονώ, και στο σχολείο πήγα κι απ’ όλα αλλά δε μ’ άρεσε και τόσο, να πούμε. Ντρέπομαι τώρα που το λέω αλλά στα θρησκευτικά ζωγράφισα ένα Χριστό που ’τανε φτυστός ο ταχυδρόμος της γειτονιάς –φορούσε κάτι σα στολή να πούμε– και στο μάθημα της ιστορίας ζωγράφισα το Μεγαλέξαντρο να τρώει γουβαρλάκια και τότε η δασκάλα, που ήταν στρίγκλα, μού ’σκισε το χαρτί της ιχνογραφίας κι εγώ έβαλα τα κλάματα κι έγινα ρεζίλι. Κλαψούριζα κι ο Λουκάς ο Μπέμπης που με παρηγορούσε έγινε ρεζίλι κι αυτός.

Κύλησε ο καιρός γιατί αυτό να κάνει ο καιρός, κυλάει, κι έγινε πραξικόπημα και πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη. Η Κούλουρη δεν είναι μακριά απ’ τον Πειραιά, είναι απέναντι να πούμε. Ε, η καρδιά μου πήγε απέναντι. Απ’ το φόβο μου, ξέρετε. Τον κύριο με το Μόσκοβιτς τον στείλανε, είπαν, σε νησί γιατί είχε ρώσικο αυτοκίνητο, κι εγώ κοιτούσα καλά-καλά το πατίνι του Λουκά του Μπέμπη μπας κι είναι κι αυτό ρώσικο και στείλουνε και το Λουκά τον Μπέμπη σε νησί. Σιωπή του τάφου έπεσε στη γειτονιά, μονάχα που καμιά φορά ακούγαμε Καζαντζίδη απ’ τα σαρανταπεντάρια του πατέρα μου και μυξοκλαίγαμε: ο Καζαντζίδης τραγουδούσε καημούς για γκόμενες, αμανέδες, αλλά εμείς κλαίγαμε γι’ άλλα. Και σα να μην έφταναν τ’ άλλα ήρθαν κι άλλα: στο σχολείο πώς μου κατέβηκε η ιδέα, έπιασα και ζωγράφισα τον Παπαδόπουλο, το συνταγματάρχη, λοχαγό τι ήταν, που τον είχαμε κρεμάσει φάτσα-κάρτα δίπλα στη Φρειδερίκη, τη βασίλισσα ντε, καδράκι· ε, τον ζωγράφισα με μαλλί χίπικο. Ξανθό μαλλί, λιγδερό και κορδέλα ολόγυρα, χίπης στα Μάταλα. Αλλά σα να μην έφτανε ούτ’ αυτό, ζωγράφισα και τη Φρειδερίκη να παίζει μπουζούκι. Ε, καλά, δεν ήξερα πώς ήταν δα τόσο τρομερό να ρίξει η κυρα-Φρειδερίκη δυο πενιές με το μπαγλαμαδάκι να της φτιάξουνε τα κέφια. Στο κάδρο είχε μια μούρη σα να της είχαμε σκοτώσει τον πατέρα. Ζωγραφιά ήτανε στο κάτω-κάτω, δεν ήταν αλήθεια. Αλλά, τι τα θέλετε, η δασκάλα άφρισε! Έφαγα έξι σφαλιάρες ακριβώς γιατί τις μέτραγε ο Λουκάς ο Μπέμπης κι έτρεξα στο σπίτι κι είπα στη μάνα μου τέρμα εγώ στο σχολείο δεν ξαναπάω.

Σιγά μην πέρναγε το δικό μου, την επόμενη μέρα του θεού, με βούτηξε ο πατέρας και με πήγε σέρνοντας στο σχολείο, και στο δρόμο μου ’ριχνε κι αυτός σφαλιάρες λες κι έφταιγα για όλα τα κακά της κοινωνίας. Όταν φτάσαμε στο σχολείο, τι να δούμε; Το καδράκι με τη Φρειδερίκη το ’χανε ξεκρεμάσει κι είχε μείνει ένα άσπρο τετράγωνο. Καλά, κάτι είχε πάρει τ’ αυτί μου, κάτι μαϊμουδιές είχανε γίνει, κάτι πολιτικά, δεν πιστεύω να ’φταιγε η ζωγραφιά με το μπουζούκι. Θα μείνω με την απορία: μπας κι έριξα τη μοναρχία μοναχός μου; Τι στην ευχή… Τέλος πάντων, με το που βγήκε το καδράκι, ο τοίχος μού φάνηκε θεοβρώμικος κι ήθελε διόρθωμα: ε, την Παρασκευή το μεσημέρι, την ώρα που οι άλλοι παίζανε στο προαύλιο και δερνόντουσαν και παλεύανε, κάθισα στην αίθουσα και τον ζωγράφισα όλον με τα παστέλ. Για να μη φαίνεται η βρωμιά, να πούμε. Έφτιαξα ένα ποταμάκι, σαν εκείνο στο χωριό της μάνας μου, ένα δάσος σκουροπράσινο –έβαλα πράσινο και καφετί μαζί, τα ’λιωσα, βγήκε ταμάμ το χρώμα– και παραπέρα, στο ξέφωτο, ζωγράφισα κάτι παιδιά που παίζανε, το ’να πάνω στο ποδήλατο. Δεν τ’ ομολογούσα αλλά και τι δε θα ’δινα για ν’ αποχτήσω κι εγώ ποδήλατο! Τέλος πάντων, άλλο αυτό, μην τα μπερδεύουμε τώρα.

Τη Δευτέρα, συμφορά! Μόλις η δασκάλα είδε τον τοίχο, της ήρθε κόλπος, κιτρίνισε σαν το μωρό της κυρίας Φωτεινής που ’χε πάθει τον ίχτερο. Και μόλις ξεκιτρίνισε, όρμησε καταπάνω στο θρανίο και μ’ άρπαξε απ’ τ’ αυτί και βάλθηκε να ξεφωνίζει. Μες στ’ αυτί μου. Εγώ δεν κατάλαβα. Ούτε τώρα καταλαβαίνω. Θέλανε να με διώξουνε απ’ το σχολείο επειδής ζωγράφισα τον τοίχο, και φωνάξανε τον πατέρα μου και τη μάνα μου και νόμιζα πως θα φωνάξουνε και τη γιαγιά μου απ’ το χωριό αλλά δεν τη φωνάξανε. Είπαν θα τον αποβάλουμε απ’ όλα τα σχολεία του Πειραιά κι ο πατέρας μου φουρκίστηκε, έγινε παπόρι, να πούμε, κι εκεί που περίμενα πως θα μου φέρει πάλι κανα φούσκο, είπε: «Σκοτούρα μας, θα τον στείλουμε στην Αθήνα!» Καλά, δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Όμως ήτανε μπλόφα, πώς θα με στέλνανε στην Αθήνα αφού σπίτι στην Αθήνα δεν είχαμε. Πήρα οχτώ μέρες αποβολή κι αν δίνανε αποβολές και στους πατεράδες θα ’παιρνε αποβολή κι ο πατέρας μου. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μ’ έπιασε αγωνία, σκεφτόμουνα αχ Παναγίτσα μου, τώρα δε θα τη γλιτώσω την κατραπακιά, όμως ο πατέρας έδειξε τον τοίχο του σπιτιού απ’ τη μεριά της κυρίας Φωτεινής και είπε: «Άιντε, πιάσε να ζωγραφίσεις τον τοίχο. Κάν’ τονε καρνάβαλο. Φκιάξε χήνες, φκιάξε ό,τι γουστάρεις, να σου φύγει το μεράκι, να πούμε.» Το «να πούμε» το ’χω κολλήσει απ’ τον πατέρα μου. Τι άλλο έχω κολλήσει; Το πείσμα έχω κολλήσει. Το γινάτι, να πούμε. Να ορίστε, πάλι το ξεστόμισα το «να πούμε». Τέλος πάντων, μέσα στις οχτώ μέρες της αποβολής έκανα τον τοίχο Καπέλα Σιξτίνα, όλοι το ’πανε. Καλά, δεν είπαν «Καπέλα Σιξτίνα», είπανε συνώνυμα. Η κυρία Φωτεινή ξετρελάθηκε: «Καλέ,» είπε, «τι ωραία ποταμάκια και σπιτάκια κι αυτοκίνητα, και πω πω, τι είν’ τούτος εδώ στην άκρη; Ένας κούκλος είναι! Σαν αληθινός! Λες και θα μιλήσει!» Και καθόταν στην αυλή κι αγνάτευε τον τοίχο.

Από τότε η μάνα μου με παρακολουθούσε με το βλέμμα λοξό, καχύποπτο να πούμε: φοβότανε μπας και ζωγραφίσω το τραπέζι της κουζίνας, τον μπουφέ, την ξώπορτα, μπορεί και τη λεκάνη του καμπινέ. Αλλά εγώ ήμουνα ευτυχισμένος, σχεδόν δηλαδής γιατί ευτυχισμένος δεν είσαι ποτέ, είσαι; Όταν ήρθε η δημοκρατία, ασφαλτοστρώσανε το δρόμο, κι ο Λουκάς, που δεν τον λέγανε πια Μπέμπη, όποιος τόλμαγε να τονε πει Μπέμπη άκουγε βρισίδι, αγόρασε μηχανάκι αυτόματο. Ε, εντάξει, του ζωγράφισα το μηχανάκι, του ’βαλα απάνω κι ένα σφυροδρέπανο γιατί ο Λουκάς έγινε κομμουνιστής. Δεν ξέρω πώς του ’ρθε, αλλά του ’ρθε, άβυσσος η ψυχή του αθρώπου. Έπειτα, μου ζήτησε να ζωγραφίσω στο ρεζερβουάρ και το σήμα του Ολυμπιακού, όμως όλα κι όλα, δεν εχτελώ όλες τις παραγγελιές, σφυροδρέπανο και δαφνοστεφανωμένοι έφηβοι, ε δεν πάει, μην το κάνουμε μπιτ για μπιτ γύφτικο.

Καθώς κυλούσε ο καιρός, γιατί αυτό κάνει ο καιρός, κυλάει, έλεγα, Αχ Παναγίτσα μου, τι ωραία! Η ζωή είναι ένα τελάρο! Μερικοί λένε η ζωή είν’ ένα τραγούδι, άλλοι λένε η ζωή είν’ ένα ρομάντζο· εγώ λέω, η ζωή είν’ ένα τελάρο. Τέρμα οι νευρικές δασκάλες, τέρμα τα νησιά για εξορίες, τέρμα οι Φρειδερίκες με τους μπαγλαμάδες. Μεγάλωσα· μεγάλωσα ξαφνικά μαζί με τον Πειραιά. Κι ενώ περίμενα πως η άσφαλτος θα με οδηγήσει σε χώρες θαυμαστές, σε ζωντανές ζωγραφιές και χρώματα παραδεισένια, έπεσα ντουγρού πάνω σ’ έναν τοίχο. Δεν το λέω για να κλαφτώ, αλλά, τι να κάνω, έπεσα πάνω σ’ έναν τοίχο, σκουντούφλησα, κι ήρθα μούρη με μούρη με τον τοίχο. Δεν ήτανε ζωγραφισμένος, είχε, να πούμε, τα χάλια του· κι ήταν γεμάτος τετράγωνα από αποκαθηλωμένα καδράκια. Ε, καλά, είπα, κι από τότε κάθομαι και τον ζωγραφίζω να δείχνει καλύτερα.


Info

Το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού γιορτάζει τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και εγκαινιάζει το νέο κτήριο περιοδικών εκθέσεων στο Μοναστηράκι με την έκθεση «Αντίδωρα του ΄21. Ήρωες και σύμβολα».

Το ΜΝΕΠ οργανώνει, με τη συνεργασία της ιστορικού τέχνης Λουΐζας Καραπιδάκη, μια έκθεση όπου τα ζωγραφικά έργα του Γιάννη Αδαμάκη και τα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά ανταμώνουν τις πλούσιες συλλογές του Μουσείου, με στόχο την προσέγγιση της απήχησης του ’21, των τρόπων που το ’21 φέρεται μέσα μας και γύρω μας, ως βασικό στοιχείο μνήμης, ταυτότητας, αντίληψης και εικόνας.

Διάρκεια έκθεσης: 24 Ιουνίου 2021-30 Ιουνίου 2022
Τόπος: Νέο κτήριο περιοδικών εκθέσεων, Κλάδου 9, Μοναστηράκι
Ώρες λειτουργίας: 8:30-15:30, καθημερινά εκτός Τρίτης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ