Βιβλιο

Book voice 296

4 βιβλία για το Πάσχα

11640-26573.jpg
Θανάσης Μήνας
ΤΕΥΧΟΣ 296
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4981-12282.jpg

«Ερωτικές επιστολές» Ντίλαν Τόμας, μτφ. Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 167 

dylanthomas.jpg
«Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. Οι επιστολές του Ντίλαν Τόμας που είναι συγκεντρωμένες σ’ αυτό τον τόμο απευθύνονται στις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του: την Πάμελα Χάνφορντ Τζόνσον, τη Ρουθ Γουίν Όουεν, την Ίντιθ Σίπγουελ και τη μετέπειτά σύζυγό του Κέιτλιν Μακ Ναμάρα - Τόμας. Στέκομαι στις επιστολές του προς την πρώτη, επειδή ακριβώς η σχέση τους συμπίπτει με την πιο δημιουργική του περίοδο –έγραψε τα δύο τρίτα του ποιητικού έργου του στα νεανικά του χρόνια.  

Ο Ντίλαν Τόμας κι η Πάμελα Χάνφορντ Τζόνσον γνωρίστηκαν διά αλληλογραφίας. Αφορμή στάθηκε ένα ποίημα, το «Είθε η λογική», που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1933 στην εφημερίδα “Sunday Referee”. Μερικούς μήνες μετά, το 1934, συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Στις 18 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή: τα θρυλικά πια «18 ποιήματα». Έκτοτε και μέχρι το 1936, η νεαρή δόκιμη ποιήτρια Πάμελα ήταν η προνομιακή αναγνώστρια αλλά κι η ερωμένη του. Μακριά από κάθε ρομαντική επίφαση, οι επιστολές που αντάλλαξαν οι δυο τους είναι κι οι ίδιες γεμάτες ποίηση. Ο ποιητής μοιράζεται μαζί της την αγωνία του. Την αποκαλεί «καθαρματάκι του». Της διαβάζει τα τελευταία του ποιήματα. Ζητά την ενθάρρυνσή της στα καλά και την κριτική της στα φάλτσα. «Ούτε οι λέξεις μού αρέσουν». Και της εξομολογείται: «Και όλα τούτα, θαρρώ, θα πρέπει να οφείλονται στην κατάσταση του ύπατος. Μην ξεχνάς ποτέ πως η καρδιά πήρε του ύπατος τη θέση». 

Στο μεστό επίμετρό του ο μεταφραστής Ίκαρος Μπαμπασάκης υπογραμμίζει τη διαλεκτική ανάμεσα στην παράδοση και την πρωτοπορία που διέπει την ποιητική του Ντίλαν Τόμας, σε αντιδιαστολή με τη μακάρια λήθη της λογικής των μεταμοντερνιστών. Σε επιστολή του προς την Πάμελα, ο Ουαλός Ντίλαν λέει το ίδιο με δυο κουβέντες: «Υπήρχε μια εποχή που μονάχα τους ποιητές έλεγαν ποιητές».  

«H χώρα, όπως είναι» Ρίτσαρντ Φορντ, μτφ. Σπύρος Τσούγκος, εκδ. Πατάκη, σελ. 736 

richardford.jpg
Ο χαρακτηρισμός Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα (Great American Νovel) έχει αποδοθεί κατά καιρούς σε εκείνα τα έργα –απ’ το «Μανχάταν Τράνσφερ» του Ντος Πάσος ως τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ» κι από το «Ο ήλιος ανατέλλει» του Χέμινγουεϊ ως το «Οι γυμνοί και ο νεκροί» του Μέιλερ– τα οποία έκαναν (ανα)τομή στην αμερικανική κοινωνία της εποχής τους. Με τον ίδιο χαρακτηρισμό υποδέχτηκαν οι “New York Times” το παρόν μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Φορντ. Υπερβολή;

66 ετών σήμερα, καλός διηγηματογράφος και πρώην αθλητικογράφος (εξού και το ομώνυμο βιβλίο του), ο Φορντ τιμήθηκε το 1995 με το βραβείο Πούλιτζερ και το βραβείο της Διεθνούς Εταιρείας Συγγραφέων/Ίδρυμα Φόκνερ για το μυθιστόρημα “Independence Day” – το πρώτο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας που κατέκτησε συγχρόνως και τις δύο αυτές τιμητικές διακρίσεις, καίτοι αμετάφραστο μέχρις στιγμής στα ελληνικά. Όπως και στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του, έτσι και στο «Η χώρα, όπως είναι» ο κεντρικός ήρωας είναι ο ίδιος: ο μεσήλικας Φρανκ Μπάσκομπ, μεσίτης στην περιοχή του Νιου Τζέρσι, διαζευγμένος, πατέρας μιας 25χρονης κόρης-λεσβίας, σφόδρα αντι-Ρεπουμπλικάνος, ο οποίος πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Ο Φορντ τοποθετεί την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του στα χρονικά όρια μιας ημέρας συμβολικής για το συλλογικό αμερικανικό φαντασιακό: τη γιορτή της Ημέρας των Ευχαριστιών. Επίσης, διόλου τυχαία, τοποθετεί το μυθιστόρημά του στις χειρότερες στιγμές της αμερικανικής ιστορίας: στην περίοδο της διακυβέρνησης του πατέρα και του υιού Μπους – η αφήγηση ξεκινά τις παραμονές της επικράτησης του δεύτερου στις αμφισβητούμενες εκλογές του 2000. Ο συγγραφέας σαρκάζει ανελέητα τους Ρεπουμπλικάνους. Ωστόσο, αν και Δημοκρατικός και ο ίδιος, ούτε στους Δημοκρατικούς χαρίζεται. Ο Αλ Γκορ παρουσιάζεται ως άτολμος κι ο Κλίντον ως γραφική φιγούρα. Ο Φορντ σκιαγραφεί μια κοινωνία σε παρατεταμένη παρακμή, ένα σκαλοπάτι πριν την πτώση, κι αναζητά τη χαμένη ψυχή της Αμερικής. Η γραφή του είναι πληθωρική, δομημένη σ’ έναν ακαταπόνητο ρυθμό, κι οι προτάσεις του κυλούν σαν ορμητικοί χείμαρροι. Η γλώσσα, ωστόσο, που χρησιμοποιεί είναι απλή. Δεν χρειάζεται φιοριτούρες. Όπως κι οι περισσότεροι σπουδαίοι Αμερικανοί συγγραφείς πριν απ’ αυτόν, ξέρει να βάζει τις κατάλληλες λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη. Ως προς το ύφος, ο Φορντ συνδυάζει τον ψύχραιμο ρεαλισμό του Τζον Απντάικ και την αθυροστομία του Νόρμαν Μέιλερ – χωρίς όμως να είναι τόσο βιτριολικός, ποιος θα μπορούσε; Πράγματι, ένα σχεδόν Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα. 

 «Σταφύλι από κρέας» Σταυρούλα Σκαλίδη, εκδ. Πόλις, σελ. 143

ex_kreasapostafili.jpg
Δαγκώνει η αφήγηση της Σκαλίδη σε τούτη τη νουβέλα της, που διαδέχθηκε το «Προδοσία και εγκατάλειψη» που της χάρισε το βραβείο καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω».  

Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Φίλης. Ένας άντρας πληγωμένος. Τον περιστοιχίζουν η σύζυγός του Φρόσω κι οι κόρες τους Άννα και Μυρσίνη. Τον κατατρέχει πάντα η ανάμνηση της μάνας του, της καταπιεστικής και ημίτρελης Μαγδαληνής, που καταπίνει σκονάκια κι είναι θεριό ανήμερο. Ο Φίλης κουβαλά ενοχές προερχόμενες από τη σχέση του με τη μάνα του. 40άρης πια, εγκαταλείπει την οικογένειά του και τη δουλειά του και ζει άστεγος στο κέντρο της πόλης. Ένα βράδυ συναπαντιέται με τη μικρή Μαριάννα, που είναι κι αυτή δραπέτης από τη δική της καταπιεστική μητέρα. Η μικρή θα γίνει η αφορμή για να επανασυνδεθεί ο Φίλης με τους δικούς του στο τραγικό, παρ’ όλα αυτά, φινάλε. Είναι συνάμα το στοιχείο με το οποίο η Σκαλίδη δένει τους ήρωές της και κυκλώνει την πλοκή της. Απομένει ο αφηγητής, ο Φάνης, ο ζαμανφού Δον Ζουάν, που αγαπά την αλτρουίστρια Άννα αλλά κάνει έρωτα με την αδελφή της….

Υπάρχει βία στο βιβλίο της Σκαλίδη. Βία  εσωτερική. Αν το προηγούμενο βιβλίο της ήταν ένα σχόλιο πάνω στη βία που γεννά η αλλοτρίωση κι η μοναξιά στη σύγχρονη μεγαλούπολη, τώρα η βία γεννιέται από την αγάπη ή από την απουσία της· την αγάπη που δηλώνεται προσχηματικά. Που εκδηλώνεται εθιμοτυπικά, που γίνεται καταπιεστική και που δεν δίνεται αυθόρμητα και απρόσκοπτα στον άλλο – διόλου τυχαία, η κοινωνική εθελόντρια Άννα είναι η μόνη θετική ηρωίδα του βιβλίου και σε σημεία θαρρώ ότι γίνεται η πιο προσωπική «φωνή» της συγγραφέως.

Η αφήγηση της Σκαλίδη δεν ξεστρατίζει στο μελό. Δεν γλυκαίνει για να γίνει αρεστή, ούτε εκλιπαρεί για συμπάθεια προς τους ήρωές της. Γυρεύει απλώς την κατανόηση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι χυμώδης, αβίαστη, χωρίς να γίνεται δήθεν ιδιωματική. Το κείμενό έχει ρυθμό. Κοφτό. Πιο σωστά, συγκοπτόμενο. Συχνά οι λέξεις αντηχούνσ’ αυτές που τις διαδέχονται. Ειδικά οι εσωτερικοί σαν σε παραλήρημα μονόλογοι της Μαγδαληνής, που σκίζουν σαν ξυράφι. 

«Η τέχνη της γραφής - 10 κορυφαίοι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά της τέχνης τους στο Paris Review» Επιμέλεια Φίλιπ Γκούρεβιτς, μτφ. Μαρίνα Τουλγαρίδου, εκδ. Τόπος, σελ. 280

htexnhthsgrafhs.jpg
Από το 1953 που εξέδωσε το πρώτο τεύχος του, το λογοτεχνικό περιοδικό Paris Review έχει αναδείξει σε τέχνη την τεχνική της συνέντευξης. Αυτής που γυρεύει συγχρόνως το πώς και το γιατί. Οι νεαροί κατά κόρον συντάκτες του εξαρχής απέφυγαν την πιο κλασική δημοσιογραφική παγίδα ακολουθώντας το αυτονόητο: πήγαινε διαβασμένος στη συνέντευξή σου και μη σκέφτεσαι την επόμενη ερώτησή σου την ώρα που σου απαντά ο συνομιλητής σου· γέννα νέα ερώτηση από την απάντηση που θα λάβεις. Ο πρώην διευθυντής της επιθεώρησης Φίλιπ Γκούρεβιτς έχει επιμεληθεί σ’ αυτό τον τόμο δέκα από τις πιο ιστορικές συνεντεύξεις που έχουν δημοσιευθεί στο Paris Review, σε εισαγωγή μάλιστα του Ορχάν Παμούκ. Συνεντεύξεις με εννέα κορυφαίους συγγραφείς και έναν κορυφαίο κριτικό, που ιχνηλατούν την τέχνη της γραφής. Aποθησαυρίζω κατ’ ανάγκη αποσπασματικά:

«Ο ποιητής πρέπει να παίρνει ως υλικό τη δική του γλώσσα όπως μιλιέται γύρω του» (Τ. Σ. Έλιοτ).

«Το διήγημα μου φαίνεται η δυσκολότερη μορφή υφιστάμενης πρόζας και εκείνη που απαιτεί τη μεγαλύτερη πειθαρχία» (Τρούμαν Καπότε).

«Όσο καλύτεροι είναι οι συγγραφείς, τόσο λιγότερο μιλάνε για αυτά που έχουν γράψει οι ίδιοι. Ο Τζόις ήταν πάρα πολύ καλός συγγραφέας και εξηγούσε τι έκανε μόνο στους βλάκες» (Έρνεστ Χέμινγουεϊ).

«Η κυριολεξία, ο πραγματισμός στραγγαλίζουν κάθε ίχνος φαντασίας» (Σολ Μπέλοου).

«Ίσως κάθε μυθιστοριογράφος θέλει αρχικά να γράψει ποίηση, ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί και μετά προσπαθεί να γράψει ένα διήγημα, το οποίο αποτελεί την πιο απαιτητική μορφή μετά την ποίηση. Κι αφού αποτύχει κι εκεί, τότε και μόνο τότε ξεκινά να γράφει μυθιστορήματα» (Ουίλιαμ Φόκνερ).

«Αν ο συγγραφέας κάνει ψυχανάλυση στο γραφείο κάποιου γιατρού, αυτό είναι δικό του θέμα. Όμως, αν προσπαθεί να βάλει ψυχανάλυση στα γραπτά του, τότε είναι τρομερό...» (Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ).

«Δεν μου έρχεται στο νου ούτε μία ταινία που να βελτίωσε ένα καλό μυθιστόρημα, αλλά μπορώ να σκεφτώ πολλές καλές ταινίες που προήλθαν από πολύ κακά μυθιστορήματα» (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες).

«Ιστορικά μιλώντας, γνωρίζουμε πώς οι ποιητές γίνονται ποιητές και πώς οι συγγραφείς μυθοπλασίας γίνονται συγγραφείς μυθοπλασίας – διαβάζουν» (Χάρολντ Μπλουμ). A

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ