Βιβλιο

Συζητώντας με τον Νίκο Μπίστη

Ένα παιδί από το Φάληρο, γόνος μικροαστικής οικογένειας, μεγαλώνει στα χρόνια του ’60

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ Winter Guide 2011
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
11139-25483.gif

Ένα παιδί από το Φάληρο, γόνος μικροαστικής οικογένειας, μεγαλώνει στα χρόνια του ’60, γίνεται αριστερός και άριστος βολεϊμπολίστας στον ΑΟΝΦ(Αθλητικό Όμιλο Νέου Φαλήρου), περνάει στο Κολλέγιο με υποτροφία, γίνεται μέλος της ΚΝΕ ήδη από μαθητής, μπαίνει στη Νομική της Αθήνας αρχές του ’70, παίρνει μέρος στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, συλλαμβάνεται και βασανίζεται. Μετά τη μεταπολίτευση γίνεται στέλεχος του ΚΚΕ, αργότερα αποχωρεί (βεβαίως), περνάει στην ανανεωτική αριστερά κι ακόμα πιο μετά συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, φτάνοντας μέχρι και υφυπουργός του Σημίτη, υποστηρίζει Βενιζέλο έναντι του Παπανδρέου, δεν εκλέγεται βουλευτής, και στις μέρες μας, αρκετά αποστασιοποιημένος από το τρέχον ΠΑΣΟΚ, αγωνίζεται για την εκλογή του Καμίνη στον Δήμο της Αθήνας. Κι ενώ όλα αυτά τα χρόνια, όντας πολιτικά ανήσυχος, αλλάζει πολιτικές απόψεις και κόμματα, είναι ωστόσο ερωτευμένος επί δεκαετίες με την ίδια γυναίκα (και το γιο τους), παίζει πάντα βόλεϊ, υποστηρίζει αθεράπευτα τον Εθνικό Πειραιά, ενώ στη χάση και στη φέξη θυμάται και να δικηγορεί.

Αυτή είναι με ελάχιστα λόγια η πορεία του Νίκου Μπίστη, όπως προκύπτει από το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Προχωρώντας και αναθεωρώντας». Πολλοί άνθρωποι, δημόσια πρόσωπα ιδίως, καθώς μεγαλώνουν, θεωρούν απαραίτητο να γράψουν διάφορα για τη ζωή και τη δράση τους. Τα αυτοβιογραφικά βιβλία είναι γεμάτα εκ των υστέρων δικαιώσεις, προσωπικές δικαιολογήσεις, διατράνωση πίστης σε αταλάντευτες πορείες, κλήση των αναγνωστών να συμμεριστούν τις βεβαιότητες και την πορεία του συγγραφέα, διακηρύξεις αρχών και πάει λέγοντας.

Το βιβλίο του Νίκου Μπίστη, αντιθέτως, δεν έχει τίποτα απ’ αυτά. Είναι γεμάτο αβεβαιότητα, αυτοσαρκασμό, αναθεωρήσεις φυσικά (η λέξη αυτή, υβριστική για τους κομμουνιστές, διόλου τυχαία πέρασε και στον τίτλο), διερωτήσεις και εκτιμήσεις, αρκετές από τις οποίες διαψεύδοντα στη συνέχεια: δηλαδή, από τις σελίδες του προβάλλει ο καημός του ανθρώπου που ψάχνει και ψάχνεται, επειδή μπήκε στην πολιτική για ν’ αλλάξει τον κόσμο, κι αυτή η επιδίωξη θέλει συνεχές ψάξιμο. Το βιβλίο ποικίλλεται από μερικά αξιοσημείωτα πολιτικά κείμενα του ίδιου του συγγραφέα αλλά και άλλων (κορυφαίο ένα φρικώδες του «Ριζοσπάστη» εναντίον του Μπίστη), από πολλά περιστατικά άσχετα με τη πολιτική –ή με ξώφαλτση μόνο σχέση μαζί της–, από πορτρέτα δημοσίων προσώπων όχι μόνο της Αριστεράς αλλά όλου του πολιτικού φάσματος (τα οποία δεν είναι γραμμένα με στρογγυλεμένο τρόπο – μην περιμένετε να βρείτε μισόλογα και ισορροπημένες εκφράσεις, εδώ τα σύκα είναι σύκα και η σκάφη είναι σκάφη).

Ιδίως, το βιβλίο είναι γεμάτο χιούμορ, χιούμορ, χιούμορ, πράγμα που το κάνει ακόμα πιο ευκολοδιάβαστο (αλλά όχι, εξαιτίας αυτού, και εύπεπτο), ακόμα και από μάτια πολύ νεότερα απ’ ό,τι του συγγραφέα ή τα δικά μου. Τέλος, υπογραμμίζω την ευχάριστα ρέουσα αφήγηση και της συνεχείς αναδρομίες-προδρομίες που συμβάλλουν στο αμείωτο ενδιαφέρον του αναγνώστη: δεν υπάρχει γραμμική αφήγηση, τα γεγονότα δεν εκτυλίσσονται κατά χρονολογική σειρά), αλλά τα χρονικά άλματα δηλώνονται με τρόπο άξιο μελέτης και από επαγγελματίες της γραφής.

Ο Μπίστης είναι λίγο μεγαλύτερός μου, γνωστός από τα χρόνια του ΚΚΕ. Σπανιότατα τον είχα δει από τότε, και τώρα που βρεθήκαμε, με αφορμή το βιβλίο, με υποδέχτηκε με τη μεγαλύτερη απλότητα του κόσμου, σ’ ένα συνοικιακό καφέ του Φαλήρου: με φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Η εικόνα αυτή συνάδει με τον άνθρωπο που όχι απλώς δεν «ακούστηκε» αρνητικά στο λίγο διάστημα που άσκησε εξουσία, αλλά και που η ίδια η άσκηση της εξουσίας δεν του άφησε ούτε τουπέ, ούτε καν γραβάτα (κάντε συγκρίσεις με τόσους άλλους που κυκλοφορούν γύρω σας και θα καταλάβετε). 

Νίκο, πώς σου ήρθε η ιδέα για το βιβλίο αυτό; Είμαι επηρεασμένος από ένα πρότυπο, το «Άνθρωποι, χρόνια, ζωή» του σοβιετικού συγγραφέα Ηλία Έρεμπουργκ. Εκεί είδα ότι αξίζει να γράψει κανείς για πρόσωπα και πράγματα της ζωής του, εφόσον αυτά παρουσιάζουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον. Θέλω να δείξω ότι η γενιά μου, η «Γενιά του Πολυτεχνείου» δεν διαθέτει μόνο (ούτε κυρίως) τα μύρια όσα της καταμαρτυρούν, αλλά επίσης είναι η γενιά που εδραίωσε τη δημοκρατία στη χώρα.

Πώς και σε τράβηξε το βόλεϊ; Η φιλοσοφία του παιχνιδιού με ερέθιζε και με κινητοποιούσε. Άλμα, άμυνα στο έδαφος και πάνω από όλα  αντίληψη του χώρου. Στο μπάσκετ, αν είσαι 2,15 και σε στήσουν μέσα στη ρακέτα, κουτσά στραβά θα παίξεις. Στο βόλεϊ 2,20 να είσαι, στον ουρανό να πηδάς, αν δεν έχεις αντίληψη του χώρου δεν μπορείς να παίξεις. Είναι το πιο εγκεφαλικό από τα ομαδικά σπορ και βεβαίως το πιο μειοψηφικό, αλλιώς πώς θα το διάλεγα...

Πώς ήταν οι συνθήκες για το βόλεϊ το ’60; Πρωτόγονες. Το Φάληρο, η ομάδα μου, έπαιζε στο χώμα, γι’ αυτό ήταν πολύ σκληρή έδρα. Όλοι είχαν ανοιχτά γήπεδα, το μόνο κλειστό ήταν του Παναθηναϊκού, ο περίφημος τάφος του Ινδού, χαμηλοτάβανο και με τσιμέντο, το παρκέ ήταν άγνωστο είδος. Ο Ολυμπιακός έπαιζε σε ένα σχεδόν πλωτό γηπεδάκι δίπλα στη λέσχη του, στο Πασαλιμάνι. Λίγο να φύσαγε, αλλού πήδαγες αλλού ήταν η μπάλα.

Υπήρξε κάποια φάση που εγκατέλειψες το βόλεϊ για χάρη της πολιτικής; Ναι, κι αυτό έφερε την αντίδραση της μάνας μου, η οποία στην αρχή δεν το άντεχε. «Αγόρι μου, τι θέλεις και μπλέκεις, εσύ θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα; Γιατί δεν αρχίζεις και πάλι το βόλεϊ που τόσο σ’ αρέσει; Σταμάτησες να γυμνάζεσαι και βάζεις κιλά». Μετά σού λένε ότι οι πολιτικοί είναι που κάνουν το άσπρο, μαύρο. Όταν διαπίστωσε ότι η βλάβη είναι ανήκεστος, προσπάθησε να την περιορίσει: «Αγόρι μου, τι θες με τον Φλωράκη που έχει βουτηγμένα τα χέρια του στο αίμα; Γιατί δεν πας με τον Πεσματζόγλου, που είναι κύριος και μιλάει και τόσο ωραία ξένες γλώσσες;». Όταν αργότερα διαφώνησα με το ΚΚΕ και πήγα στο ΚΚΕ Εσωτερικού αντέδρασε με αξιοσημείωτο ρεαλισμό: «Κοίτα, αγόρι μου, αυτός ο Φλωράκης έχει τουλάχιστον ένα δέκα τοις εκατό ακατέβατο. Ο Κύρκος μία μπαίνει στη Βουλή, μία βγαίνει». Όταν πήγα με τον Μπανιά την έπιασε απελπισία: «Βρε αγόρι μου, τουλάχιστον ο Κύρκος ήταν ρήτορας. Αυτός ο Μπανιάς μιλάει και κοιμάμαι».

Από τον αγώνα κατά της δικατορίας

Γράφεις ότι οι παράνομες προκηρύξεις του ΠΑΜ τυπώνονταν στον πολύγραφο του Κολλεγίου. Ναι. Μόλις ο τσιλιαδόρος ειδοποιούσε ότι πραγματοποιεί έφοδο ο συνδιευθυντής κ. Λαλόπουλος, ένας σοβαρός, συντηρητικός, όχι χουντικός φιλόλογος, που έκανε ιδιαίτερο μάθημα ελληνικών στο διάδοχο Κωνσταντίνο (μην τον κρίνετε από τις επιδόσεις του Κωνσταντίνου στα γράμματα, προφανώς το αποτέλεσμα ήταν πέρα από τις δυνάμεις του), αλλάζαμε απλώς τη μεμβράνη και κρύβαμε τις προκηρύξεις. Η χούντα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι προκηρύξεις του ΠΑΜ επί μήνες έβγαιναν σ’ ένα πολύγραφο  του Αμερικάνικου Κολλεγίου. Το ίδιο και η ηγεσία του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι, θα τρελαινόταν στην ιδέα ότι οι προκηρύξεις δεν τυπώνονταν σε ένα υπόγειο με κρύπτη στο Περιστέρι, αλλά σε μια άνετη αίθουσα στο αμερικανοκρατούμενο Ψυχικό.

Πώς έγινε η πρώτη σου σύλληψη; Μια μέρα που ο Γιώργος Βερνίκος βγήκε περισσότερο του συνήθους μελανιασμένος από την Ασφάλεια, μου λέει, «δεν κάθεσαι να σε πιάσουν γιατί έχουν αρχίσει και τσαντίζονται και ξεσπάνε πάνω μου. Γιατί δεν μπορούν να σε πιάσουν;». Να τι συνέβαινε. Μετά τις συγκεντρώσεις μας στα «σκαλάκια» της Νομικής, αντί να κατευθυνθώ σε μία από τις δύο εξόδους και στο δόκανο των ασφαλιτών, κλεινόμουνα σε μια τουαλέτα για μισή ώρα και διάβαζα εφημερίδα. Πίσω ακριβώς από το κτίριο της Νομικής, κολλητά σε απόσταση λιγότερο του μισού μέτρου, με είσοδο από την Ακαδημίας, ήταν το νεκροτομείο στο οποίο έκαναν ανατομία οι φοιτητές της Ιατρικής κάποιες ώρες. Είχα ανακαλύψει στο δεύτερο όροφο ένα άνοιγμα της Νομικής που οδηγούσε στο διπλανό κτίριο. Αφού πέρναγε το μισάωρο, πήγαινα στο άνοιγμα και, παρά την υψοφοβία μου, με ένα μικρό άλμα βρισκόμουν στο νεκροτομείο. Κοίταγα κάτω γιατί τα πτώματα στους πάγκους δεν ήταν το καλύτερο θέαμα, έκλεινα τη μύτη μου, γιατί η φορμόλη μού έφερνε αναγούλα, σε μισό λεπτό έβγαινα τρέχοντας στην Ακαδημίας και μην τον είδατε. Μία, δύο, τρεις, πέντε, δέκα φορές το κόλπο δούλεψε, κάποια στιγμή το πήραν είδηση και με περίμεναν στην Ακαδημίας. Μέχρι το Οφθαλμιατρείο έτρεξα καλά, αλλά το σταμάτημα των προπονήσεων είχε τις επιπτώσεις του στη φυσική μου κατάσταση και βρέθηκα στην Ασφάλεια.

Μερικές εμπειρίες από το ΚΚΕ

Θες να μου διαβάσεις εκείνο το φοβερό κομμάτι που πήγατε να δώσετε τον «Ριζοσπάστη κυριακάτικα σε δύο αδερφές; Ναι, άκου: «Ποιος είναι;». «Καλημέρα, μας ανοίγετε; Σας φέραμε τον  “Ριζοσπάστη”» είπα γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η σιωπή που έπεσε πίσω από την πόρτα ήταν εκκωφαντική. Μόνο μια βαριά ανάσα ακουγόταν. «Σας φέραμε την εφημερίδα σας, τον “Ριζοσπάστη”» επέμενα. Η ανάσα από μέσα έγινε πιο βαριά και πιο γρήγορη, η ηλικιωμένη κυρία από την τρομάρα της είχε ταχυπαλμία και τα χρειάστηκα. «Ώρα είναι να πάθει καμιά συγκοπή» σκέφτηκα και αποφάσισα να εγκαταλείψουμε την πολιορκία. Επειδή όμως έχω τρόπους από το σπίτι μου, θέλησα να την αποχαιρετίσω. «Γεια σας, φεύγουμε τώρα» είπα, και πρόσθεσα: «Θα ξανάρθουμε». Πριν προλάβω να απομακρυνθώ, άκουσα δεύτερες γρήγορες παντόφλες να σέρνονται προς την πόρτα, άλλη μια βαριά ανάσα και μια επίσης γυναικεία φωνή να ρωτάει σιγά όλο αγωνία: «Ποιοι ήταν, Μαρία;». Με απελπισμένη φωνή, η πρώτη απάντησε: «Οι κομμουνιστές». Σιγή ολίγων δευτερολέπτων, με τις δυο –κατά πάσα πιθανότητα αδελφές– να στέκουν ακίνητες πίσω από την πόρτα και να ζουν με τον τρόμο της κομμουνιστικής περικύκλωσης. Και το δράμα κορυφώθηκε, όταν η πρώτη, σχεδόν κλαίγοντας, ενημέρωσε τη δεύτερη: «Είπαν ότι θα ξανάρθουν».

Γιατί παραλληλίζεις το Φλωράκη με τον Σημίτη; Από την  πορεία μου στην Αριστερά και μέσα στο ΠΑΣΟΚ γνώρισα πολλούς ηγέτες και στελέχη πρώτης γραμμής. Δύο ξεχώρισαν, τόσο διαφορετικοί και ταυτόχρονα τόσο ίδιοι. Ο Φλωράκης και ο Σημίτης. Φιλοσοβιετικός κομμουνιστής ο πρώτος, τυπικός σοσιαλδημοκράτης ο δεύτερος. Αυταρχικός ο πρώτος, συναινετικός ο δεύτερος, άνθρωπος της πιάτσας ο πρώτος, καθηγητής ο δεύτερος. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήταν ρήτορες και οι δυο εχθροί της δημαγωγίας, όμως ο λόγος τους ήταν ζυγισμένος, ευθύβολος και σαφέστατος. Και πάνω από όλα ήταν αποτελεσματικοί στη δουλειά τους, αυτό που κρίνει σε τελευταία ανάλυση την ποιότητα ενός ηγέτη.

Πες μου για την αποχώρησή σου από το ΚΚΕ.Αρχές δεκαετίας του ’80. Ο τελευταίος άνθρωπος με τον οποίο μίλησα ήταν ο Κώστας Τσολάκης, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και υπεύθυνος επαγρύπνησης. Ήταν κοινό μυστικό ότι ήταν η υπηρεσία ασφάλειας του κόμματος και ότι είχε χρηματίσει αξιωματικός του σοβιετικού στρατού. Ανέγνωσε το κατηγορητήριο. «Χτες συναντήθηκες σπίτι σου με τον Κύρκο. Υπάρχουν μάρτυρες, δεν υπάρχει λόγος να το αρνηθείς. Πες μου ποιοι άλλοι ήταν στην συνάντηση». «…Οι διαφωνίες μου πλέον είναι περισσότερες από τις συμφωνίες. Το ποιοι ήταν στη συνάντηση να σας το πει αυτός που σας ενημέρωσε» του απάντησα και σηκώθηκα να φύγω. Σκύλιασε και μέσα του ενεργοποιήθηκε η δισυπόστατη φύση. Ακριβώς πίσω του στον τοίχο ήταν ένας πολιτικός χάρτης της Ευρώπης. Γύρισε, ακούμπησε τα χέρια του στο σημείο που ο χάρτης έδειχνε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (αν μπορούσε θα την αγκάλιαζε) και μου είπε: «Αυτό δεν θα σας αφήσουμε να το καταστρέψετε». Ο Τσολάκης δεν ήταν φιλοσοβιετικός, ήταν σοβιετικός. Έκλεισα την πόρτα και άρχισα να κατεβαίνω με τα πόδια την σκάλα. Έξι όροφοι, ήταν η τελευταία μου διαδρομή μέσα στο κόμμα.

Ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ

Γράφεις πολλά για το λυκόφως του Ανδρέα Παπανδρέου… Ήταν η εποχή που ο όρος «μιμίκος» είχε καταχωρηθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο της χώρας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή με το μισό και παραπάνω Υπουργικό Συμβούλιο να παρακολουθεί με προσποιητή βαθιά προσοχή τη Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου να συλλαβίζει ακαταλαβίστικα πράγματα για την «Αποκάλυψη του Ιωάννου». Με αυτό το σκοτεινό κείμενο είχε ασχοληθεί η χώρα και η μισή κυβέρνηση για ένα μήνα, επειδή έτσι ήθελε η πρώτη κυρία και οι διάφοροι φίλοι και μάγοι με τα μαντζούνια, που περιτριγύριζαν το πρωθυπουργικό ζεύγος. Το πρόβλημα, όταν είσαι πρωθυπουργός, είναι ότι ταλαιπωρείται η χώρα. Και η χώρα σερνόταν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, από κρίση σε κρίση, μέχρι να αρχίσει να ξενυχτάει απέξω από το Ωνάσειο.

 

Πώς βλέπεις σήμερα την περίοδο Σημίτη; Η οκταετία Σημίτη θα μας απασχολεί και στο μέλλον. Είμαι απολύτως βέβαιος για το τι θα γράψει η Ιστορία. Η Ελλάδα άλλαξε ρότα, πέτυχε σπουδαία πράγματα, αλλά προφανώς μπορούσε να πετύχει περισσότερα. Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, όμως, έλεγε ότι «ο χρόνος υπάρχει γιατί δεν μπορούν να γίνουν όλα τα πράγματα σε μια στιγμή».

Ο επαγγελματίας πολιτικός

Νίκο, πώς είναι να είσαι υποψήφιος βουλευτής στην αχανή Β΄ Αθηνών; Επίτρεψέ μου ν’ απαντήσω μ’ ένα κάπως αστείο απόσπασμα από το βιβλίο: «Είχα αποφασίσει να πιω το ποτήρι μέχρι τον πάτο και κάθε βράδυ ξεκίναγα σαν καταδικασμένος να διαβώ το πράσινο μίλι προς το συνήθη τόπο εκτελέσεως των αμέτρητων εθνικοτοπικών εκδηλώσεων. 48 δήμοι επί τρία. Για να τα προλάβεις όλα πρέπει το διάστημα ανάμεσα στις εκλογές να γλεντάς μαζί τους τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα να πηγαίνεις σε γάμους και βαφτίσια. Χώρια οι κηδείες, γιατί ακόμα και οι Πόντιοι, οι Κρητικοί, οι Ηπειρώτες ου μην αλλά και οι Αρκάδες που τους ξέχασα, πεθαίνουν κάποια στιγμή.

Το ηπειρώτικο κλαρίνο του Χαλκιά για μια ώρα το χαίρομαι, μετά χτυπάνε τα μηνίγγια μου. Το μακαρίτη τον Μουντάκη με τη λύρα του για μισή ώρα. Ποντιακή λύρα παιγμένη από δεξιοτέχνη του είδους, δεν αντέχω πάνω από λεπτό. Φαντάσου όλα αυτά τα, όπως και να το κάνουμε, μονότονα όργανα, με συγκροτήματα τρίτης διαλογής και ηχητικά της συμφοράς.

Είναι και οι πρωτοχρονιάτικες πίτες... Το μαρτύριο αυτό, ισοδύναμο της ποντιακής λύρας, μέγα εστί και τελείται τας Κυριακάς Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Την ίδια ώρα έπρεπε να βρίσκεσαι σε δέκα το λιγότερο πίτες. Να προλάβεις να κόψεις ένα κομμάτι, να εκφωνήσεις βαρυσήμαντο δίλεπτο και πρωτότυπο χαιρετισμό, να σφίξεις χέρια, να μαζέψεις αιτήματα για ρουσφέτια και άσπρος από τη ζάχαρη άχνη της πίτας να οδηγείς σαν τρελός στην Αττική Οδό για να βρεθείς στην άλλη άκρη της Αθήνας, στην επόμενη πίτα. Εκεί έπρεπε να χαιρετίσεις εγκάρδια, σαν να είχες μέρες να τους δεις,  όσους είχες αφήσει στην προηγούμενη πίτα και, επειδή είχαν πιο γρήγορο αμάξι, πρόλαβαν να φτάσουν πρώτοι. Στη δεύτερη, συνήθως, πίτα ζητούσα πίσω την Κυριακή μου, τη ζωή μου και την αξιοπρέπειά μου – και εγκατέλειπα άδοξα τη μαραθώνια πιτοδρομία.

d.fyssas@gmail.com

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ