Θεατρο - Οπερα

Θα ’θελα να είμαι ένα ουράνιο αστέρι

Ποια είναι η Ρούλα Πατεράκη που μπορεί και αναμετράται για άλλη μια φορά μ’ έναν τόσο δύσκολο μονόλογο, όπως «Ο Φιλόσοφος»; Η A.V. προσπαθεί να την αποκρυπτογραφήσει

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 232
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
92684-208018.jpg

Σκέφτομαι το ονοματεπώνυμό σας. Από τη μία ένα επώνυμο αυστηρό – παραπέμπει από πατερικά κείμενα μέχρι τον «Πατέρα» του Στρίνμπεργκ. Από την άλλη ένα όνομα χαϊδευτικό που το συναντάμε συχνά σε κομμωτήρια. Αναμφίβολα πρόκειται για έναν άτυπο «διχασμό» και αναρωτιέμαι αν αποκαλύπτει κάτι για το χαρακτήρα σας.

Παράξενη ερώτηση… Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, γιατί δεν είμαι τόσο οπαδός της σημειωτικής. Το επώνυμό μου –κρητικής καταγωγής– μου ταιριάζει. Είναι δυνατό, έχει σχέση με πατριαρχικές καταστάσεις. Το Ρούλα επιβλήθηκε από φίλους και συγγενείς. Ούτε το αγαπώ ούτε το μισώ· το έχω συνηθίσει. Το κανονικό μου όνομα είναι Αργυρώ – της γιαγιάς μου, από την πλευρά του πατέρα μου. Θα προτιμούσα, είναι αλήθεια, να με φωνάζουν Αργυρώ. Από μικρή έλεγα πως το όνομά μου είναι από το άλφα ως το ωμέγα. Tελικά επικράτησε το Ρούλα, που μπορεί να είναι ένα όνομα που συναντάμε στα κομμωτήρια αλλά το πρώτο του γράμμα είναι ένας δονητής, έχει μια δυναμική: «Ρρρο». Έτσι με κάποιο τρόπο εξαφανίζεται και ο «διχασμός» που αναφέρατε. Πάντως ναι, είναι αλήθεια, το όνομα πολλές φορές δημιουργεί μια ιδιότητα.

Λέγοντας για ιδιότητα… πολύ συγκεκριμένοι επιθετικοί προσδιορισμοί συνοδεύουν το όνομά σας: αντισυμβατική, πρωτοποριακή, αιρετική. Σας ταιριάζουν;

Φέτος με χαρακτήρισαν κλασική· άλλοι με ευχαρίστηση και άλλοι με δυσαρέσκεια – τους άλλαξα λίγο το τοπίο. Η αλήθεια είναι πως ποτέ μου δεν δούλεψα έχοντας στο νου μου πως πρέπει να επιβεβαιώνω αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Το υλικό που είχα στα χέρια μου ήταν αυτό που με υποχρέωνε να το ψάξω, να το αναλύσω… και όσο ολοκλήρωνα την αναζήτηση, τόσο φαινόμουν πιο δύστροπη στον κόσμο – αν κι εγώ πίστευα πως με το ψάξιμο κατακτούσα μια απλότητα.

Δεν σας κουράζει τόσο ψάξιμο;

Ο εαυτός μου με κουράζει· τον βαριέμαι. Με σκοτώνει η καθημερινότητά μου και το ψάξιμο μου δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγω. Ωστόσο, ποτέ μου δεν χρησιμοποίησα τη δουλειά μου για να αναλύσω ψυχαναλυτικά τον εαυτό μου – η αναζήτηση με ενδιαφέρει αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά. Ποτέ δεν με απασχόλησαν τα συναισθήματα, οι σχέσεις με τους άλλους… αλλά η έννοια του σύμπαντος, ναι, με απασχολεί, σε βαθμό που αναρωτιέμαι γιατί δεν έγινα αστροφυσικός. Πολλές φορές μάλιστα σκέφτομαι πώς θα ήθελα να μεταβληθώ σε ένα ουράνιο αστέρι. Με συγκινεί αυτή η ιδέα.

Αν σας φανταστώ σαν μια πέτρα που ταράσσει τα ήσυχα νερά μιας λίμνης, εσείς μου λέτε πως πρέπει να κοιτάξω τον πιο έξω κύκλο της αναταραχής που προκαλέσατε και όχι τους εσωτερικούς. Έτσι είστε και στην καθημερινότητά σας;

Κι εκεί φευγάτη είμαι. Αφηρημένη είναι η σωστή λέξη.

Αλλά ευτυχώς έχετε πάντα κάποιον κοντά να σας σώζει;

Δεν παθαίνω τίποτα. Κανείς αφηρημένος δεν παθαίνει τίποτα, γιατί υπάρχουν τα εξαρτημένα αντανακλαστικά να σε σώζουν ώστε να μη σε πατήσει τελικά το αυτοκίνητο. Είναι καλό να περπατάς αφηρημένος γιατί τίποτα δεν μπορεί να αποσπάσει την προσοχή σου. Αν κάτι αξίζει να το δεις, αυτομάτως συνέρχεσαι και του δίνεις τη δέουσα σημασία – μια αιτία δημιουργίας εμπειριών. Άλλωστε η δυστυχία είναι πολύ πλατύτερη από το να τη βλέπεις μόνο στον διπλανό σου.

Με αφορά η φτώχεια του πλανήτη και όχι η φτώχεια του διπλανού μου. Ακούγεται λίγο βολικό, αφού δεν απαιτεί την άμεση ανταπόκριση για βοήθεια. Δεν είναι μάταιη μια μικρή πράξη φιλανθρωπίας στο δρόμο όταν, συνήθως, είναι αποτέλεσμα ενός φθηνού συναισθηματισμού;

Την κάνεις από φοβερές ενοχές για ένα πρόσωπο που πολλές φορές σού προκαλεί αποστροφή του βλέμματος γιατί δεν σου αρέσει η εμφάνισή του! Πληγώνεται η αισθητική σου και γι’ αυτό πράττεις· επειδή ντρέπεσαι. Ενώ αν σκεφτείς τα πράγματα πλατύτερα τότε κάνεις πιο σημαντικές χειρονομίες, πιο αποτελεσματικές. Υπό το άχθος του φόβου της καθημερινότητας δεν μπορείς να σκεφτείς νηφάλια.

Άλλους φόβους έχετε;

Α, ναι, πολλούς. Ιδίως με τις αρρώστιες. Είμαι αρρωστοφοβική.

Σε μια κριτική διάβασα «η Ρούλα Πατεράκη δεν φοβάται να πιάνει με τα χέρια της αναμμένα κάρβουνα». Αν και τα γάντια τα φοράτε για λόγους υγείας, θα μπορούσε αυτή η φράση να είναι μια μεταφορική εξήγηση της εμμονής σας με το συγκεκριμένο αξεσουάρ;

Για χρόνια είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι πίστευαν πως τα χέρια μου είναι παραμορφωμένα και πως γι’ αυτό φορούσα γάντια. Μέχρι που τα έβγαλα και είδαν πως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τα αναμμένα κάρβουνα για μένα είναι το επικινδύνως ζειν. Κάτι που αναμφίβολα με χαρακτηρίζει.

Στο πάρτι της ATHENS VOICE…

Είχε πάρτι; Δεν με καλέσατε!

Θα ερχόσασταν;

Μπορεί.

Χορεύετε;

Πολύ. Μου αρέσουν οι σύγχρονοι χοροί.

Την επόμενη φορά θα το θυμηθούμε. Στο πάρτι, λοιπόν, συζητώντας για εσάς με έναν παλιό μαθητή σας από τη Θεσσαλονίκη, μου έλεγε πως εκπέμπατε έντονη σεξουαλικότητα. Αλήθεια;

Θεέ μου! Πρώτη φορά το ακούω αυτό να λέγετε για εμένα και είναι πολύ κολακευτικό. Τον ευχαριστώ πολύ! Απίστευτο… Μακάρι. Γιατί για μένα συνήθως λέγανε πως έχω μια πολύ αρσενική εμφάνιση.

Θυμάμαι μια εικόνα σας στη Θεσσαλονίκη, να κυκλοφορείτε ντυμένη σαν γοτθική ηρωίδα που βγήκε από βιβλίο του H.P. Lovecraft. Το σίγουρο είναι πως δεν αποπνέατε καθόλου την αρσενική νοοτροπία που λέτε. Σας άρεσε να σκηνοθετείτε την προς τα έξω εικόνα σας!

Θα πρέπει να ήταν η περίοδος της Έντα Γκάμπλερ! Αν με τυχαίνατε τον καιρό που έπαιζα τη Γουίνι, θα βλέπατε τη Γουίνι. Γι’ αυτό σας είπα πριν πως δεν μπορώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, αφού μου αρέσει να εμμένω στους ήρωες και στη ζωή μου.

Ωχ, θα πρέπει να ταλαιπωρήσατε πολύ τους δικούς σας ανθρώπους.

Αυτό είναι αλήθεια. Έκανα περισσότερες φασαρίες απ’ όσες έπρεπε όταν υποδυόμουν ένα νευρικό ήρωα και από την άλλη αντιδρούσα πολύ μειλίχια όταν θα έπρεπε να έχω εκρηκτικές αντιδράσεις! Οι δικοί μου άνθρωποι παρακαλούσαν να ενσαρκώνω καλούς ήρωες, γιατί με τους κακούς υπήρχε πρόβλημα…

Ακόμα εμμένετε σ’ αυτή τη στάση; Να εμπλέκετε τόσο έντονα τη ζωή με το θέατρο;

Μα δεν παθαίνει κανείς εύκολα μικρός αλτσχάιμερ! Μεγάλος το παθαίνει. Θέλω να πω πως όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο εύκολα χάνεις τα σύνορα των πραγμάτων. Εγώ τα έχω χάσει προς πολλού αυτά που χωρίζουν την πραγματικότητά μου από την τέχνη μου.

Σε αυτή την τόσο εσωστρεφή στάση πώς μπορούν να χωρέσουν θεατές;

Γιατί το λέτε αυτό; Πάντοτε υπάρχουν οι θεατές με τους οποίους συναντώμαι, όπως υπάρχουν και θεατές που με μισούν. Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα συνάντησης με εμένα αλλά με το ρόλο.

Ή τη σκηνοθετική ματιά σας…

Δεν έχω ματιά· δεν θέλω να καπελώνω. Όλα βγαίνουν μέσα από τα έργα. Διαβάζοντας ένα βιβλίο ξανά και ξανά θα σταματήσετε στο τέλος να κάνετε κριτική σε αυτό και το βιβλίο θα σας αποκαλυφθεί. Είμαι υπέρ της απομνημόνευσης και κατά του κριτικού λόγου. Εξάλλου, πόσα εφόδια έχουμε για να είμαστε σωστά κριτικοί; Χίλιες φορές, λοιπόν, να φανούμε στο τέλος μπερδεμένοι παρά ανεπαρκείς.

Μα η παπαγαλία θεωρείται το «κακό σπυρί» του εκπαιδευτικού ελληνικού συστήματος!

Όχι, όχι. Η απομνημόνευση θα σε βοηθήσει να καταλάβεις το έργο, να το νιώσεις. Ο λόγος είναι ικανός από μόνος του να ξεκλειδώσει τις άγνωστες δυνατότητες του μυαλού μας. Μας αναγκάζει να γίνουμε καλύτεροι.

«Μας αναγκάζει να γίνουμε καλύτεροι». Πιστεύετε πως υπάρχει αυτός ο ρόλος της Τέχνης;

Όταν ήμουν μικρή αντιμετώπιζα την Τέχνη πιο ιδεαλιστικά· πίστευα πως θα αλλάξω τον κόσμο. Τώρα, δεν το πιστεύω. Αυτό που θα πω είναι κακό, αλλά ας το πω – και τι με νοιάζει; Πιστεύω πως οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο – είναι πολύ μελαγχολικές. Αντίθετα αυτές που μπορούν να φέρουν την αλλαγή είναι τα μαθηματικά, η αστροφυσική, οι θετικές επιστήμες. Δεν είναι καθόλου παρηγορητική αυτή μου η διαπίστωση. Προσωπικά αυτό που προσπαθώ να προκαλέσω πια είναι μια συν-κίνηση, έναν κραδασμό. Τίποτα περισσότερο. Εξάλλου κανένα έργο τέχνης δεν μπορεί πια να προκαλέσει απήχηση που να διαρκέσει περισσότερο από 48 ώρες. Το κακό είναι πως στη Δύση πια συμπεριφερόμαστε ως ναρκωμένοι καταναλωτές ακόμη και για τα έργα Τέχνης. Κι εγώ πιάνω τον εαυτό μου να καταναλώνει, για παράδειγμα, βιβλία και μουσικές. Αγοράζω συχνά, χωρίς να προλαβαίνω καν να τα διαβάσω ή να τα ακούσω. Πάντως ο κόσμος μπορεί να ζήσει και χωρίς Τέχνη.

Οπότε ζήτω τα ελαφρολαϊκά προγράμματα, που είναι και πιο ειλικρινή στις προθέσεις τους!

Όχι. Μπορεί το έργο Τέχνης να μη σε αλλάζει, αλλά πολύ μετά, κάποτε, μπορεί να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις μια δύσκολη στιγμή της ζωής σου – κι ας μην ξέρεις πως η πηγή βοήθειας είναι το έργο. Σου δίνει, λοιπόν, καμιά φορά διεξόδους. Μετά, μην ξεχνάτε την ειδοποιό διαφορά: στο ένα πηγαίνεις προκειμένου να ξεχάσεις και στο άλλο για να θυμηθείς.

Πάντως ο Φιλόσοφος στο κείμενο του Γιάννη Πάνου, που στηρίζεται η παράστασή σας, κάποια στιγμή λέει: «Μία από τις πιο προσφιλείς ενασχολήσεις των ανθρώπων στην εποχή μου υπήρξε η αναζήτηση της εναργέστερης απάντηση στο ερώτημα “Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ομοιάσει κανείς με τον Θεό;”.

Με όσα μου είπατε, μάλλον δεν ισχύει πια αυτό το ερώτημα. Όχι, ισχύει. Όπου για μένα θέωση είναι το υπερβολικό έως το υπερβατικό. Είναι η προσπάθειά σου να κάνεις διάλογο με το θάνατο, ή καλύτερα να βρεις την απάντηση για το θάνατο. Αν δεν υπήρχε ο θάνατος γιατί να κάνεις έργο; Τα μεγαλύτερα έργα είναι μνημειακά – ένας τρόπος να περάσεις στην αθανασία.

Η Σεβαστή, μια ηρωίδα του κειμένου, έχει τη γνώμη πως η αγάπη είναι αθανασία. Η δικιά σας θέση για την αγάπη;

Ο ορισμός της μου διαφεύγει. Ξέρετε, έχω μια εμμονή με τους ανθρώπους εξ αίματος· αγαπώ πολύ τους συγγενείς μου, λίγο παραδοσιακά και υστερικά. Όμως, τι είναι πραγματικά η αγάπη; Εγώ με όποιους αγαπώ πολύ είμαι τελείως προσκολλημένη· μια σκλάβα. Οπότε… μπορώ να μιλάω πραγματικά για αγάπη;

Μιλώντας πριν για το θάνατο, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτή ή παράγωγο της λέξης όταν αναφέρεστε στο σύντροφο της ζωής σας, Γιάννη Πάνου;

Όχι, μου είναι αδύνατον. Λέω απλά πως με χώρισε και όχι… το άλλο.

Θα έκλεινα εδώ τη συζήτησή μας, χωρίς καμία ιδιαίτερη αναφορά στην επανάληψη της παράστασής της, «Ο Φιλόσοφος» – για να είναι η συνέντευξη σύμφωνη με τη θέση της «δεν θέλω να επιβάλλω τη γνώμη μου». Κι ας είπαμε περισσότερα γι’ αυτή την παράσταση ζωής. Φυλλομέτρησα το κεφάλαιο στο βιβλίο και μέτρησα 194 σελίδες – αυτές είναι ο μονόλογός της. Αναμφίβολα ένας άθλος, όμως, εδώ το θέμα δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό – για την ερμηνεία της έχει κερδίσει και το βραβείο Κάρολος Κουν. Θα αναφέρω μόνο το εξής, γιατί μου το επισήμανε με φωνή παρακλητική, σαν παιδί που ζητάει χάρη: «Δεν με ενδιαφέρει αν σε άλλες παραστάσεις μου φεύγει ο κόσμος. Όμως εδώ παρακαλώ τους θεατές να μην αρχίσουν τα σούρτα φέρτα, γιατί φοβάμαι πως θα χάσω τα λόγια μου. Ξέρετε, είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει στη ζωή μου. Χάνω κιλά μετά από κάθε παράσταση. Γι’ αυτό ζητάω την πλήρη συνενοχή του θεατή». Και μου μίλησε για έναν εντεκάχρονο θεατή που είδε την παράσταση κι έγραψε ένα κείμενο με κριτικές τοποθετήσεις που θα έκανε πολλούς κριτικούς να κοκκινίσουν...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ