Θεατρο - Οπερα

Η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά συζητά με τη Ρένη Πιττακή

«Είμαστε πολιτισμένοι, ευγενικοί, καθαροί, προσεχτικοί, μόνο όταν έχουμε επισκέψεις. Μετά ξαναρχίζει το σκουπίδι, το βρισίδι, και οι εκδηλώσεις παντού».

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 237
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
90394-203151.jpg

Η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά συζητά με τη Ρένη Πιττακή με αφορμή την παράσταση Έξι μαθήματα χορού σε... έξι εβδομάδες.

Μάθημα χορού, μάθημα επιβίωσης στη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια - Βολανάκη. Η εμβληματική ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης είναι, όμως, λίγο θυμωμένη. Κι έχει λόγους...

Ρένη, πριν από κάποιους μήνες έπαιξες τον Ουρανό κατακόκκινο της Ρούλας Αναγνωστάκη και τώρα παίζεις τα Έξι μαθήματα χορού επί έξι εβδομάδες του Ρίτσαρντ Αλφιέρι. Έπαιξες δηλαδή τη Σοφία Αποστόλου στο Παγκράτι και στον Κορυδαλλό, και τώρα τη Λιλή Χάρισον σε μια λουτρόπολη, που βλέπει στον κόλπο του Μεξικού. Δεν υπάρχει κάποια σχιζοφρένεια σ’ αυτό;
Αυτό είναι η δουλειά του ηθοποιού. Να πηδάει από τον ουρανό στην αμερικανιά. Το λέω αυτό και με τρυφερότητα και με πλάκα. Από τον Κορυδαλλό και το Παγκράτι σε μια περιοχή με ψηλά συγκροτήματα πολυκατοικιών όπου ζουν μεγάλοι άνθρωποι, συνταξιούχοι, μια περιοχή ήσυχη με ανθρώπους που είναι πια «εκτός παραγωγής». Και η Αποστόλου στο σπίτι της ήταν, μόνη της, αποσυρμένη. Αυτό λοιπόν πρέπει να κάνει ο ηθοποιός. Και τελείως κόντρα πράματα να έχει να κάνει –εγώ τουλάχιστον τα κάνω μετά χαράς–, είναι ένα ερέθισμα, με κινητοποιεί, με κινητοποιεί και το κόντρα του χαρακτήρα. Στον Ουρανό είμαστε στα δικά μας, στις δικές μας ιστορίες, μέσα σ’ ένα μονόλογο μιας γυναίκας με σύζυγο έναν αμετανόητο «καθαρό» κουμμουνιστή, ενώ εδώ τώρα έχουμε τη Λίλη, μια κυρία να το πούμε έτσι, με σύζυγο ιερέα· και νιώθω ότι και οι δύο αργότερα βρίσκουνε τον εαυτό τους, κάνουν την επανάστασή τους.

Και βγάζουν αναστεναγμό ανακούφισης;
Δεν το συνειδητοποιούν ακριβώς, αλλά αυτό συμβαίνει. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα.

Η ανακούφιση δεν είναι μικρό πράμα, επιμένω εγώ. Ποιο είναι όμως το θέμα;Αυτ
ό που είπα «βρίσκουνε τον εαυτό τους». Η μία έρχεται κόντρα στο μέσο όρο, ενώ η άλλη τον βρίσκει χορεύοντας· η μια δεν είναι κολλημένη σε τίποτα και η δεύτερη έχει την πίστη της.

Εννοείς ότι η δεύτερη είναι κολλημένη σε κάτι; Εσύ βρίσκεις ότι η πίστη συνδυάζεται με το χορό;
Γιατί, δεν συνδυάζεται;

Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους, και μάλιστα γυναίκες πιστές, που να μπορούν να ενδώσουν στην ελευθερία που απαιτεί ο χορός.
Εγώ νομίζω ότι έχω δει. Έχει κι ο χορός την πίστη του.

Εκεί όμως, εγώ τουλάχιστον καταλαβαίνω ότι οι κυρίες ή οι κύριοι απολαμβάνουν την ηδονή μιας μικρής αμαρτίας;
Ελευθερίας.

Η ελευθερία συχνά αμαρτάνει. Γι’ αυτό και από ελευθερία δεν καταλαβαίνει και πολλά η χριστιανική θρησκεία και πόσο μάλλον οι εκπρόσωποί της.
Ίσως. Εδώ που τα λέμε, εκτός από κάποιους φωτισμένους, καταλαβαίνει περισσότερο από συναλλαγές.

Άρα συμφωνούμε
Εντάξει, η χριστιανική εκκλησία, ας πούμε τότε καλύτερα. Ας κάνουμε αυτόν το διαχωρισμό. Κάτι που ενισχύει τη θέση της κυρίας Χάρισον. Η κυρία Χάρισον, η πιστή, δέχεται σπίτι της ένα δάσκαλο, νέο, ωραίο, παράξενο, περιθωριακό και γίνεται φίλη μαζί του, έναν άνθρωπο τον οποίο ουδέποτε ο άντρας της θα επιδοκίμαζε. Αυτή η γυναίκα ή αυτές οι γυναίκες δεν βολεύονται, και μιλώ και για τη Χάρισον και για την Αποστόλου, και γι’ αυτό μας ενδιαφέρουν και τις βλέπουμε στο θέατρο.

Ενώ δείχνεις ήσυχη και μάλλον καθιστή, τις τρεις φορές που σε έχω δει να χορεύεις ήταν κάτι ξαφνικό, εννοώ κάτι σαν να σου έρχεται ξαφνικά και να μην μπορείς να του αντισταθείς. Τον είχες το χορό πριν το θέατρο;
Έ, βέβαια. Από παιδί. Ήμουν ένα χορευτικό παιδάκι. Θυμάμαι τον εαυτό μου να χορεύει από πέντε χρονών στις πίστες στα παραθαλάσσια οικογενειακά κέντρα στη Μηχανιώνα – οι γονείς καθόντουσαν και τρώγανε, η μουσική έπαιζε κι εγώ χόρευα. Μετά πέρασα σε κάτι πιο επίσημο, στις στρατιωτικές λέσχες, ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός…

Πού και πού έχεις χορέψει;
Το ροκ στον Ήχο του όπλου της Λούλας Αναγνωστάκη, το τσιφτετέλι της Βεζυροπούλας στον Καραγκιόζη παρ’ ολίγον Βεζύρη του Γιώργου Σκούρτη, κάτι σαν χασαποσέρβικο στη Νίκη, πάλι της Αναγνωστάκη, στο Αμέρικα ουρά υπήρχε πολύ σέικ, στην Οπερέτα κάτι σαν βαλς. Να σου πω και τι άλλο. Στην Επίδαυρο το ’75, με την παρθενική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στους Όρνιθες, έπαιξα την Αϊδόνα – όπου τα βήματα ήταν απλώς το όχημα· άλλο η ψυχή του χορού, άλλο το τεχνικό μέρος. Η τεχνική μου, λοιπόν, ήταν ανύπαρκτη και η διδασκαλία υποτυπώδης, αλλά υπήρχε η Αϊδόνα, εννοώ το κομμάτι το μουσικό και το θεατρικό και την ερμηνεία του. Και για μένα και για την κυρία Χάρισον ο χορός είναι θέμα επιβίωσης.

Να σου πω κι άλλη μια περίεργη σύμπτωση; Πριν από ένα μήνα, εκεί περίπου, πέθανε η Βέρα Ζαβιτσιάνου που είχε πρωτοπαίξει το ρόλο πριν από δέκα χρόνια. Δεν με ενδιαφέρει η σύγκριση της μιας ερμηνείας με την άλλη, ο καθένας λέει τα δικά του. Την είχα δει την παράσταση και άκουσα και μια συνέντευξή της στο Τρίτο, όπου ήταν αναπάντεχα –ή αναμενόμενα– φρέσκια κι ανεπιτήδευτη, σ’ αντίθεση με τον πολύ νεότερο συνομιλητή της.
Η Βέρα... Ένα πολύτιμο κρύσταλλο, πολύτιμος άνθρωπος και ηθοποιός, που η απώλειά του δεν πέρασε ούτε καν στα ψιλά. Έμεινα κατάπληκτη με αυτή την απουσία, την αδιαφορία, τη γαϊδουριά, κι αυτό δεν το λέω για τον κόσμο, ανθρώπους. Οι άνθρωποι ό,τι ξέρουν ξέρουν· όχι, το λέω για τα Μέσα, οι άνθρωποι μπορεί να μην ξέρουν, ενώ αυτοί που είναι στα Μέσα δουλειά τους είναι να ξέρουν, οφείλουν να ξέρουν.

Ξέρουν, πιστεύω εγώ. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν ξέρεις. Το πρόβλημα είναι ότι ξέρεις και διαλέγεις αυτό που διαλέγεις. Βλέπεις, η Βέρα έπεσε πάνω στη μονή Βατοπεδίου και τον Βουλγαράκη. Συντριπτική σύγκριση. Γι’ αυτό.
Και λοιπόν; Σκάνδαλα έχουμε κάθε μέρα. Ζαβιτσιάνου δεν έχουμε.

Αχ, βρε Ρένη. Πιστεύεις ότι αυτό που έχεις ή δεν έχεις εσύ κι εγώ παίζει κανένα ρόλο;Τα σκάνδαλα πώς σου φαίνονται a propos, για να μη φανούμε τελείως άσχετοι; Έχεις καθόλου θυμό;
Πολύ μεγάλο θυμό.

Ξέρεις τι να τον κάνεις; Γιατί κι εγώ έχω θυμό αλλά πρέπει και να ξέρουμε τι τον κάνουμε.
Τώρα τον κάνω χορό.

Εγώ λίγο πριν τον έκανα βιβλίο...
Αλλά για να ξανάρθουμε στην πηγή του, ο θυμός δεν είναι τόσο για τα σκάνδαλα όσο για την πυρκαγιά που έχουμε κυριολεκτικά βάλει στη χώρα μας. Πέρσι γυρνώντας μετά την Επίδαυρο, όπου ματαιώθηκε η δεύτερη παράσταση από τις Ευτυχισμένες μέρες, λόγω των πυρκαγιών, ήμουν, και είμαι πάρα πολύ θυμωμένη, κατέβηκα με τον κόσμο στο Σύνταγμα, και σκέφτηκα κάποια στιγμή ότι δεν μ’ ενδιαφέρει πια να πάρω μέρος σε μια παράσταση, να δουλέψω, να πάρω μέρος στην παραγωγή. Στη διακήρυξή του ο Κουν έλεγε ότι δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο, δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε, κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τον εαυτό μας, το κοινό που μας παρακολουθεί, και όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος, και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας. Ε, πού ’ν’ το. Πολιτισμός τι είναι; Οι αρχαίοι Έλληνες; Να ’χουμε δυο ηθοποιούς και τρεις σκηνοθέτες; Οι παραστάσεις; Να παίξω εγώ το ρόλο; Εκεί είναι το ζήτημα; Εντάξει, παίζω εγώ την παράσταση, αλλά τι σημαίνουν τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Κουν; Η δουλειά του καθενός μας έχει υποτίθεται σκοπό την προαγωγή του πολιτισμού. Αλλά όταν βλέπεις όλη αυτή τη βαρβαρότητα που έχει να κάνει με βρομιά, χυδαιότητα, από το κυριολεκτικό έως το μεταφορικό, σκουπίδι. Κι εφέτος πάλι, πάλι τα ίδια. Πώς ήταν η Αθήνα το 2004, θυμάσαι;

Τρίβαμε τα μάτια μας. Σαν σκηνικό ευγένειας, τάξης και καθαριότητας.
Εμείς είμαστε πολιτισμένοι, ευγενικοί, καθαροί, προσεχτικοί, μόνο όταν έχουμε επισκέψεις. Μετά ξαναρχίζει το σκουπίδι, το βρισίδι, και οι εκδηλώσεις παντού. Πολιτιστικές εκδηλώσεις εννοώ. Και βραβεία.

Λες να πηγαίνουν μαζί αυτά;
Σωστά. Καλή ερώτηση. Πήρα όμως ένα πρόσφατα.

Εσύ καλά το πήρες. Και καλά πήρες εκείνο που πήρες και παλιά. Αλλά δεν θα μείνει εδώ το πράμα. Θα το πάρουν κι άλλοι εκατό. Το ίδιο βραβείο και ένα άλλο βραβείο. Άσ’ τα τώρα αυτά και πες μου κάτι άλλο. Τι θα χόρευες σήμερα;
Ή ροκ ή τσάμικο. Το ένα έχει κάτι εκρηκτικό, το άλλο μια αυστηρή συγκέντρωση.

Πες μου μια ιστορία...
Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία! Αυτό κι αν είναι ιστορία! Είμαστε εκατό χρόνια από τη γέννηση του Κάρολου Κουν, και τα γιορτάζουμε, ναι, τα γιορτάζουμε, αλλά μόνο με εκθέσεις και «αναβιώσεις» κ.λπ., κ.λπ. Τα γιορτάζουμε χωρίς να συνεισφέρουμε τίποτα ουσιαστικό. Γιατί το ουσιαστικό θα ήταν το καινούργιο. Μια γενναία αλλαγή. Που θα συμπεριλάμβανε το πνεύμα του και το ήθος του. Τα άλλα είναι λόγια.

Επειδή εγώ έχω μια πετριά με τα λόγια, αυτό κάνω τόσα χρόνια, λόγια γράφω, μην τα περιφρονείς και μην ξεγελιέσαι. Και τα λόγια πράξη είναι. Το «έπεα πτερόεντα» δεν είναι τόσο απλό. Χαρακτηρίζουν όποιον τα λέει και ξεσκεπάζουν εντέλει όποιον τα λέει. Ας πούμε ότι παρόλο που είναι ροκ για κάποιους, είναι τσάμικο για άλλους.

ΙΝFO: Έξι μαθήματα χορού σε... έξι εβδομάδες. Tου Richard Alfieri. Σκηνοθ.: Π. Zούλιας. Xορογρ.: M. Mαρμαρινού. Παίζουν: P. Πιττάκη - K. Kάππας. Tετ. 21.00, Πέμ.-Σάβ. 21.00, Kυρ. 20.00. ­ 23 (18 Φ). IΛIΣIA - BOΛΟNAKH, Παπαδιαμαντοπούλου 4, Iλίσια, 210 7210.045, B’ σκηνή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ