Θεατρο - Οπερα

«Δεν θα αντέξω κι άλλο βάρος σήμερα»

«Ναμπούκκο στο Ηρώδειο: ένα ξεπερασμένο έργο με ψευδομοντέρνα σκηνοθεσία»

antonis-pagkratis.jpg
Αντώνης Παγκράτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Δεν θα αντέξω κι άλλο βάρος σήμερα»

Ο Αντώνης Παγκράτης σχολιάζει την παράσταση της όπερας Ναμπούκκο στο Ηρώδειο.

Τετάρτη, 26 Ιουλίου 2023, ανήμερα της Αγίας Παρασκευής. Μόλις έχουμε βγει από το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, μετά το τέλος της παραστάσεως της όπερας Nabucco του Τζουζέπε Βέρντι. Για πρώτη φορά την είδαν και την άκουσαν άνθρωποι στις 9 Μαρτίου του 1842, στη Σκάλα του Μιλάνου. Μια νεαρή έγκυος γυναίκα απαντά στην προτροπή των φίλων να πάνε για ένα ελαφρύ δείπνο: «Δεν θα αντέξω κι άλλο βάρος σήμερα». Δεν έχει άδικο. Καύσωνας, στενές κερκίδες, ιδρώτας, πόνοι στην μέση, στομφώδης μουσική, ένας εκδικητικός και ανελεήμων Θεός, αλλά κυρίως ένα πλήθος που καταχρηστικά ονομάζεται φιλοθεάμον αφού αρέσκεται αποκλειστικά στην κατανάλωση αισθητικών και παραισθητικών εμπειριών χειροκροτώντας, ζητωκραυγάζοντας, ενίοτε ουρλιάζοντας ανεξαρτήτως του θεάματος και του περιεχομένου του. Ο θεατής ήρθε για να μείνει, απαθανατίζοντας τον εαυτό του στη φωτογραφική μηχανή του κινητού του. Ο σκηνοθέτης υποχρεώνεται σε μια ψευδομοντέρνα μεταφορά του έργου, οι μουσικοί και οι τραγουδιστές υπηρετούν την ερμηνευτική άποψη του διευθυντή ορχήστρας και οι ακροατές αναρωτιούνται εάν υπάρχουν μικρόφωνα που ενισχύουν τις φωνές των τραγουδιστών —πάγια συνήθεια εδώ και χρόνια που πληγώνει την «αυθεντικότητα» η οποία δήθεν αξίζει στα μεγάλα έργα—, ανεξαρτήτως εάν άπαντες αδιαφορούν για την πηγή της μεγαλοσύνης τους.

Τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο του 604 π.Χ., όταν η Ασκαλώνα είχε κατακτηθεί από τους Βαβυλωνίους, η Ιουδαία δεν είχε ακόμα υποδουλωθεί στον Ναβουχοδονόσορα (Nabucco)· υπήρχε λόγος για να φοβούνται οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Μοναδική τους καταφυγή ο Θεός. Τελικώς, τους τιμωρεί για τις αμαρτίες τους και η πόλη κατακτάται στις 14/15 Μαρτίου του 597 π.Χ. Ακολουθεί η καταστροφή του Ναού και η εξορία στη Βαβυλώνα. Η δεύτερη καταστροφή του ναού συντελείται το 70 μ.Χ. από τους Ρωμαίους. Στην εξορία, οι Εβραίοι έγραψαν την Παλαιά Διαθήκη, ενώ τα τέσσερα ευαγγέλια γράφτηκαν από τους Ιουδαίους συγγραφείς την εποχή της δεύτερης ισοπέδωσης. Τα δύο σπουδαιότερα βιβλία της ανθρωπότητας μετά την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας ανάκαμψης από την καταστροφή του σημαντικότερου συμβολικού κτίσματος του ιουδαϊκού κόσμου, πιθανώς ολόκληρου του κόσμου. Ακόμα και σήμερα, μια από τις προσφιλέστερες μεθοδολογικές συνήθειες των ιστορικών είναι να ταξινομούν τα γεγονότα με το δίπολο «καταστροφές και θρίαμβοι», ίσως επηρεασμένοι από τη διαδοχή καλών και κακών στιγμών μιας κυματοειδούς συναρτήσεως βασισμένης στις εποχικές αλλαγές της Φύσεως. Είναι καθημερινή συνήθεια όλων μας να περιμένουμε τον ερχομό μιας καλύτερης μέρας μετά την εμβίωση μιας τυραννικής και δύσκολης περιόδου, εναποθέτοντας τις ελπίδες μας στην καλοψυχία ενός Θεού που προσπαθούμε να εξευμενίσουμε αφού τον έχουμε αναγνωρίσει ως αίτιο των δύσκολων και παράλογων παθημάτων μας. Ναι, ακόμα και σήμερα, μετά από εκατοντάδες χρόνια επικρατήσεως του αποχρώντος λόγου, της αιτίας και του αιτιατού, του σχεδιασμού και της τεχνολογίας αναζητούμε τη μυστική πλευρά ενός εκδικητικού Θεού απεγνωσμένοι από το παράλογο της υπάρξεώς μας.

Γι’ αυτό γράφτηκε η όπερα του Βέρντι, που, ειρήσθω εν παρόδω, τον έσωσε από την αποτυχημένη του πορεία ως συνθέτη. Ήδη, είχε απορριφθεί από τον Otto Nicolai. Ο Βέρντι διηγείται πως «σχεδόν επιθετικά» πέταξε το λιμπρέτο στο τραπέζι του σπιτιού του όπου έτυχε να ανοίξει σε μια συγκεκριμένη σελίδα: «Το βλέμμα μου έπεσε, δεν ξέρω γιατί, στη σελίδα μπροστά μου και μου έκανε εντύπωση ο στίχος "Va, pensiero, sull'ali dorate" (Πέτα, σκέψη, με χρυσά φτερά)— είναι το πιο διάσημο χορωδιακό κομμάτι της όπερας και από τα διασημότερα γενικώς, στην τρίτη πράξη. Αυτό ήταν αρκετό για να αλλάξει την απόφασή του και να τον εμπνεύσει να γράψει αυτήν την όπερα. Ακόμα κι αν αυτή η σκηνή δεν αντικατοπτρίζει ακριβώς την αλήθεια, είναι σε μεγάλο βαθμό συμβολική, δείχνοντας πώς το φως ήρθε στο σκοτάδι της απελπισίας του. Καταστροφές και Θρίαμβοι, ατάκτως ερριμμένοι. Συνυπολογίζοντας κάποιος ότι την εποχή εκείνη, το 1848, η Ευρώπη φλέγεται από αναταραχές, επαναστάσεις, προσαρτήσεις, ενώσεις και εθνικές διεκδικήσεις, η εμψυχωτική μουσική του Βέρντι γίνεται ένα μετωνύμιο της διεκδικήσεως των ελευθεριών. Εάν εξαιρέσει κάποιος τη νοσταλγική έκφραση του “Va, pensiero, sull'ali dorate” —έξι λεπτά αναστοχασμού και εσωτερίκευσης— το υπόλοιπο έργο παρακολουθείται με δυσκολία, ειδικότερα εάν κάνεις το λάθος και παρατηρήσεις την πλοκή η οποία είναι πρωτόγονη αφού μοναδικό σημείο αναφοράς είναι ένας ανάλγητος Θεός και μόνη διέξοδος η υποταγή σε Αυτόν. Η ψυχή του νεότερου ανθρώπου δυσκολεύεται να βρει σημεία ταυτίσεως αφού, και στις πιο μαύρες στιγμές τους, οι Θεοί της σύγχρονης ανθρωπότητας δείχνουν σαφώς το έλεός τους.

Φυσικά, το μετανεωτερικό κοινό της εκφρασιοκεντρικής εποχής μας αδιαφορεί για τα παραπάνω. Πλήρωσε για να χειροκροτήσει με τη βεβαιότητα ενός αναφαίρετου δικαιώματος για μια ζωή που προσιδιάζει σε έργο τέχνης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ