Θεατρο - Οπερα

Είδαμε τον Σάκη Ρουβά στις «Βάκχες»

«Η παράσταση δεν είναι μια ναρκισσιστική παρέλαση ωραίων κοιλιακών» -Λιγνάδης

43374-97516.jpg
Ιωάννα Μπλάτσου
ΤΕΥΧΟΣ 442
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
44125-99244.jpg
Φωτό: Μαριλένα Βαϊνανίδη

O Σάκης Ρουβάς στην πρώτη του θεατρική εμφάνιση παίζει στο πλευρό της Ρούλας Πατεράκη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη.

Αφρικανικά τύμπανα ακούγονται έντονα στον πεζόδρομο του Μεταξουργείου. Ακολουθώ τον ήχο, σπρώχνω τη βαριά σιδερένια πόρτα και βρίσκομαι στο χώρο προβών των ευριπίδειων «Βακχών» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Ο χορός των «Βακχών» βρίσκεται εν εξελίξει. Στη μέση ο Διόνυσος, Σάκης Ρουβάς. Η διονυσιακή μουσική προέρχεται από τρία αφρικανικά κρουστά, τα οποία παίζουν Ελληνοαφρικανοί μουσικοί. Στο χορικό, που εκτυλίσσεται μπροστά μου, ακούγεται η ποίηση του Ευριπίδη σε ελληνικά, νιγεριανά, σεϊχελικά, ισπανικά και αγγλικά.

Στη συνέχεια, ακούγεται ένα ουγκαντέζικο τραγούδι. Η Ρούλα Πατεράκη (Τειρεσίας), ο Γιάννης Καρατζογιάννης (Κάδμος), ο Δημήτρης Πασσάς (Πενθέας), η Γιώτα Βέη (Κορυφαία Χορού) παρακολουθούν σιωπηλοί τη σκηνή. Ο Λιγνάδης (εκτός από το ρόλο του σκηνοθέτη, επωμίζεται και το ρόλο του Αγγελιοφόρου) παίρνει λίγο πιο πέρα τη Μαρία Κίτσου και μιλάνε για τη σκηνή που η Αγαύη μετατρέπεται σε μαινάδα: «Δεν παίζεις τα νεύρα σου, παίζεις με τα νεύρα σου». Οι γνωστές λιγνάδιες ατάκες, τις οποίες καταγράφει ο Δημήτρης Πασσάς σε ξεχωριστό τετράδιο, μέρα με τη μέρα, ως «ντοκουμέντο των προβών».

Πατεράκη
«Ο Ρουβάς εργάζεται σκληρά και διαθέτει αμεσότητα»
Λίγο πριν βρεθώ στην πρόβα, είχα μια κουβέντα με μια φίλη: «Αλήθεια, πιστεύεις ότι ο Σάκης είναι για αρχαία τραγωδία;» με είχε ρωτήσει. Όταν της είπα ότι θα δω πρόβα της παράστασης, μου είπε: «Θα μου πεις αν “τα λέει”». Ο Σάκης «τα λέει», εντέλει; Αμέ. Μια χαρά. Σε αυτό συναινεί και η Ρούλα Πατεράκη, την οποία έχει κερδίσει με τον επαγγελματισμό του: «Ξέρεις, δεν θα απέκλεια ποτέ να συνεργαστώ με τον Σάκη Ρουβά γιατί αυτό που έβλεπα ότι εκπέμπει, πριν τον γνωρίσω, ήταν φωτεινότητα, καλοσύνη και μια ποιότητα σταρ, όχι με την κακή έννοια, δηλαδή χωρίς το σύνηθες εκνευριστικό ύφος και την κενοδοξία. Ο Ρουβάς είναι ένας αυθόρμητος και ενθουσιώδης άνθρωπος, ο οποίος εργάζεται σκληρά και διαθέτει αμεσότητα». Τη ρωτάω πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αφήνεται να την καθοδηγεί άλλος σκηνοθέτης: «Ο Δημήτρης με αφήνει αρκετά ελεύθερη. Ο τρόπος που σκηνοθετεί είναι ενεργειακός, ευχάριστος, ευφάνταστος, δημιουργικός και με χιούμορ. Με τον Δημήτρη οργανικά δεν πιέζομαι. Κι όταν αυτό συμβαίνει, ξέρω ότι η συνεργασία πάει μια χαρά».

Λιγνάδης
«Η παράσταση δεν είναι μια ναρκισσιστική παρέλαση ωραίων κοιλιακών»
Όμως, ήρθε η ώρα του διαλείμματος και η δική μου ευκαιρία να μιλήσω με το σκηνοθέτη της παράστασης. Ειλικρινά, τι σκεφτόταν όταν έκανε αυτή την ιδιαίτερη διανομή; «Αυτό το χαρμάνι πρωταγωνιστών, γιατί περί χαρμανιού πρόκειται –είναι blend, δεν είναι malt–, όλο αυτό έχει ενδιαφέρον για το τι χημικές αντιδράσεις θα προκαλέσει στο πλαίσιο μιας παράστασης. Ούτως ή άλλως, δεν μου αρέσει να παίζω με ασφαλή υλικά. Προτιμώ να εκρήγνυνται στα χέρια μου. Εδώ, σχεδόν το επιβάλλει το ίδιο το έργο. Τώρα, όσον αφορά την επιλογή του Σάκη, συνήθως οι Διόνυσοι που έχω δει περιφέρονται με μια αυταρέσκεια και μια υπεροψία, ένα σαρδόνιο ναρκισσισμό πάνω στη σκηνή. Οπότε αν είναι να πάρει κανείς αυτή την αρχετυπική μορφή του όμορφου, γοητευτικού, σταρ Διονύσου, ας πάει κατευθείαν στον Σταρ, στον Σάκη δηλαδή, ο οποίος επιπροσθέτως αποδεικνύεται ένας άνθρωπος ο οποίος το μόνο που δεν θέλει να δείξει πάνω στη σκηνή –και δεν θα το δείξει– είναι τον σταρ».

Τον ρωτάω αν ποντάρει επικοινωνιακά στον «κράχτη» Ρουβά: «Η λέξη “κράχτης” έχει διπλή σημασία: αυτός που κράζει κόσμο και αυτός που τον κράζει ο κόσμος. Όταν, λοιπόν, ρισκάρεις με έναν “κράχτη”, ρισκάρεις και να γυρίσει πάνω σου το κράξιμο» μου απαντά προβοκατόρικα. Και πού τοποθετεί τις δικές του «Βάκχες»; «Η παράστασή μας παραπέμπει σε κατάλοιπα διονυσιακών μυστηρίων, που επικράτησαν στον ελλαδικό χώρο, κατά τη διάρκεια όλων των αιώνων. Εδώ θα ήθελα να σου πω πως θα ευχόμουν όλοι οι θεατές, που θα έρχονταν να μας δουν, να έχουν προηγουμένως δει την “Αγέλαστο πέτρα” του Φίλιππου Κουτσαφτή. Η πρώτη εμφάνιση του δικού μου Διονύσου είναι αφιερωμένη στον Παναγιώτη Φαρμάκη (σ.σ. έναν πλάνητα στην Ελευσίνα που κατοικούσε “πάνω στη γη και κάτω από τα σύννεφα” και κατέγραψε με την ευαισθησία της τέχνης του ο κινηματογραφιστής). Η παράστασή μου, λοιπόν, δεν έχει “γερμανιές”. Έχει πολλή Ελλάδα, με την καλή και την κακή έννοια.

Η παράσταση, όμως, δεν γίνεται λαογραφική. Αλλά ούτε και φροϊδική. Και σίγουρα δεν είναι μια ναρκισσιστική παρέλαση ωραίων κοιλιακών». Η σκηνογράφος και ενδυματολόγος της παράστασης, Εύα Νάθενα, συμπληρώνει: «Ένα κοστούμι του Διονύσου έχει ένα θώρακα, σαν αυτόν που φορούσαν οι γενίτσαροι και οι Μπούλες, στο γνωστό καρναβάλι στη Νάουσα. Αυτό το κοστούμι είναι μια αυθεντική στολή από τη Νάουσα και έχει πάνω του νομίσματα, που σείονται και δονούνται, όπως ακριβώς και ο Διόνυσος κατά την περιγραφή του Ευριπίδη. Τα κοστούμια των ανθρώπων της εξουσίας και του Πενθέα θα φέρουν στρατιωτικά στοιχεία». Και το σκηνικό; «Το σκηνικό θα είναι πολύ απλό με τρία στοιχεία: ένας στύλος της ΔΕΗ (που λειτουργεί σημειολογικά ως τοτέμ), ένας μαντρότοιχος με τσιμεντόλιθους (από αυτούς που συναντάμε συχνά στην ελληνική επαρχία), ένα ξωκλήσι. Ένα τοπίο στο πουθενά, στο κάπου. Κάπου πέρα από τον Κιθαιρώνα».

Ρουβάς
«Θέλω πολύ να ασχοληθώ με το θέατρο, γιατί το αγαπώ»
Πιο εκεί, ο Σάκης Ρουβάς πίνει λίγο νερό. Τον πλησιάζω και τον ρωτάω για τη σχέση του με το θέατρο: «Οι γονείς μου ήταν ερασιτέχνες ηθοποιοί και είχαν ανεβάσει πολλά θεατρικά έργα. Σε κάποια από αυτά είχα παίξει και εγώ τότε που ήμουν μικρός. Θυμάμαι, πριν ακόμα πάω σχολείο, να είμαι συνέχεια στο θέατρο και να παρακολουθώ πρόβες. Συχνά, με έπαιρνε ο ύπνος και με κουβαλούσαν οι γονείς μου σπίτι, ξημερώματα, πάνω σε μια μηχανή· ο πατέρας μου, η μητέρα μου και στη μέση εγώ. Λάθος μεγάλο τα τρία άτομα πάνω στη μηχανή, το ξέρω. Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό με τα παιδιά μου. Αλλά ήταν άλλες εποχές τότε. Ξέγνοιαστες, αθώες».

Με πολύ παιχνίδι στους δρόμους; «Ναι, ανεβαίναμε στα ποδήλατα, παίρναμε ένα σκουπόξυλο και νομίζαμε ότι είμαστε ιππότες πάνω στα άλογα με το ξίφος μας. Με το τίποτα, γινόμασταν ινδιάνοι ή καουμπόηδες». Ινδιάνος ή καουμπόης, λοιπόν; «Και τα δύο. Το φόρτε μου ήταν οι ινδιάνικες σκηνές που έφτιαχνα με καλάμια». Κλέφτης ή αστυνόμος; «Και τα δύο πάλι. Γιατί μου άρεσε και να κυνηγάω και να ξεφεύγω». Και να, πώς ήρθαν τα πράγματα, που πάλι με δύο πράγματα ασχολείται, με το τραγούδι και με την υποκριτική. «Ναι, γιατί συνυπήρχαν όλο αυτό το διάστημα και τα δύο μέσα μου. Μπορεί να τραγουδούσα κυρίως αλλά έβλεπα και πολύ θέατρο, έπαιξα και σε ταινίες». Μπορεί, δηλαδή, να δει τον εαυτό του και σε άλλες θεατρικές παραγωγές στο μέλλον; «Ναι, θα μου άρεσε πολύ. Το σέβομαι και το αγαπάω το θέατρο» απαντά σεμνά.

n

Το εικαστικό είναι της ενδυματολόγου και σκηνογράφου της παράστασης Εύας Νάθενα και πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια της Ελευθερίας Ευθυμιάτου 


INFO: «Βάκχες», Παράσταση work-in-progress, 9/7 Σαλαμίνα (Ευριπίδειο Θέατρο) με ειδική τιμή εισιτηρίου, γενική είσοδος €5. Επίσημη πρεμιέρα: 13-14/7 Φεστιβάλ Φιλίππων (Αρχαίο Θέατρο).
Ακολουθεί περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.

Η παράσταση υποστηρίζει στην πανελλαδική της περιοδεία τους σκοπούς του Συλλόγου Φίλων παιδιών με καρκίνο ΕΛΠΙΔΑ και το νέο του έργο, την Τράπεζα Εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών, προσφέροντας μέρος των εσόδων από τα εισιτήριά της.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ