Μουσικη

Διονύσης Σαββόπουλος: 10 χρόνια, 50 χρόνια, 80 συν ένα χρόνια, όλα χύμα τρέχουν

Το «τότε» και το «τώρα» των ακροάσεων

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 975
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Διονύσης Σαββόπουλος: 10 χρόνια, 50 χρόνια, 80 συν ένα χρόνια, όλα χύμα τρέχουν

Στο μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον Διονύση Σαββόπουλο

Αν θέλεις να δεις τι ΔΕΝ είναι αυτό το κείμενο, ΠΡΙΝ αρχίσεις να το διαβάζεις, πήγαινε στη «Σημαντική σημείωση» που υπάρχει στο τέλος του. Ύστερα αποφάσισε ελεύθερα αν θα το ξεκινήσεις ή όχι.

Πόσο θ’ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης;
Δεν έχουν κάνει ούτε ένα βιντεοκλίπ.
Σαν τα κοράκια σού χιμάνε όταν πεθάνεις
οι κομπανίες με τους πράκτορες της ΚΥΠ.

Καλά τα ’λεγε ο Τζιμάκος. Μα τώρα πια σου χιμάνε και οι γραφιάδες: δημοσιογράφοι, δημοσιογραφούντες, μουσικογράφοι, μουσικογραφούντες, πολιτικοί, πολιτικάντηδες – οι πάντες, φίλε. Λοιπόν, τη φοβάμαι τη δουλειά, λες να γίνομαι κοράκι;

Το «10 χρόνια κομμάτια», μια προσωπική οπτική για τον πρώτο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου που μπήκε, πριν από 50 χρόνια, στο σπίτι μου και μάλιστα υπό μορφή κασέτας. Το «τότε» και το «τώρα» των ακροάσεων ή πώς ένας από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες, που έτυχε να γεννηθεί στην Ελλάδα, με έκανε να νομίζω ότι μπορώ να αφηγούμαι ιστορίες. Εμένα και τη γενιά μου ολόκληρη.

I. Ένα οριζόντιο κασετόφωνο με δερμάτινη θήκη
Ένα Sanyo. Οριζόντιο και πανέμορφο στη μαύρη δερμάτινη θήκη του. Δώρο γενεθλίων, Οκτώβρης του 1975. Και μαζί τρεις κασέτες: μια συλλογή με ρεμπέτικα, ο «Μεγάλος ερωτικός» του Χατζιδάκι και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη για το θεατρικό έργο του Μπρένταν Μπίαν «Ένας Όμηρος», με τη δική του φωνή. Τις έλιωσα. Μέρα νύχτα ήμουν από πάνω τους. Κι ύστερα –κάτι τα μεγαλύτερα ξαδέρφια, κάτι τα αδέρφια συμμαθητών, κάτι κάποιοι άλλοι μαλλιάδες– βρίσκω ότι είμαι πιο ροκ, αλλά και πιο πολιτικοποιημένος – ειδικά αυτό το τελευταίο το σήκωνε άγρια η εποχή. Έτσι, τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς έρχονται δύο κασέτες: Το «Κυρίες και κύριοι» του Τουρνά και το «10 χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου. Η μοίρα τους είναι δεδομένη: θα λιώσουν κι αυτές.

ΙΙ. Ευτυχώς η μαμά μου…
…αλλιώς, τι φάση αυτός ο Σαββόπουλος; Οι υπόλοιποι δίσκοι ήταν κανονικοί: τραγούδι, παύση, τραγούδι. Αυτός εδώ πατάει Rec-Play χωρίς Pause, χτυπάνε τα κουμπιά, μιλάει ανάμεσα, λέει κάτι ακατανόητα, άλλα τραγούδια είναι ηχογραφημένα live, άλλα δεν είναι, σε άλλα έχει μουσική από κάτω, άλλα είναι a capella… Τι φάση, λέμε; Η κασέτα της Lyra, πέρα από το tracklisting, δεν είχε καμία άλλη πληροφορία. Αν ήσουν αρκετά μικρός κι αυτή ήταν η πρώτη δουλειά του Σαββόπουλου που έφτανε στα χέρια σου, δεν καταλάβαινες τίποτα.

Όταν αργότερα άρχισα να παίρνω τα άλμπουμ του σε δίσκο και είδα ότι το «10 χρόνια κομμάτια» είχε διπλό εξώφυλλο (gatefold, όπως το λέμε τώρα) και σημείωμα στο οπισθόφυλλο, ένιωσα προδομένος. Από την άλλη, ευτυχώς που δεν υπήρχε το σημείωμα στην κασέτα, γιατί τα πράγματα θα ξέφευγαν άγρια: ποιος ήταν ο Λίνος, τι διάβολο ήταν η «μάσκα μπαλλ ντ’ ανφάν», πού ήταν ο μαντρότοιχος, ποιος είναι ο Φαληρέας, ποιος ο Φάνης, αμ εκείνος ο Αλύκος – ξεβάκωτος, μάλιστα; Τι είναι «α βου γα δέλτα», τι γίνεται εδώ, ρε φίλε; Η αφήγηση όμως; Μαγική! Λέξη δίπλα στη λέξη, να τρέχει το κείμενο –χύμα– και να μαγεύεσαι χωρίς –απαραίτητα– να καταλαβαίνεις. Τι όμορφα που αφηγείται, είτε μιλώντας είτε γράφοντας, αυτός ο άνθρωπος! Αλλά και πάλι, τι τίτλος είναι αυτός; Αλλού τα πράγματα ήταν απλά: Θεοδωράκης: «Ένας όμηρος», Χατζιδάκις: «Ο μεγάλος ερωτικός», ξεκάθαρα όλα. Εδώ πρέπει να κολλούσε εκείνο το «Χατζιδάκια μ’, Θεοδωράκια μ’, εσείς τρώτε και πίνετε κι εμένα με τρώει η αρκούδα». Η αρκούδα μ’ έτρωγε επειδή δεν καταλάβαινα τίποτα.

Ευτυχώς η μαμά μου αγόραζε τη «Γυναίκα». Εκείνο το περιοδικό που είχε και κάτι πατρόν για εργόχειρα –πλεξίματα, κεντήματα–, τα έφτιαχνε, της άρεζαν αυτά και κρατούσε όλα τα παλιά τεύχη. Ήδη από τον Αύγουστο, ο Σαββόπουλος είχε δώσει συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου. Πήγα στο ντουλάπι που φύλαγε τις «Γυναίκες» και διάβασα σχετικά με τον τίτλο: «Δέκα χρόνια κομμάτια θα πει, πρώτον, μουσικά κομμάτια μιας δεκαετίας. Επίσης, όμως, σημαίνει μια δεκαετία συντρίμμια».

Και να λοιπόν… Μια δεκαετία –επτά χρόνια της οποίας μέσα στη δικτατορία– «κομμάτια κι αποσπάσματα», δεμένα μ’ έναν τρόπο προσωπικό, συχνά κωδικοποιημένο, πιο κοντά σ’ αυτό που είσαι μέσα σου παρά σ’ αυτό που θα ήθελες να δώσεις στον άλλο για να μπορεί να σε καταλάβει. Γλώσσα του υποσυνείδητου versus γλώσσα της συνεννόησης, ποιητική προσέγγιση versus κοινή λογική – ίσως κάποτε μπορέσω να γράψω μ’ αυτούς τους όρους κι ίσως κάποτε κάποιοι άνθρωποι θελήσουν να με διαβάσουν. Λέμε τώρα.

ΙΙΙ. Κασέτα στο ριπλέι
Και πώς αλλιώς δηλαδή; Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα με τα πρώτα μας ακούσματα. Μαθαίνεις ν’ ακούς μουσική, μαθαίνεις να συνδέεσαι με τα τραγούδια και παράλληλα με την πραγματικότητα. Η «Συγκέντρωση της ΕΦEE» σε σύνδεση με το Πολυτεχνείο του 1973, η «Παράγκα» με την κατάσταση την εποχή της χούντας –η ψιθυριστή πρώτη εκδοχή για να μη σ’ ακούσει «ο χαφιές που μας ακολουθεί», τα κρετίνικα –όπως τα χαρακτηρίζει ο Σαββόπουλος– ακόμα τα τραγουδάω μιμούμενος τη φωνή του, η Σαμίου –μετά, πολύ μετά, κατάλαβα τι ήταν για τον Σαββόπουλο, κι ακόμη πιο μετά κατάλαβα τι ήταν συνολικά για την ελληνική παράδοση–, η «Θεία Μάνου - θεία Μάρω», το «Ολαρία Ολαρά», ο «Καραγκιόζης», παράξενα στην αρχή. Ειδικά σ’ αυτόν τον τελευταίο μ’ άρεσε πιο πολύ ο στίχος «Μέσα από την κάλπη, τη στατιστική / μας κοιτάει ο Χάρος και του τρέχουνε τα σάλια». «Τιιιιιιιιιιι Τρέχει; Ταράτσα κι απομόνωση. Αύγουστος 1967». Όσο για την «Αμνηστία του ’64», δεν είχα την παραμικρή ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Μόνο ότι το τραγούδι ήταν χαρούμενο, αυτό καταλάβαινα.

IV. Μα ποιος είσαι; Η Δομή είσαι;
Ως γνωστόν, το 1975 δεν υπήρχε διαδίκτυο. Στο σπίτι –όπως και σε κάθε σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του– υπήρχαν εγκυκλοπαίδειες. Έτσι, ενώ μπορούσες να βρεις στη «Δομή» ότι ο «Χριστιανόπουλος Ν.», σύμφωνα με την κασέτα, «Ντίνος» δηλαδή, ήταν ποιητής εκ Θεσσαλονίκης, γεννηθείς το 1931», για τον Αλέξη Ασλάνη δεν υπήρχε τίποτα. Ποιος να ήταν άραγε αυτός ο αινιγματικός άνθρωπος «με το πράσινο παλτό»; Αναρωτιέμαι σήμερα αν υπήρχε στη «Δομή» των mid seventies λήμμα «Ασλάνογλου Νικόλαος» –το Αλέξης ήταν ψευδώνυμο, αλλά πού να το ξέρω τότε;– όμως δεν είχα σκεφτεί να το ψάξω.

«Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ» τραγουδούσε αργότερα ο Σαββόπουλος κι ανάμεσά τους ο Ασλάνογλου ήταν ίσως ο πιο αγαπημένος του. «Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο / κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη / είσαι για μένα κούραση το βράδυ / μια μηχανή που σώπασε / μια ετοιμόρροπη φωνή / είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι», έγραφε ο Ασλάνογλου, κι αυτή η τελευταία φράση του έμπαινε σ’ ένα από τα δύο πιο τρυφερά τραγούδια της κασέτας που περιεργαζόμουν ακατάπαυστα. Και παράλληλα, εκείνη η «Θανάσιμη μοναξιά» γινόταν το πιο αγαπημένο μου τραγούδι, επειδή ακριβώς είχε μια συννεφιασμένη, μουντή ατμόσφαιρα και παράξενους στίχους.

Όταν αργότερα άρχισα να παίζω κιθάρα, εκείνο το ντο ματζόρε στο («μια δια-ΔΗ-λωση κοιτάς» και η επιστροφή στο μι μινόρε στο «πίσω απ’ τα ΤΖΑ-μια» ήταν μαγεία. Όταν ο Σαββόπουλος έπαιξε στον Λυκαβηττό το συγκεκριμένο τραγούδι, ακουγόταν σαν να ραπάρει. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που το δοκίμαζε. Θυμάσαι; «Στο τηλέφωνο σε παίρνω απ’ τη γωνία / κι όλο βγαίνουν κάτι άσχετοι / και η ώρα δεν περνά, και η ώρα δεν περνά / κι είναι τώρα πια κοντά δυο τρία χρόνια / που εξαιτίας σου έχω χάσει κάθε στιλ / κι η τροχιά του έρωτά μου μπαινοβγαίνει / απ’ τον φούρνο στην κατάψυξη».

Ο Ασλάνογλου μαζί με τη Γώγου και τη Μαστοράκη είναι οι πιο αγαπημένοι μου ποιητές. Υποκειμενικά τελείως, ξέρεις, δεν θέτω ζήτημα αξίας εδώ. Για τον Ασλάνογλου είναι εν μέρει υπεύθυνος ο Σαββόπουλος, η αγάπη του Ασλάνογλου για το καλοκαίρι κι εκείνος ο πρίγκιπας: «Πρίγκιπα, δε μιλάς και λέω η ώρα / αργεί ακόμα. Βάζω το χέρι στον ώμο σου / και λέω στ’ αποκαΐδια των ζεστών σπιτιών που υπήρξαμε / είσαι ακόμα ένας χτύπος αγάπης / στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου / για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει / λέω αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή». «Για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει»… τι άλλο μπορείς να προσθέσεις;

V. Ζεϊμπέκικο
(Rec-Play – πολύ άγαρμπο): «401. Αγωνία για ηλεκτροσόκ. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Σκηνές ροκ. Φωτογραφία με την Μπέλλου». Μόνο που η Μπέλλου έμοιαζε να έρχεται από την άλλη μου κασέτα, αυτή με τα ρεμπέτικα. Κάπως μεταλλική, κάπως σκληρή η φωνή της στ’ αυτιά μου εκείνης της εποχής. Μου άρεσε περισσότερο όταν έμπαινε ο Σαββόπουλος και τραγουδούσε από κάτω. Όταν, έξι χρόνια αργότερα, πρωτάκουσα το «Δε λες κουβέντα», που και σ’ αυτό τραγουδούσε η Μπέλλου, σκέφτηκα ότι το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο του Μούτση ήταν ευθεία αναφορά στο «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου. Το ότι εκείνο το σπουδαίο τραγούδι είχε κατά τη γνώμη μου γεννήσει ένα ακόμα σπουδαίο τραγούδι ήταν κάτι που μου φαινόταν πολύ σημαντικό. Και ήταν! Όμως, θα την πω την αμαρτία μου: προτιμώ το «Ζεϊμπέκικο» έτσι όπως το είχε ηχογραφήσει ο Σαββόπουλος μόνος του στο «Βρώμικο ψωμί».

VI. Μα όταν ριζώνει…
Κι αχ αυτό το ουράνιο τόξο της αγάπης μας… Πόσο τρυφερό το κλείσιμο αυτής της κασέτας! Μέχρι να βγει ο επόμενος κανονικός δίσκος του Σαββόπουλου, η «Ρεζέρβα», πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ήδη υπήρχε πικάπ στο σπίτι, ένα υπέροχο Luxman που λάτρεψα, και στο ενδιάμεσο απέκτησα ολόκληρη τη δισκογραφία του Σαββόπουλου, μαζί με το «Happy day» και τους «Αχαρνής». Κι όλο άλλαζα γνώμη: Ο «Μπάλλος», το «Βρώμικο ψωμί» ή το «Περιβόλι του τρελλού» είναι ο καλύτερος δίσκος του για μένα; Το «10 χρόνια κομμάτια» δεν έμπαινε σε σύγκριση. Συντελούνταν –όπως θα το έθετε ο Σαββόπουλος– «στον χώρο του αοράτου». Κι έρχεται η «Ρεζέρβα». Κι ανοίγει όπως έκλεινε το «10 χρόνια κομμάτια»: «Σβήνω αυτό το φως / βάλε για καφέ / ξημερώνει, πού ’ναι τα κλειδιά μου; / Τα λεφτά είναι στην ψωμιέρα / κι ότι ζήσαμε μες στη νύχτα αυτή / σαν σπουργίτι το τζάμι μας ραγίζει / ραγίζει η αγάπη μας / κομμάτια κι αποσπάσματα / γυρεύει αίμα και ρίζες / μεροδούλι μεροφάι στιχουργική / κι όταν ριζώνει / ουράνιο τόξο είδες / ανοίγει ξάφνου / μες στης κυκλοφορίας την αιχμή».

Το 1979 δεν δάκρυζα ούτε καν στο τέλος των ταινιών. Θα μπορούσα να παρακολουθήσω το «Slumberland» χωρίς ούτε ένα δάκρυ. Τώρα δεν είναι έτσι πια. Όμως, μέσα μου, το «Επέτειος (Επίλογος)» από το «10 χρόνια κομμάτια» και το «Πρωινό» από τη «Ρεζέρβα» «φωσφόριζαν σαν ιχθυόσκαλα»: ήταν το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική μου ηλικία. Το ’79, στα 15 μου, κάπνιζα. Όχι μόνο εγώ, σχεδόν ολόκληρη η γενιά μου.

VII. Σε δεύτερο πρόσωπο: Έχω μεγαλώσει κι εσύ δεν είσαι πια εδώ…
…αλλά ξέρεις κάτι; Η Μαρίνα πρόβαρε όλο το καλοκαίρι εκείνο το παραμύθι. Τριών ετών στον παιδικό, το κατέβαζε ολόκληρο: «Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας κότσυφας που τον λέγαν Σταύρο» και δεν ξεχνούσε ούτε ένα απ’ τα πουλιά. Το είχα πει για τον Μπόουι, το λέω και για σένα, φοβάμαι την ώρα που θα το πω για τον Ντίλαν ή τον Γιανγκ (αν προλάβω): Μ’ έναν τρόπο μαγικό, χάνω ένα είδος πατέρα κι η Μαρίνα ένα είδος παππού – ο παππούς δεν είναι που μας λέει παραμύθια;

Οι ιστορίες ανάμεσα στα τραγούδια μάς συγκινούσαν ίσως ακόμα πιο πολύ κι από τα ίδια τα τραγούδια, στο Μέγαρο και στον Λυκαβηττό. Τη Μαρίνα την έμαθες να αφηγείται ιστορίες. Κι εμένα κάπως. Α ναι, και να συνειδητοποιώ ότι «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά / στην αγορά στο Λαύριο / είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά / κι όλο φοβάμαι το αύριο». Ειδικά αυτό το τελευταίο με το «αύριο». Είναι πιο πολύ που «τα χρόνια τρέχουν χύμα».

Έχω όλους σου τους δίσκους κι επιπλέον μερικές κασέτες. Δεν μ’ αρέσουν όλοι το ίδιο, μα ξέρω απέξω τη διαδρομή. Σ’ ευχαριστώ για όλα.

Σημαντική σημείωση
Αυτό το κείμενο ΔΕΝ θέλει να είναι και ΔΕΝ είναι:

  1. Πολιτικό: Δεν ενδιαφέρεται για τις πολιτικές τοποθετήσεις του Διονύση Σαββόπουλου ή/και οποιουδήποτε άλλου. Δεν δίνει «δυάρα, δυάρα τσακιστή / για ό,τι έχει κερδηθεί / για ό,τι έχει πια χαθεί» καθώς και για δίπολα του στιλ δεξιός/αριστερός, προοδευτικός/συντηρητικός κ.λπ. ειδικά όταν το ζήτημά μας είναι η Τέχνη. Θα γελάω για πάντα με όσους αρνήθηκαν να διαβάσουν Έζρα Πάουντ επειδή υποστήριξε τον Μουσολίνι, Κνουτ Χάμσουν επειδή υποστήριξε τον Χίτλερ, Φερντινάν Σελίν για τον ίδιο λόγο, ή με όσους αποκήρυξαν τον Μόρισεϊ όταν άρχισε να γέρνει προς την πλευρά του Φάρατζ. Συνακόλουθα, αυτό το κείμενο δεν νοιάζεται καθόλου για το ποιος ήταν και ποιος δεν ήταν στην κηδεία.
  2. Ιστοριογραφική καταγραφή: Δεν φιλοδοξεί να αναπλάσει ούτε την εποχή ούτε τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες ηχογραφήθηκε το «10 χρόνια κομμάτια». Υπάρχουν άλλοι που το κάνουν αυτό. Και το κάνουν καλά.
  3. Μνημόσυνο: Τα σιχαίνομαι. Ένας λόγος που δεν θα ήθελα να γράφω σε καθημερινή εφημερίδα –αν και φλέρταρα με την ιδέα κάποια στιγμή– είναι ότι δεν θα προλάβαινε να πεθάνει κάποιος άνθρωπος και θα χιμούσα κι εγώ σαν τις «κομπανίες και τους πράκτορες της ΚΥΠ».

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY