Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Γιάννης Βακαρέλης: Δεν θα δεχόμουν να «παίξει» ένα ρομπότ στο Μέγαρο Μουσικής
Μια εκ βαθέων συζήτηση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών κο Γιάννη Βακαρέλη, από τους κλασικούς συνθέτες μέχρι και την ταυτότητα του Μεγάρου στη σύγχρονη εποχή
«Η τέχνη είναι ο πιο σύντομος δρόμος από τον άνθρωπο στον άνθρωπο». Αυτό επαναλάμβανε συχνά σε συνεντεύξεις και ομιλίες του ο Αντρέ Μαλρό την δεκαετία του 1950…
Με αυτό στο μυαλό, το λιγότερο, και πιο προφανές που θέλησα να κάνω, είναι να συνομιλήσω με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής, τον κύριο Γιάννη Βακαρέλη. Να μάθω τι έρχεται στο εμβληματικό Μέγαρο. Η νέα σεζόν αρχίζει Παρασκευή 17 Οκτωβρίου, με την Ασμίκ Γκριγκοριάν (Asmik Grigorian).
«Είναι μια από τις μεγαλύτερες σοπράνο του κόσμου αυτή τη στιγμή. Όλα τα θέατρα την κυνηγούν. Προσπαθούσα τρία χρόνια να την κλείσω!».
Φυσικά η συζήτηση είχε προγράμματα, ρεπερτόρια και ημερομηνίες. Όμως μιλήσαμε για την ευθύνη της τέχνης απέναντι στα παιδιά, τον Θεόδωρο Κουρεντζή, τον Κωνσταντίνο Καρύδη, και τον Λεωνίδα Καβάκο. Τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ. Για το αν θα επιτρέψει ποτέ ένα ρομπότ να «παίξει» ένα ρομπότ στο Μέγαρο, έστω κι αν κάνει την τέλεια ερμηνεία Μπαχ ή Μπετόβεν… Μιλήσαμε και για αρκετά ακόμα.
Είμαστε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής, τον κύριο Γιάννη Βακαρέλη, στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»… έβλεπα το πρόγραμμα και πραγματικά δεν ήξερα τι ακριβώς να διαλέξω. Προσωπικά με ενδιαφέρει ότι θα είναι ξανά εδώ ο Κουρεντζής, με ενδιαφέρει αυτό που θα κάνει η Καμεράτα, ότι θα είναι εδώ η Chiara Mastroianni, και μερικά ακόμα. Πόσο καιρό θέλει η προετοιμασία ενός προγράμματος;
Δύο χρόνια περίπου. Το 2025 προγραμματίζω την καλλιτεχνική σεζόν Οκτώβριο με Ιούνιο 2027-2028. Επειδή φέρνουμε μεγάλα, διεθνή συγκροτήματα και ορχήστρες, αυτά προγραμματίζουν πολύ νωρίτερα και προσπαθούμε να μπούμε στις διαθέσιμες ημερομηνίες τους.
Θέλω να ξεκινήσω λέγοντας μια σκέψη σε σχέση με τα παιδιά και την Τέχνη,. Το Μέγαρο οφείλει να έχει και έναν παιδευτικό ρόλο, κυρίως αυτή την εποχή.
Δίνω πολύ μεγάλο βάρος στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Έχουμε μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων, από βρέφη μέχρι εφήβους. Μία από τις πιο αγαπημένες μας δράσεις είναι μια σειρά πέντε συναυλιών που ονομάζουμε «Baby Boom». Συνήθως συμμετέχει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ενώ καλούμε γονείς με νεογέννητα βρέφη – τριών, τεσσάρων μηνών – να έρθουν πάνω στη σκηνή. Έχουμε κάτι σαν μια πλαστική «πισίνα», όπου τα παιδιά μπουσουλούν και χοροπηδούν, έχοντας άμεση επαφή με τα όργανα και με την υπέροχη μουσική που ακούγεται στην απίστευτη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Δημιουργείται ένας ενθουσιασμός, ένα «μπόλιασμα» αυτών των παιδιών με την ποιότητα, με το καλό, με το ωραίο. Έχει τεράστια επιτυχία.
Έτσι όπως το ακούω, ίσως να είναι το πιο σημαντικό έργο που κάνει το Μέγαρο.
Έχει σημασία γιατί ξεκινάμε από το μηδέν της ανθρώπινης ύπαρξης — και δίνουμε μια πρώτη καθοδήγηση στο πώς θα εξελιχθεί, ενδεχομένως, αυτός ο άνθρωπος. Είναι πολύ σημαντικό αυτό.
Όταν βλέπει κανείς το πρόγραμμα του Μεγάρου, το βλέπει υποκειμενικά. Προσωπικά, δεν θέλω να χάσω τη Chiara Mastroianni. Μου αρέσει πολύ που θα είναι αφηγήτρια. Έχει κάνει την πιο υπέροχη, αφηγηματική εκτέλεση του Eye of the Tiger στην animation ταινία της Μαριάν Σατραπί, Persepolis.
Είναι το Dream Requiem του Rufus Wainwright, ένα ρέκβιεμ για τα θύματα του Covid. Για ορχήστρα, δύο μεγάλες χορωδίες, σοπράνο και μια αφηγήτρια — τον ρόλο αυτόν θα έχει η Chiara Mastroianni. Με έναν σπουδαίο Φινλανδό μαέστρο και μια σημαντική τραγουδίστρια, θα είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο.
Είναι η έκτη χρονιά που είστε καλλιτεχνικός διευθυντής. Είναι ένας ικανός χρόνος για να κοιτάξετε προς τα πίσω και να κάνετε έναν απολογισμό. Τι πιστεύετε ότι έχετε προσφέρει στο Μέγαρο Μουσικής;
Νομίζω ότι έχω συμβάλει στο να ξανακερδηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς το Μέγαρο - το κοινό άρχισε να επιστρέφει πολυπληθέστατο. Είναι πολύ μεγάλη ιστορία στη ζωή γενικά το να αποκτηθεί ή να χαθεί η εμπιστοσύνη. Ένα από τα «μυστικά», νομίζω, είναι πως πάντα προσφέραμε ποιοτικές παραστάσεις και εκδηλώσεις. Αυτό το «μικρόβιο της ποιότητας», όπως το λέω, όταν περάσει στον άνθρωπο, τον μπολιάζει και του μένει. Είναι μια ασπίδα απέναντι στα περίεργα που βλέπει, ακούει, διαβάζει, και έτσι αρχίζει να γίνεται αυστηρός κριτής για ό,τι δέχεται.
Έχοντας πάντα στο μυαλό μας το «μικρόβιο της ποιότητας». Τώρα πια, με τις νέες τεχνολογίες, το διαδίκτυο, την τεχνητή νοημοσύνη μειώνεται το περιθώριο για αυτή την ποιότητα;
Απόλυτα. Διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο και νομίζω ότι είμαστε μόνο στην αρχή. Φοβάμαι πως θα μεγαλώνει, όχι με τα χρόνια, αλλά με τους μήνες. Μπορεί, θεωρητικά για την ώρα, να αντικαταστήσει την ερμηνεία φέρ’ ειπείν. Υπάρχει ήδη ένα ρομπότ που «παίζει» τη σονάτα του Μπετόβεν. Με τα χιλιάδες ή και εκατομμύρια δεδομένα που δέχεται ο τεχνητός εγκέφαλος αυτού του ρομπότ, μπορεί κάποια στιγμή να την αναπαράγει. Αυτό όμως που φοβάμαι περισσότερο είναι πως, αν αυτό αρχίσει να υπερισχύει και γίνει ο κανόνας, θα διαμορφωθεί και μια νέα αισθητική κοινού, ενός κοινού που θα ακούει μόνο τέτοιου είδους ρομποτική μουσική. Χωρίς ψυχή. Επομένως ο κίνδυνος είναι ότι αν τελικά δεν υπάρχουν ζωντανές εκτελέσεις και τα ρομπότ κερδίζουν περισσότερο χρόνο στη ζωή μας, ο κόσμος στο τέλος δεν θα ξέρει καν τι του λείπει. Θα συνηθίσει σ’ ένα τραγικό ακρόαμα.
Έχει ιδιαίτερη αξία η γνώμη σας, γιατί είστε και ένας από τους σημαντικούς πιανίστες διεθνώς. Σας αγγίζει αυτό και σε άλλο επίπεδο, φαντάζομαι.
Σίγουρα. Πέρα από την αισθητική πλευρά, υπάρχει και η ουσιαστική. Θα υπάρξουν άνθρωποι που θα χάσουν τις δουλειές τους. Όπως λένε ότι πολλά επαγγέλματα θα αντικατασταθούν από την τεχνητή νοημοσύνη, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και στην τέχνη.
Θα δεχόσασταν ποτέ, ως καλλιτεχνικός διευθυντής, να «παίξει» ένα ρομπότ στο Μέγαρο; Έστω κι αν υποτίθεται πως κάνει την τέλεια ερμηνεία Μπαχ ή Μπετόβεν;
Όχι. Γιατί θα είναι ο δούρειος ίππος. Από εκεί και πέρα θα αρχίσει η καταστροφή χωρίς επιστροφή.
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής επιστρέφει στο Μέγαρο. Είναι πάντα ένα γεγονός η εμφάνισή του.
Ιδιαίτερα μεγάλο, ελκυστικό και ουσιαστικό γεγονός. Χαιρόμαστε πολύ που και το Μέγαρο συμβάλλει στη δημοσιότητα των εμφανίσεών του. Είναι κάτι μοναδικό ότι ένας κλασικός μουσικός ερμηνευτής φτάνει στα όρια ενός rockstar, τα εισιτήρια για τις εμφανίσεις του εξαντλούνται σε δέκα ή είκοσι λεπτά.
Κάντε μου μια αξιολόγηση για το ταλέντο του Θεόδωρου Κουρεντζή.
Είναι ιδιοφυΐα, αναμφισβήτητα. Ζει τη μουσική με τέτοιον τρόπο και την αναπαράγει τόσο έντονα, που τελικά προτιμάμε την ερμηνεία ενός Κουρεντζή και όλες οι άλλες ερμηνείες σου φαίνονται άνευρες. Είμαι σίγουρος πως και τώρα, με το εκπληκτικό έργο του Wagner, το Δαχτυλίδι χωρίς λόγια - τη μεταγραφή της τετραλογίας για ορχήστρα χωρίς τραγουδιστικά μέρη - θα είναι κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Ακούγεστε ότι είναι ένα έργο που το περιμένετε κι σεις με μεγάλη προσμονή...
Βέβαια! Είναι σπάνια παιζόμενο έργο. Ο Wagner έχει θαυμαστές αλλά και επικριτές - μία από τις επικρίσεις είναι οι ατέλειωτες άριες. Εδώ δεν θα υπάρχουν άριες· θα είναι μόνο η καθαρή συμφωνική μουσική. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα το δεχτεί ο κόσμος.
Προσωπικά έχω μεγάλη συμπάθεια στον Γιώργο Πέτρου και στην Καμεράτα. Είναι σημαντικοί για το Μέγαρο αλλά και για την Ελλάδα ως πρεσβευτές στο εξωτερικό.
Βέβαια. Ήταν πολύ σωστή η ιδέα του Χρήστου Λαμπράκη να φτιαχτεί η Καμεράτα, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε το Μέγαρο. Να υπάρχει μια ορχήστρα δημιούργημα του Μεγάρου, να στεγάζεται εδώ, και σιγά-σιγά να ανοίξει τα φτερά της, όπως και έγινε.
Είδα στο πρόγραμμα το Φεστιβάλ της Άνοιξης 2026, Μάρτιος και Απρίλιος: «Πέντε κοντσέρτα για πιάνο του Μπετόβεν», και τα πέντε του Ραχμάνινοφ. Αυτό έχει ξανασυμβεί ποτέ;
Νομίζω πως όχι. Και τα πέντε στην ίδια συναυλία ή σε δύο συναυλίες δεν νομίζω ότι έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό, ναι, έχει γίνει. Είναι ένας μαραθώνιος, και για τον πιανίστα και για τους μουσικούς της ορχήστρας που τον συνοδεύουν, αφού παίζουν διαφορετικά κοντσέρτα. Κυρίως όμως είναι μια τεράστια δοκιμασία για τον σολίστα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Τι χρειάζεται να διαθέτει ένας πιανίστας για να φέρει εις πέρας κάτι τέτοιο;
Πρέπει να έχει πολύ μεγάλη εσωτερική δύναμη, που να μεταφράζεται και σε σωματική. Πρέπει να κρατά δυνάμεις για ό,τι έρχεται, αλλά και να μην παίζει συγκρατημένα στην αρχή, στο πρώτο ή δεύτερο κοντσέρτο, για να δώσει μετά τον καλύτερό του εαυτό στο τέλος. Πέρα από τις τεχνικές δυσκολίες, δεν προλαβαίνεις καν να «ζεσταθείς», όπως λέμε στη μουσική πριν ανέβεις στη σκηνή, χρειάζεται και θηριώδης μνήμη. Να θυμάσαι εκατομμύρια νότες.
Πέρα από τη μνήμη, υπάρχει και κάτι σαν ταύτιση με τα έργα; Μπορεί να είναι μόνο απομνημόνευση;
Εδώ υπάρχει ο ελλοχεύων κίνδυνος. Αν ταυτιστείς πλήρως και με τα πέντε κοντσέρτα, κινδυνεύεις να χάσεις την ουσία σου. Πρέπει να κρατάς ένα κομμάτι του εαυτού σου, να θυμάσαι ποιος είσαι ως πιανίστας. Να ερμηνεύεις, όχι να εξαφανίζεσαι μέσα στη μουσική.
Ποια είναι η δική σας περιγραφή συναισθημάτων για τον Λεωνίδα Καβάκο;
Τον θαυμάζω απεριόριστα, ως μουσικό ταλέντο, ως βιολιστή και ως άνθρωπο. Η τεχνική του είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο. Αλλά θαυμάζω εξίσου και τον «άνθρωπο» Λεωνίδα Καβάκο. Ενδιαφέρεται για τους νέους, τους βοηθάει, είτε μέσα από σεμινάρια είτε δημιουργώντας μικρά σύνολα τριών, τεσσάρων ή πέντε μουσικών με τους οποίους παίζει μαζί. Όπως αυτό που έγινε το καλοκαίρι στη Μονή Αρκαδίου. Πρότεινε δύο εξαιρετικά έργα για πέντε έγχορδα, από τα σπάνια παιζόμενα, αφού συνήθως έχουμε κουαρτέτα εγχόρδων. Το ένα ήταν το περίφημο κουιντέτο του Σούμπερτ για δύο τσέλα, και το άλλο η Σονάτα Κρόιτσερ του Μπετόβεν, σε μεταγραφή για πέντε έγχορδα. Θα το επαναλάβουμε και του χρόνου αυτό.
Έτσι όπως το περιγράφετε, μοιάζει με τύχη, σε ενεστώτα χρόνο να έχουμε ανάμεσά μας δύο ή τρία από τα σημαντικότερα ταλέντα παγκοσμίως.
«Πολύ σωστά το λέτε. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε τρία συγκλονιστικά ταλέντα: τον Θεόδωρο Κουρεντζή, τον Κωνσταντίνο Καρύδη - τον άλλο εκπληκτικό μαέστρο - και τον Λεωνίδα Καβάκο. Δεν τα αναφέρω με σειρά αξίας, αλλά είναι τρεις τεράστιες, παγκόσμιες πια προσωπικότητες. Είναι πραγματικά ιδιοφυείς. Και είναι από τις βαθιές μου επιθυμίες, αυτοί οι άνθρωποι να εμφανίζονται όσο πιο συχνά γίνεται στο Μέγαρο, με διαφορετικούς ρόλους. Ο Καβάκος, για παράδειγμα, θα έρθει την άνοιξη του 2026, διευθύνοντας τη Φιλαρμόνια, την περίφημη ορχήστρα του Λονδίνου».
Η νέα σεζόν αρχίζει στις 17 Οκτωβρίου, με τη συγκλονιστική Asmik Grigorian.
«Είναι μια από τις μεγαλύτερες σοπράνο του κόσμου αυτή τη στιγμή. Όλα τα θέατρα την κυνηγούν. Προσπαθούσα τρία χρόνια να την κλείσω!».
Η στιγμή που κλείνετε έναν καλλιτέχνη που περιμένατε καιρό είναι και μια βαθιά καλλιτεχνική ικανοποίηση.
Έχετε απόλυτο δίκιο. Αυτό ακριβώς ένιωσα όταν πρωτομπήκα στο Μέγαρο, το 2020. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς ήρθε ο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, διευθύνοντας τη μεγάλη ορχήστρα Staatskapelle του Βερολίνου, με τις τέσσερις συμφωνίες του Μπραμς και τις τέσσερις του Σούμαν, σε τέσσερις συνεχόμενες βραδιές. Θυμάμαι: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή. Ήταν ένα μεγάλο ρίσκο. Πρώτον, να προγραμματίσεις τέσσερις συναυλίες στη σειρά· δεύτερον, με ρεπερτόριο που δεν είναι το πιο εμπορικό· τρίτον, επρόκειτο για μια πάρα πολύ ακριβή παραγωγή· και τέταρτον, έπρεπε να βρεθούν οι χορηγοί και να υπάρχει η βεβαιότητα ότι θα προχωρήσει, ότι θα πουληθεί. Κι όταν, ύστερα από μήνες διαβουλεύσεων, ανταλλαγών e-mail, τηλεφωνημάτων και αγωνίας, σήκωσε την μπαγκέτα του ο Μπαρενμπόιμ στην αίθουσα για να διευθύνει, είπα μέσα μου: αυτή είναι μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές που έχω ζήσει.
Σας βλέπω κάπως φορτισμένο...
Ναι… γιατί, αν σκεφτεί κανείς ποιες ήταν οι δύσκολες στιγμές, οι στιγμές απογοήτευσης, εκεί καταλαβαίνεις πόσο δρόμο έχεις διανύσει. Τότε, το να βρεθούν χορηγοί ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το Μέγαρο είχε κάπως χαθεί στη συνείδηση του κόσμου. Υπήρχαν ερωτήματα: τι είναι το Μέγαρο, τι κάνει, γιατί να δώσει κάποιος χρήματα γι’ αυτό; Πήρε καιρό να αλλάξει αυτό. Εκεί ακριβώς ακουμπά το ζήτημα της εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη ξανακερδήθηκε. Με το γεμάτο κοινό, με τις αίθουσες που άρχισαν πάλι να σφύζουν, οι εταιρείες και οι τράπεζες άρχισαν να μας βλέπουν διαφορετικά. Να πιστεύουν ότι αξίζει να είναι χορηγός σε μια sold out συναυλία. Και αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη επιβεβαίωση που μπορεί να έχεις.
Ένα μήνα μετά την έναρξη της σεζόν θα παρουσιαστούν δύο συμφωνικά αριστουργήματα: η «Ημιτελής» του Σούμπερτ, που δεν παίχτηκε ποτέ όσο ζούσε, και η θρυλική 5η του Μπετόβεν, με όργανα εποχής.
Ακριβώς. Η Καμεράτα έχει αυτό το ατού, πάντα έπαιζε με όργανα εποχής. Είμαστε πιστοί σ’ εκείνον τον ήχο, σ’ εκείνη την αίσθηση που αποδίδει ο αυθεντικός τρόπος εκτέλεσης.
Πώς πιστεύετε ότι θα άκουγε ο Μπετόβεν τον τρόπο που ερμηνεύει σήμερα ένας μεγάλος πιανίστας τα έργα του;
Μάλλον εννοείτε όταν παίζει σε ένα σύγχρονο Steinway. Θα ξαφνιαζόταν πάρα πολύ. Από το pianoforte, για το οποίο συνέθεσε όλες τις μεγάλες του σονάτες και έργα, μέχρι τα σημερινά πιάνα υπάρχει άβυσσος. Είμαι σίγουρος ότι θα πάθαινε σοκ. Δεν ξέρω καν αν θα τον ενέπνεε να συνεχίσει να γράφει.
Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Εξηγείστε σε εμάς που δεν έχουμε τέτοια γνώση.
Τα παλιά όργανα, σε σχέση με τα σύγχρονα, μοιάζουν με «φτωχούς συγγενείς». Από τη μία, το αυτί μας έχει συνηθίσει στον σύγχρονο ήχο — στα σημερινά πιάνα, στα σύγχρονα έγχορδα. Από την άλλη, κανείς πια δεν συνθέτει για όργανα εκείνης της εποχής. Όλοι γράφουν για τα όργανα του σήμερα. Ίσως έχει κάποια συνάφεια και με αυτό που λέγαμε πριν για τα ρομπότ: όταν ο κόσμος συνηθίζει ένα συγκεκριμένο άκουσμα, δύσκολα επιστρέφει στο άλλο. Αν το ρομπότ σου προσφέρει έναν ήχο που εσύ μαθαίνεις να αγαπάς, δύσκολα θα ξαναγυρίσεις στο ανθρώπινο, στο ατελές.
Είχαν περισσότερη ψυχή τα όργανα του Μπετόβεν;
Όχι, είχαν λιγότερες τεχνικές και ηχητικές δυνατότητες. Η χορδή, τότε, κρατούσε 1,5 δευτερόλεπτο, ενώ σήμερα κρατά 4 ή 5 δευτερόλεπτα. Τα σφυράκια που χτυπούσαν τις χορδές ήταν από τσόχα. Η τεχνική εξέλιξη είχε τεράστιο αντίκτυπο και στην κατασκευή των οργάνων.
Αν μπορούσατε να συναντήσετε έναν από τους μεγάλους συνθέτες και να του σφίξετε το χέρι, ποιον θα διαλέγατε;
Νομίζω τον Μότσαρτ. Είναι ίσως η απόλυτη ιδιοφυΐα. Συνέθετε όπως ανέπνεε. Έγραφε από το μηδέν, έπαιζε θαυμάσια, και είχε αυτή τη μοναδική σχέση με τη θεία έμπνευση. Του έδωσε ο Θεός ένα ταλέντο σχεδόν ανεξήγητο.
Ο εγκέφαλος του Μότσαρτ είναι ακόμα στα όρια του ανεξήγητου…
«Είναι. Για μένα, ναι. Το να μπορείς να γράψεις τέτοια αριστουργήματα, με την ευκολία που κάποιος γράφει ένα γράμμα, είναι ανεξήγητο».
Όλη η μουσική που έχει γραφτεί και θα γραφτεί στην Ιστορία της ανθρωπότητας βασίζεται στις ίδιες επτά δώδεκα νότες. Όλα είναι θέμα ρυθμού και σειράς;
Ακριβώς. Είναι πολύ απλό. Αυτές οι δώδεκα νότες —πώς θα τις τοποθετήσεις, με ποια σειρά και με τι ρυθμική αγωγή— είναι που δημιουργούν τα αριστουργήματα. Έχω μιλήσει με αρκετούς συνθέτες, και όλοι λένε ότι η σύνθεση ξεκινά από λίγες νότες. Θυμάμαι μια συζήτηση με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, για το Chariots of Fire. Έξι νότες είναι όλο κι όλο. Ο τρόπος που τις έβαλε, το τέμπο, η εναλλαγή τους — αυτό έκανε τη μελωδία αξέχαστη. Εγγράφηκε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο.
Στο Μέγαρο υπάρχουν νομίζω μαθήματα μουσικής για παιδιά.
Ναι, φυσικά. Υπάρχουν προγράμματα σύνθεσης και γενικότερα εκπαιδευτικά προγράμματα. Είναι πάρα πολύ σημαντικά, γιατί τα θεωρούμε το κοινό του αύριο. Επενδύουμε πολύ στα εκπαιδευτικά και οικογενειακά προγράμματα. Για παράδειγμα, τα Χριστούγεννα θα παρουσιάσουμε ένα νέο musical βασισμένο στον Αλαντίν. Ή τις καινοτόμες παραστάσεις για βρέφη, όπου τα μωρά βρίσκονται πάνω στη σκηνή, σε ειδικά διαμορφωμένο πάρκο, δίπλα στην ορχήστρα. Τα μεγαλύτερα παιδιά είναι στην πλατεία και έχουν την ελευθερία να στροβιλιστούν στον ήχο γνωστών συμφωνικών έργων. Αυτό γίνεται για πρώτη φορά. Είναι ένας μαγικός τρόπος για να καλλιεργήσεις την πρώτη, βιωματική επαφή με τη μουσική.
Πότε ξεκινά αυτό; Για να το μάθουν οι γονείς.
Ξεκινά σε έναν μήνα. Θέλουμε το Μέγαρο να είναι πραγματικά ανοιχτό για όλους. Γι’ αυτό έχουμε προχωρήσει σε αναβαθμίσεις των εγκαταστάσεων και σε εκπαιδεύσεις του προσωπικού. Προγραμματίζουμε συναυλίες φιλικές και για ηλικιωμένους και οικογένειες. Συμμετέχουμε, επίσης, για δεύτερη χρονιά στο πρόγραμμα πολιτιστικής συνταγογράφησης, που ξεκίνησε το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι δράσεις για λήπτες υπηρεσιών ψυχικής υγείας, σε συνεργασία με ψυχολόγους. Είναι εντυπωσιακό πόσο καλό κάνει αυτό σε ανθρώπους με ψυχολογικές δυσκολίες. Διοργανώνουμε επίσης συναυλίες φιλικές για άτομα με άνοια και τους συνοδούς τους. Όλα αυτά δεν είναι «παράλληλες δράσεις», αλλά κομμάτι της ταυτότητάς μας. Το Μέγαρο είναι ανοιχτό. Κανένας αποκλεισμός. Το όραμά μου είναι να λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση και την καινοτομία. Και όταν λέω καινοτομία, δεν εννοώ μόνο τη σύγχρονη μουσική που παρουσιάζεται στο Μέγαρο, αλλά και τις καινοτόμες δράσεις μας. Αυτές είναι η ουσία μας, όχι απλώς συμπληρωματικές δραστηριότητες.
Πιστεύετε ότι η ταυτότητα του Μεγάρου χρειάζεται προσαρμογή στη σύγχρονη εποχή; Όπως όλα πλέον;
Σίγουρα, οι εκπαιδευτικές δράσεις κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Τα παιδιά σήμερα είναι διαφορετικά. Είναι πιο ενημερωμένα, πιο «ψαγμένα». Και νιώθω τεράστια ικανοποίηση όταν βλέπω τις αίθουσες γεμάτες νέους — κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά. Τα παιδιά των ωδείων, τα παιδιά που παίζουν πιάνο, ξέρουν γιατί έρχονται και ποιον ακούνε. Είναι τόσο πληροφορημένα, μέσα από το διαδίκτυο, για το τι συμβαίνει στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, που όταν κάποιος μεγάλος καλλιτέχνης έρχεται στο Μέγαρο, λένε αυθόρμητα: «Πάμε να τον ακούσουμε».
Υπάρχει κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμα όσο είστε καλλιτεχνικός διευθυντής; Κάτι που θα θέλατε να δείτε να πραγματοποιείται;
Θα απαντήσω λίγο πιο γενικά. Θα ήθελα κάποια μέρα το Μέγαρο να γίνει ενεργειακά αυτόνομο. Είναι κάτι πολύ σημαντικό. Το Μέγαρο έχει μια τεράστια επιφάνεια ταράτσας, περίπου έξι στρέμματα. Μπορούν να τοποθετηθούν κάτοπτρα, φωτοβολταϊκά. Είναι κάτι που συζητάμε και το θέλουμε πραγματικά. Ζούμε σε μια νέα εποχή. Σας δίνω ένα παράδειγμα: υπάρχουν ευρωπαϊκές ορχήστρες που ταξιδεύουν μόνο με τρένο, αποφεύγοντας τα αεροπλάνα. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον πηγαίνουν σε κοντινές χώρες και, δεύτερον, όταν ταξιδεύουν με αεροπλάνο, ζητούν να δώσουν δύο συναυλίες στην ίδια πόλη, για να δικαιολογηθεί η περιβαλλοντική επιβάρυνση. Το έχουμε δει κι εμείς αυτό: ξένες ορχήστρες μάς ζητούν δύο παραστάσεις, ενώ εμείς θέλουμε μία. Έτσι, αρχίζουν να δημιουργούνται νέες προκλήσεις. Το περιβάλλον και τα περιβαλλοντικά θέματα ήδη μάς απασχολούν - και θα μας απασχολήσουν ακόμη περισσότερο στο μέλλον.
Με αφορμή αυτό που λέτε, πιστεύω ότι είμαστε η πρώτη γενιά που αντιλαμβάνεται την κλιματική κρίση και η τελευταία που μπορεί να κάνει κάτι. Πιστεύετε ότι σε αυτό το τόσο σοβαρό πρόβλημα μπορεί το Μέγαρο να ανταποκριθεί ως μονάδα σε δύο ή τρία χρόνια;
Αν ξεκινήσουν οι μελέτες, ναι. Ήδη έχουμε έρθει σε επαφή με εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που ειδικεύονται στην ενεργειακή αυτονομία μεγάλων κτιρίων. Είναι μια μεγάλη επένδυση, αλλά θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί και από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θα είναι τεράστιο όφελος. Σκεφτείτε ότι το Μέγαρο πληρώνει υπέρογκα ποσά για κλιματισμό, ψύξη, θέρμανση, φωτισμό. Θα ήταν ένα έργο-παρακαταθήκη.
Η κρατική επιχορήγηση σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα;
Πολύ καλή. Έχουμε εξαιρετική συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και με την ίδια την υπουργό, την κυρία Λίνα Μενδώνη, η οποία είναι πάντα αρωγός. Ο προϋπολογισμός που ζητούμε κάθε χρόνο εισακούεται — και αυτό είναι πάρα, πάρα πολύ σημαντικό. Παράλληλα, αρχίζουν να ανακάμπτουν και οι χορηγοί, κάτι που είναι εξίσου ενθαρρυντικό.
Υπάρχει και αυτή η πολύ μεγάλη επιτυχία του προγράμματος «Μέγαρο εκτός Αθηνών», σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Ναι, και είναι κάτι που μας δίνει ιδιαίτερη χαρά. Και το καλοκαίρι, αλλά και τώρα πρόσφατα, συνεχίζουμε με συναυλίες στην Εύβοια. Έχουμε πάει δύο φορές στη Μεσσήνη, φέτος παρουσιάσαμε τη συναυλία στη Μονή Αρκαδίου, με τον Λεωνίδα Καβάκο. Είχε τεράστια επιτυχία. Ο κόσμος αισθάνθηκε ότι το Μέγαρο πηγαίνει προς εκείνον, και όχι το αντίστροφο. Αυτή η αίσθηση εγγύτητας είναι συγκινητική. Και βλέπουμε ότι συμβαίνει και το άλλο: έρχονται πολλοί ακροατές από διάφορα μέρη της Ελλάδας για να παρακολουθήσουν τις συναυλίες μας εδώ. Δημιουργείται μια πραγματική σχέση εμπιστοσύνης, μια κοινότητα γύρω από τη μουσική.
Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, τι θα λέγατε στο ελληνικό κοινό, στους νέους, στους εφήβους, στους ηλικιωμένους; Ποιο είναι το μήνυμά σας;
Θα έλεγα απλά: Ελάτε. Αν σας αρέσει, ξαναρθείτε. Αν δεν σας αρέσει, μην ξανάρθετε.
Με την πεποίθηση ότι θα τους αρέσει...
Ναι. Όταν προσφέρει κανείς ποιότητα, όχι απλώς ήχους, αλλά εμπειρίες που μιλούν στην ψυχή και στην καρδιά των ανθρώπων, τι πιο ωραίο; Το βλέπω κάθε φορά στις συναυλίες: χαμηλώνουν τα φώτα, κλείνουν οι πόρτες, γεννιέται αυτή η ατμόσφαιρα της αναμονής· και ύστερα από μιάμιση ή δύο ώρες, ο κόσμος φεύγει έχοντας κάνει ένα υπέροχο ταξίδι.
Δειτε περισσοτερα
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Οι Κώστας Μηλιαράς και Γιώργος Παπακώστας μιλούν για το ντεμπούτο των The Dionysians «Να Κάψουμε το Χθες»