Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Νταϊάνα Ρος: Η συναρπαστική ζωή της μεγαλύτερης σταρ της σόουλ
Νταϊάνα Ρος: Η ζωή και η καριέρα της απόλυτης ντίβας που καθόρισε τον ήχο, την εικόνα και την αφηγηματική ορμή της μαύρης θηλυκότητας στο mainstream
Στις 16 Ιουλίου, στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας, η Νταϊάνα Ρος θα ανέβει στη σκηνή με το ίδιο βλέμμα, το ίδιο στιλ και τη φωνή που καθόρισε γενιές. Και μπορεί το Καλλιμάρμαρο να έχει φιλοξενήσει αμέτρητους καλλιτέχνες, όμως ελάχιστοι μπορούν να καυχηθούν ότι το περπατούν με το βάρος μιας ζωής ήδη μυθικής. Η Νταϊάνα Ρος δεν είναι απλώς μία τραγουδίστρια· είναι μια ζωντανή πολιτισμική αναφορά. Είναι η Supremes. Είναι η disco. Είναι το afro glam. Είναι η θρυλική νύχτα της 12ης Ιουλίου του 1983 στο Central Park με 800.000 θεατές. Είναι το Studio 54 και ο Άντι Γουόρχολ που την ζωγράφισε. Είναι η Μπιγιόνσε πριν από τη Μπιγιόνσε.
Υπάρχουν καλλιτέχνες και υπάρχουν και θεσμοί. Η Νταϊάνα Ρος δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια ποπ σταρ. Είναι ένα τοτέμ του 20ού αιώνα, μια φιγούρα που επινόησε η ίδια τον εαυτό της ξανά και ξανά, με την ευκολία που αλλάζει τουαλέτες στα παρασκήνια, ανάμεσα στα τραγούδια της. Με αφορμή τη μεγάλη συναυλία της στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας στις 16 Ιουλίου 2025, επιχειρούμε μια αναδρομή στη ζωή και την καριέρα της γυναίκας που καθόρισε τον ήχο, την εικόνα και την αφηγηματική ορμή της μαύρης θηλυκότητας στο mainstream.
Νταϊάνα Ρος: Η ζωή, η καριέρα και η επίδραση της, στη μαύρη κουλτούρα
Νταϊάνα Ρος: Η βασίλισσα της Motown
Η Νταϊάνα Ρος γεννήθηκε το 1944 στο Ντιτρόιτ με το όνομα Diane Ernestine Earle Ross, και μεγάλωσε στο σκληρό αλλά γεμάτο ζωντάνια περιβάλλον των Brewster-Douglass Housing Projects, το μεγαλύτερο δημόσιο συγκρότημα κατοικιών στην πόλη του Ντιτρόιτ, κατασκευασμένο μεταξύ 1935 και 1955 για να προσφέρει προσιτή στέγη κυρίως σε Αφροαμερικανικές οικογένειες της εργατικής τάξης, αποτελώντας σημαντικό κοινωνικό και πολιτισμικό ορόσημο για την αφροαμερικανική κοινότητα της πόλης.
Η Νταϊάνα Ρος από μικρή είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες: σπούδασε σχέδιο μόδας και μόντελινγκ, και παράλληλα χτένιζε γειτόνισσες για χαρτζιλίκι. Αυτή η επίμονη ενασχόλησή της με το στιλ ως εργαλείο επιβίωσης και μεταμόρφωσης θα την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή.
Εκείνα τα χρόνια, η μικρή Νταϊάνα μεγάλωνε σε μια γειτονιά όπου η μουσική Motown ανθούσε. Το 1959, στα δεκαπέντε της, γίνεται μέλος των Primettes, του θηλυκού «παραρτήματος» των Primes, μαζί με τις Μαίρη Ουίλσον, Φλόρενς Μπάλαρντ και Μπέτι ΜακΓκλόουν.
Οι Supremes, όπως τελικά ονομάστηκαν, υπέγραψαν με τη Motown το 1961. Από την αρχή, η φιλοδοξία και η σπάνια ικανότητα της Ρος να εστιάζει σε αυτό που ήθελε, τη διέκριναν. Δεν ήταν η πιο δυνατή φωνή της παρέας –αυτό ανήκε στην Μπάλαρντ– αλλά ήταν η πιο φωτογενής, η πιο ελεγχόμενη, η πιο «κατασκευάσιμη». Το 1961, οι Primettes υπέγραψαν στη Motown Records και μετονομάστηκαν σε The Supremes.
Ο Μπέρι Γκόρντι, ο θρυλικός ιδρυτής της Motown Records, μιας από τις πιο επιδραστικές δισκογραφικές εταιρείες στην ιστορία της αμερικανικής και παγκόσμιας μουσικής, είχε ιδρύσει την εταιρεία το 1959 με μόλις 800 δολάρια από ένα οικογενειακό ταμείο, καταφέρνοντας κάτι σχεδόν αδιανόητο για την εποχή: να δημιουργήσει μια μαύρη δισκογραφική εταιρεία που ξεπέρασε τα όρια της φυλετικής διάκρισης και να φέρει τη μαύρη soul και pop μουσική στο κέντρο της mainstream αμερικανικής κουλτούρας. Η Motown λειτούργησε σχεδόν σαν μουσικό «εργοστάσιο», με συνθετικές ομάδες, παραγωγούς, στιχουργούς, στυλίστες και σύμβουλους σκηνικής παρουσίας.
Οι Supremes έγιναν το πιο επιτυχημένο γυναικείο group της εποχής, σημειώνοντας 12 Νο1 επιτυχίες στο αμερικανικό τσαρτ, με τραγούδια όπως τα «Where Did Our Love Go», «Baby Love» και «Stop! In the Name of Love». Η επιτυχία τους άνοιξε τον δρόμο για τις μαύρες γυναίκες στην ποπ και σόουλ μουσική, ενώ τα λαμπερά φορέματα και η αρμονία στις εμφανίσεις τους αποτέλεσαν πρότυπο για επόμενες γενιές καλλιτεχνών. Η τεράστια επιτυχία των Supremes λειτούργησε ως εφαλτήριο για τη σόλο καριέρα της Νταϊάνα και την ανάδειξή της σε παγκόσμια σούπερ σταρ. Όταν ο Μπέρι Γκόρντι μετονόμασε το συγκρότημα σε «Diana Ross & the Supremes», η κίνησή του θεωρήθηκε από τα υπόλοιπα μέλη ως προνομιακή μεταχείριση, προκαλώντας ρήγματα και αποχωρήσεις. Η Νταϊάνα όμως είχε ήδη αρχίσει να ασκεί ακόμα μεγαλύτερη επιρροή μέσα στη Motown.
Νταϊάνα Ρος και Μπέρι Γκόρντι
Η σχέση της Νταϊάνα Ρος με τον Μπέρι Γκόρντι ήταν σύνθετη, παθιασμένη και καθοριστική τόσο για την καριέρα της όσο και για τη ζωή της. Γνωρίστηκαν όταν η Ρος ήταν ακόμα μαθήτρια λυκείου και το ταλέντο της τον εντυπωσίασε αμέσως. Ο ίδιος δήλωνε ότι «παραδόθηκε ερωτικά στη φιλοδοξία της» και ήθελε να την κάνει τη μεγαλύτερη σταρ στον κόσμο.
Η συνεργασία τους εξελίχθηκε σε θυελλώδη ερωτικό δεσμό που κράτησε περίπου πέντε χρόνια. Παρά το πάθος και την αμοιβαία εκτίμηση, ο Γκόρντι ήταν γνωστός για την αστάθεια στις προσωπικές του σχέσεις, καθώς παράλληλα διατηρούσε και άλλους δεσμούς, όπως με τη λευκή τραγουδίστρια Κρις Κλαρκ, γεγονός που έκανε έξαλλη τη Ρος. Η δυναμική ανάμεσά τους ήταν περίπλοκη: μέσα σε αυτή την ένταση ο Γκόρντι οργάνωνε παράλληλα μεγάλες διαφημιστικές κινήσεις, όπως το πάρτι για την παρουσίαση των Jackson 5, όπου προωθήθηκε η ιδέα ότι η Ρος είχε ανακαλύψει το συγκρότημα, ενισχύοντας έτσι το προφίλ της ως «βασίλισσας» της Motown. (Άλλωστε έγινε και ο προσωπικός μύθος για τον μικρό Μάικλ Τζάκσον που, μεγαλώνοντας, σε αυτήν ήθελε να μοιάσει, πειράζοντας το πρόσωπό του με κάθε δυνατό τρόπο ώστε να θυμίζει το ίνδαλμά του). Όταν η Ρος σκέφτηκε να αποχωρήσει από τη Motown το 1981, κάλεσε τον Γκόρντι για να δει αν θα μπορούσε να ισοφαρίσει την πρόταση των 20 εκατομμυρίων δολαρίων της RCA, κάτι που εκείνος δεν κατάφερε να κάνει, αν και την παρακάλεσε να το ξανασκεφτεί. Αλλά έτσι είναι οι σχέσεις στη μουσική βιομηχανία: οι έρωτες συχνά διαλύονται από star tantrums και συμφωνίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. O Μπέρι Γκόρντι, ακόμα και τώρα, στα 95 του, συνεχίζει να περιγράφει τη Ρος ως τη «βασίλισσα της ζωής του», τονίζοντας την αφοσίωσή της και το σκληρό της έργο, αλλά και την αμοιβαία αγάπη που είχαν.
Μπορώ και μόνη μου
Η Νταϊάνα Ρος ξεκίνησε τη σόλο καριέρα της το 1970 και από τότε έχει πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως, έχοντας καθιερωθεί ως μία από τις πιο επιτυχημένες και εμβληματικές τραγουδίστριες στην ιστορία της μουσικής.
Τον Μάιο του 1970 κυκλοφόρησε το πρώτο της σόλο άλμπουμ με τίτλο «Diana Ross», που περιείχε το κλασικό πλέον τραγούδι «Ain’t No Mountain High Enough», το οποίο έγινε το πρώτο της Νο1 σινγκλ ως σόλο τραγουδίστρια. Το άλμπουμ σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ενώ ακολούθησαν τα «Everything Is Everything» (1970) και «Surrender» (1971). Το 1971, η Νταϊάνα Ρος πραγματοποίησε το πρώτο της τηλεοπτικό σόλο σπέσιαλ «Diana!», όπου εμφανίστηκαν και οι Jackson 5, ενισχύοντας τη δημοτικότητά της.
Το 1972, η Ρος πρωταγωνίστησε στην ταινία «Lady Sings the Blues», όπου υποδύθηκε τη θρυλική Μπίλι Χόλιντέι.
Η ερμηνεία της απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, κερδίζοντας υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου (αν και έχασε από τη Λάιζα Μινέλι). Παράλληλα, το σάουντρακ της ταινίας έγινε Νο1 στα τσαρτς, πουλώντας πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα. Ακολούθησαν οι ταινίες «Mahogany» (1975), όπου η Νταϊάνα Ρος υποδύθηκε μία ανερχόμενη σχεδιάστρια μόδας, και «The Wiz» (1978), δίπλα στον Μάικλ Τζάκσον, ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο το καλλιτεχνικό της κρέντιτ.
Η δεκαετία του ‘80, όταν όλοι ήταν επιτυχημένοι
Χρυσά χρόνια γεμάτα επιτυχίες. Η Νταϊάνα Ρος δεν ήταν ποτέ η φεμινίστρια που τρέχει με τα πανό στο χέρι, αλλά ήταν κάτι πιο υποδόριο και ίσως πιο ριζοσπαστικό: μια γυναίκα που απαιτούσε να είναι το κέντρο. Που απορροφούσε όλα τα φώτα χωρίς απολογητική διάθεση. Που στα '80s δεν δίστασε να επανεφεύρει τον εαυτό της μέσα από τη συνεργασία με τον μεγάλο παραγωγό Νάιλ Ρότζερς και τον Μπέρναρντ Έντουαρντς στο «Diana» (1980), χαρίζοντάς μας τα «Upside Down» και «I'm Coming Out» – το τελευταίο έγινε ύμνος για την LGBTQ+ κοινότητα χωρίς η Ρος να το έχει επιδιώξει συνειδητά. Αλλά η gay icon σφραγίδα της δεν είναι απλώς τίτλος τιμής: είναι αναγνώριση της δύναμής της να μιλά στην καρδιά κάθε outsider με ήχο, στιλ και ανεπιτήδευτη υπερηφάνεια.
Το 1981, η Νταϊάνα Ρος συνεργάστηκε με τον Λάιονελ Ρίτσι στο ντουέτο «Endless Love», που κατέκτησε την κορυφή σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες του Billboard και θεωρείται ένα από τα πιο θρυλικά ντουέτα όλων των εποχών.
Στη συνέχεια, κυκλοφόρησε τα άλμπουμ «Why Do Fools Fall in Love» (1981) και «Silk Electric» (1982), με επιτυχίες όπως το «Muscles», γραμμένο από τον Μάικλ Τζάκσον. Παρά τη σταδιακή μείωση των πωλήσεων, η Ρος συνέχισε να ηχογραφεί και να εμφανίζεται ζωντανά, διατηρώντας το στάτους της ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά 26 στούντιο άλμπουμ και παραμένει ενεργή στη μουσική σκηνή, με συναυλίες όπως η προγραμματισμένη εμφάνισή της στο Καλλιμάρμαρο στις 16 Ιουλίου να επιβεβαιώνουν την αέναη λάμψη της.
Η προσωπική ζωή της Νταϊάνα Ρος
Από τη στιγμή που η Νταϊάνα Ρος χώρισε με τον Μπέρι Γκόρντι, η προσωπική ζωή της διαμορφώθηκε γύρω από την οικογένεια, τη μητρότητα, και τη διατήρηση της καλλιτεχνικής της λάμψης, χωρίς να χάνει την αίσθηση της ζεστασιάς και της σύνδεσης με τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Ωστόσο, πολυσυζητημένη ήταν η αμέσως επόμενη σχέση της με τον Τζιν Σίμονς, τον θρυλικό μπασίστα, τραγουδιστή και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος KISS, ενός από τα πιο εμβληματικά και θεατρικά χαρντ ροκ συγκροτήματα όλων των εποχών. Γνωρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και η σχέση τους διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Το ειδύλλιό τους είχε προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον στον Τύπο — όχι μόνο επειδή προέρχονταν από τελείως διαφορετικούς κόσμους (μια σόουλ ντίβα και ένας ροκ σταρ με μεταλλική πανοπλία και εφιαλτικό βάψιμο), αλλά και επειδή εκείνη τη στιγμή ο Σίμονς είχε μόλις χωρίσει από την Σερ, η οποία συνέβαινε να είναι φίλη με την Νταϊάνα. Ο ίδιος ο Σίμονς έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις ότι η Νταϊάνα τον «καθήλωσε» με τη νοημοσύνη, τη φιλοδοξία και τον έλεγχο που ασκούσε στην καριέρα της. Είπε ότι «ήταν η πρώτη γυναίκα που τον έκανε να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την εργένικη ζωή». Χώρισαν και παρέμειναν καλοί φίλοι.
Η επόμενη κίνηση της Νταϊάνα Ρος ήταν να παντρευτεί τον Ρόμπερτ Έλις Σίλμπερστάιν, Αμερικάνο μουσικό παραγωγό και επιχειρηματία με τον οποίο απέκτησε τρεις κόρες - ανάμεσά τους η επιτυχημένη ηθοποιός Τρέισι Έλις Ρος. Αργότερα, παντρεύτηκε τον Νορβηγό μεγιστάνα Άρνε Νες Τζούνιορ, με τον οποίο απέκτησε δύο γιους. Η Ρος διαχειρίστηκε τη μητρότητα όπως και τη σκηνή: με έλεγχο, με μεγαλοπρέπεια, με την πλάτη πάντα ίσια και όρθια Δεν υπήρξε ποτέ φιλική ή προσβάσιμη: η Ρος ήταν πάντοτε σε βάθρο. Και έτσι κρατούσε πάντα τον έλεγχο της αφήγησής της: διαχειριζόμενη τη δημόσια εικόνα της με στρατηγική που θα ζήλευαν πολλά σημερινά γραφεία PR.
Σήμερα είναι πλέον και γιαγιά, γεγονός που της δίνει μεγάλη χαρά και δύναμη. Μάλιστα, σε μια από τις πιο εντυπωσιακές της εμφανίσεις στο Met Gala 2025, φορούσε μια μακριά κάπα με ουρά 4,5 μέτρων, κεντημένη με τα ονόματα των παιδιών και των εγγονιών της — μια δημόσια και συγκινητική δήλωση αγάπης και οικογενειακής υπερηφάνειας.
Παρά την επιτυχία, η Νταϊάνα Ρος είχε και δύσκολες στιγμές. Το 1999 συνελήφθη για διαμάχη με υπάλληλο ασφαλείας στο αεροδρόμιο Χίθροου και κρατήθηκε για τέσσερις ώρες. Το 2002 συνελήφθη ξανά επειδή οδηγούσε μεθυσμένη στην Αριζόνα, γεγονός που οδήγησε σε σύντομη φυλάκιση. Επιπλέον, το 2000 προτάθηκε μια περιοδεία επανένωσης των Supremes με τίτλο «Return to Love», στην οποία η Νταϊάνα Ρος και η Μαίρη Ουίλσον θα συμμετείχαν μαζί με την Σίντι Μπέρντσονγκ. Ωστόσο, η Ουίλσον αρνήθηκε να συμμετάσχει λόγω διαφωνιών σχετικά με τα οικονομικά, καθώς θεωρούσε ότι η προσφορά που της έγινε ήταν ανεπαρκής σε σχέση με αυτή της Ρος, με αποτέλεσμα οι διαπραγματεύσεις να διακοπούν.
Φυλακή, οδήγηση «υπό την επήρεια», αποτοξίνωση, σκληρές δημόσιες κριτικές (ακόμα και από παλιές της συνεργάτιδες) - αλλά καμία πτώση δεν την κράτησε χαμηλά. Η Νταϊάνα, κάθε φορά επιστρέφει με ένα φοβερό εξώφυλλο, ένα συλλεκτικό remix, μια τιμητική βράβευση. Είναι η μόνη γυναίκα με δύο Grammy Lifetime Achievement Awards, η μόνη με No. 1 ως σόλο, σε ντουέτο, σε τρίο και σε ensemble. Είναι η Νταϊάνα Ρος. Δεν μπορείς να την εξηγήσεις. Μπορείς μόνο να την παρατηρείς, καθώς λάμπει.
Η Νταϊάνα Ρος σήμερα
Παρά τη μείωση της παρουσίας της στα charts από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Ρος παρέμεινε δημοφιλής μέσω συναυλιών και περιοδειών. Το 1982 κέρδισε το αστέρι της στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ, ενώ το 2016 ο Μπαράκ Ομπάμα της απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, το ανώτατο αμερικανικό παράσημο.
Η Νταϊάνα Ρος είναι ένα κινούμενο έργο τέχνης. Ο Άντι Γουόρχολ την έκανε μούσα του και την αποτύπωσε με τη χαρακτηριστική του ματιά—ως ενσάρκωση της ποπ μυθολογίας: λαμπερή, κατασκευασμένη, αινιγματική και πανίσχυρη. Οι φωτογραφίες της στις δεκαετίες του '70 και του '80 ήταν μαθήματα στιλ. Η εικόνα της φιγουράρει σε gallery walls όσο και σε playlists.
Η Νταϊάνα Ρος του σήμερα είναι σαν εκείνο το παλιό κρασί που γίνεται μόνο καλύτερο με τα χρόνια — διαχρονική, λαμπερή και πάντα επίκαιρη, χωρίς να χρειάζεται να φωνάζει για να την προσέξεις. Η επιρροή της στη μαύρη κουλτούρα και τη μουσική βιομηχανία δεν είναι απλά μεγάλη, είναι θρυλική. Από τις πρώτες μέρες της μέχρι σήμερα, έχει σπάσει κάθε ρατσιστικό και σεξιστικό στερεότυπο, ανοίγοντας δρόμους που πριν ήταν αδιανόητοι για τις μαύρες γυναίκες στην ψυχαγωγία. Η Ρος δεν ήταν απλώς μια φωνή· ήταν (και παραμένει) ένα σύμβολο αυτοπεποίθησης, κομψότητας και empowerment. Με τραγούδια που μιλούν για αγάπη, αντοχή και ελευθερία, έγινε η φωνή που ένωσε κοινότητες και ενέπνευσε γενιές, από τη Μπιγιόνσε και τη Γουίτνι Χιούστον μέχρι τη Μαράια Κάρεϊ και τη Μαίρη Τζέι Μπλάιτζ.
Η εικόνα της Νταϊάνα Ρος στη μόδα
Η εποχή των Supremes είχε glamour, ομοιομορφία στα ντυσίματα και στιλιστικό μήνυμα. Η Νταϊάνα Ρος μαζί με τις Μαίρη Ουίλσον και Φλόρενς Μπάλαρντ υιοθέτησαν ένα στιλ που συνδύαζε την κομψότητα με τη νεανική φρεσκάδα, φορώντας ίδιες περούκες και μακιγιάζ, πολυτελή φορέματα από παγιέτες, μετάξι, σατέν και λούρεξ, συχνά διακοσμημένα με πούπουλα, χάντρες και κεντήματα. Τα φορέματά τους ήταν συντονισμένα σε τριπλέτα τονίζοντας την ενότητα, που λειτουργούσε ως οπτική δήλωση δύναμης και αυτοπεποίθησης, προσελκύοντας παράλληλα το ενδιαφέρον και των λευκών ακροατών. Στην αρχή, τα κοστούμια ήταν φτιαγμένα από τις ίδιες τις κοπέλες και τις οικογένειές τους, λόγω κόστους, αλλά με την άνοδο της φήμης τους συνεργάστηκαν με κορυφαίους σχεδιαστές της βιομηχανίας ενδυμάτων του Λος Άντζελες, αποκτώντας ακόμα πιο εντυπωσιακά και περίτεχνα looks.
Χαρακτηριστικά στοιχεία του στιλ τους ήταν τα φορέματα με έντονα μανίκια και ραφές, μανίκια συχνά φουσκωτά ή διαφανή, με καταρράκτες από βολάν και κεντήματα. Επίσης εφαρμοστά μακριά φορέματα, γάντια ως τον αγκώνα, στενές γραμμές και baby doll φορέματα με διακοσμητικά στοιχεία στο μπούστο. Πολλές παγιέτες, χρυσό, ασήμι, πολλά θεατρικά φτερά και πούπουλα. Μαζί με τα μεγάλα και φουσκωτά μανίκια ήταν και τα bouffant χτενίσματα ενώ το έντονο «φτερωτό» eyeliner έγινε σήμα κατατεθέν τους. Σήμερα, το «girl group glamour» συνεχίζει να έχει εφαρμογή σε πολλά στιλ. Μαζί και τα υπερμεγέθη αξεσουάρ, σκουλαρίκια-πολυέλαιοι, oversized γυαλιά κλπ.
Στα πρώτα χρόνια ως σόλο καλλιτέχνις, η Νταϊάνα Ρος πειραματίστηκε με το στιλ της, αναζητώντας μια νέα ταυτότητα πέρα από τις Supremes. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από πιο απλές γραμμές, αλλά πάντα με έμφαση στην κομψότητα, μένοντας μακριά από τα υπερβολικά glam looks των προηγούμενων χρόνων. Κομψά, ρετρό πουκάμισα, φαρδιά παντελόνια και φυσικά, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το boho-chic vibe που υιοθέτησε σε πολλές εμφανίσεις της εκείνης της εποχής: φτερά, τουρμπάνια, και oversized χρυσά σκουλαρίκια κρίκοι που έκαναν κάθε της εμφάνιση να μοιάζει με editorial μόδας, πολύ πριν το Instagram γίνει trend.
Κι ακόμα μεταλλικά υφάσματα, λευκά και χρυσά ensembles που εξέφραζαν μια προσωπικότητα δυναμική και λαμπερή, όλα αυτά με μεγάλα, τεράστια, υπερβολικά φουσκωτά μαλλιά και έντονο μακιγιάζ – ήταν το σήμα κατατεθέν της και έδωσαν το έναυσμα για το «big hair» trend των 80s.
Τα μαλλιά άλλωστε, της αποτελούν ένα κεφάλαιο από μόνα τους. Από τα sleek bobs μέχρι τα τεράστια, φουσκωτά perms γεμάτα χρώματα και αξεσουάρ, τα μαλλιά της Νταϊάνα Ρος έγιναν το πιο τολμηρό αξεσουάρ της δεκαετίας. Ήταν σαν να είπε στον κόσμο: «Αν θέλεις να ξεχωρίσεις, ξεκίνα από το κεφάλι σου». Η συνεχής ανανέωση και το πείραμα με τα μαλλιά της ενσάρκωσαν το πνεύμα της εποχής — τόλμη, αυτοέκφραση και μια δόση θεατρικότητας που δεν περνάει ποτέ απαρατήρητη.
Με αυτά τα μαλλιά, ένα από τα πιο θρυλικά της σόου ήταν το 1983 στο Σέντραλ Παρκ, όπου, παρά τη βροχή και τον άνεμο, η Ρος εμφανίστηκε με ρούχα που είχε σχεδιάσει ο Μάικλ Τράβις, ένα κόκκινο, λαμπερό παντελόνι-κοστούμι με κάπα αλλά και με μοβ λαμπερό κορμάκι — η απόλυτη εικόνα της ντίβας που δεν υποχωρεί ποτέ.
Μερικοί από τους πιο σημαντικούς σχεδιαστές που έχει επιλέξει στην καριέρα της, είναι:
- Yves Saint Laurent: Η Νταϊάνα Ρος είναι στενά συνδεδεμένη με τον γαλλικό οίκο Yves Saint Laurent, έχοντας φορέσει δημιουργίες του από τη δεκαετία του ’70 και παρακολουθώντας τις επιδείξεις μόδας του στο Παρίσι. Το 2024 επιλέχθηκε ως πρόσωπο της καμπάνιας του οίκου, φωτογραφιζόμενη από τον Ντέιβιντ Σιμς.
- Bob Mackie: Ο θρυλικός σχεδιαστής δημιούργησε πολλά από τα υπερβολικά, λαμπερά και εντυπωσιακά φορέματα της Νταϊάνα Ρος, ειδικά στη δεκαετία του ’70 και ’80, βοηθώντας τη να καθιερώσει το χαρακτηριστικό της glamazon στιλ. Φορέματα με παγιέτες και ολόσωμες κολλητές φόρμες γεμάτες χάντρες που έλαμπαν περισσότερο κι από τα φώτα της σκηνής και ήταν έργα τέχνης — κομμάτια που σήμερα κοσμούν μουσεία μόδας και εκθέσεις.
- Halston: Η Νταϊάνα Ρος έχει φορέσει iconic looks από τον Halston, όπως ένα μπρονζέ σατέν φόρεμα με ιδιαίτερα μανίκια που έφτασε μέχρι να γίνει εξώφυλλο στο Harper’s Bazaar το 1973.
Η Mahogany και η επιρροή της στην haute couture
Η ταινία «Mahogany» (1975), όπου η Νταϊάνα Ρος υποδύεται την Τρέισι Τσάμπερς, μια φιλόδοξη φοιτήτρια μόδας που εξελίσσεται σε διεθνούς φήμης σχεδιάστρια και μοντέλο, αποτελεί ένα ορόσημο τόσο για τη μόδα όσο και για το σινεμά της δεκαετίας του ’70. Το «Mahogany» δεν ήταν απλώς μια ταινία, αλλά μια στιλιστική δήλωση που καθόρισε την εικόνα της Νταϊάνα Ρος ως fashion icon και άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην υψηλή μόδα. Η Νταϊάνα, πέρα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ανέλαβε ουσιαστικά και η ίδια τον σχεδιασμό των κοστουμιών της ταινίας, δημιουργώντας περίπου 50 outfits μέσα σε οκτώ μήνες, γεγονός που καθυστέρησε την παραγωγή αλλά ανέδειξε το πάθος και το ταλέντο της στη μόδα. Η εμπλοκή της στα κοστούμια έκανε την ηρωίδα της ταινίας να μοιάζει με πραγματική fashionista, όχι απλά μια ηθοποιό που φοράει ωραία ρούχα.
Η ταινία παρουσιάζει δύο όψεις της Τρέισι: την καθημερινή, κομψή εργαζόμενη με ρούχα που αποπνέουν χαλαρό 70s chic — όπως μπότες μέχρι το γόνατο, τζιν, φαρδιά καπέλα και μαλακά, ρευστά φορέματα — και τη μεταμόρφωσή της σε Mahogany, την υπερβολική, λαμπερή, διεθνή σταρ με extravagant φορέματα από λαμέ, πούπουλα, πολύχρωμα κεντήματα και oriental επιρροές. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο απλό και το υπερβολικό αποτυπώνει και την αναζήτηση ταυτότητας της ίδιας της Ρος εκείνη την περίοδο.
Η Νταϊάνα Ρος εμπνεύστηκε από ανατολίτικα μοτίβα και το Ιαπωνικό θέατρο Kabuki, συνδυάζοντας τα με το πνεύμα της δεκαετίας του ’70, δημιουργώντας ένα μοναδικό οπτικό μείγμα που ξεχώριζε για την πρωτοτυπία και τη φρεσκάδα του. Η ταινία περιλαμβάνει επίσης μια εντυπωσιακή σκηνή μόδας στη Ρώμη, όπου η Ρος εμφανίζεται με avant-garde δημιουργίες που προανήγγειλαν τη μελλοντική τάση των haute couture επιδείξεων. Παρά τις κριτικές που χαρακτήρισαν το σενάριο «σαπουνόπερα» και την πλοκή «μπερδεμένη», η μόδα του «Mahogany» παραμένει αξεπέραστη και έχει επηρεάσει γενιές σχεδιαστών και καλλιτεχνών. Η Ρος, μέσα από την ταινία, έγινε η προσωποποίηση της μαύρης γυναίκας που κατακτά τον χώρο της μόδας και της υψηλής κοινωνίας, σπάζοντας τα στερεότυπα και ανοίγοντας δρόμους για την παρουσία της μαύρης κουλτούρας στην παγκόσμια μόδα. Οι σχεδιαστές Gucci, Valentino και Yves Saint Laurent έχουν φορέσει ή εμπνευστεί από το στιλ της, ενώ καλλιτέχνες όπως η Μπιγιόνσε, η Τζένιφερ Λόπεζ και η Λιλ’ Κιμ έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι η Νταϊάνα Ρος ήταν το απόλυτο πρότυπό τους.
Σήμερα, στα 81 της, η Νταϊάνα Ρος εμφανίστηκε με μίνι φόρεμα με παγιέτες και αστραφτερές μυτερές γόβες στο Met Gala στη Νέα Υόρκη, στις 5 Μαΐου 2025. Το φόρεμα συνοδευόταν από την εντυπωσιακή λευκή κάπα με ουρά σχεδόν 5 μέτρων, κεντημένη με τα ονόματα των παιδιών και των εγγονιών της. Η παρουσία της στο Met Gala σήμανε την επιστροφή της μετά από 22 χρόνια απουσίας, με την υποστήριξη και συνεργασία του γιου της Ίβαν Ρος και του σχεδιαστή Ούγκο Μόζι, που συνέβαλαν στη δημιουργία του μοναδικού αυτού look, αποδεικνύοντας ότι το glam δεν έχει ηλικία και ότι το στιλ είναι θέμα στάσης ζωής.
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών