Μια συνομιλία με την Ελληνίδα χορογράφο και performer για το «Dive into you» που θα δούμε στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
25°

Γιώργος Μαργαρίτης: Δεν παίρνεται εύκολα η απόφαση ότι θα φύγεις κάποια μέρα
Γιώργος Μαργαρίτης: Ο λαϊκός τραγουδιστής μιλάει για τη ζωή του στην Athens Voice και κάνει μια μεγάλη αναδρομή στην πορεία του.
150 λεπτά με τον Γιώργο Μαργαρίτη, τον «Άρχοντα», να τραγουδά στην κορυφή της Αθήνας, στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού. Αυτό θα συμβεί τη Δευτέρα 16 Ιουνίου. Ο λαϊκός τραγουδιστής πατά ξανά τα πόδια του στον λόφο-τοπόσημο της πόλης. «Μιλάει η καρδιά» είναι ο τίτλος της επικείμενης ζωντανής συνάντησης, στην οποία θα ανατρέξει στις μεγάλες στιγμές της προσωπικής του δισκογραφίας μαζί με τον Θέμη Αδαμαντίδη, τον Ηλία Βρεττό, τη Χριστιάνα Γαλιάτσου, τη Νέλλη Γκίνη, τον Κωνσταντίνο Μαργαρίτη, τον Χρήστο Μενιδιάτη, τη Μαριάννα Παπαμακαρίου, τον Δημήτρη Σταρόβα, την Πίτσα Παπαδοπούλου και με μια ορχήστρα με μαέστρο τον Νίκο Στρατηγό.
Λυκαβηττός, Δευτέρα Παρουσία
«Ανέβαινα στον Λυκαβηττό πιτσιρίκι, όταν ήμουν Παγκράτι μεριά. Με τα πόδια – δεν είχαμε αμάξια τότε. Είναι η δεύτερη φορά που θα εμφανιστώ σ’ αυτόν τον χώρο. Ξέρεις, από κει πάνω βλέπουμε τα πάντα. Με τέτοια θέα, νομίζω θα μιλήσουν οι καρδιές», μου λέει ο Γιώργος Μαργαρίτης καθώς ανηφορίζουμε για να βρεθούμε στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη. Μετά τον Λυκαβηττό, δεν αποκλείεται να ανέβει στο αεροπλάνο για να επιστρέψει από τον Σεπτέμβριο στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ και τον Καναδά. «Βγαίνει ο καημός του Έλληνα εκεί», εξηγεί.
Από τις πιστολιές στους αναπτήρες και τα smartphones
55 χρόνια τώρα, ο Γιώργος Μαργαρίτης τραγουδά. Τα έχει δει όλα;
«Τη δεκαετία του 1960 δεν υπήρχαν συναυλίες. Και δεν τις έλεγαν και συναυλίες, τις ονόμαζαν λαϊκές βραδιές. Έχει ωραίους χώρους η πατρίδα μας, απ’ άκρη σ’ άκρη. Το λέει κι ένας φίλος μου: “Απ’ την Ορεστιάδα ως την Κρήτη, τραγουδάνε Μαργαρίτη”», λέει και σκάει χαμόγελο με νόημα. «Έχω δει ΕΣΑτζήδες στη Χούντα να μπαίνουνε μέσα στα μαγαζιά και να ρίχνουν πιστολιές. Με κλείδωσαν σε μια τουαλέτα με σιδερένια πόρτα και πέταξαν και το κλειδί από κάτω. Και δεν έμαθα τους λόγους ποτέ. Εγώ λέω ότι το έκαναν στα καλά καθούμενα. Εξουσία ήταν, έμπαιναν κι έκαναν ό,τι ήθελαν. Έχω δει ανθρώπους να σπάνε πιάτα, να φεύγει κομμάτι από το πιάτο και να του βγάζει του άλλου το μάτι. Έχω δει άνθρωπο να “φεύγει” πάνω στην πίστα. Από καρδιά. Κάπου το 1979-80. Στη Βάρη ήμουν, με την Άννα Χρυσάφη. Αλλάζουν οι εποχές. Κάποτε τραγουδούσα το “Μα τι λέω” σ’ ένα πρόγραμμα με την Τζένη Βάνου, τον Γιάννη Βογιατζή, τη Νέλλη Γκίνη και τον Δημήτρη Ψαριανό –στο Playboy ήμασταν– κι ανάβανε αναπτήρες. Οι αναπτήρες ήταν τότε. Τώρα είναι τα κινητά. Δεν μου φαίνεται πολύ παράξενο. Παραξενεύτηκα όταν πρωτοείδα τους αναπτήρες. Τώρα λέω ότι οι αναπτήρες είναι τα κινητά».
Οι αράχτρες του Γιώργου Μαργαρίτη
Κοιτάμε την πόλη από ψηλά, ενώ τουρίστες τραβάνε selfies. Πάμε την κουβέντα στα αγαπημένα του μέρη.
«Τις αράχτρες μου εννοείς. Από πού να ξεκινήσω, από τη Γούβα, από την πλατεία Καλογήρων, τον Άγιο Γιάννη, την εκκλησία στη Γλυφάδα. Γνωστός έγινα στον Φλοίσβο. Υπήρχε ένα μαγαζί, εκεί ήταν η ταμπέλα μου, ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν και μ’ έβλεπε. Και στα Πετράλωνα. Στο καφενείο Ο Μάνθος υπάρχει ακόμα ο πρώτος μου χρυσός δίσκος. Χαθήκαμε μ’ αυτή την παρέα για λίγο, αλλά ήμασταν οι πρώτοι που ακούσαμε το demo, και το πίστεψαν όλοι», θυμάται και μιλάει για μέρη που δεν υπάρχουν πια. Τον Μπαλαντέρ και τα Ξημερώματα στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε το 1980. Δεν ξεχνά την πλατεία Νεαπόλεως.
Η τελευταία επιθυμία που έγινε πραγματικότητα
Είναι αυθεντικός, ταπεινός, γλυκός αλλά και ζόρικος. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι τον αγάπησαν με πάθος κι έχουν κάνει για την πάρτη του πολλά, από ζημιές μέχρι εκπλήξεις. Ο Γιώργος Μαργαρίτης θα θυμάται για πάντα, όμως, έναν θαυμαστή του.
«Υπήρχε ένας, ας πούμε μάνατζερ, που κατέβαζε εκείνα τα χρόνια Έλληνες, εποχή Καζαντζίδη, Χατζηχρήστου και τέτοια, και αθλητές, Παπαλαζάρου, όλοι, πηγαίναμε και κάναμε τουρ. Ήρθε η ώρα, μόλις έκανα την τρίτη μου δισκογραφική δουλειά, που είχε το τραγούδι “Δεν κόβω εγώ τις τρέλες μου”. Ήταν το αγαπημένο του. Πάω στην Αυστραλία, με πάει ένας άλλος πρώτα, όχι αυτός, να κάνουμε περιοδεία. Κι έρχεται εκεί και με γνωρίζει. Κι ερχόταν σε όλες τις βραδιές που έκανα, ήταν παντού δίπλα μου, μέχρι και στο πούλμαν, να με παρακολουθεί. Όταν δεν ήταν καλά πια, άφησε μήνυμα στη γυναίκα του: “Αν πεθάνω, θα βγάλεις ένα εισιτήριο του Μαργαρίτη, θα πάρει και τον μπουζουξή του και θα έρθει στο τάδε ποτάμι να πάρει τη στάχτη μου εκεί, στο Σίδνεϊ. Και να τραγουδάω το τραγούδι αυτό και να πετάμε τη στάχτη στο ποτάμι. Και το έκανα – το έχω και φωτογραφία. Με τον Θόδωρο τον Καμπουρίδη».
Ο φόβος του θανάτου
Υπάρχει κάτι που φοβάται; «Τον θάνατο. Τι άλλο να φοβηθώ; Δεν είναι, βρε παιδί μου, φόβος και τρόμος ο θάνατος; Πού να πάει το μυαλό σου, τι να σκεφτείς; Δεν παίρνεται εύκολα η απόφαση ότι θα φύγεις κάποια μέρα. Το λες έτσι. Αλλά να ξέρεις ότι θα φύγεις αύριο; Ο πατέρας μου έφυγε από καρκίνο του πνεύμονα, βέβαια, αλλά ήταν σε μια φάση που δεν καταλάβαινε και πολύ τι γινότανε. Το μόνο που μου έλεγε: “Μην μπλέξεις με τράπεζες και με γραμμάτια”. Αυτό το έλεγε πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου δεν είχε μπλέξει ποτέ. Όταν περνάω από εκκλησάκια, συνήθως περιοδεύοντας, ανάβω κεράκια, κάθομαι λίγο, σκέφτομαι ένα λεπτό και θυμάμαι τον πατέρα μου, τον Τσιτσάνη, τα πρόσωπα που μου λείπουν. Μια νύχτα ωραία με το πρόσωπο που είχα δίπλα μου και που δεν είναι κοντά μας αυτή τη στιγμή – εκεί θα ήθελα να επιστρέψω».
Το ελληνικό καλοκαίρι του Γιώργου Μαργαρίτη
«Εγώ το καλοκαίρι δεν μπορώ να ησυχάσω. Μια είμαι εδώ, την άλλη μέρα πετάω εκεί, δεν γίνεται. Όπου μπορώ, ρίχνω τα μπανάκια μου. Η πρώτη μου βουτιά ήταν στη Λουμπάρδα, στην Αγία Μαρίνα, στη Βάρκιζα. Αλλά ήμουν και 15 χρονών. Εκεί πάω και σήμερα, κάνω το πρώτο μου μπάνιο κάθε χρόνο, δυο, τρία, και μετά πάω αλλού. Έχω και στη Βουλιαγμένη κάτι φιλαράκια μου, τον Νίκο Πλάκαλη και την υπόλοιπη παρέα. Όλα τα νησιά είναι ωραία, αφού όλη η Ελλάδα μας είναι ωραία, αλλά, όταν βρίσκω χρόνο, πάω στη Μάνη, στη Ζαραφώνα. Εκεί μπορεί να ηρεμήσω λίγο».
«Έφυγα μικρό παιδάκι, ήρθα στην Αθήνα χωρίς να ξέρω κανέναν, να κοιμάμαι από δω κι από κει, να μην ξέρω τι μου ξημερώνει, κι έγινα αυτός που είμαι. Ε, λέω καμιά φορά και “Μπράβο, Γιώργο”» - Γιώργος Μαργαρίτης
Οι νέες ηχογραφήσεις που έρχονται με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη
«Πριν μας φύγει ο Μίκης, εγώ είχα την τύχη να τον γνωρίσω, να έχω πάει στο σπίτι του μαζί με τον Μίμη Ανδρουλάκη – ο Μίμης είναι αδερφός, σούπερ. Και πάμε στον Μίκη κι επειδή ήρθε όπως ήταν με τις πιτζάμες –κάτσαμε μια δυο ώρες αν θυμάμαι–, ντράπηκα να του πω να βγάλουμε μια φωτογραφία. Αλλά είπαμε πολλά πράγματα, και μου είπε “Γιώργο, σε παρακολουθώ, εσύ πάρε ό,τι θέλεις”. Είχα μαζέψει εγώ κάποια τραγούδια να έλεγα εκείνη την εποχή. Αυτά γίνονται πέντε περίπου χρόνια πριν φύγει ο Μίκης.
» Ένα βράδυ, τρώγαμε με τον δήμαρχο Φυλής, Χρήστο Παππού, στον φίλο μας τον Λουκιδέλη, και μ’ άκουσε να λέω για τον Μίκη καλά λόγια, ότι μου είχε μείνει μια παραγωγή από τότε. Το τελευταίο ντοσιέ που μου έχει μείνει τώρα είναι του Στελάρα, που είχαμε συμφωνήσει να πω τα τραγούδια του. Είχαν μείνει λοιπόν του Μίκη και του Στέλιου. Τ’ ακούει εκείνος και μου λέει “Εγώ είμαι εδώ”. Και προχωράει με δική του πρωτοβουλία και γράψαμε τις βάσεις, έπαιξε η ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη, εκεί και ο πολύ δυνατός φίλος μου και μπουζούκαρος, ο Μανώλης Καραντίνης. Τα έσκισε τα κομμάτια! Έπαιξε τόσο ωραία! Πήγα κι εγώ, πραγματικά βοηθήθηκα από το παίξιμο των μουσικών, τραγούδησα ωραία, έκανε και τις δεύτερες η Χριστιάνα Γαλιάτσου κι ακολουθεί η χορωδία στο “Τραγούδι της ξενιτιάς” και στο “Ένα το χελιδόνι”. Πιστεύω ότι τον Σεπτέμβρη θα κάνουμε την παρουσίαση “Τα λαϊκά του Μίκη Θεοδωράκη”. Κάπως έτσι. Είναι επιλογή λαϊκών τραγουδιών του Μίκη που τα είπαν μεγάλοι τραγουδιστές: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου… Σε όλους έδωσε ωραία τραγούδια. Γι’ αυτό και ήταν Πρωτομάστορας» αποκαλύπτει.
Τέζα για τον Γιώργη
«Τραγουδώ Κάρπου και Αρτέμωνος στον Άγιο Γιάννη. Όπου από κάτω γράφει και τ’ όνομά μου. Εκεί ερχόταν ένα γεροντάκι, συνταξιούχος καθηγητής, και είχε αγαπημένο του τραγούδι τον “Παλιατζή” του Στράτου Διονυσίου. Κι ερχόταν στο μαγαζί και σηκωνόταν, πώς κάνουν οι δάσκαλοι, σήκωνε το χέρι κι έλεγε “Γιώργηηη, τον ‘Παλιατζή’!”. Ε, του το έλεγα. Έπειτα από μισή ώρα “Γιώργηηη, τον ‘Παλιατζή’!”. Κι έπινε μπίρες.
»Μια βραδιά, ύστερα από 2-3 φορές, του λέω “στοπ”. Φεύγει, πάει έξω στην είσοδο και ξαπλώνει κάτω – έμπαινε μέσα κόσμος κι έλεγε ότι έξω έχει πεθάνει άνθρωπος. Βγαίνω κι εγώ, κοιτάζω, ο μπαρμπα-Λιας. Τον βάζω σ’ ένα ταξί και τον πάω στις Πρώτες Βοήθειες. Κι όπως τον παίρνουν στο καροτσάκι, τους λέει ότι εγώ τον χτύπησα! Ευτυχώς τον ξέρανε εκεί στην 3ης Σεπτεμβρίου στις Πρώτες Βοήθειες, το είχε κάνει κι αλλού», θυμάται και κουνά το κεφάλι σαν να μην το πιστεύει ακόμη.
Τα λάθη και τα πάθη
«Εγώ εκείνα τα χρόνια θα έπρεπε να έχω κάποιον άνθρωπο δίπλα μου που γνώριζε τα πράγματα. Δεν τον είχα ποτέ αυτόν τον άνθρωπο. Τώρα άλλες εποχές. Τότε θα μπορούσε να μου πει πού πάμε λάθος. Ακόμα υπάρχουν δίσκοι που έκανα κι έγιναν λάθη κι έφυγαν τα χρόνια εκείνα έτσι. Υπάρχουν κενά. Ένας τραγουδιστής που είναι ιδιαίτερος, που έχει δικό του μονοπάτι, που έχει δικό του χρώμα, δική του ερμηνεία, που δεν μιμείται κανέναν, ο καλύτερος να είναι, θέλει και μια βοήθεια από άλλους ανθρώπους. Αυτό μου λείπει. Ο Τάκης Σούκας, που με βρήκε στην αδυναμία, έπαιξε κάποιον ρόλο –εκτός από τα τραγούδια– στο να κόψω από τον τζόγο και να κάνω πέρα κακές συνήθειες. Θέλω να πιστεύω ότι βρίσκομαι στην καλύτερη γωνιά των ανθρώπων αυτή τη στιγμή. Στην καρδιά τους. Έφυγα μικρό παιδάκι, ήρθα στην Αθήνα χωρίς να ξέρω κανέναν, να κοιμάμαι από δω κι από κει, να μην ξέρω τι μου ξημερώνει, κι έγινα αυτός που είμαι. Ε, λέω καμιά φορά και “Μπράβο, Γιώργο”».
Δειτε περισσοτερα
Απόφαση να δοκιμάσουμε το αδοκίμαστο
Από τα πρώτα ξενοδοχεία «Ξενία» στα rooms to let, τις παρθένες Κυκλάδες και τα Μάταλα, µέσα από την ψηφιακή έκθεση Imagining Greece
Το Σαββατόβραδο που η Αθήνα δεν είπε ποτέ «καληνύχτα»
3 νέοι μοιράζονται την εμπειρία τους
“Dal Cuore alle Mani: Dolce & Gabbana”, μια ολόκληρη κοσμοθεωρία με χρυσό νήμα, βαρύ βελούδο και χιούμορ σε μαύρη δαντέλα.