Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Satyricon - Sigurd Wongraven: Καλλιτέχνες είστε, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε
Satyricon: Ο Sigurd Wongraven μιλάει για τη μουσική, τα Wongraven Wines και τη ζωή του - Συναντήσαμε τον frontman της νορβηγικής black metal μπάντας στο Όσλο.
Το να ακούς και να βλέπεις live τους Satyricon είναι μια εμπειρία. Είναι η νορβηγική black metal μπάντα που διεύρυνε όσο καμία άλλη το ιδίωμα και δείχνει τον δρόμο για τη metal μουσική στον 21ο αιώνα, τολμώντας κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Το να συζητάς με τον Sigurd Wongraven είναι μια άλλη. Η φωνή του σε διαπερνά, με σιγουριά, ηρεμία. Μιλάει χαμηλόφωνα, με έναν άλλο τόνο από αυτόν της σκηνής. Σε κοιτά στα μάτια, διερευνητικά, και δείχνει το ενδιαφέρον του με τη γλώσσα του σώματος. Είναι ο άνθρωπος που τα χέρια του γράφουν ασύλληπτα riffs και μελωδίες που δεν ξεχνάς, αλλά και εκφραστικούς στίχους. Ένας οινοποιός και επιχειρηματίας που δεν δίστασε να πειραματιστεί σε μια απαιτητική αγορά και να πετύχει. Ένας λάτρης των αγώνων ταχύτητας και των αυτοκινήτων Porsche, που ρολάρει σε μια πίστα όπως το Rudskogen Motorsenter, την παλαιότερη πίστα αγώνων ασφάλτου της Νορβηγίας. Ένας skater που επιμένει. Ένας άνθρωπος της οικογένειας.
Αλλάζουμε τόπους, ανταλλάσσουμε εμπειρίες. Το Unholy Trinity Tour, η μεγαλύτερη extreme metal περιοδεία όλων των εποχών, που πραγματοποίησαν μαζί με τους Rotting Christ και τους Behemoth, διέσχισε 17 πόλεις της Ευρώπης τον Απρίλιο, συγκεντρώνοντας περισσότερους από 50.000 θεατές. Μία μέρα μετά τη sold out headline εμφάνιση των Satyricon στο Inferno Festival, στο Όσλο, στην οποία o Sivert Høyem των Madrugada εμφανίστηκε επί σκηνής για να ερμηνεύσει το «Phoenix», o Sigurd Wongraven καταφτάνει στο ξενοδοχείο μας, Comfort Hotel Xpress Youngstorget. Στο μισοφωτισμένο lobby, χαιρετά με εγκαρδιότητα τους fans, που δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Αράζει στον καναπέ, πίνει μια μπίρα, χαλαρώνει, και ξεκινάμε την κουβέντα μας από τη συναυλία που ζήσαμε στο Rockefeller, ένα venue στο οποίο ως παιδί είδε την περιοδεία των Slayer για το «Reign in Blood», των Anthrax για το «Among the Living», τους Judas Priest και όχι μόνο…
«Στην εφηβεία όφειλες να είσαι περίεργος»
«Οι Atheist είχαν κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή το “Piece Of Time” και οι Candlemass κάτι άλλο, ίσως το “Tales of Creation”. Ήταν ενδιαφέροντες καιροί, γιατί κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου η metal κουλτούρα δεν ήταν καθόλου εδραιωμένη. Και το πράγμα λειτουργούσε κάπως έτσι τότε: Αν είχες μια μητέρα, έναν πατέρα, έναν θείο, έναν ενήλικα, μπορούσε να τηλεφωνήσει στον χώρο του live και να πει “Φέρνω μαζί μου δύο –ή τρία ή τέσσερα– παιδιά στη συναυλία” κι από τη διοργάνωση θα απαντούσαν: “Σύμφωνοι, αλλά θα είναι δική σου ευθύνη”. Κάποιες φορές πήγαινα με τον καλύτερό μου φίλο, ο οποίος είχε μια πολύ νέα και cool μητέρα, που προθυμοποιούνταν να το κάνει, ενώ ο πατέρας μου με πήγε στους Iron Maiden –όχι στο Rockefeller, αλλά σ’ ένα μεγαλύτερο venue έξω απ’ το Όσλο– και στους Metallica με το “Master of Puppets”. Αν ήσουν κάτω από 18, πολλές φορές δεν σε άφηναν να μπεις, και τότε θα έπρεπε να μιλήσεις με τον πατέρα σου ή τον πατέρα του φίλου σου ή με τον θείο σου και να τους ζητήσεις να πείσουν τους διοργανωτές ότι μπορούσες να παρακολουθήσεις. Θυμάμαι επίσης συναυλίες με πολύ κακό ήχο, αλλά δεν με ένοιαζαν αυτά τότε, το συναίσθημα επικρατούσε. Τα θυμάμαι όλα όσα κάναμε για να δούμε live. Όφειλες να είσαι περίεργος.
»Θα πρέπει να ήταν πολύ ενδιαφέρον να δεις live τους Black Sabbath στη δεκαετία του 1970. Μπορώ να φανταστώ τη συναυλία των Beatles στη Νέα Υόρκη, εκείνη την εμβληματική. Αυτά είναι πράγματα που, αν ενδιαφέρεσαι ήδη για τη μουσική, σε διαμορφώνουν. Όλες αυτές οι εμπειρίες λοιπόν μέσα στα χρόνια συντέλεσαν στο να γίνω κι εγώ καλλιτέχνης – για να δω τη μουσική από το καλύτερο δυνατό σημείο».
«Βλέπω τη μουσική ως έναν τρόπο να μοιράζομαι»
Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο έχουν ταξιδέψει για να δουν τους Satyricon ξανά στη σκηνή. Τον ρωτώ τι νιώθει όταν συνειδητοποιεί ότι χιλιάδες άνθρωποι, απ’ όλο τον κόσμο, ακούνε καθημερινά τη μουσική του και συνδέονται μέσω αυτής.
«Ταπεινότητα, εκτίμηση, ευγνωμοσύνη. Βλέπω τη μουσική ως έναν τρόπο να μοιράζομαι, ας το πούμε έτσι. Δεν οφείλω όμως τίποτα σε κανέναν. Το έχω ξεκαθαρίσει αυτό. Είμαστε σε περιοδεία με τους Rotting Christ και τους Behemoth, όπως ξέρετε, και κάποιοι από τους Behemoth αναφέρθηκαν στους fans και στις προσδοκίες τους, γιατί παίξαμε στην πρόβα ένα καινούργιο κομμάτι για το επόμενο άλμπουμ, και τους είπα: “Ακούστε, εμείς μετά το ‘Nemesis Divina’ κάναμε το ‘Rebel Extravaganza’”.
»Αυτή ήταν μια από τις πιο σημαντικές συζητήσεις που έκανα με τον Frost, με τον οποίο αρχίσαμε να παίζουμε μαζί το 1992 – είχαμε άλλον ντράμερ πριν ξεκινήσουμε δισκογραφία, εκείνος ήρθε μετά το πρώτο demo. Η κουβέντα αυτή λοιπόν έγινε από τηλεφώνου – θυμάμαι ακόμα και σε ποιο σημείο του σπιτιού βρισκόμουν και τη φύση της συζήτησης. Είχε τελειώσει το άλμπουμ [το “Rebel Extravaganza”], είχα παραδώσει την κασέτα, το cd –δεν θυμάμαι–, ρώτησα τη γνώμη του κι εκείνος είπε “Απίθανο!”. Εγώ του απάντησα πως, κατά τη γνώμη μου, ήταν το είδος του άλμπουμ που οι άνθρωποι ή θα λάτρευαν ή θα μισούσαν. Πως δεν θα ήταν ευπώλητο, αλλά δεν με ενδιέφερε, γιατί θα γινόταν ένας avant garde δίσκος για το μέλλον. Μου είπε ότι είχε κι εκείνος την ίδια γνώμη. Αυτό συνέβη περίπου δύο μήνες πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ. Φτάνουμε λοιπόν στο 2018 και, αν όχι όλα, τα περισσότερα και μεγαλύτερα metal φεστιβάλ στην Ευρώπη αρχίζουν πόλεμο διεκδίκησης με τον ατζέντη μας προκειμένου να εξασφαλίσουν αποκλειστική συναυλία με το “Rebel Extravaganza”. Αν αυτό το άλμπουμ δεν ήταν μπροστά από την εποχή του, δεν θα υπήρχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Για μένα αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Δες, ας πούμε, τους ζωγράφους: Λέγεται ότι πεθαίνουν φτωχοί και η αναγνώρισή τους έρχεται μετά θάνατον. Αυτό λοιπόν ίσως να συμβαίνει γιατί είναι κι αυτοί avant garde, πρωτοποριακοί, μπροστά από την εποχή τους. Ίσως γιατί δεν ήταν προορισμένοι να κάνουν ό,τι οι υπόλοιποι».
Ο Edvard Munch ήταν ένας Rebel Extravaganza
Η συνεργασία του Μουσείου Munch με τους Satyricon το 2022 υπήρξε μοναδική σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελώντας ένα από τα εικαστικά γεγονότα της δεκαετίας, με χιλιάδες επισκέπτες – ανάμεσα στους οποίους και ο Nick Cave. Στην έκθεση «Satyricon & Munch», ο Sigurd Wongraven δημιούργησε ένα μουσικό έργο που ξεπερνά κάθε φραγμό, ένα ηχητικό περιβάλλον που συνομίλησε με τα έργα του πρωτοπόρου εικαστικού. Και έθεσε νέες προκλήσεις για τη σύγχρονη μουσική και τα πεδία της πολιτισμικής διαχείρισης.
«Χρησιμοποιήσαμε την τέχνη του Έντβαρτ Μουνκ ως μέσο ένωσης. Η ιδέα για την καλλιτεχνική έκθεση “Satyricon & Munch” στο Μουσείο Μουνκ το 2022 ήταν, γνωρίζοντας ήδη την τέχνη του, να δούμε αν θα καταφέρναμε να δώσουμε κίνηση, ζωή σ’ αυτούς τους πίνακες, κάτι που δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη μουσική. Ο Μουνκ τελικά έγινε διάσημος εν ζωή, αλλά η καλύτερη δεκαετία του ήταν το 1890. Εκείνη την εποχή τον αποθέωναν, τον αναγνώριζαν και τον σέβονταν οι ειδικοί, οι γνώστες, ας πούμε. Την εποχή, όμως, που ο διευθυντής του Εθνικού Νορβηγικού Μουσείου αποφάσισε να αγοράσει την “Κραυγή”, περίπου 15 χρόνια νωρίτερα, ο Μουνκ ήταν άσημος. Αλλά καθώς ο διευθυντής ήταν ειδικός της τέχνης, είχε απίστευτη πίστη στον Μουνκ. Στα χρόνια εκείνα, αυτό που καθόριζε τον καλό ζωγράφο ήταν το να ζωγραφίζει με απόλυτη ρεαλιστικότητα, σχεδόν με φωτογραφική πιστότητα. Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το ξεκίνημα του Μουνκ, γιατί τότε δεν διέφερε από τον σωρό. Ζωγράφιζε πανέμορφα πράγματα με πολύ τεχνικό, αυστηρό τρόπο. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς το είπε, αλλά πήγαινε κάπως έτσι: “δεν πρέπει πια να ζωγραφίζουμε πίνακες με γυναίκες που κοιτάζουν έξω από παράθυρα και τραπέζια κουζίνας με όμορφα βάζα, αλλά πράγματα που γεμίζουν τους ανθρώπους με θαυμασμό και συναίσθημα, όπως όταν μπαίνουν σε εκκλησία”. Ήθελε να φτιάξει πίνακες με συναίσθημα, όχι τεχνικά σωστούς πίνακες. Αυτό σήμερα αναγνωρίζεται, τότε ακούγονταν τρελό».
Ήταν κι αυτός ένας Rebel Extravaganza, σχολιάζω.
«Ναι, ήταν! Και στη συνέντευξη Τύπου που έγινε με αφορμή την έκθεση είπα ότι ο Μουνκ με πολλούς τρόπους ήταν ο πρώτος Νορβηγός black metaller. Γιατί αυτό είναι μια απόφαση, μια στάση ζωής. Ο τρόπος που προσπαθούμε να δουλεύουμε στους Satyricon από τότε που ξεκίνησε η μπάντα είναι φτιάχνοντας μουσική που αρέσει σ’ εμάς και, για να γυρίσω στην ερώτηση που μου κάνατε σχετικά με το πώς νιώθω που άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο μάς ακούνε, σας λέω ότι νιώθω ευγνωμοσύνη, σεβασμό, ταπεινότητα και εκτίμηση. Αυτό που δεν νιώθω είναι δέσμευση σε μια συναλλαγή. Δεν νιώθω ότι έχουμε συμβόλαιο. Πολλές μπάντες λένε ότι δεν αλλάζουν ποτέ. Και ρωτάω: γιατί όχι; Και απαντούν ότι πρέπει να δίνουμε στους fans αυτό που περιμένουν. Γιατί; Έχετε υπογράψει κάποιο χαρτί που να λέει ότι πρέπει να κινηθείτε μόνο έτσι; Καλλιτέχνες είστε, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Κι όταν δεν απαντούν όπως πιστεύω εγώ ότι θα έπρεπε να απαντήσουν, τότε σκέφτομαι ότι ίσως δεν είναι καλλιτέχνες, αλλά διασκεδαστές».
Ή, έμποροι, συμπληρώνω.
«Ναι, ακριβώς!»
«Το προκατασκευασμένο, για μένα, δεν ζει. Κι αν ζει, γίνεται βαρετό. Κι αν κάτι είναι βαρετό, δεν ξέρω τι νόημα έχει»
Κάθε βράδυ οι Satyricon αλλάζουν το set list τους δημιουργώντας και μια διαφορετική νύχτα για τους θεατές. Γιατί;
«Γιατί έχει ενδιαφέρον αυτή η αλλαγή. Τη μία μέρα έχω μια συγκεκριμένη διάθεση, οπότε θα παίξω ένα συγκεκριμένο είδος, κι αν στην πρόβα δεν αισθανθώ έτσι, τότε επιλέγω άλλο κομμάτι. Και μετά, την επόμενη μέρα, στην πρόβα μπορεί να δω κάποιον από την μπάντα να ζει ένα κομμάτι, και τότε σκέφτομαι ότι και ο κόσμος θα το αισθανθεί, οπότε απόψε θα παίξουμε το συγκεκριμένο. Το προκατασκευασμένο, για μένα, δεν ζει. Και αν ζει, γίνεται βαρετό. Κι αν είναι βαρετό, δεν ξέρω τι νόημα έχει», εξηγεί ο Sigurd Wongraven.
«Γιατί θέλεις να βρεθείς κοντά μου, αν δεν σκοπεύεις να μου δώσεις λίγη από την ενέργειά σου; Γιατί αυτή είναι το δικό μου καύσιμο»
Οι συναυλίες των Satyricon είναι γνωστές για την πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα, την τεχνική αρτιότητά τους και τη δυναμική σκηνική παρουσία του Satyr. Τον ρωτώ ποιες αλλαγές παρατηρεί επιστρέφοντας στη σκηνή το 2024, μετά την πανδημία, έχοντας ζήσει τα live πριν και μετά την άνοδο των social media.
«Για μένα, η μεγαλύτερη αλλαγή σ’ αυτό το πεδίο είναι το προσωπικό που βρίσκεται πίσω απ’ τη σκηνή. Είναι πιο δύσκολο πια να βρεις καλό προσωπικό για τα παρασκήνια. Πολλοί απ’ αυτούς εξαφανίστηκαν με την πανδημία. Ας πούμε, ένας τεχνικός κιθάρας τώρα πια μπορεί να εργάζεται για εταιρείες με κιθάρες. Ή ένας τεχνικός ήχου να έχει ενσωματωθεί σε εταιρεία ενοικιάσεως ηχητικών συστημάτων. Σήμερα δεν είσαι δυνατότερος ούτε απ’ αυτόν που θεωρείται ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα σου. Είπα μερικά καθοριστικής σημασίας πράγματα στον ατζέντη μου με την επιστροφή μας μετά την πανδημία. Του επισήμανα ότι υπάρχουν πλέον λιγότεροι καλοί επαγγελματίες, και η πραγματικότητα είναι ότι και οι ίδιοι το γνωρίζουν αυτό, οπότε πρέπει να τους πληρώσεις όσα σου ζητήσουν, διαφορετικά θα σου πουν ευχαριστώ, θα πάω αλλού. Του εξήγησα ότι χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα, όχι για μένα, αλλά για να επενδύσουμε στο να βρούμε τους κατάλληλους, αλλιώς θα πέσει η ποιότητα. Ναι, έχουμε καλή σκηνική παρουσία, αλλά, για να γίνει αυτό, υπάρχει κάποιος στο πλάι που κάνει τη “βρόμικη” δουλειά, και που η απόδοσή του θα επηρεάσει εμάς θετικά ή αρνητικά. Υπάρχουν, λοιπόν, πρακτικές αλλαγές.
»Επιπλέον, ίσως το νεότερο κοινό, μετά την πανδημία, δεν ξέρει πώς πρέπει να “σταθεί” σε μια metal συναυλία. Φαίνονται λίγο πιο ντροπαλοί, πιο σιωπηλοί. Παρατηρώ στις συναυλίες τον κόσμο μπροστά στη σκηνή. Επιθυμούν να είναι κοντά μας, αλλά είναι πιο ήσυχοι. Και σκέφτομαι: γιατί θέλεις να βρεθείς κοντά μου, αν δεν σκοπεύεις να μου δώσεις λίγη από την ενέργειά σου; Γιατί αυτή είναι το δικό μου καύσιμο. Αν στέκεσαι απλώς εκεί και με κοιτάζεις, αυτό δεν μου δίνει ενέργεια», τονίζει και φέρνει ως παράδειγμα την Karin Stjernholm, επικεφαλής των Satyricon Ultras, του επίσημου fan club της μπάντας.
«Μας είδε στη Στοκχόλμη, στο Όσλο, είναι πάντα μπροστά μπροστά, γνωρίζει όλους τους στίχους μας και είναι τόσο συναισθηματικά αφοσιωμένη. Όταν τη βλέπω, σκέφτομαι ότι αυτό είναι χημεία, σωστά; Με κάποιους νεότερους δεν το βλέπω αυτό. Το είπα μάλιστα σ’ αυτή την περιοδεία: “Αν δεν ξέρετε πώς να το κάνετε, κοιτάξτε τους ανθρώπους γύρω σας και κάντε ό,τι κάνουν”. Θυμάμαι, όταν πηγαίναμε εμείς σε συναυλίες, εκεί γύρω στα 13 μας, με τον μπαμπά ή τον θείο, ήμασταν λίγο φοβισμένοι στην αρχή και στεκόμασταν παράμερα, αλλά όταν βρίσκαμε το κουράγιο να πάμε μπροστά, ιδρώναμε κουνώντας τα κεφάλια μας ρυθμικά. Τότε αισθανόμασταν τη μουσική. Κάποτε ο Frost είπε ότι υπάρχουν φυσικά στοιχεία στο έργο του Μουνκ και προφανώς υπάρχουν και στη metal μουσική. Η γυναίκα μου, που έλαβε εκπαίδευση από την Ακαδημία Μπαλέτου του Όσλο, είπε χτες μετά το τέλος του live ότι είναι ενδιαφέρον να βλέπεις την κίνηση μαζί με τη μουσική με τη ματιά ενός χορευτή, και ότι, παρότι δεν πρόκειται για χορογραφία, κατά μία έννοια ο μουσικός χορεύει επίσης με τη μουσική, όχι όμως με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε όλοι τον χορό, αλλά εκφράζοντας το πώς εκείνος νιώθει τον ρυθμό. Στα live μας προσέχω τις λεπτομέρειες στο παίξιμο του Frost. Μερικές φορές σταματώ για να αφουγκραστώ αν όλοι παίζουν με το συναίσθημα που παίζω εγώ, κάτι που συμβαίνει τις περισσότερες φορές, κι όταν δεν το κάνουν, τους κοιτάζω… κάπως».
«Αντιμετωπίστε κάθε άνθρωπο διαφορετικά»
Ο Sigurd Wongraven καθόρισε την black metal αισθητική και την επαναπροσδιορίζει διαρκώς: από τις corpse paint όψεις του μέχρι τα πιο rock outfits του, η σκηνική του παρουσία φέρει συμβολισμούς. Συνεργαζόμενος με τη σχεδιάστρια μόδας Black Rat, εμφανίζεται με δύο διαφορετικά battle jackets κι έναν μανδύα. Ρούνοι, σύμβολα, λέξεις. Σε ένα από αυτά αναγράφεται η λατινική φράση «Non Ducor, Duco», που σημαίνει «Δεν καθοδηγούμαι, οδηγώ». Έχοντας ηγηθεί των Satyricon, της θρυλικής δισκογραφικής εταιρείας Moonfog Records αλλά και των οίνων Wongraven Wines, τον ρωτώ ποια στοιχεία πιστεύει ότι είναι καθοριστικά για την ηγεσία.
«Σπουδαία ερώτηση! Εξαρτάται πραγματικά από το ποιον έχεις απέναντί σου. Τους ανθρώπους που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους και έχουν ηρεμία και ψυχραιμία μέσα τους είναι πολύ πιο εύκολο να τους καθοδηγήσεις, γιατί δεν το εκλαμβάνουν ως απειλή ή ανταγωνισμό. Η δυσκολία έρχεται όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους ανασφαλείς και άπειρους. Επειδή νιώθουν ότι, αν δανειστούν κάτι από την εμπειρία μου ή τη γνώση που έχω συσσωρεύσει με τον καιρό, παραδέχονται αυτομάτως ότι είναι αδύναμοι. Και προσπαθώ να τους πείσω ότι ισχύει το αντίθετο. Τους λέω ότι ο δικός μου τρόπος, όταν ήμουν νέος σε κάτι, ήταν να ρωτάω “Πώς το κάνεις αυτό, δεν ξέρω”. Πάντα αστειευόμουν μ’ αυτό. Αν ήμουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, δεν θα μου αρκούσε απλώς να πετυχαίνω όμορφα γκολ, θα ήθελα να βάζω αρκετά γκολ για να κερδίζω τα παιχνίδια, επειδή, στην τελική, το θέμα είναι να πετύχεις το καλύτερο αποτέλεσμα. Έτσι, αν συμπεριφέρεσαι με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, μπορείς να πετύχεις περισσότερα. Αν προσπαθήσεις να τους αντιμετωπίσεις όλους με τον ίδιο τρόπο, είναι πολύ, πολύ δύσκολο αυτό, επειδή κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Κάποιοι άνθρωποι, αν τους δείξεις μεγάλη εμπιστοσύνη, θα θελήσουν να σου αποδείξουν ότι την αξίζουν – είμαι καλός άνθρωπος, κι αφού μου έδωσες την ελευθερία, θα σου αποδείξω ότι είχες δίκιο που το έκανες. Άλλοι άνθρωποι αυτή την αντιμετώπιση θα την εκλάβουν ως αδυναμία και ως εκ τούτου θα κάνουν ό,τι θέλουν. Τους ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν μπορείς να τους εμπιστευτείς. Θα κάνουν λάθη, όλοι κάνουμε λάθη. Και υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορείς να εφαρμόσεις τα δικά σου πρότυπα επάνω τους. Αν έρθει κάποιος και σου πει “Σε παίρνω μαζί μου, κι εμείς έτσι αντιμετωπίζουμε τα πράγματα”, δεν μπορείς να πεις “Εγώ δεν το κάνω έτσι”, γιατί η απάντηση που θα λάβεις θα είναι “Δεν μ’ ενδιαφέρει, τώρα είσαι μαζί μας και θα το κάνεις όπως εμείς. Ή, αλλιώς, κάνουμε χώρια ο καθένας τα δικά του”. Αλλά αυτό δεν χρειάζεται να το πούμε στους ανθρώπους που είναι άνετοι μέσα τους. Οι άνετοι και έμπειροι άνθρωποι το ξέρουν. Μπορώ να τους πω προσπαθήστε να δουλέψετε πάνω σ’ αυτό, γιατί πιστεύω ότι μπορείτε να το κάνετε καλύτερα, και τότε θα πουν εντάξει. Και δεν χρειάζεται να τους ελέγχω, ξέρω ότι θα το κάνουν. Από την άλλη, υπάρχουν κι άνθρωποι, που πρέπει να τους το λέω όταν δεν μπορούν να παίξουν με τον τρόπο που υποτίθεται ότι πρέπει να παίξουν μαζί μας. Επειδή πρέπει να αισθάνονται ότι υπάρχει ένας απτός κίνδυνος να μη γίνουν μέρος αυτού του παιχνιδιού. Η ουσία λοιπόν της απάντησής μου είναι: αντιμετωπίστε κάθε άνθρωπο διαφορετικά».
«…ο Μουνκ με πολλούς τρόπους ήταν ο πρώτος Νορβηγός black metaller» - Sigurd Wongraven
Wongraven Wines, ένας νέος τρόπος να συμβούν πράγματα στο κρασί
Η Wongraven Wines είναι από τις εξέχουσες μάρκες στη νορβηγική αγορά κρασιού, μία από τις λίγες εταιρείες που μπόρεσαν να συνδυάσουν την εμπορική επιτυχία με την αξιοπιστία στην κοινότητα των geeks του είδους. Δεκαέξι χρόνια μετά τη δημιουργία της, ο Sigurd Wongraven έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές της και σε άλλες αγορές, παράγει την Champagne Sigurd Wongraven αλλά και μπίρες –την Wongraven Blonde Ale και την Wongraven Saison– και επιμελείται μοναδικά tasting events σε επιλεγμένα εστιατόρια ανά τον κόσμο.
«Έζησα τα πρώτα 10 χρόνια της ζωής μου σε μια φάρμα, είχαμε αγελάδες και παραγωγή γάλακτος, είχαμε άλογο, η μητέρα μου καλλιεργούσε ένα βιολογικό περιβόλι, οπότε η γεωργία ήταν ήδη ριζωμένη μέσα μου. Στην πορεία κατάλαβα ότι η παραγωγή οίνου είναι σαν τη μουσική: υπάρχουν αυτοί που την αντιμετωπίζουν με τον βιομηχανικό τρόπο και αυτοί που τη βλέπουν ως μια μορφή τέχνης. Αυτό που είναι μοναδικό στους οίνους Wongraven είναι ότι δεν έχουμε αμπέλια και οινοποιείο. Είμαστε μια μικρή ομάδα. Την εταιρεία την ξεκίνησα μόνος μου. Έχουμε σαμπάνια στη Γαλλία, στη Γερμανία και στο Πιεμόντε της Βορειοδυτικής Ιταλίας. Κάνουν εκεί την οινοποίηση για μένα. Δεν θέλω καλλιεργημένη μαγιά όταν φτιάχνουμε Barolo από τον αμπελώνα στο Μονπελιέ, θέλω να χρησιμοποιώ φυσική μαγιά. Θέλω να κάνω αυθόρμητη προώθηση στο κελάρι μας. Επίσης δεν θέλω να κάνω κανένα φινίρισμα στο κρασί, δεν θέλω να το “φουσκώνω”, και δεν θέλω καινούργια, πάρα μόνο παλιά βαρέλια. Και η ιδέα με βάση την οποία λειτουργώ κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι το ότι έχουμε να κάνουμε με πολύ ιδιαίτερους αμπελώνες. Κι αυτό ακριβώς θέλω να αναδείξω: την ιδιαιτερότητα και τον χαρακτήρα του αμπελώνα. Τώρα, αν ο αμπελώνας δεν είναι κάτι πολύ μοναδικό, ίσως αυτά τα πράγματα να μην είναι τόσο σημαντικά. Ίσως να πρέπει απλώς το κρασί να έχει φρεσκάδα και ωραίες, φρουτώδεις γεύσεις. Μερικές φορές αυτά είναι πολύ καλά κρασιά, άλλες φορές βγαίνουν κρασιά Barolo από τον αμπελώνα του Μονπελιέ, που είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι γης. Μόνο 16 εκτάρια πάνω κάτω. Όλα αυτά διαμορφώνουν τη νοοτροπία μου. Παίρνω τα πάντα στα σοβαρά, αλλά το να φτιάχνεις ένα καλό καθημερινό κρασί ίσως δεν είναι τέχνη, ίσως είναι μια καλή δουλειά. Διαφορετικά, πρόκειται για μια φιλοσοφική ανάθεση: Πώς μπορούμε να εκφράσουμε την πραγματική φύση του αμπελώνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
»Μου αρέσουν οι πειραματισμοί με το κρασί, έχουμε φτιάξει αρκετά κρασιά που είναι ασυνήθιστα, για παράδειγμα από τη Γερμανία, με την ανώτερης τάξης εμφιάλωση που χρησιμοποιούν για το ξηρό Riesling στην περιοχή Pfalz και την ονομάζουν GG’s, δηλαδή Grosses Gewächs (great growths), το αντίστοιχο του γαλλικού Grand Cru. Για να χαρακτηριστεί ένα γερμανικό κρασί GG, πρέπει να έχει έρθει από έναν Grosse Lage ή Grand cru αμπελώνα. Δεν μπορεί να είναι από δύο Grand Cru αμπελώνες, τέσσερις ή πέντε, πρέπει να είναι από έναν συγκεκριμένο. Είπα, αφού υπάρχουν τόσοι Grand Cru αμπελώνες, έχει προσπαθήσει ποτέ κανείς να αναμείξει αυτό μ’ αυτό και μ’ εκείνο; Μου απάντησαν όχι, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα ήταν νόμιμο να πουληθεί, ότι το Grand Cru πρέπει να είναι από έναν μόνο αμπελώνα. Τους είπα ότι το γνωρίζω, αλλά μια παρεκτροπή θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον. Να δούμε τι θα μπορούσε να προκύψει. Είναι ένας τρόπος να συμβούν καινούργια πράγματα. Ίσως αν ένα κρασί είναι γνωστό για μια συγκεκριμένη ποιότητα και ένα άλλο για μια άλλη, θα άξιζε να προσπαθήσουμε να τις συνδυάσουμε. Όταν το κάναμε αυτό, εις γνώσιν μας, κανένας άλλος δεν το είχε κάνει. Τώρα το κάνουν αρκετοί. Το σημαντικότερο για μένα είναι ότι μπορέσαμε να φτιάξουμε ένα καλό κρασί, το Wongraven Morgenstern Riesling Black Label. Αλλά πέρα από την ποιότητά του, με ενδιαφέρει ότι φέραμε κάτι καινούργιο».
Όπως με το black metal, του λέω.
«Ναι, όπως με το black metal. Ως άτομο, συνθέτης, στιχουργός, frontman ή όταν αναμειγνύω κρασιά, δεν έχω πολλαπλές προσωπικότητες. Είμαι εγώ. Και η δέσμευσή μου, όπως και η περιέργεια και η αφοσίωσή μου, είναι η ίδια, είτε πρόκειται για τη μουσική είτε για το κρασί».
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση