Μουσικη

Η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου και ο John Peel

Είχε έναν μοναδικό τρόπο να ανακαλύπτει και να υποστηρίζει νέους ήχους

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 903
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου στις 13 Φεβρουαρίου: Η μουσική κληρονομιά του John Peel.
© Michael Putland/Getty Images/Ideal Image

Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου στις 13 Φεβρουαρίου: Η μουσική κληρονομιά του John Peel. 

Αν υπάρχει ένας άνθρωπος στον κόσμο που να αποτελεί τον απόλυτο ήρωα για όσους ακόμη αγαπούν το ραδιόφωνο, αυτός είναι ο John Peel.

Δεν θα ξεχάσω εκείνο το απόγευμα που βγαίνοντας από ένα Garfunkel’s στο Piccadilly Circus, έτσι όπως στάθηκα σε έναν από τους πολλούς εκείνη την εποχή πάγκους της Evening Standard, διάβασα την είδηση που δεν μπορούσα να πιστέψω: «John Peel Dies»! Ήταν 25 Οκτωβρίου του 2004.

Aν οι δικοί μας τοπικοί ραδιοφωνικοί ήρωες, ο Γιάννης Πετρίδης και ο Γιώργος Παπαστεφάνου μας έκαναν να αγαπήσουμε την παγκόσμια και την ελληνική μουσική αντίστοιχα, ο John Peel ήταν εκείνος που σημάδεψε όσους από εμάς έτυχε να βρεθούμε για κάποιο διάστημα, σπουδάζοντας ή/και δουλεύοντας, στην Αγγλία. Η πρώτη μου επαφή μαζί του ήταν στο πρώτο μου ταξίδι στα μέσα των 80s, όταν προσπαθούσα να καταλάβω τα ονόματα των συγκροτημάτων που μου άρεσαν για να τα ζητήσω την επόμενη μέρα στο Rough Trade –το ένα και μοναδικό τότε– στη Ladbroke Road, μια μικρή πάροδο της Portobello. Όταν αργότερα έμενα στην Αγγλία δεν έχανα εκπομπή του, όπως και στα σύντομα ταξίδια μου στα κατοπινά χρόνια. Ο John Peel είχε έναν μοναδικό τρόπο να ανακαλύπτει και να υποστηρίζει νέους ήχους πηγαίνοντας πολύ συχνά κόντρα στους καταλόγους επιτυχιών και σε ό,τι έμοιαζε κατεστημένο. Χώρια από το φτύσιμο στον David Cassidy, τον Gary Glitter και τους Osmonds που έσκιζαν εκείνη την εποχή, δεν είχε κανένα πρόβλημα να τα βάλει και με σοβαρά σχήματα όπως οι Emerson, Lake and Palmer ήδη από το 1976, βλέποντας ότι το ιδίωμα που τότε ονομαζόταν progressive, παρήκμαζε επικίνδυνα. Θεωρούσε ότι παρά τις μεγάλες εκτελεστικές αρετές των μελών αυτού του είδους των συγκροτημάτων, η σχέση τους με την κλασική μουσική τους οδηγούσε σε τεράστια χασμουρητά από τη μία και πολύ μακριά από τη φύση του rock από την άλλη. Την ίδια στιγμή, το punk που αναδυόταν φαινόταν να έχει τη δυναμική να ξεσηκώσει και πάλι τους νέους. Teenage Kicks, λέμε!

Στις 8 Μαΐου του 1986 ήμουν αρκετά τυχερός να βρεθώ στο Hammersmith Palais, όπου έπαιζαν οι Sonic Youth με τους Jesus And Mary Chain. Οι Νεοϋορκέζοι είχαν μόλις πριν από λίγες μέρες κυκλοφορήσει το «Evol» –το Rough Trade είχε φέρει δεκάδες αντίτυπα–, έναν δίσκο με τη Lung Leg στο εξώφυλλο από την underground ταινία «Submit To Me» του Richard Kern. Είχα αγοράσει τον δίσκο αλλά επειδή δεν μπορούσα να τον ακούσω εκεί, είχα αγοράσει και την κασέτα για να την ακούω στο walkman, η οποία μου άρεσε πολύ λιγότερο από το «Bad Moon Rising».

Ο John Peel είχε γράψει στον Observer την Κυριακή 11 Μαΐου ότι οι Sonic Youth «είναι έξυπνοι άνθρωποι που παίζουν βλακώδη μουσική», επειδή σε μια εποχή ακραίας σκληρότητας και επιθετικότητας στους δρόμους των μεγαλουπόλεων επιμένουν να επιδίδονται δισκογραφικά «σ’ έναν ηχητικό βανδαλισμό». Αυτό που είδε όμως εκείνη τη βραδιά ήταν ότι «είναι ίσως οι μόνοι που μπορούν να αναβιώσουν την ενέργεια του αμερικάνικου rock των 60s. Μέσα στο feedback και τους μοβ φωτισμούς τους, μου φέρνουν στο μυαλό αυτό που μπορώ να θυμηθώ από το Sunset Strip του 1967» έγραφε. Και εκ του αποτελέσματος είχε απόλυτο δίκιο!

Όσο για τους Jesus and Mary Chain, ήταν για άλλη μια φορά ύποπτοι να παίξουν –παρ’ ότι ήταν το πρώτο όνομα– κανένα εικοσάλεπτο πάλι και να πέσει το ξύλο της αρκούδας, όπως είχε ξαναγίνει εκείνη την εποχή. Ευτυχώς έπαιξαν 40 λεπτά βγαίνοντας μ’ ένα απίστευτης δύναμης «Taste Of Cindy».

Στο κείμενο του John Peel στον Observer με είχαν εντυπωσιάσει, πέρα από το βάθος των παρατηρήσεών του, και δύο απλούστερα πράγματα: το πρώτο ήταν η άποψή του ότι δεν έχει σημασία πόση ώρα παίζει μια μπάντα αλλά με ποιον τρόπο παίζει. «Άλλωστε» έγραφε, «η μουσική δεν πάει με το μέτρο». Και το δεύτερο είχε να κάνει με τα encore. «Δεν είμαι ο άνθρωπος των encore, ειδικά όταν είναι προβλέψιμα. Φανταστείτε τον Leonardo Da Vinci αφού έχει τελειώσει τον “Μυστικό Δείπνο”, και επειδή το έργο είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, να πηγαίνει μετά και να ζωγραφίζει στον πίνακα δυο τρεις επιπλέον τύπους»!

Έργο μεικτής τεχνικής του Γιώργου Φλωράκη για τη στήλη του Σημειώσεις Ενός Μονομανούς
Έργο μεικτής τεχνικής του Γιώργου Φλωράκη για τη στήλη του Σημειώσεις Ενός Μονομανούς

ΥΓ1: Στη λίστα τα 10 πολύ αγαπημένα τραγούδια του John Peel.

ΥΓ2: Να μπορώ να αναζητώ πάντα την καινούργια μουσική και να μην επαναπαύομαι σε ό,τι ήδη ξέρω ή σε ό,τι έχει συνηθίσει να ακούει ο κόσμος στο ραδιόφωνο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ