Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Ο Κωστής Χαραμουντάνης χτίζει το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν
Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού, μια καλοκαιρινή ταινία από τον Κωστή Χαραμουντάνη για όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ
Μετά από έξι ταινίες μικρού μήκους, ο 31χρονος σκηνοθέτης Κωστής Χαραμουντάνης έκανε το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, με την ταινία «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού», που συμμετείχε επίσημα στο τμήμα L’ACID του Φεστιβάλ Καννών 2024 και πραγματοποίησε την αθηναϊκή της πρεμιέρα στον θερινό κινηματογράφο Cine Paris στις 15 Μαΐου, με την υποστήριξη του Cinobo.
Διαθέτοντας όλα τα στοιχεία που έκαναν τις ταινίες του [«Το μάτι και το φρύδι» (2016), «ΤΟ ΤΕΡΑΣ κοιμάται» (2017), «Κιόκου: Πριν έρθει το καλοκαίρι» (2018), «Ο σκύλος του Χαμομήλι» (2019), «Ανθολόγιο μιας πεταλούδας» (2020) και «Σύννεφα πάνω από την αυλή μου» (2021)] να αναγνωριστούν σε σημαντικά φεστιβάλ κινηματογράφου της Ελλάδας και να κερδίσουν βραβεία, η νέα του ταινία αφηγείται την ιστορία ενός πατέρα και των δύο έφηβων παιδιών του, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους με το οικογενειακό ιστιοφόρο στον Πόρο. Χωρίς να το γνωρίζουν, τα αδέλφια συναντούν τη βιολογική τους μητέρα, η οποία τα εγκατέλειψε όταν ήταν μωρά. Η συνάντηση αυτή καταλήγει σε μια γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης για όλους τους εμπλεκόμενους.
Συναντώ τον Κωστή Χαραμουντάνη —με τον οποίο έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία— λίγο πριν ξεκινήσει η πρώτη προβολή της ταινίας και, παρά το σχετικό άγχος του, η κουβέντα μας κυλάει ευχάριστα. Η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από τον κινηματογράφο, τις επιρροές του, τα πρώτα του βήματα και τις σκέψεις του για το μέλλον, ενώ ενδιάμεσα αναγκαζόμαστε πολλές φορές να κάνουμε μικρές παύσεις, γιατί παρεμβαίνει κάποιο soundcheck, με ηχητικά κλιπ από διαφημίσεις.
Το σινεμά του Κωστή Χαραμουντάνη
― Η ταινία «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους. Ήταν πολύ διαφορετική η εμπειρία των γυρισμάτων συγκριτικά με τις μικρού μήκους ταινίες σου;
Τα γυρίσματα δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Πρώτα απ’ όλα, τις μικρού μήκους τις έκανα μόνος μου —ήμουν στην κάμερα, το μοντάζ, την παραγωγή κ.λπ.—, με δυο τρεις ή χωρίς καθόλου ηθοποιούς, ενώ τώρα είχαμε ένα συνεργείο είκοσι ατόμων. Στην περίπτωση της μεγάλου μήκους ταινίας η διαδικασία ήταν άλλη, το ρίσκο μεγάλο, τα χρήματα πολλά, κι έπρεπε να συντονιστούν πολλοί άνθρωποι. Πήρε επτά χρόνια από την αρχή της σύλληψης της ιδέας και του σεναρίου μέχρι να ολοκληρωθεί εντελώς η ταινία και να προβληθεί στις Κάννες στο ACID. Ξεκίνησα να τη γράφω το 2017.
Οι ηθοποιοί, βέβαια, μεγάλωναν στο μεταξύ, όμως αυτό το προσάρμοσα στο σενάριο, καθώς είναι μια ταινία που έχει να κάνει με την ενηλικίωση. Κατάλαβα ότι η βιολογική ηλικία δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Όλοι οι χαρακτήρες περνάνε από μια μορφή ενηλικίωσης, μέσα από κάποια γεγονότα, από το κοριτσάκι που είναι πέντε χρονών, μέχρι τον πατέρα που είναι πενήντα. Μου άρεσε, λοιπόν, το γεγονός ότι τα παιδιά δεν ήταν δεκαοχτώ, αλλά είκοσι πέντε.
― Γράφεις ο ίδιος τα σενάριά σου. Αφήνεις και κάποια περιθώρια αυτοσχεδιασμού ή είσαι αυστηρός σ’ αυτό το θέμα;
Η ταινία έχει λίγο αυτοσχεδιασμό. Κατά βάση είναι 160 σελίδες σενάριο και θέλαμε να το ακολουθήσουμε πιστά, καθώς ήταν ένα σενάριο που είχε δουλευτεί αρκετά, όμως υπήρχε περιθώριο να προτεθούν και κάποια ζωντανά στοιχεία. Το κοριτσάκι, για παράδειγμα, ήταν πολύ μικρό και δεν μπορούσε να μάθει λόγια, οπότε προσπαθούσαμε να αυτοσχεδιάζουμε γύρω από τις σκηνές στις οποίες εμφανίζεται. Συνεπώς, όπου βλέπουμε το κοριτσάκι είναι αυτοσχεδιασμός, το υπόλοιπο είναι μέρος του σεναρίου. Ακόμα και σενάριο, όμως, να υπάρχει, μου αρέσει να υπάρχει μια ελευθερία που να δίνει στον ηθοποιό το έναυσμα να προσθέσει κάτι δικό του και να είναι ελεύθερος να παίξει περισσότερο με τη συνθήκη κι όχι τόσο να πει ακριβώς τα λόγια.
Υπάρχει μια σκηνή όπου τρώνε μακαρόνια και τ’ αδέρφια πρέπει να τσακωθούνε, μέχρι να φτάσουν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο όπου κορυφώνεται ο τσακωμός. Εκεί αυτοσχεδίασαν βασιζόμενοι στη σχέση που είχαν χτίσει. Μετά συνέχισαν βάσει σεναρίου. Χρησιμοποιήσαμε, δηλαδή, τον αυτοσχεδιασμό περισσότερο ως εργαλείο.
― Εκτός από τη σκηνοθεσία έχεις ασχοληθεί και με το θέατρο. Συγκεκριμένα, έχεις εργαστεί ως ηθοποιός, μουσικοσυνθέτης, σχεδιαστής ήχου, μοντέρ, β΄ βοηθός σκηνοθέτη και βοηθός παραγωγής. Έχουν επηρεάσει όλες αυτές οι ιδιότητες τον τρόπο με τον οποίο δουλεύεις σήμερα;
Έχω τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 2015, αλλά η ηθοποιία δεν μου άρεσε και έτσι δεν έπαιξα ποτέ επαγγελματικά σε παραστάσεις. Είχα αρχίσει όμως να γράφω μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Βεβαίως και με έχουν επηρεάσει οι εμπειρίες μου αυτές, γιατί, τόσο στις πρώτες μικρού μήκους ταινίες όσο και εδώ, υπάρχουν θεατρικά στοιχεία. Μπορεί, δηλαδή να τοποθετήσω την κάμερα πάνω σε ράγες και έτσι να φαίνεται πιο παραστατικός ο τρόπος με τον οποίο παίζουν οι ηθοποιοί — όχι όσον αφορά την υποκριτική, αλλά σχετικά με τον τρόπο που κινηματογραφείται μια σκηνή.
Επίσης, στις μικρού μήκους υπήρχε η αίσθηση ότι τα κάνουμε όλα μόνοι μας —βρίσκαμε μόνοι μας τα ρούχα, κάναμε το μακιγιάζ κ.λπ.—, όπως ακριβώς και στις παραστάσεις στο Ωδείο, στη Δραματική Σχολή. Αυτή η έννοια της φιλίας ή της οικογένειας που δημιουργείται όταν κάνεις μια ταινία ή μια παράσταση είναι σε κάθε περίπτωση κοινή. Όσον αφορά τη δουλειά μου στη μουσική για ταινίες, είναι κάτι που συνεχίζεται. Τη μουσική γι’ αυτή την ταινία την έχω γράψει ο ίδιος.
― Τι σημαίνει, αλήθεια, ο τίτλος «Κιούκα» και ποια είναι η σχέση της ταινίας αυτής με τη μικρού μήκους: «Κιόκου: Πριν έρθει το καλοκαίρι» του 2018;
Το «Κιόκου: Πριν έρθει το καλοκαίρι» είναι η πρώτη ταινία, ψήγματα από την οποία υπάρχουν και στη μεγάλου μήκους. Το «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού», λοιπόν, είναι η συνέχεια της πρώτης. «Κιόκου» σημαίνει «αναμνήσεις» στα ιαπωνικά, γιατί η μικρού μήκους έχει να κάνει με ένα αναμνησιακό κολάζ δύο αδερφών που περιμένουν να έρθει το καλοκαίρι, και «Κιούκα» σημαίνει «διακοπές», οπότε τώρα θα δούμε τις διακοπές των χαρακτήρων. Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που επέλεξα μία ιαπωνική λέξη για τον τίτλο. Είναι περισσότερο σαν παιχνίδι. Παρόλα αυτά οι ταινίες είναι μέρη μιας τριλογίας, οπότε το τρίτο μέρος θέλω να ονομάζεται «Κιέρου» – η «διαδικασία του να εξαφανίζεσαι».
― Οι ταινίες σου θυμίζουν νουβέλ βαγκ και γενικότερα arthouse κινηματογράφο. Ο στόχος είναι να έχεις τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο, όπως οι «auteurs» που ασχολούνται με αυτό το είδος κινηματογράφου;
Δεν είναι θέμα ελέγχου, νιώθω πιο άνετα όταν δουλεύω έτσι. Μου αρέσει πιο πολύ η διαδικασία. Δηλαδή μου αρέσει να μοντάρω, να γράφω το σενάριο, να κάνω τα γυρίσματα, να σχεδιάζω την αφίσα, να γράφω τη μουσική, τους τίτλους. Έχω κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα στις ταινίες μου, αλλά περισσότερο επειδή μου αρέσει να μαθαίνω, μου βγαίνει αυθόρμητα. Άλλωστε, έτσι δημιουργείς και μια πολύ συγκεκριμένη καλλιτεχνική ταυτότητα.
Οι ταινίες με τις οποίες μεγάλωσα δεν είχαν καμία σχέση με αυτό το σινεμά. Έβλεπα, όπως όλοι, «Χάρι Πότερ», «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», «Alien», «Πειρατές της Καραϊβικής». Επίσης αγαπούσα πολύ τα κινούμενα σχέδια. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο, μου άρεσε πολύ ο Βέρνερ Χέρτζογκ, η Ανιές Βαρντά, ο Χάρμονυ Κορίν, ο Λιντς, ο Πίτερ Τσερκάσκι —άρχισα να βλέπω τέτοιο σινεμά και οι περισσότερες επιρροές μου προέρχονται από εκεί. Είδα, δηλαδή, όλες τις ταινίες του Χέρτζογκ, διάβασα όλα τα βιβλία του, είδα όλες του τις συνεντεύξεις — πήρα ό,τι μπορούσα να πάρω. Ωστόσο, περισσότερο με τραβάει η ματιά του Χέρτζογκ και το όραμά του, παρά η θεματολογία των ταινιών του αυτή καθαυτή.
― Το «Κιούκα» γυρίστηκε στον Πόρο και αφορά την περιπέτεια μιας οικογένειας που κάνει διακοπές εκεί μ’ ένα ιστιοφόρο. Υπάρχουν και ορισμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ταινία;
Στον Πόρο πήγαινα τα καλοκαίρια ως παιδί, με τους γονείς μου. Μέναμε σε ένα παλιό ιστιοφόρο του πατέρα μου (ψιλο-σαράβαλο) και ήμασταν μια τετραμελής οικογένεια σ’ έναν πολύ περιορισμένο χώρο για δυο τρεις βδομάδες, μέσα στο κατακαλόκαιρο. Υπήρχε, λοιπόν, ένταση, αγάπη, χιούμορ, υπήρχαν όλα. Υπήρχε επίσης πολλή ηρεμία. Υπό αυτή την έννοια, η ταινία είναι βασισμένη σ’ αυτές τις προσωπικές μου αναμνήσεις, με τον τρόπο που τις βίωσα. Δεν έχει να κάνει με ακριβή γεγονότα —το «Κιούκα» είναι μια ταινία μυθοπλασίας—, αλλά περισσότερο με την αίσθηση και τις εικόνες που μου έμειναν από την εποχή εκείνη.
― Ιδιαίτερη είναι και η φωτογραφία της ταινίας, που αφήνει μια ρετρό αίσθηση. Ήταν δική σου ιδέα ή του διευθυντή φωτογραφίας Κωνσταντίνου Κουκουλιού;
Αρχικά ήθελα να γυρίσω την ταινία με Hi-8, μια παλιά βιντεοκάμερα από τη δεκαετία του 1990, με την οποία είχαμε γυρίσει και τη μικρού μήκους. Ο ένας λόγος ήταν η αισθητική – μου αρέσει όλη αυτή η νοσταλγία και τα χρώματα που βγάζει αυτή η παλιά κάμερα. Το άλλο κομμάτι ήταν η πρακτικότητα, γιατί ήμασταν ολόκληρο συνεργείο πάνω σε ένα σκάφος, οπότε δεν μπορούσαμε να έχουμε πολλές κάμερες, φακούς κ.λπ.
Όμως ο Κωνσταντίνος είχε μια καλύτερη ιδέα. Πρότεινε να γυρίσουμε την ταινία με μια κανονική κάμερα, την Alexa mini, και να της προσθέσουμε vintage φακούς. Αυτό έδωσε στην ταινία τη ρετρό αισθητική, χωρίς να την πειράξουμε ιδιαίτερα στο μοντάζ. Επίσης, εξαιρετική δουλειά έκανε και ο Μάνθος Σαρδής, που ανέλαβε το coloring, τονίζοντας τα χρώματα και δίνοντας αυτή την έντονη αίσθηση του καλοκαιριού στην ταινία. Φτιάξαμε επίσης το κάδρο έτσι ώστε να μοιάζει με καρτ ποστάλ, οπότε όλο αυτό ήρθε και έδεσε.
― Πώς έγινε η επιλογή του καστ για την ταινία; Ήθελες να δουλέψεις με τους συγκεκριμένους ηθοποιούς από την αρχή ή μερικούς τους ανακάλυψες στην πορεία;
Με τον Κωσταντίνο Γεωργόπουλο και την Έλσα Λεκάκου ήμασταν μαζί στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, οπότε γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Την Αφροδίτη Καποκάκη την ανακάλυψα στην πορεία, η Έλενα Τοπαλίδου ήρθε επίσης στην πορεία και ο Συμεών Τσακίρης, που παίζει τον μπαμπά, ήρθε στο τέλος. Η Ιόλη, που παίζει το μικρό κοριτσάκι, είναι ανιψιά μου. Το σενάριο είχε γραφτεί πάνω στα παιδιά, τον Κωνσταντίνο και την Έλσα, και ψάχναμε πολύ καιρό να βρούμε ποιος θα παίξει τον ρόλο του πατέρα.
Όταν ήρθε στο κάστινγκ —περισσότερο για να διαβάσει το σενάριο και να μας δώσει κάποιο feedback— ο Συμεών δεν ταίριαζε καθόλου στον ρόλο, το είχε πει και ο ίδιος. Το διάβασε όμως και ενθουσιάστηκε, οπότε ήρθε ξανά την επόμενη μέρα και μας απαγόρευσε να δώσουμε τον ρόλο σε οποιονδήποτε εκτός από εκείνον! Αποφάσισε ν’ αφήσει γένια, να πάρει κιλά, να σταματήσει το γυμναστήριο. Κάθε βδομάδα μού έστελνε σέλφι για να μου δείξει ότι έμοιαζε ολοένα και περισσότερο στον χαρακτήρα. Τελικά, όχι μόνο πήρε τον ρόλο, αλλά έκανε και εξαιρετική δουλειά.
― Γεννήθηκες στην Αθήνα και όλες τις ταινίες σου τις γύρισες μένοντας εδώ. Πιστεύεις ότι είναι μια πόλη φιλόξενη για νέους σκηνοθέτες και δημιουργούς γενικότερα;
Αν θες να ζήσεις κάνοντας κινηματογράφο, δεν μπορείς. Πρέπει να κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Δεν θα έλεγα ότι η Αθήνα είναι ιδιαίτερα φιλόξενη για τους νέους καλλιτέχνες, αλλά υπάρχει πολύς κόσμος που ασχολείται με τις τέχνες περισσότερο επειδή του αρέσει και όχι τόσο για να ζήσει απ’ αυτό. Υπό αυτή την έννοια υπάρχουν ευκαιρίες, αλλά σίγουρα τα πράγματα δεν είναι ιδανικά. Από το κοινό, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έχω εισπράξει πολύ καλό feedback. Η ιδέα μου ήταν να φτιάξω ταινίες που να ισορροπούν κάπου μεταξύ του arthouse και του εμπορικού σινεμά. Έτσι πιστεύω πως έχω πετύχει οι ταινίες μου να έχουν μια ευρύτερη αποδοχή. Υπάρχουν καινούργια πράγματα για να δεις και πιο συμβατικά, ούτως ώστε να μπορείς να ταυτιστείς με τους χαρακτήρες και την ιστορία. Για μένα το κοινό έχει πολύ μεγάλη σημασία — χωρίς κοινό ο κινηματογράφος δεν έχει κανένα νόημα.
― Έχεις ξεκινήσει ήδη να δουλεύεις σε κάποιο επόμενο πρότζεκτ;
Έχω διάφορες ιδέες. Αυτή τη στιγμή γράφω ένα σενάριο, που δεν έχει καμιά σχέση με την τριλογία. Το λέω: «Η εκστατική παραφροσύνη του θλιμμένου βοσκού» και θα είναι κάτι ανάμεσα σε μαύρη κωμωδία και «folk horror», βασιζόμενη σε ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Οπωσδήποτε, αυτό θα πάρει κάποιο καιρό μέχρι να ολοκληρωθεί. Γενικά σκοπεύω να δώσω χρόνο στον εαυτό μου, καθώς φέτος είμαι και επικεφαλής στο Διεθνές Σπουδαστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας, οπότε πρέπει να δω πολλές ταινίες, δεν έχω τον χρόνο που απαιτείται για να κάτσω να γράψω.
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών