Η γεύση μιας πόλης σε δέκα στάσεις
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Λήδα Κοντογιαννοπούλου: Το πορτρέτο της καλλιτέχνιδος στο ημίφως
Λήδα Κοντογιαννοπούλου: η έκθεση «Νύχτες» παρουσιάζεται από 11 Σεπτεμβρίου έως 11 Οκτωβρίου στην Γκαλερί Σκουφά
Μια ξανθιά κοπέλα σε φόντο τιρκουάζ. Κοιτάζει στα ίσια τη ζωγράφο. Στο πρόσωπό της μια αδιόρατη μελαγχολία, μια στενοχώρια ίσως, μια παραίτηση, που έρχεται σε αντίθεση με τα έντονα χρώματα που φοράει, το χρώμα του τοίχου πίσω, την ολοζώντανη και χαρωπή σύνθεση λουλουδιών δίπλα της· σε αντίθεση με οτιδήποτε έχει εκθέσει τα τελευταία χρόνια η ζωγράφος Λήδα Κοντογιαννοπούλου.
Λήδα Κοντογιαννοπούλου: Συνέντευξη με αφορμή τη νέα της έκθεση στην Γκαλερί Σκουφά
«Είναι το πρώτο έργο που έκανα σε μια περίοδο μεγάλης συναισθηματικής έντασης», μου λέει, σε μια αναπάντεχη στιγμή οικειοθελούς εξομολόγησης. Προσπαθώ εδώ και ώρα να την κάνω να μου μιλήσει για τον εαυτό της, να καταλάβω από πού πηγάζουν οι συνθέσεις της, εκείνη όμως αντιστέκεται με επιμονή και, προπαντός, χάρη: είναι ένας πραγματικά ιδιωτικός άνθρωπος που της αρέσει να μιλάει αποκλειστικά για τα έργα της, λες και το πορτρέτο της καλλιτέχνιδος πίσω απ’ αυτό καλό θα ήταν να αποσιωπάται.
Όμως δεν το βάζω κάτω. Θα επιμείνω μέχρι να καταλάβω, σκέφτομαι, πώς συνδέεται ο μέσα της κόσμος με τους κόσμους που αποτυπώνει στον καμβά: τα πορτρέτα γυναικών, τις συνθέσεις εσωτερικών χώρων, τις νεκρές φύσεις, τις αστικές θέες που θα εκτεθούν στην Γκαλερί Σκουφά για έναν μήνα, αρχής γενομένης την 11η Σεπτεμβρίου.
Βρίσκομαι στο ατελιέ της στον Χολαργό εδώ και αρκετή ώρα. Είναι ακόμα αρχές καλοκαιριού, δροσιά. Οι κηπουροί καθαρίζουν τους κατάφυτους κοινόχρηστους χώρους των πολυκατοικιών – πολυκατοικιών χτισμένων τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, πολυκατοικιών από τις παιδικές μου αναμνήσεις, όταν αλώνιζα στου Παπάγου και στον Χολαργό με τα ξαδέρφια μου, που ζούσαν εδώ κοντά, και παίζαμε σε πάρκα και πλατείες και αλάνες μήλα και μπάλα και μπάσκετ ή κάναμε κόντρες με τα ποδήλατα.
Τα γράφω όλα αυτά γιατί νιώθω πως έχω έρθει να συναντήσω έναν άνθρωπο οικείο, που δεν έχω γνωρίσει όμως ποτέ: ίσως γιατί ο τρόπος της να αποτυπώνει εσωτερικούς χώρους (χαμηλά φώτα, σκιές στις γωνίες και στα πρόσωπα, λεπτομέρειες βιβλίων, χαλιών, παραθύρων) πλάθει έναν κόσμο που με τραβάει να χαθώ εντός του. Ίσως γιατί η θέα που αποτυπώνεται από τα οικεία της μπαλκόνια (έκκεντρα φωτισμένα παράθυρα που κρύβουν μυστηριώδεις ζωές άλλων, τα Τουρκοβούνια στο μούχρωμα, σαν μακρινή υπόσχεση μιας απόκοσμης πόλης) είναι ένας τρόπος θέασης του κόσμου που με γοήτευε ανέκαθεν: οι αίσθηση ότι μέσα στην αστική ζούγκλα βρίσκεται ένα παράθυρο, ένας άνθρωπος, ένα διαμέρισμα, μια γωνιά που είναι φτιαγμένη για μένα και κρύβει μέσα της την απάντηση σε όλα μου τα υπαρξιακά ερωτήματα.
Καταλαβαίνω φυσικά ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν χρειάζεται να συμβαίνει στο μυαλό της Λήδας Κοντογιαννοπούλου όταν ζωγραφίζει τους γοητευτικότατους, γεμάτους γρίφους και λεπτομέρειες πίνακές της. Μα θέλω να μάθω τι συμβαίνει. Γι’ αυτό κι επιμένω, διακριτικά, να τη ρωτώ· γι’ αυτό και την ακούω με τόση προσοχή.
«Η κοπέλα αυτή εργαζόταν στο σπίτι του Τέτση», συνεχίζει να μου λέει για το μελαγχολικό μοντέλο της σε φόντο τιρκουάζ. «Μου άρεσε το πρόσωπό της, το πόσο ασυνήθιστα λευκό ήταν το δέρμα της. Δεν είναι εύκολο να βρεις εύκαιρα μοντέλα να σου ποζάρουν, οι άνθρωποι εργάζονται… Όταν δουλεύαμε φιγούρες στην Καλών Τεχνών, εγώ ζωγράφιζα τον εαυτό μου, ακόμα και στη διπλωματική μου: ήμουν το πιο διαθέσιμο, εύκαιρο και καλόβολο μοντέλο που θα μπορούσα να έχω. Συμφωνούσαμε στις ώρες δουλειάς, στη μουσική που μας αρέσει να ακούμε στο εργαστήριο…» (χαμογελάει ντροπαλά)
Για πολλά χρόνια σταμάτησε να κάνει πορτρέτα όμως, και δούλεψε σε απεικονίσεις νεκρών φύσεων και άδειων δωματίων. Γιατί ξαναγύρισε σ’ αυτά; «Γιατί στην ουσία, όταν ζωγραφίζεις κάποιον άλλο, είναι σαν να ζωγραφίζεις τον εαυτό σου· κι εκείνη την περίοδο είχα ανάγκη να μου χαρίσω μια πηγή αισιοδοξίας, να δουλέψω με λουλούδια, με έντονα χρώματα, να αποτυπώσω μέσα σε όλα αυτά μια Λήδα που δεν είναι η Λήδα, σε μια προσπάθεια εξορκισμού της θλίψης».
Τη ρωτώ: δηλαδή χρησιμοποιεί τη ζωγραφική και λίγο σαν ψυχοθεραπεία, σαν ξόρκι πιθανόν; «Ίσως», απαντάει διστακτικά· κι αμέσως μετά: «Αλλά εδώ, σ’ αυτές τις δύο φιγούρες, η ματιά μου είναι περισσότερο αποστασιοποιημένη», λέει και μου δείχνει ένα πορτρέτο μεν, αλλά παλαιότερο, από τη σειρά των εσωτερικών του σπιτιού του Γιώργου Σεφέρη, στην οδό Άγρας. Εξαιρετικός ελιγμός για αλλαγή πορείας στη συζήτηση.
Στον καμβά βλέπω ζωγραφισμένες την Άννα Λόντου, κληρονόμο του Σεφέρη, με την κυρία Ζωή, τη βοηθό της, λίγο πριν φύγει η πρώτη από τη ζωή. «Και το γατάκι!» λέει η Λήδα. «Το λάτρευε αυτό το γατί η κυρία Άννα και ανησυχούσε πού θα πάει όταν θα έφευγε εκείνη. Και τελικά, όταν αυτό συνέβη, το γατί άρχισε να μην τρώει, να μην πίνει νερό και μια μέρα εξαφανίστηκε. Ίσως πήγε κάπου για να πεθάνει ήσυχα».
Παραξενεύομαι που μου δίνει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια και τη ρωτώ να μου πει περισσότερα για την Άννα Λόντου και τα εσωτερικά της οικίας Σεφέρη, παρόλο που πρόκειται για παλαιότερή της δουλειά.
«Από την πρώτη μέρα που πήγα στο σπίτι μέχρι το τελευταίο έργο πέρασαν έξι χρόνια. Με διαλείμματα, βεβαίως. Ήταν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Μου άρεσε πολύ η Άννα Λόντου, ήταν σαν έρωτας από την πρώτη στιγμή. Μου είχε δώσει μια φοβερή ελευθερία να κουνώ έπιπλα, λάμπες μες στο σπίτι, να κλείνω τα παντζούρια αν ήθελα –ήταν λες και το σπίτι στην Άγρας έγινε το εργαστήριό μου. Πήγαινα το πρωί στις οκτώ παρά δέκα, λες και χτυπούσα κάρτα, κι έφευγα το βράδυ. Στο τέλος μού έδωσε μέχρι και το κλειδί του σπιτιού, να πηγαίνω το πρωί όποτε θέλω χωρίς να την ξυπνώ. Μου λείπει πάρα πολύ».
Δεν δυσκολεύομαι να καταλάβω την εμπιστοσύνη που έδειξε η Άννα Λόντου στη Λήδα Κοντογιαννοπούλου: εκτός του ότι αποτύπωσε με φωτογραφική λεπτομέρεια το υλικό περιεχόμενο αλλά κυρίως τις συναισθηματικές εκφάνσεις του σπιτιού της οδού Άγρας, η αδιαπραγμάτευτη ιδιωτικότητα του χαρακτήρα της πρέπει να έκανε την παρουσία της εξαιρετικά διακριτική εντός του σπιτιού, σχεδόν αέρινη.
Πράγμα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα δύο πιο εντυπωσιακά, κατά τη γνώμη μου, έργα της παρούσας έκθεσης: τις διπλές αυτοπροσωπογραφίες της ζωγράφου, μυστηριώδεις, επιβλητικές, μαγνητικές. Τέσσερις Λήδες που είτε μας κοιτούν στα ίσια (η μία μ’ ένα σαρκαστικό μειδίαμα, η άλλη ίσως μ’ έναν μικρό εκνευρισμό), είτε μας αγνοούν τελείως (η μία συγκεντρωμένη στο βιβλίο της, η άλλη ψάχνοντας ή αναλογιζόμενη κάτι, σίγουρα όχι εμάς τους θεατές). Είναι γυναίκες με αυτοπεποίθηση, με τσαγανό, γυναίκες που όχι μόνο θέτουν οι ίδιες τις συντεταγμένες της ζωής τους, αλλά δεν έχουν πρόβλημα και να μας το πουν κατάμουτρα. «Back off» είναι σαν να λένε οι Λήδες που μας κοιτάζουν κατάματα. «Άφησέ με ήσυχη» οι Λήδες με το βλέμμα στραμμένο αλλού.
Τι ακριβώς έχει συμβεί στη ζωγράφο που, αόρατη σχεδόν, αποτύπωσε το σπίτι του Σεφέρη, του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου, την οικία Τέτση, το ίδιο της το κενό από ανθρώπινη παρουσία εργαστήριο; Πώς βγαίνει τώρα έτσι «μπροστά»; Και τι σχέση έχουν αυτές οι τέσσερις Λήδες με τον ευπροσήγορο, γλυκύτατο και καλόβολο άνθρωπο που έχω απέναντί μου;
Εξηγεί αυτή η επιθυμία την αποφασιστικότητα στα βλέμματα στις διπλές της αυτοπροσωπογραφίες; Ίσως. Μπορεί όμως και να συμβαίνει το αντίθετο: ψάχνοντας να καταλάβει το μπλε, η Κοντογιαννοπούλου φαίνεται να ψάχνει να καταλάβει τον εαυτό της.
Αλλά είπαμε, τέτοιες ευθείες ερωτήσεις μόνο αινιγματικά τις απαντά. Ίσως γιατί δεν τις χρωστάει σε κανέναν, παρά μόνο σ’ εκείνην.
Πολύ μπλε όμως, επιμένω. Και είναι αλήθεια: από το φόντο στις αυτοπροσωπογραφίες της μέχρι τη λάμψη από διάφορες οθόνες που φωτίζουν πρόσωπα στις συνθέσεις της, κι από λεπτομέρειες σε ταπετσαρίες, υφάσματα, πλακάκια, μέχρι την «μπλε ώρα», που λούζει τις αστικές της τοπιογραφίες, το μπλε είναι το κυρίαρχο στοιχείο όλης της νέας της έκθεσης.
«Μου αρέσει πολύ αυτή η μπλε ώρα», λέει η Λήδα. «Η θέα που αποτυπώνεται δεν είναι εντελώς ακριβής, βεβαίως. Έβγαλα κτίρια, τα έβαλα εκεί που με βόλευαν για τη σύνθεση του έργου, ξεκίνησα από έναν καμβά που αποδείχθηκε ότι χρειαζόταν ένθεν και ένθεν άλλους δύο, με αποτέλεσμα το έργο να γίνει τρίπτυχο... Αυτό μου έχει ξανασυμβεί. Θυμάμαι ένα έργο στο σπίτι του Τέτση: ξεκίνησα από το σαλόνι και κατόπιν μου φάνηκε ενδιαφέρον να υπάρχει αριστερά η βεράντα και δεξιά η κουζίνα. Ως ζωγράφος δεν πρέπει να παρασύρεσαι από το θέμα, το θέμα μπορεί να είναι το έναυσμα και μετά πρέπει να βρεις και να αποτυπώσεις τις ζωγραφικές αξίες της σύνθεσης».
Δηλαδή; τη ρωτώ. «Να μπορείς να συνδυάζεις ένα ενδιαφέρον θέμα με δομικές αξίες, αξίες που αναδεικνύουν τη σύνθεση του πίνακα – και, για μένα, να δίνεις προτεραιότητα σ’ αυτές. Αλλιώς είσαι απεικονιστής. Το βασικό συστατικό κάθε καλού έργου είναι ένας καλός σκελετός, μια σύνθεση με διαγώνιες, τρίγωνα που «βαστούν» το έργο εκ των έσω, αλλιώς ο πίνακάς σου δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Μπορεί να αρέσει σε ανθρώπους που δεν ασχολούνται με τη ζωγραφική, αλλά δεν θα είναι καλό έργο».
Για του λόγου το ασφαλές, οι πίνακές της είναι τόσο ισορροπημένοι που σε ρουφούν μέσα τους, δεν σε πετούν εκτός· θες να ακολουθήσεις τους δρόμους τους, να δεις τι κρύβεται στις σκοτεινές γωνίες των σαλονιών της, στις απέναντι πολυκατοικίες πέρα από τις μπαλκονόπορτές της. Όταν της το αναφέρω, η Λήδα λέει πως της θύμισα ένα διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, όπου ο ζωγράφος Βανγκ Φο ξεφεύγει από κάποιον που κυνηγά να τον σκοτώσει μπαίνοντας μέσα σ’ ένα από τα έργα του. «Κι εγώ σκέφτομαι καμιά φορά ότι θα μπω μέσα στους πίνακές μου και θα περνώ ωραία», λέει και γελάει ήσυχα. «Όταν ζωγράφιζα τον πίνακα με τα Τουρκοβούνια, αισθανόμουν μια ανεξήγητη νοσταλγία: στο πρώτο πλάνο υπάρχει ένα σπιτάκι που φωτίζεται από μια λάμπα του δρόμου, το οποίο στην πραγματικότητα βρίσκεται προς άλλη κατεύθυνση, όχι σε αυτή τη θέα. Όμως είχα την ανάγκη να το ζωγραφίσω εδώ. Κι όταν το ζωγράφιζα, ένιωθα μια σύνδεση με τα πολύ παλιά, ίσως επειδή κι ο μπαμπάς μου είχε μεγαλώσει εδώ κι ήταν λες και είχα μια επαφή μαζί του. Με θυμάμαι σαν παιδί να παρατηρώ από το σχολικό όλα τα σπίτια από τα οποία περνούσαμε καθημερινά: ποιος είχε φερ φορζέ, ποιος είχε γλάστρες, ποιος κήπος ήταν απεριποίητος. Με ενδιέφερε το πώς ζουν οι άνθρωποι μες στα σπίτια τους και μ’ ενδιαφέρει ακόμα: περπατώ το βράδυ και παρατηρώ τα αναμμένα παράθυρα. Το πιο αισιόδοξο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι ένα θερμό φως σε συνθήκες ημίφωτος».
Αν είχα παραπάνω χώρο γι’ αυτή τη συνέντευξη, θα έγραφα και για τα χίλια δυο άλλα πράγματα που είπαμε με τη Λήδα εκείνο το πρωινό: για το γεγονός ότι τα μεγαλύτερά της όνειρα, ανεκπλήρωτα πάντα, είναι να ταξιδεύει ανά τον κόσμο για να βλέπει μουσεία, από το Μεξικό ως το Σικάγο. Για το «γενεαλογικό» ζωγραφικό της δένδρο, όπως το αναγνωρίζει εκείνη, και τους ζωγράφους που την ενδιαφέρουν και την εμπνέουν: από τον Βαν Άικ, τον Βερμέερ και τον Βαν Γκογκ, μέχρι τον Ρέμπραντ και τον Χαλς. Για το πώς το εργαστήριό της είναι «η προσωπική της εκκλησία», το καταφύγιό της απ’ ό,τι τη φοβίζει και την απειλεί στον έξω κόσμο: την τοξική πολιτική πόλωση, τη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα, τους πολέμους. Για το πώς κρύβει μικρούς γρίφους στους πίνακές της: μια προσωπογραφία του Μπαχ ή του Γκλεν Γκουλντ, ένα συγκεκριμένο βιβλίο, έναν νερόμυλο από το πατρικό του πατέρα της σαν αντικαταστάτη της παρουσίας του ανάμεσα στις γυναίκες της οικογένειας στην κουζίνα του δικού της πατρικού. Για τις γάτες που καταλαμβάνουν στρατηγικά σημεία στους πίνακές της, λύνοντας προβλήματα σύνθεσης αλλά και καθησυχάζοντας τον θεατή με το πλασματικό γουργουρητό τους. Για το πώς πολλοί πίνακές της είναι ευχές: ευχές για τους αγαπημένους της να είναι καλά, να θυμούνται την αγάπη που τους περιβάλλει· ή και γράμματα αγάπης σε ανθρώπους που έχουν φύγει, κατοικούμενα από πράγματα που αγάπησαν εκείνοι στη ζωή.
Και ίσως τελικά να σιωπώ συνειδητά για πολλά απ’ όσα μου είπε για τη ζωή της, τις σπουδές της, την οικογένειά της. Είναι τόσο έντονο το κοντράστ του ενθουσιασμού και της ανοιχτότητας με την οποία μιλά για τα έργα της απέναντι στην ησυχία με την οποία διαχειρίζεται τις λεπτομέρειες της προσωπικής της ζωής, που γίνομαι κι εγώ, ενστικτωδώς, συνεργός στην επιθυμία της για ιδιωτικότητα. Ό,τι έχει να πει –κι είναι πολλά, για όσους θέλουν να προσέξουν– το λέει μέσα από το γλαφυρό, ευφραδές έργο της. Το εξηγεί και η ίδια, με άλλη αφορμή, μιλώντας για τις ισορροπίες του φωτός και της σκιάς: «Δεν μ’ ενδιαφέρει να δείξω τι έχει μέσα ένα φωτεινό παράθυρο, όπως έκανε ο Χόπερ. Μ’ ενδιαφέρει το φως και το σκοτάδι να ισορροπούν: τι πρέπει να φωτίζεται και τι πρέπει να αποσιωπάται. Καθένα έχει τον χώρο και τον χρόνο το
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας