Εικαστικα

Λεωνίδας Χρηστάκης: Το διαφορετικό ως πρόκληση

Γκαλερίστας και βιολιστής, εξωφυλλάς και δημιουργός χάπενιγκ

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 256
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
17745-38912.jpg

Ο Δημήτρης Φύσσας συζητά με τον Λάζαρο Ζήκο για τον Λεωνίδα Χρηστάκη.

Ο Λεωνίδας Χρηστάκης, που πέθανε σε αρκετά προχωρημένη ηλικία πριν λίγες μέρες, δεν ήταν ένα εύκολα κατατάξιμο δημόσιο πρόσωπο. Ένας άνθρωπος που είναι συγχρόνως ζωγράφος και συγγραφέας, γκαλερίστας και βιολιστής, εξωφυλλάς και δημιουργός χάπενιγκ, πτυχιούχος δάσκαλος και απόφοιτος της Καλών Τεχνών, ενώ η κυριότερη (μάλλον) ιδιότητά του είναι εκδότης περιοδικών, εφημερίδων, φανζίν, βιβλίων, οι τοποθετήσεις του στο δημόσιο χώρο χαρακτηρίζονται (αναλόγως ποιος μιλάει)  από τις λέξεις «πρωτοπορία», «περιθώριο», «διαμαρτυρία», “underground”, «αίρεση», «πρόκληση», «αντιπληροφόρηση», «αναρχία», «φεμινισμός», και σχεδόν δεν υπήρξε σημαντικό πρόσωπο στα χρόνια 1950-2000 που να μην τον γνώρισε, ε, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπαίνει σε καλούπι. Έστω και μετά θάνατον, παραμένει δυσταξινόμητος.

Ο Λάζαρος Ζήκος, ο άνθρωπος που εικονογραφεί το κείμενο που διαβάζετε και που υπήρξε επί δεκαετίες συνεργάτης του εκλιπόντος, λέει: «Λάθη, ασυνέχειες και ανορθογραφίες ήταν σχεδόν αποδεκτά σε έντυπα που η επικοινωνιακή τους δύναμη ήταν σε πρωτόγνωρη μορφή και στα καταγγελτικά, κάποτε άγρια κείμενά του. Για όλα υπήρχαν αφορμές για κριτική, άρνηση και διαμαρτυρία. Άλλωστε η αφορμή μπορούσε και να κατασκευαστεί».

Και πράγματι, στα τέσσερα από τα πέντε βιβλία του Χρηστάκη που έχω στα χέρια μου είναι φανερό ότι δεν έχει γίνει όχι εκδοτική επιμέλεια, ούτε καν διορθώσεις. Αναφέρομαι στα αυτοβιογραφικά (και πολύτιμα) «Ο κύριος Αθήναι» (κομμάτια του οποίου, για τους παλιούς κινηματογράφους, χρησιμοποιώ στα «Σινεμά της Αθήνας 1896-2009», που ακόμα το γράφω) και ο «Κύριος Μακεδονία», στο “Onanisme” (δηλαδή «Αυνανισμός», όπου μου κάνει την τιμή να κάνει μνεία στο «Αυστηρώς ακατάλληλον», ένα πρωτοπόρο βιβλιαράκι που είχα βγάλει το 1994 για τα τσοντάδικα) και στα πολύ πρόσφατα «Εξάρχεια» (κατά την παρουσίαση του οποίου, φέτος στο Nosotros», ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα).

Τον θυμάμαι στο βιβλιοπωλείο όπου δούλευα παλιά («Δέλτα», Πατησίων 32, τώρα Καποδιστρίου 24) να φέρνει αυτοπροσώπως τα νέα φύλλα του μακρόβιου εντύπου του, που ήταν το περίφημο «Ιδεοδρόμιο», να παίρνει τις επιστροφές και τα χρήματα από τις πωλήσεις, να λέει δυο λόγια με το εξαίρετο αφεντικό μου, τον Μίμη τον Δημακαράκο. Με τη χαρακτηριστική του τραγιάσκα, νευρώδης, αεικίνητος, τζώρας στο χαρακτήρα, εύκολα αρπαζότανε μ’ όλον τον κόσμο, όχι όμως και με το μειλίχιο Μίμη. Εγώ πάλι, νεαρός κνίτης τότε, αν και διαφωνούσα στα πάντα μαζί του, τον σεβόμουνα λόγω διώξεων και εκδοτικού παρελθόντος και ουδέποτε του άνοιξα πολιτική κουβέντα. Είχα όμως την ευκαρία να διαπιστώσω, σε κουβέντα με άλλους στο μαγαζί, ότι δεν χάριζε κάστανα και διέθετε την κοφτερή ετοιμολογία που μόνο σε ομοφυλόφιλους έχω συναντήσει, όταν κάποιοι παλιάνθρωποι (νομίζουν ότι) τους πειράζουν λεκτικά: θέλω να πω ότι ο Χρηστάκης ήταν η μόνη τέτοια στρέιτ γλώσσα που έχω ακούσει εγώ τουλάχιστον. Πάντως ποτέ δεν του μίλησα, ενώ διασταυρωνόμασταν τόσες φορές κι ενώ άλλες τόσες τον έβλεπα, γέρο πια, αραχτό συνέχεια στο καφέ “Vox”, να συζητάει με τους «υπηκόους» του, ο πατριάρχης αυτός και συνάμα θρυλική μορφή του χώρου της αυτονομίας και των εικαστικών.

Ρωτάω τον Λάζαρο για τα στέκια του Χρηστάκη. «Κινιόταν πάντα εκεί που γίνονταν όλα, ανάμεσα Κολωνάκι και Εξάρχεια, και πιο πολύ στα Εξάρχεια. Εξάλλου ο Χρηστάκης άλλαξε 52 σπίτια, πάντα με νοίκι, πάντα ήταν σε μετακόμιση, πάντα φέσωνε τους ιδιοκτήτες κι έφευγε. Πάντα όμως έμενε Εξάρχεια, ποτέ δεν πήγαινε πιο πέρα. Και σε κάθε μετακόμιση, του κλέβανε πράγματα. Κατέληξε να μην έχει τίποτα, τώρα στο τέλος» λέει ο Λ. Ζήκος.  

Πριν από τον άνθρωπο, είχα διασταυρωθεί με τα φανζίν του “Panderma” και «Κούρος» κατά τα τελευταία χρόνια της χούντας, στο «Ανοιχτό θέατρο» της οδού Κεφαλληνίας, στα σινεμά «Στούντιο» και «Αλκυονίδα» και στην παλιά «Εστία» της Σταδίου. Είχα επίσης διαβάσει το βιβλίο «Η δυστυχία να είσαι μαλάκας» (ο τίτλος είναι χαρακτηριστικά χρηστάκειος), απάντηση στο περίφημο, μεταπολιτευτικά, βιβλίο του Νίκου Δήμου «Η δυστυχία να είσαι Έλληνας» (το ότι σήμερα μού αρέσουν αμφότερα δείχνει το μέγεθος των δικών μου αντιφάσεων).

Λέει ο Λάζαρος για τη γνωριμία τους: «Τον γνώρισα το 1972, μέσω του Νίκου του Λυμπερόπουλου. Ήμασταν πεντέξι άτομα τότε που κάναμε σκίτσα διαφορετικά. Μου έφερε ο Νίκος ένα τεύχος του “Panderma”. Δεν ήξερα τι έβλεπα, δεν καταλάβαινα. Μου άνοιξε ένα άλλο παράθυρο σε μια άλλη λογοτεχνία, παραλογοτεχνία. Μου έβγαλε σκίτσα. Μετά, μπήκα στην παρέα. Η παρέα ήταν χαλαρή, κόσμος ερχόταν και κόσμος έφευγε. Σκέψου ότι επί χούντας έκανε εκδηλώσεις στο “Ανοιχτό θέατρο”. Γινόταν χαμός. Και κάθε φορά υπήρχε ένας ασφαλίτης, σεμνός, σε μια γωνιά, καθόταν κι έβλεπε. Ε, λοιπόν, στην πιο δύσκολη περίοδο της χούντας, επί Ιωαννίδη, μετά το Πολυτεχνείο, ο Χρηστάκης είχε την έμπνευση πριν από την εκδήλωση να σημαιοστολίσει το μικρό θέατρο με σημαιάκια, όπως κάνουνε στα σχολεία στις εθνικές επετείους, γιρλάντες και λοιπά, και να βάλει στη διαπασών εμβατήρια, μ’ ένα πικάπ που είχα κουβαλήσει από το σπίτι μου. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά, τέλειωσε η ιστορία. Ήρθαν επιτόπου και διακόψαν τα πάντα. Ο φορέας που έκανε επισήμως τις εκδηλώσεις ήταν το “Κέντρο Πειραματικών Κειμένων και Ανακοινώσεων”, με αριθμό Πρωτοδικείου και λοιπά».

Ρωτάω τον Λάζαρο για το χαρακτήρα του Χρησάτκη. Απάντηση: «Είχε αντιδικήσει, τσακωθεί, μαλώσει με όποιον μπορεις να φανταστείς. Ήταν ένας ακραίος χαρακτήρας. Λίγοι συνεχίσαμε μέχρι τέλους μαζί του. Κι εγώ είχα τσακωθεί, αλλά έβλεπα κυρίως τα θετικά του. Ήταν το αντίπαλο δέος του καθωσπρεπισμού, είχα μάθει τόσα πράγματα μαζί του. Είχε κάνει σπουδαία πράγματα, θυμάμαι εγκαίνια έκθεσης του Μίνου Αργυράκη στην γκαλερί στη Γιάννη Σταθά, να κλείνει η Σκουφά. Θα ήθελα όλα αυτά τα σπουδαία να τα είχε κάνει όχι πιο σοβαροφανή, μα πιο σοβαρά. Γιατί; Για να πιάσουνε περισσότερο τόπο».

«Τι θα του πίστωνες κυρίως;» ρωτάω. «Ήταν μια διαφορετική φωνή. Η έντυπη μορφή του λόγου του δεν ήταν γι’ αυτόν μια παράπλευρη ασχολία. Αγαπούσε το περιοδικό, αγαπούσε το έντυπο, ήταν «τυπολάγνος» κι έτσι μας είχε κάνει και μας. Και σ’ εποχές δύσκολες, με το ραμπιτογράφο και το λετρασέτ, χωρίς ηλεκτρονικά μέσα, πάνω σε μια φωτεινή μονταζιέρα, συνήθως αυτοσχέδια. Οι σημερινοί περιστασιακοί συνεχιστές του πάθους της έντυπης επικοινωνίας είναι φορείς του ίδιου μεταλλασσόμενου ιού της αντιπληροφόρησης» κλείνει τη συζήτηση ο Λάζαρος. Και μου δείχνει ένα βιβλιαράκι που μόνον ο εκλιπών θα μπορούσε να έχει βγάλει. Λέγεται «Βιοπραγματική ονοματοθεσία» και αποτελείται αποκλειστικά από ονοματεπώνυμα. Τα ονοματεπώνυμα μερικών χιλιάδων ανθρώπων, ασήμων, διασήμων και ημιδιασήμων, τους οποίους ο συγγραφέας είχε συναντήσει στη ζωή του. Όχι φυσικά αλφαβητικά, χρονολογικά, κατά ιδιότητα ή χώρο, αλλά φύρδην μύγδην. Τι Λεωνίδας Χρηστάκης θα ήταν διαφορετικά;

Εκδόσεις του Λεωνίδα Χρηστάκη

Περιοδικά

  • «Κούρος», 1971-1975
  • “Panderma”, 1972-1977 (με ενδιάμεσες διακοπές)
  • «Ιδεοδρόμιο», 1978-2004 (με πολλές διακοπές και μεταλλάξεις)
  • “Bismuthum”, 1997-1999
  • «Βιβλιοφαγία», 1998
  • «Κρεββατίνα», Αγνώστων λοιπών στοιχείων
  • «Διάλειμμα», 1973-1974
  • «Διάβασε για να διαβάσεις», 1983
  • «Πλάτη», 1988 (μαζί με τις Χρυσάνθη Θέου, Ιωάννα Δρακουλάκου)
  • «Πόλη των γυναικών», 1981 (με την Ντίνα Μαλλιάκου)
  • «Τένη στην Αθήνα», 1964, αγνώστων λοιπών στοιχείων
  • «Κολωνάκι», 1962, αγνώστων λοιπών στοιχείων

Βιβλία

  • «Ελεύθερη βιβλιοθήκη Panderma», 7 περίπου τόμοι
  • «Μικρο-Κούρος», 5 περίπου τομίδια
  • “Ideotsepi”, 4 περίπου τομίδια
  • «Εκδόσεις της μη άμεσης επανάστασης», 21 περίπου τομίδια

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ