Ανδρέας Κούρκουλας
Ανδρέας Κούρκουλας © Τάσος Ανέστης
Design & Αρχιτεκτονικη

Ανδρέας Κούρκουλας, ο αρχιτέκτονας της Αθήνας

Ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου μιλάει για τη διαδρομή του στην πόλη και στην αρχιτεκτονική
Γιώργος Δήμος
Γιώργος Δήμος
ΤΕΥΧΟΣ city lives
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ανδρέας Κούρκουλας: Ανακαλύπτοντας την ιδιαίτερη ομορφιά μιας πόλης που οι κάτοικοί της έμαθαν να μισούν

Ο Ανδρέας Κούρκουλας γνωρίζει την Αθήνα καλύτερα από πολλούς. Διατηρώντας το αρχιτεκτονικό του γραφείο στις παρυφές του Λυκαβηττού, το οποίο ίδρυσε μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Κοκκίνου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, εδώ και περισσότερα από 35 χρόνια, ο κύριος Κούρκουλας έχει δημιουργήσει κτίρια τοπόσημα της πόλης, όπως το κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς, ενώ υπήρξε ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για πολλά χρόνια.

Συναντιόμαστε στο Da Capo, στην πλατεία Κολωνακίου, όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου βρίσκεται το γραφείο και το σπίτι του. Είναι αργά το απόγευμα και έχει αρκετό κόσμο, τόσο στο καφέ όσο και στα γύρω πεζοδρόμια. Παρατηρώ πως η «κίνηση» αυτή τον ενθουσιάζει. Όπως μου λέει, έχει μόλις επιστρέψει από ένα σύντομο ταξίδι στο Μαρόκο, όπου τον εντυπωσίασε η λιτή αλλά συχνά ευρηματική αρχιτεκτονική δομή των κρυφών εσωτερικών κήπων, που μοιάζουν με μικρούς παραδείσους. Εκείνο που συνειδητοποίησε ήταν ότι, σε αντίθεση με την Αθήνα των εξωστρεφών μπαλκονιών, οι εσωστρεφείς «αυλές κήποι» δημιουργούν μικρές, κρυφές οάσεις, οι οποίες αποκαλύπτονται ξαφνικά και εντυπωσιάζουν.

Ο Ανδρέας Κούρκουλας μίλησε για τις ιδιαιτερότητες και τις ομορφιές της Αθήνας, μιας πόλης που καμιά φορά εμείς οι Έλληνες «αγαπάμε να μισούμε», όμως οι ξένοι που την επισκέπτονται τη βλέπουν με πολύ μεγαλύτερη επιείκεια και συμπάθεια και μαθαίνουν πράγματα απ’ αυτήν. Είναι μια πόλη την οποία έχει δει σε διάφορες φάσεις της ιστορίας, καλές και κακές, αλλά ποτέ δεν έπαψε να τον εμπνέει και να τη νιώθει «σπίτι» του.

Ο Ανδρέας Κούρκουλας μιλά για την πόλη, το παρελθόν και τη μνήμη

— Πότε μετακομίσατε στο κέντρο της Αθήνας και τι σας ελκύει περισσότερο στην πόλη;

Γεννήθηκα σε προάστιο της Αθήνας και αρχικά είχα δυσκολίες στο να εγκατασταθώ στο κέντρο της πόλης. Μετακόμισα στην περιοχή των Εξαρχείων όταν ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, μαζί με ομάδες-μπουλούκια φοιτητών, λίγα χρόνια πριν από την πτώση της δικτατορίας. Η έννοια του κέντρου, και γενικά η έννοια της μητρόπολης, της μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμών –που είναι προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης–, με γοητεύει πάρα πολύ. Αυτό το «μπάχαλο», η ζωντάνια της κοσμοσυρροής και των τυχαίων συναντήσεων, που είναι χαρακτηριστικά της μεγάλης πόλης, με κερδίζουν ολοένα και περισσότερο όσο μεγαλώνω, σε αντίθεση με την προαστιακή «κάψουλα».

Στην πόλη, από το σπίτι στη δουλειά μπορείς να συναντήσεις απρόσμενα πρόσωπα. Αυτή η «εν δυνάμει» συναναστροφή με διαφορετικό κόσμο είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχει να προσφέρει η πόλη, το μεγαλύτερο δηλαδή πολιτιστικό προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης. Το γεγονός ότι μπορείς να πας στο θέατρο ή το σινεμά όποτε θέλεις λειτουργεί λυτρωτικά, ακόμα κι αν τελικά δεν επιλέγεις ποτέ να πας. Αυτό το «εν δυνάμει» ενεργοποιεί το φαντασιακό.

Μουσείο Μπενάκη, σύγχρονο πολιτιστικό κέντρο | Αρχιτεκτονική μελέτη: Μαρία Κοκκίνου, Ανδρέας Κούρκουλας
Μουσείο Μπενάκη, σύγχρονο πολιτιστικό κέντρο | Αρχιτεκτονική μελέτη: Μαρία Κοκκίνου, Ανδρέας Κούρκουλας

Μουσείο Μπενάκη, σύγχρονο πολιτιστικό κέντρο | Αρχιτεκτονική μελέτη: Μαρία Κοκκίνου, Ανδρέας Κούρκουλας

— Η αρχιτεκτονική της Αθήνας παρουσιάζει διαστρωματώσεις από πολύ διαφορετικές εποχές και ρυθμούς. Πόσο έχει αλλάξει η πόλη από όταν ήσασταν φοιτητής;

Η Αθήνα έχει πράγματι αυτό το παλίμψηστο που τη χαρακτηρίζει – τα διαφορετικά επίπεδα ιστορίας. Κι άλλες πόλεις το έχουν αυτό, απλά στην Αθήνα έχει τον χαρακτήρα μιας ασυνέχειας. Έχουμε την αρχαία πόλη, μια μεγάλη παύση ενδιάμεσα, και μετά μια ανάπτυξη πάλι κατά τον 19ο αιώνα. Δεν υπάρχει η συνέχεια που παρουσιάζουν άλλες πόλεις, όπως για παράδειγμα η Ρώμη ή η Κωνσταντινούπολη.

Αυτό που λέω και μερικοί με αποκαλούν παραδοξολόγο είναι ότι η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει υβριστεί και μισηθεί από τους κατοίκους της περισσότερο από κάθε άλλη. Μετά τη δεκαετία του 1980, και την αφόρητη περιβαλλοντική ρύπανση (το νέφος), ξένοι κυρίως άρχισαν δειλά δειλά να ανακαλύπτουν θετικά πράγματα στην Αθήνα που εμείς δεν τα βλέπαμε. Αυτοί μας ταρακούνησαν και άρχισαν να μας μιλάνε για ομορφιές της πόλης που εμείς δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Από την εποχή των σπουδών μας, μάθαμε να μισούμε την Αθήνα. Μόνο ένας σεισμός (κούφια η ώρα) θα έδινε τη δυνατότητα επανασχεδιασμού της, με τα όνειρα της μοντέρνας πολεοδομίας.

Οι ξένοι όμως, έχοντας ζήσει τον κοινωνικό εφιάλτη της εμπειρίας των νέων πολεοδομικών εφαρμογών μετά τον πόλεμο, έβλεπαν στην Αθήνα κάτι πολύτιμο: μια κοινωνική ζωντάνια που την απέδιδαν στη δομή της. Στο μικρότερο οικοδομικό τετράγωνο στην Ευρώπη, άρα και στους περισσότερους μικρούς δρόμους, ενισχύεται η κοινωνικότητα. Υπάρχουν άλλες πόλεις οι οποίες συγκριτικά με την Αθήνα μοιάζουν με νεκροταφεία. Αυτό το συνειδητοποιώ τώρα περισσότερο από ποτέ: Η κοινωνικότητα της Αθήνας, λόγω της δομής της, είναι ένα τρομερό αβαντάζ. Στη σύγχρονη εποχή των διαδικτυακών επικοινωνιών και της μοναξιάς που αυτές επιβάλλουν, η Αθήνα και γενικότερα οι πόλεις που υποστηρίζουν την κοινωνική ζωντάνια αρχίζουν να εξασκούν μεγάλη γοητεία. Αυτό και μόνο, αν το συνειδητοποιήσουμε, θα μας κάνει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε θετικά και να βελτιώνουμε σταδιακά την πόλη μας.

— Έχετε ζήσει μεγάλα γεγονότα στην ιστορία της Αθήνας, όπως την πτώση της χούντας. Μάλιστα ήσασταν και μέλος της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος». Τι θυμάστε περισσότερο από την εποχή εκείνη;

Θυμάμαι πολύ καλά την περιοχή των Εξαρχείων, που στα τέλη του ’70 ήταν η δική μας φοιτητική «λέσχη». Ήταν πραγματικά ένα όνειρο, με έντονο τοπικό χαρακτήρα, που βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή της εικόνα. Ήταν μια πολύ όμορφη και ζωντανή γειτονιά, με πολυκατοικίες, παράθυρα στους δρόμους και μικρούς αλλά εξαιρετικούς δημόσιους χώρους, με μπόλικο πράσινο, τόσο από την πλευρά του Πεδίου του Άρεως όσο και από εκείνη του λόφου του Στρέφη. Εκεί γνώρισα πρώτη φορά πραγματικά την Αθήνα.

Όσον αφορά τα γεγονότα, θυμάμαι τις «βουβές συγκεντρώσεις» στο Σύνταγμα, όταν έπεφτε η χούντα κι ερχόταν ο Καραμανλής. Επικρατούσε μια τρέλα συναισθημάτων, με την τραγωδία στην Κύπρο να χάσκει ακόμα σαν ανοιχτή πληγή και να πνίγει τη χαρά της απελευθέρωσης.

— Για μία περίοδο της ζωής σας ζήσατε μαζί με τη σύζυγό σας στο Λονδίνο. Σας επηρέασε αισθητικά η διαμονή σας εκεί;

Για να λέμε τα πράγματα όπως είναι, εγώ με τη γυναίκα μου στην Αγγλία σπουδάσαμε πραγματικά. Ως φοιτητής στην Αθήνα, ανακατευόμουν πολύ με τα πολιτικά. Η έντονη πολιτικοποίηση δεν άφηνε χώρο στο μυαλό μας για αρχιτεκτονική. Ήμασταν, όπως λέγαμε, «στρατευμένοι». Η Σχολή Αρχιτεκτόνων τότε, με την «κλεισούρα» που τη χαρακτήριζε, δεν ήταν σε θέση να μας κερδίσει. Είχαμε την τύχη να βρεθούμε στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν στο κέντρο των συζητήσεων ήταν αυτό που ονομάστηκε «μεταμοντέρνο». Ήταν ένας όρος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχιτεκτονική και σταδιακά χαρακτήρισε ολόκληρη την εποχή και όλες τις διαφορετικές περιοχές σκέψης και έκφρασης.

Την εποχή εκείνη άρχισε να δημιουργείται τεράστια κρίση των θεωριών και των εφαρμογών του Μοντερνισμού, κυρίως στο θέμα της πόλης. Όπου η Μοντέρνα Αρχιτεκτονική ανέλαβε να καλύψει τις πληγές του πολέμου και να επεκτείνει πόλεις, οδηγήθηκε σε τραγικές αποτυχίες. Οι σχεδιασμένες περιοχές που δημιουργήθηκαν υπέφεραν από το «σύνδρομο της ιδρυματοποίησης», της μοναξιάς. Αυτό υπήρξε η αφετηρία της σύγκρουσης με τον Μοντερνισμό, που στη συνέχεια πήρε διαστάσεις μετωπικής σύγκρουσης. Το Λονδίνο εξελίχθηκε ως το διεθνές κέντρο αυτής της αντιπαράθεσης. Ήταν μια τεράστια ευκαιρία αυτή για εμάς. Μέσα από αυτή τη μεταμοντέρνα αμφισβήτηση γνωρίσαμε προσωπικότητες και αρχιτεκτονικές τάσεις οι οποίες μας σφράγισαν.

— Περάσατε από το ΕΜΠ πρώτα ως φοιτητής και ύστερα, για μεγάλο διάστημα, υπήρξατε ομότιμος καθηγητής και μέλος της διοίκησής του. Σε ποια πράγματα έχει γίνει καλύτερη η κατάσταση και σε ποια όχι;

Για να είμαι ειλικρινής, τη διοίκηση την απέφυγα όσο μπορούσα. Ήμουν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις μου, προσπαθώντας να κάνω καλύτερα τα πράγματα στα οποία μπορούσα να ασκήσω επιρροή. Μια τέτοια προσπάθεια, για την οποία αισθάνομαι υπερήφανος, ήταν η διοργάνωση μιας σειράς διαλέξεων διεθνούς φήμης αρχιτεκτόνων στο ΕΜΠ. Ξεκινήσαμε, μαζί με άλλους διδάσκοντες της ηλικίας μου, έναν κύκλο προσκλήσεων ξένων αρχιτεκτόνων στην Αθήνα, πράγμα το οποίο δεν είχε ξαναγίνει μέχρι τότε.

Πιστεύω πως το κομμάτι αυτό της επικοινωνίας του Πολυτεχνείου με άλλα ιδρύματα ανά τον κόσμο ήταν και παραμένει εξαιρετικά σημαντικό για την παροχή μιας ολοκληρωμένης παιδείας στους φοιτητές. Το θεωρώ, λοιπόν, μέγα κατόρθωμα ότι καταφέραμε και διεξήγαμε, επί οκτώ χρόνια περίπου, αυτές τις διαλέξεις. Το Πολυτεχνείο άλλαξε τελείως τη νοοτροπία του. Από αυτό το κλειστό «μοναστήρι» που ήταν, έγινε μέρος του διεθνούς διαλόγου. Δυστυχώς, αυτό δεν συνεχίστηκε. Κάποιοι το είδαν σαν απειλή, σαν εχθρική κίνηση. Παρά τις επιθέσεις και τις καταγγελίες ακόμα, αναπολώ το άνοιγμα αυτό στον κόσμο της διεθνούς αρχιτεκτονικής και χαίρομαι που συνέβαλα σ’ αυτό, έστω για κάποια χρόνια.

— Εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας μεταμοντερνιστή;

Όχι. Αν πρέπει οπωσδήποτε να βάλουμε μια ταμπέλα, θα λέγαμε ότι εμείς σταθήκαμε κριτικά στα δόγματα του Μοντερνισμού. Κυρίως στα θέματα της πόλης. Στο επίπεδο της πολεοδομίας, ο Μοντερνισμός παρήγαγε τέρατα. Όμως, υπήρχαν βαθύτεροι λόγοι γι’ αυτό, που είχαν τις ρίζες τους στις προϋποθέσεις που έθετε η βιομηχανική ανάπτυξη. Η μοντέρνα πολεοδομική σκέψη ήρθε να δημιουργήσει τις χωρικές προϋποθέσεις γι’ αυτή την ανάπτυξη. Γι’ αυτό και βρήκε εφαρμογές από τη Μόσχα μέχρι το Λονδίνο. Μία από τις προϋποθέσεις ήταν η μοναξιά.

Εμείς, ως «κριτικοί» του Μοντερνισμού, εντοπίσαμε το σφάλμα στην εγκατάλειψη του οικοδομικού τετραγώνου και της παραδοσιακής δομής της πόλης, υπέρ ενός κτιρίου που στέκει μόνο του, για παράδειγμα, μέσα στο δάσος. Είναι ένα μεγάλο και πολύπλοκο θέμα. Η κριτική δεν περιορίστηκε στη μοντέρνα σκέψη για τη βιομηχανική πόλη, αλλά επεκτάθηκε παντού. Είχαμε «αλλαγή παραδείγματος». Από την αποθέωση της μηχανής, μπήκαμε στην αποθέωση της γλώσσας. Η γλωσσολογία στη μεταμοντέρνα περίοδο απέκτησε status γενικής θεωρίας, μέσα από την οποία έβλεπαν τα πάντα. Την αρχιτεκτονική, το σινεμά, τη ζωγραφική κ.λπ. Ζήσαμε μια τεράστια μετατόπιση κεντρικών θεωριών, μέσα από τις οποίες βλέπαμε τον κόσμο.

— Πριν από μερικά χρόνια, υπήρξατε πρόεδρος της επιτροπής αξιολόγησης που επέλεξε την πρόταση των Τσίπερφιλντ-Τομπάζη για την επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου. Αρχικά υπήρξε μεγάλη αντίδραση. Έχει αλλάξει σήμερα η γνώμη του κοινού και σε τι στάδιο εξέλιξης βρίσκεται το πρότζεκτ;

Ο διαγωνισμός ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, τόσο από μόνος του όσο και λόγω της αντίδρασης που υπήρξε στην επιλογή των διεθνών προτάσεων. Η ομόφωνη απόφαση μιας επιτροπής που αποτελούνταν από εξαιρετικούς ανθρώπους, οι οποίοι είχαν μεγάλη εμπειρία και κύρος, δικαίωσε, νομίζω, την επιλογή. Ένα θέμα που αφορά το μεγαλύτερο μουσείο του δυτικού πολιτισμού αντιμετωπίστηκε με τον τρόπο που του πρέπει. Όλη αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να έχει «σκοντάψει» οπουδήποτε.

Όλοι, όμως, επέλεξαν ομόφωνα την πρόταση του Τσίπερφιλντ. Αυτό που δεν έγινε σωστά ήταν ότι δεν οργανώθηκε έκθεση και έκδοση του διαγωνισμού, που θα δημοσιοποιούσε τη λογική της επιλογής. Ουσιαστική δημόσια συζήτηση δεν έγινε ποτέ, με εξαίρεση την πρόσκληση του Τσίπερφιλντ για διάλεξη στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Όσο εμμένουμε στους κομματικούς διαπληκτισμούς και δεν γίνεται πραγματικά αρχιτεκτονική κουβέντα, η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα δεν πρόκειται να προχωρήσει ούτε βήμα. Είναι μια τέχνη που αφορά όλη την κοινωνία και αν δεν αποκαταστήσει τη σχέση της με τον κόσμο, θα παραμείνει αντίπαλη με αυτόν και δεν θα καταφέρει να εξελιχθεί.

— Για ποιο έργο σας αισθάνεστε περισσότερο περήφανος; Υπάρχει κάτι που θα ξεχωρίζατε;

Η μεγάλη μας τύχη ήταν το Μουσείο Μπενάκη, γιατί πάντα πρέπει να έχεις και τύχη. Προετοιμαζόμασταν γι’ αυτό πολλά χρόνια: Θέλαμε να φτιάξουμε κάτι για το οποίο θα μας αποθέωνε ο κόσμος. Το γεγονός ότι κερδίσαμε το Μουσείο Μπενάκη μάς έδωσε αυτή την ευκαιρία. Γνωρίζαμε, φυσικά, ότι θα ήταν και αντικείμενο κριτικής, καθώς το μουσείο επισκέπτεται πάρα πολύς κόσμος. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι το έχει δει και πολύς κόσμος. Με κάποια έννοια όμως, θεωρώ πως υπάρχουν και κτίριά μας τα οποία έχουν αδικηθεί. Πιο κάτω από το Μπενάκη, στην Πειραιώς, υπάρχει και το Shop & Trade, που στεγάζει τα γραφεία μιας εταιρείας μόδας και δεν είναι ανοιχτό στο ευρύ κοινό. Εμένα το κτίριο αυτό με συγκινεί ακόμα, όμως το ξέρουν ελάχιστοι.

Η αποδοχή των κτιρίων από τους «κατοίκους» τους αποτελεί για εμάς μια μεγάλη δικαίωση. Όταν ένα κτίριο συμβάλλει στην ποιότητα της ζωής αυτών που το χρησιμοποιούν, αυτό είναι πολύ σημαντικότερο. Το αν είναι «μοντέρνο» ή «μεταμοντέρνο» αισθάνομαι ότι αφορά μια πολύ εσωστρεφή συζήτηση. Η αρχιτεκτονική δεν είναι κατεξοχήν εικόνα. Είναι χωρική εμπειρία που καθορίζει την ποιότητα ζωής μας.

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση