Πολιτικη & Οικονομια

Η αδράνεια της κοινωνίας των υπερασπιστών του εμβολίου

Ο μόνος δρόμος για να πειστούν -όσοι γίνεται να πειστούν- από τους σημερινούς ανεμβολίαστους είναι η «πρόσωπο-με-πρόσωπο» επικοινωνία

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η αδράνεια της κοινωνίας των υπερασπιστών του εμβολίου
© EUROKINISSI / ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

Ο πρώην καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Μπάρμπας γράφει για ένα κύριο και επείγον πρόβλημα: την αδράνεια της κοινωνίας των υπερασπιστών του εμβολίου

Του Γιώργου Μπάρμπα*


Τα έχουμε πει όλα, αλλά το πιο σημαντικό το αφήσαμε απ’ έξω: την αδράνεια της κοινωνίας των υπερασπιστών του εμβολίου.

Σύντομα συνοπτικά, τι είπαμε εδώ μήνες

Έχει γραφτεί και ειπωθεί δεκάδες φορές από όλα τα επίσημα χείλη ότι ο κύριος παράγοντας της έκτασης της επιδημίας και κυρίως των «σκληρών» δεικτών της (διασωληνωμένοι σε ΜΕΘ, θάνατοι) είναι η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη. Βέβαια δεν είναι ο μόνος παράγοντας. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στον διεθνή χώρο έχει αναφερθεί η επικινδυνότητα και η ευκολία μετάδοση της μετάλλαξης Δ, που αρχικά μας καθησύχασε αλλά αποδείχτηκε ύπουλη, υπόγεια, αθόρυβη και γι’ αυτό πιο καταστροφική. Η μείωση της ανοσίας των εμβολίων μετά από μερικούς μήνες. Έχει ειπωθεί επίσης (και σωστά) ότι η χαλάρωση στα μέτρα από το καλοκαίρι και μετά, ένα κλίμα εφησυχασμού που αφέθηκε να καλλιεργηθεί, η αμηχανία και η διστακτικότητα του κυβερνητικού επιτελείου στην αποφασιστική οργάνωση και τήρηση των μέτρων, είναι επίσης παράγοντες που επηρέασαν την έκρηξη αυτού του κύματος. Αλλά, αναμφίβολα, όλα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους στο πεδίο που άφησε ελεύθερο ο χαμηλός δείκτης εμβολιαστικής κάλυψης. Κι αυτός έκανε και κάνει τη διαφορά είτε αρνητική είτε θετική με άλλες χώρες, πάντως κυρίως αρνητική.

Έχει επίσης ειπωθεί και γραφτεί ότι τη βελτίωση του ποσοστού των εμβολιασμένων συμπολιτών μας δεν θα πρέπει να την περιμένουμε πλέον από τις κεντρικές παρεμβάσεις των ειδικών, τις συμβουλές και την επιχειρηματολογία τους από τα πάνελ της τηλεόρασης. Η μακρινή, απρόσωπη επικοινωνία με τον πολίτη έχει τα όριά της. Ξέρουμε επίσης ότι ένα σημαντικό ποσοστό στους ανεμβολίαστους δεν είναι οι «πακτωμένοι» αρνητές με «θεωρητική» τεκμηρίωση. Αυτοί κάνουν περισσότερο θόρυβο, είναι οι πιο ενεργητικοί (μάλλον οι μόνοι ενεργητικοί στην κοινωνία) και ακούγονται περισσότεροι από το πραγματικό ειδικό βάρος που διαθέτουν. Ένα σοβαρό ποσοστό, που φαίνεται να υπερβαίνει το 50% των ανεμβολίαστων είναι οι «άλλοι» που αρνούνται σθεναρά ή ήπια το εμβόλιο επειδή φοβούνται, έχουν αμφιβολίες, τους «μίλησε» κάποιος γνωστός που εμπιστεύονται, που στη γειτονιά συζητιέται πώς και γιατί πέθανε μια γειτόνισσα με covid μόλις έκανε το εμβόλιο κλπ. Με απλή κοινή λογική, αυτοί οι πολίτες είναι σήμερα η «ομάδα στόχος». Αυτοί θα κάνουν και μπορούν να κάνουν τη διαφορά στο ποσοστό των εμβολιασμένων, άρα και στη μείωση των αρνητικών δεικτών της πανδημίας. Και μάλιστα ακόμα πιο ειδικά οι άνω των 60 μέσα σ’ αυτή την ομάδα. Κι αυτοί θα μειώσουν τη φόρα και την αυθάδεια της δεισιδαιμονίας των ανορθολογιστών.

Όλα αυτά έχουν ειπωθεί εδώ και μήνες, από το ξεκίνημα των εμβολιασμών. Και;

Τίποτα ή σχεδόν τίποτα

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά με βάση την απλή αλλά καθαρή, κοινή λογική.

Παίρνοντας με τη σειρά όλα τα παραπάνω δεδομένα, βγαίνει αβίαστα ένα απλό «δια ταύτα»: ο μόνος δρόμος για να πειστούν –όσοι γίνεται να πειστούν- από τους σημερινούς ανεμβολίαστους είναι η «πρόσωπο-με-πρόσωπο» επικοινωνία. Κι αυτό είναι το κύριο και επείγον ζήτημα της εποχής μας. Αυτό που αφορά την κοινωνία. (Γιατί έχουμε την πίεση στα νοσοκομεία, ως άλλη μεγάλη πληγή. Αλλά γι αυτήν δεν είμαι σε θέση να εκφράσω πρόταση –όπως και κανένας άλλος πλην των ίδιων των γιατρών και των αρμόδιων κυβερνητικών φορέων. Αλλά να προσθέσουμε ότι τα δύο κορυφαία προβλήματα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Όσο «φουσκώνει» το ένα (ανεμβολίαστοι) τόσο «φουσκώνει» και το άλλο.)

Ποιος θα κάνει την «πρόσωπο-με-πρόσωπο» επικοινωνία; Ποιος θα πάει σε γειτονιές, καταυλισμούς, χωριά, συνοικίες όπου «βράζει» η άρνηση και η καχυποψία; Μα, εννοείται ότι έχει νόημα να πάνε άνθρωποι που εμπνέουν εμπιστοσύνη, που είναι γνωστοί στον κόσμο, που έχουν τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις και πάνω απ’ όλα άνθρωποι που θέλουν και μπορούν να προσεγγίσουν τον άλλο με σεβασμό στην άρνηση, στον φόβο του, στην καχυποψία, στην (δίκαιη ή άδικη αδιάφορο) κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Χρειάζεται επομένως να «επιστρατευτεί» (εννοείται εθελοντικά) η τοπική κοινωνία των επιστημόνων, πανεπιστημιακών, ιερωμένων, ειδικών επαγγελματιών (γιατρών, φαρμακοποιών, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών κ.α.), αυτοδιοικητικών στελεχών και υπαλλήλων, εκπαιδευτικών και όποιων άλλων που ίσως μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή. Αλλά δεν θα πάνε για να κάνουν «βόλτα» και να πιουν καφέ. Βεβαίως θα είναι χαλαροί και ανθρώπινοι αλλά πολύ καλά προετοιμασμένοι. Δηλαδή:

Θα μαζευτούν από τα πριν ως ομάδα ή ομάδες, με όλες αυτές τις διαφορετικές και διάφορες ιδιότητες και ειδικότητες, θα μελετήσουν τους χώρους που θα επισκεφτούν, θα προετοιμαστούν για τις πιθανές ή αναμενόμενες αντιδράσεις, θα επεξεργαστούν εναλλακτικές εκδοχές διαχείρισης, θα μοιράσουν ρόλους και θα ξεκινήσουν. Και μετά θα βρεθούν ξανά για να εκτιμήσουν τι έγινε, τι πήγε καλά και τι όχι και ποια είναι τα επόμενα βήματα.

Η ανάγκη για μια τέτοια ενεργοποίηση σε τοπικό επίπεδο έχει ειπωθεί εδώ και μήνες. Κι όμως δεν έγινε τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Μόνο κάποιες ανακοινώσεις τοπικών συλλόγων για την σημασία του εμβολιασμού. Δηλαδή τίποτε. Γιατί; Προφανώς δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες που ισχύουν σε κάθε σύλλογο, σε κάθε φορέα, σε κάθε τόπο. Αλλά μιας και το φαινόμενο είναι γενικό μπορώ να σκεφτώ ότι αυτό που ζητήθηκε ήταν όχι απλά πάνω αλλά έξω από τη νοοτροπία, την κουλτούρα της κοινωνίας μας. Είμαστε ένας λαός που περιμένει παθητικά το «κράτος-πατερούλη» να μας λύσει τα προβλήματα. Ενεργοποιούμαστε μόνο για να ζητήσουμε από το κράτος να μας «δώσει» ή να μην μας αφαιρέσει τα «κεκτημένα». Δεν ενεργοποιούμαστε για να κάνουμε κάτι εμείς. Να δημιουργήσουμε κάτι με τα δικά μας χέρια. Στις τελευταίες δεκαετίες είδα μια περίπτωση ενεργοποίησης με τους εθελοντές των ολυμπιακών αγώνων του 2004. Κι επίσης σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών είδα συλλογικές πράξεις αλληλεγγύης σε συμπολίτες που βρέθηκαν μέσα στον τυφώνα τους. Δεν έχουμε την κουλτούρα της ενεργοποίησης, της συλλογικής δημιουργίας, την κουλτούρα της ατομικής ευθύνης για τα συλλογικά μας προβλήματα. 

Δεν είδα γιατρούς, φαρμακοποιούς και άλλους σχετικούς επαγγελματίες να πιέζουν τους τοπικούς συλλόγους τους να οργανώσουν τέτοιες παρεμβάσεις. Να τηρήσουν τη θεσμοθετημένη ιατρική δεοντολογία για να βάλουν φραγμό στην καταστροφική λειτουργία γιατρών, αρνητών του εμβολίου (οι εξαιρέσεις στα δάχτυλα του ενός χεριού).

Δεν είδα στελέχη και ανθρώπους της αυτοδιοίκησης να οργανώνουν παρεμβάσεις, να συνεννοούνται με ιερείς που μιλούν θαρρετά υπέρ των εμβολιασμών και τους εμπιστεύεται ο κόσμος ώστε να μιλήσουν στα θύματα της θρησκοληψίας.

Δεν είδα ιατρικές σχολές να οργανώνουν εθελοντικές ομάδες με διδάσκοντες και φοιτητές για να εξορμήσουν στα πέριξ (σήμερα διάβαζα για μια τέτοια πρωτοβουλία από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Λάρισας με τον κ. Γουργουλιάνη και χάρηκα).

Δεν είδα διευθυντές εκπαίδευσης, διευθυντές σχολείων να οργανώνουν συζητήσεις με γονείς για τον εμβολιασμό των παιδιών.(Ζητώ συγνώμη από όσα σχολεία και συναδέλφους έχουν ενδεχομένως κάνει τέτοιες συζητήσεις αλλά δεν έγιναν ευρύτερα γνωστές.) Έχει ήδη ανοίξει ο εμβολιασμός για τους άνω των 12 (δηλαδή γυμνάσιο – λύκειο) και περιμένουμε να ανοίξει για τα μικρότερα παιδιά. Ξέρουμε τι λένε οι γονείς; Υποθέτω ότι πολλοί θα έχουν ερωτήματα και αμφιβολίες. Ποιος θα τους υποστηρίξει αν όχι οι ειδικοί (παιδίατροι και άλλοι ειδικοί) για να απαντηθούν τα ερωτήματά τους; Κι αυτό σε συγκεντρώσεις μικρής κλίμακας στα σχολεία ώστε να μπορεί να γίνει ουσιαστική συζήτηση.

Δεν είδα, γιατί δεν έγινε κάτι από αυτά. Χρειαζόταν ειδική εντολή από την κυβέρνηση; Όχι. Αυτό, βέβαια, δεν μειώνει την ευθύνη της γιατί δεν έβαλε σε πρώτη προτεραιότητα την οργάνωση και υποστήριξη μιας τέτοιας καμπάνιας. Τι έκανε το υπουργείο παιδείας για να ωθήσει τους διευθυντές εκπαίδευσης και τα σχολεία; Τι έκανε το υπουργείο υγείας για να κινητοποιηθούν οι επιστημονικοί και επαγγελματικοί σύλλογοι της δικής του αρμοδιότητας; Τι έκανε το υπουργείο εθνικής άμυνας για αντίστοιχη καμπάνια στο στρατό; Το υπουργείο εσωτερικών και το αντίστοιχο για τη μετανάστευση για τους πάμπολλους ανεμβολίαστους σε καταυλισμούς, συνοικισμούς ρομά και άλλους; Τίποτα. Αυτό θα ήταν ένα κρίσιμο και κορυφαίο ζήτημα πολιτικής. Μήπως το ζήτησαν τα άλλα κόμματα; Ούτε αυτά. Κανένα απολύτως. Κι όμως εδώ κρίνεται η άλλη όψη της πολιτικής. Το άλλο νόημα της πολιτικής. Της πολιτικής που έχει στο επίκεντρο τον πολίτη ως ενεργό στοιχείο, ως δημιουργό της ζωής του και της ζωής της κοινωνίας. 

Δεν είναι απλό ούτε εύκολο να αλλάξει μια νοοτροπία αιώνων, μια νοοτροπία παθητικότητας, αναμονής από τους άλλους να λύσουν τα προβλήματα, επίρριψης πάντα σε άλλους της ευθύνης των αποτυχιών, μια νοοτροπία πολίτη-υπηκόου. Να αλλάξει σε μια νοοτροπία ενεργητικότητας, δημιουργίας ζωής, ατομικής ευθύνης για τον εαυτό και για τους άλλους, μιας δυναμικής και ζωντανής παρουσίας που δεν απαλλάσσει το κράτος από τις ευθύνες του αλλά απαιτεί από αυτό την πραγματική του ευθύνη, την σύμπραξη και υποστήριξη. Που προτείνει και δεν κάνει μόνο κριτική. Σε μια νοοτροπία δηλαδή, πολίτη – προσώπου που θέλει και παίρνει τη ζωή στα χέρια του.

Όχι δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. Και οι νοοτροπίες, οι κουλτούρες θέλουν το χρόνο τους για να εξελιχθούν και να αλλάξουν. Ενδεχομένως τους αιώνες τους. Είναι όμως το απολύτως αναγκαίο ήδη τώρα. Και γι’ αυτό απολύτως αναγκαίο να ξεκινήσουμε. Γιατί η ίδια η ανάγκη μας βάζει το μαχαίρι στο λαιμό. Και να ξεκινήσουμε από αυτό που έχουμε. Από τους πολίτες που αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής.

* Ο Γιώργος Μπάρμπας είναι π. επίκουρος καθηγητής ειδικής εκπαίδευσης στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ