Πολιτικη & Οικονομια

Tι σημαίνει «Δύση» σήμερα

Η Δύση είναι γεωπολιτική οντότητα αγκιστρωμένη σε μια σειρά αξιών, σε ιδέες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 803
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Χάρτης

Ανάλυση της ιδέας της πολιτικής «Δύσης» που κάποτε ονομαζόταν «ελεύθερος κόσμος»

Ο όρος «Δύση» έχει μακρά ιστορία και, στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής μετά το 1945, έχει συχνά ταυτιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με τους στενότερους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, δεδομένης της ευρύτητας του ΝΑΤΟ (30 χώρες) και της δυσκολίας του τα τελευταία χρόνια να συγκροτήσει αποφασιστική πολιτική απάντηση σε περιοχές όπως η Ανατολική Ευρώπη, δεν είναι πια τόσο ξεκάθαρο ποιες χώρες συνθέτουν τη Δύση. Το ζήτημα θυμίζει τον Χένρι Κίσιντζερ που κάποτε ρώτησε σχετικά με την ΕΟΚ: «Σε ποιον θα τηλεφωνώ όταν θέλω να καλέσω την Ευρώπη;» Τις τελευταίες δεκαετίες, ο αμερικανικός επαρχιωτισμός, ο οποίος εκδηλώθηκε θεαματικά με τις προεδρίες Τζορτζ Γ. Μπους και Ντόναλντ Τραμπ, έχει διαλύσει την ιδέα της Δύσης: το φαινόμενο μοιάζει με το πώς οι Ευρωπαίοι λαϊκιστές, με το δικό τους ενοριακό πνεύμα, διαλύουν την ιδέα της Ευρώπης.

Μέρος του προβλήματος σχετίζεται με τον ορισμό που είχε ένα ευρύ φάσμα σημασιών μέσα στους αιώνες. Για ιστορικούς που ενδιαφέρονται για τις ρίζες του «δυτικού πολιτισμού», οι απαρχές της Δύσης ταυτίζονται με τους κλασικούς πολιτισμούς της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, με την Αθήνα που αντιστάθηκε στις περσικές επιδρομές του 5ου αιώνα π.Χ. και με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το δυτικό τμήμα της οποίας κατέρρευσε το 476 μ.Χ. ενώ το ανατολικό επέζησε ως χριστιανορθόδοξη αυτοκρατορία, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, μέχρι την Άλωση το 1453. Αλλά αυτές οι φαινομενικά αρχαίες ρίζες είναι σε μεγάλο βαθμό μια εκ των υστέρων επινόηση που δεν αντιστοιχεί απαραιτήτως στην πρόσληψη της «Δύσης» εκ μέρους των Ελλήνων ή των Ρωμαίων. Ο όρος αρχίζει να αποκτά κάτι από τη σύγχρονη σημασία του με την ανάδυση των Ηνωμένων Πολιτειών στα τέλη του 18ου αιώνα ως ανεξάρτητης χώρας και την επέκταση των δυτικών συνόρων της προς τον Ειρηνικό – με την «κατάκτηση της Δύσης». Σε αυτό το πλαίσιο, η «Δύση» συνδέθηκε με τον εδαφικό και οικονομικό επεκτατισμό, πράγμα θα γινόταν πιο εμφανές όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εξελίχθηκαν σε υπερδύναμη μετά το 1945. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, «Δύση» σήμαινε Ατλαντική συμμαχία με τις ΗΠΑ στον πυρήνα της: ο όρος ήταν συνώνυμος με τον «ελεύθερο κόσμο» ο οποίος αντιτίθετο στο κομμουνιστικό μπλοκ όπου τα καθεστώτα ήταν ολοκληρωτικά. Σε επίπεδο καθεστώτων, ο ορισμός και τα σύνορα της Δύσης ήταν απλά· σε επίπεδο όμως πολιτισμού, τα πράγματα μπερδεύονταν: για παράδειγμα, πολλοί αριστεροί από τη δεκαετία του 1930 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 έβλεπαν τον κομμουνισμό ως διεύρυνση του δυτικού πολιτισμού και ως προώθησή του σε νέο ορίζοντα και υψηλότερο επίπεδο. Η ρωσοφιλία τους δεν σήμαινε στροφή προς το Orient, κάθε άλλο μάλιστα.

Όλα αυτά φαίνονται πλέον πολύ μακριά από τη σύγχρονη διεθνή πολιτική. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν στην υποχώρηση της ιδέας της «Δύσης» με δεδομένες τις πιο σύγχρονες ιδέες της παγκοσμιοποίησης. Επί μία δεκαετία μετά το 1991 ακουγόταν το ενδεχόμενο της ένταξης της μετακομμουνιστικής Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, είτε ως πλήρες είτε ως συνεργαζόμενο μέλος, με σκοπό τον war on terror. Εκείνη την εποχή η Ρωσία φαινόταν να «δυτικοποιείται» υπό την έννοια της εγκατάλειψης ενός ζοφερού σοβιετικού τρόπου ζωής που ελεγχόταν από το μονοκομματικό κράτος: μέτρο της δυτικοποίησής της ήταν τα ευρω-αμερικανικά προϊόντα –ρούχα, αυτοκίνητα, διακοπές στο εξωτερικό– που εξασφάλιζε η οικονομία της αγοράς. Και παρά την ανάπτυξη της Κίνας και τη στροφή της στην οικονομία της αγοράς, δεν ακούστηκε ποτέ πρόταση συμμετοχής της στη «Δύση».

Η Δύση δεν είναι γεωγραφική οντότητα – η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία είναι αναπόσπαστα μέρη της Δύσης· είναι οντότητα γεωπολιτική, αγκιστρωμένη σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών αξιών, σε ιδέες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Αυτές οι ιδέες είχαν μεγάλη σπουδαιότητα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όταν πολλές περιοχές στην Αφρική και στην Ασία βγήκαν από την αποικιοκρατία συνθέτοντας μια ξεχωριστή οντότητα, τον αφρο-ασιατικό ή αναπτυσσόμενο ή Τρίτο κόσμο, μέρος του οποίου φαινόταν να προσανατολίζεται σε εκσυγχρονισμό σοβιετικού παρά «δυτικού» τύπου. Με λίγα λόγια, επί Ψυχρού Πολέμου, Δύση σήμαινε καπιταλισμό και φιλελεύθερη δημοκρατία, ενώ Ανατολή σήμαινε κομμουνισμό και, μαζί, την παλιά ιδέα του Orient, του μουσουλμανικού κόσμου σε διάσπαρτες περιοχές της γης.

Μετά το 1991, η πολιτική και πολιτιστική Δύση φάνηκε να θριαμβεύει και να πιστεύει ότι θα κατατροπώσει όλες τις αντίθετες ιδεολογίες – κάτι που δεν συνέβαινε πάντοτε: η Πορτογαλία του Σαλαζάρ και η Ελλάδα των συνταγματαρχών ήταν μέλη του ΝΑΤΟ – χώρια τα δικτατορικά και διεφθαρμένα καθεστώτα που είχε στηρίξει η Δύση επί καμιά σαρανταριά χρόνια. Εξάλλου, στη δεκαετία του 1960 στη Νότια Αφρική και στη Ροδεσία, οι εκφραστές της κυριαρχίας των λευκών εποίκων δήλωναν την προσήλωσή τους στις αξίες του δυτικού πολιτισμού. Τι εννοούσαν; Εννοούσαν τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες του 19ου αιώνα και τα δόγματα για την πολιτιστική αποστολή των λευκών σε ηπείρους όπως η σκοτεινή Αφρική· εννοούσαν το καθήκον, το «φορτίο» του λευκού ανθρώπου έτσι όπως το προσελάμβαναν οι Ευρωπαίοι στη βικτοριανή εποχή.

Αυτή την αντίληψη της Δύσης έχει αντικαταστήσει από το 1990 η ιδέα της πολυπολιτισμικότητας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, που στηριζόταν στην πεποίθηση ότι όλοι οι πολιτισμοί (ή οι κουλτούρες; Εδώ υπήρχε και υπάρχει σύγχυση.) έχουν ίση αξία. Αυτή ήταν η γλώσσα της παρέμβασης στα Βαλκάνια και στη δυτική Αφρική: η Δύση δεν φαινόταν πλέον να συνδέεται με την αυτοκρατορική επεμβατικότητα παλαιού τύπου αλλά μάλλον με επιχειρήσεις διάσωσης των κοινωνιών από καταπιεστικούς πολέμαρχους και ανόρθωσης «αποτυχημένων κρατών» όπως η Βοσνία, η Λιβερία και η Σιέρρα Λεόνε. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η οικονομικά καθοδηγούμενη και παγκοσμιοποιημένη Δύση αντιμετωπίζει την πρόκληση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, η οποία οξύνθηκε μετά τις δυτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ – πλην όμως, η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν στο τέλος του 1979 και επί εννέα χρόνια παραμένει η πιο εντατική προσπάθεια εκδυτικισμού της ασιατικής αυτής χώρας.

Από την πλευρά της, η φιλελεύθερη Δύση –οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς, η Γαλλία και η Γερμανία– που συμμετείχαν στη Διεθνή Δύναμη Βοήθειας για την Ασφάλεια (ISAF) στο Αφγανιστάν, με εντολή βάσει ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο του 2001, απέτυχε να απωθήσει τους Ταλιμπάν. Αντιθέτως, από το 2001 οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις κλιμακώθηκαν και οι επεμβάσεις στη Συρία και στη Λιβύη επιδείνωσαν τον φαύλο κύκλο: η Δύση επέδειξε αδυναμία, ίσως υπερβολική χρήση soft power έναντι της hard power, και γενικά έλλειψη πολιτικής βούλησης· από την άλλη πλευρά, η ρωσική απόκριση ήταν κάπως βισμαρκική.

Έχει περάσει ένας αιώνας από το έργο του Oswald Spengler, για την παρακμή της Δύσης: ο Spengler μιλούσε για το επερχόμενο τέλος –πίστευε ότι οι πολιτισμοί έχουν διάρκεια χίλια χρόνια το πολύ– τις σκοτεινές ημέρες της μεταπολεμικής Γερμανίας, όταν στις μπιραρίες του Μονάχου αναπτυσσόταν το ναζιστικό πνεύμα. Η πρότασή του ήταν πάνω κάτω η εγκατάλειψη του ευρωκεντρισμού και η θεώρηση της Δύσης μαζί με μια σειρά άλλους πολιτισμούς: κατά κάποιον τρόπο, προανήγγελλε τις ιδέες της σύγκρουσης των πολιτισμών που ξαναέφερε στο προσκήνιο ο Samuel Huntington στη δεκαετία του 1990, ενώ πρόβαλλε ένα μάλλον ερεβώδες όραμα όπου ο δυτικός πολιτισμός πουλούσε την ψυχή του στον διάβολο του αρπακτικού καπιταλισμού.

Στον σύγχρονο κόσμο, η Δύση έχει απέναντί της το Ισλάμ ως πολιτιστικό και πολιτικό αντίπαλο· την Κίνα και τη Ρωσία ως οικονομικούς ανταγωνιστές και ως διεκδικητές παγκόσμιου κύρους. Αλλά ο «πολιτισμός» –ό,τι προέκυψε από την εκβιομηχάνιση και τον Διαφωτισμό– έχει επεκταθεί σε όλο τον μη ισλαμικό κόσμο· και μάλιστα, κάποια στοιχεία του, όπως η τεχνολογία, έχει γίνει εργαλείο ακόμα και των πιο εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων. Ο Γκάντι είχε προτείνει οι πρώην αποικίες να μην αντιγράψουν την τεχνολογική ικανότητα και τους θεσμούς της Δύσης, να αρνηθούν τον ρεαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας και να αναπτύξουν ένα ασιατικό και αφρικανικό παράδειγμα, έναν καλύτερο τρόπο ζωής που ίσως θα μπορούσε να εμπνεύσει τη Δύση να ξαναβρεί τα δικά της χαμένα ιδανικά. Πράγματι, η Βρετανία ήταν ανίκανη να εκσυγχρονίσει την Ινδία επειδή παραήταν πολύ εξαρτημένη από τη στήριξη των Ινδών αριστοκρατών και άλλων συντηρητικών που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για τον εκσυγχρονισμό, για τον εκδυτισμό. Μόνο μια δημοκρατική κυβέρνηση θα είχε την αποφασιστικότητα και τη νομιμότητα να επεκτείνει την εκπαίδευση, να μειώσει τη φτώχεια, να καταργήσει τα βλαβερά έθιμα και να δώσει τέλος στις εσωτερικές συγκρούσεις εκπληρώνοντας μια σύγχρονη πολιτισμική υπόσχεση.

Οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες και πριν από αυτές η χριστιανική αποστολική δραστηριότητα έφεραν Ευρωπαίους και δυτικά έθιμα σε διάφορα μέρη του κόσμου· όμως οι ΗΠΑ ήταν αυτές που έκαναν τη Δύση πολιτική κατηγορία. Στην πραγματικότητα, με το δόγμα Μοnroe του 1823, ο πλανήτης χωρίστηκε στη μέση και η Αμερική αποκτούσε επιρροή στο Δυτικό Ημισφαίριο εκτοπίζοντας την Ευρώπη μαζί με την Ασία και την Αφρική· με το δόγμα Monroe η Ευρώπη διαχωρίστηκε από τις πρώην αμερικανικές αποικίες της, στις υποθέσεις των οποίων δεν επιτρεπόταν πλέον να παρεμβαίνει. Τότε, το 1823, η Ευρώπη ήταν δεσποτική και μοναρχική, όλο καβγάδες, ενώ η Αμερική ήταν το καινούργιο σπίτι της ελευθερίας. Παρότι η άνοδος των ΗΠΑ δημιούργησε τη σύγχρονη μετα-αποικιακή ιδέα της Δύσης οδήγησε απευθείας στη διϋκή Δύση: ευρωπαϊκή Δύση, αμερικανική Δύση – οι δύο αυτές όψεις βρίσκονταν σε συνεχή ροή, ενώ, όπως είπα, η «Ανατολή» ήταν μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μάλλον οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας παρά το Orient.

Μετά το τέλος του κομμουνισμού το όραμα της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης που δεν θα ξεχωρίζει πλέον Ανατολή και Δύση σκόνταψε πάνω στο Ισλάμ, που δεν είχε συγκεκριμένα γεωγραφικά σύνορα. Αν και το πρόβλημα ήταν πανάρχαιο, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 9/11 επιτάχυναν την εστίαση στους μη κρατικούς παράγοντες και στη θρησκεία πήραν επείγον νόημα. Στις μέρες μας, το πολιτικό Ισλάμ και η τρομοκρατία αντικατέστησαν τον κομμουνισμό απέναντι και εναντίον της Δύσης – και, όπως συνέβαινε με τον κομμουνισμό, ο «εχθρός» βρίσκεται στο εσωτερικό της: κάποτε οι κομμουνιστές στις δυτικές χώρες αγωνίζονταν να μεταμορφώσουν τις καπιταλιστικές κοινωνίες σε σοσιαλιστικές και να τις προσεγγίσουν σ’ εκείνες του υπαρκτού σοσιαλισμού· σήμερα, ο καινούργιος τρόπον τινά εχθρός υπονομεύει τη Δύση τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό της. Το πρόβλημα είναι ότι το Ισλάμ είναι διασκορπισμένο σε ομάδες παντού στον κόσμο αποτελώντας μια παγκόσμια αρένα που καθορίζεται από ροές χρηματοδότησης, εμπορευμάτων και μετανάστευσης: η επιρροή του στη Δύση έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της άκρας δεξιάς, την αλλοίωση της αριστεράς σε ισλαμοαριστερά και πολλές παραμορφώσεις στα ατομικά δικαιώματα όπως η ιδιωτική ζωή, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία κινήσεων και η ανεξιθρησκία.

Η ισλαμική μαχητικότητα έχει προκαλέσει την επιστροφή της Δύσης ως πολιτιστικής κατηγορίας που αντιτίθεται στο Ισλάμ. Θέλω να πω ότι μέσω του αντι-ισλαμιστικού μετώπου, η Δύση υπερβαίνει τη νεοφιλελεύθερη ιδέα της ως ελεύθερη αγορά αγαθών και εργασίας. Αλλά απέχει πολύ από το να είναι ενωμένη: το Brexit απεικόνισε μια μορφή θυσίας ή αποποίησης με μια έσω ισχνή πλειοψηφία ψηφοφόρων να είναι πρόθυμοι να δεχτούν οικονομικές και άλλες απώλειες για να ανακτήσουν αυτό που θεωρούν εθνική κυριαρχία. Οι Βρετανοί αποσχίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν να μιμούνταν τις πρώην αποικίες τους. Ομοίως σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, τα δεξιά κόμματα και οι κυβερνήσεις διατείνονται ότι αγωνίζονται για την εθνική κυριαρχία και την επιβίωση του πολιτισμού τους εναντίον της ΕΕ, η οποία, ως συλλογική οντότητα, έχει παραδοθεί στο αποικιστικό δυναμικό της μετανάστευσης, του Ισλάμ και άλλων μορφών παγκοσμιοποίησης. Αυτή ιστορική ανατροπή φαίνεται σαν μια στρεβλή εκπλήρωση της πρόβλεψης του Γκάντι ότι ο πολιτισμός του σύγχρονου καπιταλισμού θα αποσυνδεθεί από τη Δύση.

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έχει νομιμοποιήσει τον αυταρχισμό ενώ ταυτοχρόνως, από έναν συνδυασμό συγκυρίας και τύχης, οι ΗΠΑ απομακρύνθηκαν από τον πολιτισμένο κόσμο: οι εσωτερικές τους συγκρούσεις έχουν προκαλέσει πολιτιστικό τέλμα και η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ που τις απομόνωσε ακόμα περισσότερο μέσω μιας διεστραμμένης ερμηνείας του συνθήματος America First ήταν ένδειξη θλιβερής πολιτιστικής παρακμής. Η προεδρία Τραμπ ενίσχυσε και αποθέωσε τον αμερικανικό επαρχιωτισμό. Αλλά η διάλυση της Δύσης σε θεσμικό επίπεδο, μέσω της αποχώρησης από συμμαχίες και συμφωνίες, δεν σημαίνει διάλυση της Δύσης ως πνευματικό και πολιτισμικό φαινόμενο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ