Πολιτικη & Οικονομια

Η ΕΒΕ και η ριζική αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

​Η εφαρμογή της θα αποτρέψει την εισαγωγή σε υποψηφίους με βαθμολογίες πολύ κάτω από τη βάση και θα ενθαρρύνει πολλούς να εγγραφούν σε ένα δημόσιο ΙΕΚ

59961-131318.JPG
Ιωακείμ Γρυσπολάκης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βαθμολογίες των Πανελλαδικών Εξετάσεων σε ΓΕΛ και ΕΠΑΛ
© EUROKINISSI / ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΥΡΟΥΝΗΣ

Σχόλιο για την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης

Διαβάζουμε αυτές τις μέρες δηλώσεις «ειδικών εκπαιδευτικών αναλυτών», οι οποίοι αποφαίνονται ότι, επειδή εφαρμόζεται η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) και επειδή θα μείνουν εκτός πανεπιστημίων περίπου 26.000 υποψηφίων, δηλαδή το 25%, το εκπαιδευτικό μας σύστημα απέτυχε. Θα έλεγα ότι ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει για πρώτη φορά στα πολλά τελευταία χρόνια. Επιτέλους, η εφαρμογή της ΕΒΕ θα αποτρέψει την εισαγωγή σε υποψηφίους με βαθμολογίες πολύ κάτω από τη βάση (0,65/20 έως 8/20) και θα ενθαρρύνει πολλούς εξ αυτών να εγγραφούν σε ένα δημόσιο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), προκειμένου να εκπαιδευτούν σε ένα από τα δεκάδες χρήσιμων επαγγελμάτων. Εξάλλου έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψη ότι ο μέσος όρος εισαγομένων φοιτητών στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ είναι 33% των αποφοιτούντων από τα Λύκεια, αντί του 80%, που είχαμε στην Ελλάδα έως το 2020. Το τραγικό αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής ήταν να συνωστίζονται σε «πανεπιστημιακά τμήματα» χιλιάδες νέων ανθρώπων, οι οποίοι είτε ουδέποτε θα αποφοιτούσαν είτε θα τους απονέμετο μετά από χρόνια ένα «Δίπλωμα Ανεργίας».

Η στρατηγική της χώρας μας για την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης θα πρέπει να βασίζεται στη λειτουργία των διετούς φοίτησης ΙΕΚ, στην επαναφορά της τριετούς φοίτησης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και στην αναβάθμιση της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης με την μεταφορά πολλών τμημάτων από την τελευταία στις δύο πρώτες βαθμίδες και την κατάργηση ή την συγχώνευση πολλών πανεπιστημιακών τμημάτων.

Όσον αφορά στον ακαδημαϊκό χάρτη (Πανεπιστήμια), θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή ότι οι σχολές και τα τμήματα πρέπει να διαμορφώνονται και να κατανέμονται χωροταξικά με τρόπο που να αντιστοιχεί στη συνεχή διασφάλιση υψηλής ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση και στην απονομή πτυχίων, που θα διασφαλίζει την εργασία σε τομείς αναγκαίους για την ευημερία των ίδιων και της κοινωνίας στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, η διάρθρωση των ακαδημαϊκών μονάδων των πανεπιστημίων πρέπει να διασφαλίζει:

  • την επάρκεια του διδακτικού και υποστηρικτικού προσωπικού
  • τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων υποδομών
  • τη γεωγραφική εγγύτητα συναφών τμημάτων (π.χ. όλα τα τμήματα μιας σχολής), ώστε να επιτυγχάνεται η διεπιστημονικότητα
  • την ανταπόκριση σε ψηλά ποιοτικά κριτήρια (όπως ενδεικτικά ο ρυθμός αποφοίτησης, η ζήτηση από τους φοιτητές, η ποιότητα και διεθνής αναγνώριση του παραγόμενου ερευνητικού έργου, η απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας, η συμβολή σε αναπτυξιακούς στόχους) και τη συνεχή αναβάθμιση του διδακτικού και ερευνητικού έργου
  • την ανταπόκριση των γνωστικών αντικειμένων στο ακαδημαϊκό επίπεδο του προγράμματος σπουδών, όπου διδάσκονται (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό)
  • τη διασύνδεση της παρεχόμενης διδασκαλίας με τις ανάγκες τις αγοράς εργασίας και τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον αριθμό αντίστοιχων τμημάτων, που λειτουργούν σε άλλες περιοχές της χώρας.

Σε αυτή την βάση, οποιαδήποτε ίδρυση νέων τμημάτων θα πρέπει να πληροί αυστηρά κριτήρια, όπως αυτό θα προκύπτει και από μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας. Παράλληλα, αποφάσεις για τη συνέχιση της λειτουργίας, την αναδιάρθρωση ή την κατάργηση υπαρχόντων τμημάτων θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση τον στρατηγικό σχεδιασμό των ίδιων των πανεπιστημίων, ο οποίος θα υπόκειται  στην αξιολόγηση, βάσει διεθνών κριτηρίων, από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.).

Κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης ιδρύονταν πανεπιστημιακά τμήματα ανά την επικράτεια χωρίς στρατηγικό προγραμματισμό, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς κανένα ποιοτικό και αναπτυξιακό κριτήριο, χωρίς να τους παρέχονται ούτε οι βασικές αναγκαίες συνθήκες σε επάρκεια προσωπικού και υποδομών για να μπορούν να υλοποιήσουν το έργο τους, ενίοτε με βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής. Αυτό φυσικά είχε συμβεί και από κυβερνήσεις την εποχή των παχέων αγελάδων (1996-2009). Επίσης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατήργησε το σύνολο των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας, συγχωνεύοντας ή μετατρέποντάς τα σε πανεπιστήμια, χωρίς κανέναν σχεδιασμό και χωρίς να τους παρέχει ουδεμία υποστήριξη. Με αυτόν τον τρόπο ιδρύθηκαν ή ανωτατοποιήθηκαν συνολικά 153 τμήματα, οδηγώντας σε τραγικά και ανιστόρητα λάθη, καθώς και σε μεγάλη όξυνση μιας σειράς προϋπαρχουσών παθογενειών, όπως ενδεικτικά:

  • ο αφανισμός της τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης,
  • η άκριτη αύξηση τμημάτων του ίδιου γνωστικού αντικειμένου (π.χ. επί ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκαν τα τμήματα Γεωπονίας της χώρας από 3 σε 10, τα τμήματα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας από 1 σε 6, τα τμήματα Μηχανικών από 46 σε 71, ενώ ιδρύθηκε και δεύτερο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών στην Πάτρα, όπου ήδη λειτουργούσε τμήμα Πολιτικών Μηχανικών),
  • η χωροθέτηση, που είναι αποτρεπτική σε ακαδημαϊκές συνέργειες και συνεργασίες με τον κατακερματισμό σχολών σε διαφορετικές πόλεις (π.χ. επί ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκε η Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, με 7 νέα τμήματα τα οποία τοποθετήθηκαν εξαρχής σε 3 πόλεις: την Κοζάνη, τα Γρεβενά και την Καστοριά. Παρομοίως, στο Πανεπιστήμιο Πατρών ιδρύθηκε Σχολή Γεωπονικών Επιστημών, με 5 τμήματα τα οποία ήταν εξαρχής διάσπαρτα σε 3 πόλεις. Επίσης, σύμφωνα με τον ν. 4610/2019, ιδρύθηκε η Σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του Διεθνούς Πανεπιστημίου, με 7 τμήματα σε 4 πόλεις: τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κατερίνη και την Καβάλα).
  • η δημιουργία προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών αμφιλεγόμενου αντικειμένου, τα οποία θα μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα σε μεταπτυχιακό επίπεδο (πχ. το τμήμα Μουσειολογίας της Πάτρας, Κοινωνικής & Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Κορίνθου και της Μακεδονίας, Πληροφορικής με έμφαση στην Βιοϊατρική της Λαμίας, κ.α.),  καθώς και  η άγνοια των εξελίξεων σε αντίστοιχα γνωστικά πεδία στο εξωτερικό,
  • η λειτουργία τμημάτων με πολύ χαμηλή ελκυστικότητα όπου ακόμη και ο πρώτος εισακτέος μπήκε με βαθμό χαμηλότερο από 10/20. Επίσης, υπάρχουν 46 τμήματα τα οποία λιγότεροι από τους μισούς εισαχθέντες είχαν δηλώσει στις πρώτες 10 προτιμήσεις τους,
  • η λειτουργία τμημάτων με εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς αποφοίτησης (π.χ. υπάρχουν τμήματα που δέχονται 120 φοιτητές ανά έτος, ακόμα και με βαθμολογία 0,625/20, ενώ παράλληλα αποφοιτούν από αυτό περίπου 30 φοιτητές το χρόνο. Το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων στο Αγρίνιο, ένα από τα τμήματα του Πανεπιστημίου Πατρών, που συγχωνεύονται και το οποίο λειτουργεί από το 1998, έχει ρυθμό αποφοίτησης 5.8%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 24.05%.),
  • η λειτουργία τμημάτων με ελάχιστα μέλη ΔΕΠ και ανεπάρκεια σε διοικητικό προσωπικό (ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε και τμήματα που δεν είχαν ούτε ένα μέλος ΔΕΠ!), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υποστηριχθούν τα προγράμματα σπουδών,  αποτρέποντας έτσι τη βιωσιμότητα των τμημάτων.

Είναι προφανές ότι οι παρεμβάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης στον ακαδημαϊκό χάρτη ήταν παρεμβάσεις λαϊκισμού, πελατειακών συναλλαγών και μικροπολιτικού οφέλους. Η ανατροπή αυτής της καταστροφικής πολιτικής είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα. ¨Όμως, οι ενδείξεις από την ακολουθούμενη πολιτική της παρούσας κυβέρνησης είναι ευοίωνες. Θα πρέπει να επιλεγεί ο δρόμος της χάραξης πολιτικής, βάσει στοιχείων και αξιολόγησης, βάσει διεθνών προτύπων, αλλά και των αναγκών της κοινωνίας. Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να φαίνεται ανοικτή η πόρτα της εισαγωγής στα ΑΕΙ για όλους, χωρίς προϋποθέσεις και κριτήρια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κλειστή η πόρτα της αποφοίτησης, της επαγγελματικής αποκατάστασης, της προοπτικής. Είναι θετικό το γεγονός ότι δίνεται διέξοδος, αναβαθμίζοντας και αναδεικνύοντας τις εναλλακτικές εκπαιδευτικές επιλογές, δηλαδή τα δημόσια ΙΕΚ, που παρέχουν επαγγελματική κατάρτιση σε περισσότερες από 120 σύγχρονες ειδικότητες υψηλής ζήτησης και απορρόφησης από την αγορά.

Εδώ και πολλά χρόνια, η κοινωνία αφέθηκε ή και οδηγήθηκε στη διαμόρφωση της πεποίθησης ότι η εισαγωγή στα πανεπιστήμια αποτελεί το μόνο δρόμο για την επαγγελματική επιτυχία και κοινωνική καταξίωση. Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε τόσο από την άκριτη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων (συνήθως χωρίς μελέτη), προκειμένου να υπηρετηθούν πελατειακές σχέσεις και τοπικά συμφέροντα, όσο και από την εισαγωγή χωρίς ελάχιστη βάση. Σημειωτέον, ότι η Ελλάδα έχει το 4ο υψηλότερο ποσοστό εγγραφών σε ΑΕΙ μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (OECD/UIS/Eurostat 2019), ενώ το 30% των φοιτητών μας δεν αποφοιτά και εγκαταλείπει τις σπουδές (ΙΟΒΕ 2017). Είναι γνωστό, επίσης, ότι το ποσοστό αποφοίτων επί των φοιτητών είναι σταθερά πολύ μικρότερος των άλλων χωρών με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε όλα τα τμήματα συσσώρευση – το γνωστό πρόβλημα των «αιώνιων» φοιτητών. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Eurostat «Eurostat- Population in Europe» (Ιούνιος 2020), ως προς το ρυθμό αποφοίτησης για το 2018 η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών με ρυθμό αποφοίτησης μόλις 9,17%, το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 24,05%, ενώ το 42% από τους φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα έξι έτη σπουδών (ΕΘΑΑΕ 2020).

Ενδεικτικά της αναγκαιότητας να στραφεί ένα μεγάλο ποσοστό των νέων μας στην Τεχνολογική και Επαγγελματική Κατάρτιση είναι τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Στην Ελλάδα, μόλις το 28% των μαθητών επιλέγουν τη διαδρομή της επαγγελματικής εκπαίδευσης, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να κυμαίνεται στο 48%. Το στατιστικό αυτό είναι άκρως ανησυχητικό.
  • Το 51% των αποφοίτων Επαγγελματικών Λυκείων δηλώνουν ότι βρήκαν σταθερή εργασία εντός έξι μηνών μετά το πέρας των σπουδών τους έναντι 34% των αποφοίτων Γενικών Λυκείων (CEDEFOP 2017).
  • Οι απολαβές των αποφοίτων δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι ίσες ή υψηλότερες από τις απολαβές των αποφοίτων δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης (EU Statistics on Income and Living Conditions 2018).
  • Οι προοπτικές της ΕΕΚ γίνονται εμφανείς και από το γεγονός ότι το 25% των σπουδαστών σε ΙΕΚ έχουν ήδη πτυχίο πανεπιστημίου. Το 2012 το συνολικό αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5% (Ινστιτούτο ΓΣΕΕ 2020).

Η εισαγωγή με πολύ χαμηλή βαθμολογία, η πρόχειρη επιλογή τμημάτων, το χαμηλό ποσοστό αποφοίτησης και η ανεπαρκής αξιοποίηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, οδηγούν χιλιάδες νέους σε χαμένα χρόνια σε πανεπιστημιακά τμήματα από τα οποία δεν αποφοιτούν, και εγκλωβίζει χιλιάδες άλλους να συμβάλλουν στην αναντιστοιχία των δεξιοτήτων τους με τα ζητούμενα της αγοράς εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι το 35% των νέων να είναι άνεργοι (Η Ελλάδα είναι 2η στην ανεργία των νέων στον ΟΟΣΑ (έκθεση ΙΟΒΕ 2017).

Εν κατακλείδι, οι μεταρρυθμίσεις του υπουργείου Παιδείας στον τομέα του περιορισμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια με την εφαρμογή της ΕΒΕ και την ενθάρρυνση στη φοίτηση σε δημόσια ΙΕΚ είναι προς τη θετική κατεύθυνση και αποτελεί ένα πολύ τολμηρό και θετικό βήμα. Αυτό πρέπει να συνοδευτεί από την επαναφορά της τριετούς Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, που αναίσχυντα κατάργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, και την κατάργηση και συγχώνευση πανεπιστημιακών τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων. Ένας νέος, βελτιωμένος και σύγχρονος νόμος 4009/2011 πρέπει να επανέλθει και να εφαρμοστεί. Ο νόμος Διαμαντοπούλου ήταν ό,τι καλύτερο είδαμε στην Ανώτατη Εκπαίδευση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος της πολεμικής, που υπέστη, από την μετριότητα και τους εχθρούς της Αριστείας, της Αξιολόγησης και της Αξιοκρατίας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ