Πολεις

Checkpoint Νίκος

Προξένου Κορομηλά

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 455
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
52146-115337.jpg
© 2013 Angela Strati

Το κλειστό «Belair» της Βογατσικού, μπαρ συνδεδεμένο με τις χρυσές εποχές της Ξεσαλονίκης

Το κλειστό «Belair» της Βογατσικού, μπαρ συνδεδεμένο με τις χρυσές εποχές της Ξεσαλονίκης από τα μέσα του ’80 έως και τα middle zeros, αρκεί για να με κάνει να μελαγχολήσω, λίγο πριν το κόψω για την Προξένου Κορομηλά.

Ο κόσμος στον κάποτε νούμερο ένα shopping δρόμο της Θεσσαλονίκης είναι λιγοστός. Το παλιό μυθικό ροκ εν ρολ τοστάδικο «Snoopy» έγινε πλέον design shop, στη γωνία με Χρυσοστόμου Σμύρνης σφαλισμένος είναι και ο κάποτε ναός του Λάκη Γαβαλά, το ιντερνετάδικο-ουφάδικο λίγο πριν η Κορομηλά φιληθεί με τη Μοργκεντάου έχει κλείσει – λογικό, τον καιρό της ταμπλέτας και του smartphone κανένας νερντ δεν νιώθει την ανάγκη να πολεμά με τα τέρατα ή τους κακούς θρονιασμένος στις κάποτε φουλ μαύρες δερμάτινες καρέκλες του μαγαζιού.

Το αρτοποιείο που κάποτε μετά τα ξενύχτια στο «Art House», κοντά στο ξημέρωμα, τσακίζαμε αχνιστές τυρόπιτες και πεϊνιρλάκια για να κάψουμε τις μπίρες και τα μπίτια του Bonobo, κλειστό επίσης. Το μισό κομμάτι της Προξένου Κορομηλά δείχνει απόλυτα παραδομένο στην κρίση, όπως άλλωστε και οι superbrand μπουτίκ που κατάφεραν να παραμείνουν ανοιχτές επί του δρόμου, αλλά το βράδυ της προηγούμενης Πέμπτης που τις βόλταρα έδειχναν τραγικά άδειες. Κοίταξα στοργικά το μαγαζί της σχεδιάστριας Ράνιας Ξανθοπούλου μαγεμένος, όπως πάντα, από τη βιτρίνα και τα σχέδιά της, έγνεψα απέξω «γεια» της πωλήτριας που μου ανταπάντησε με μια εξίσου πρόσχαρη χειρονομία.

Διασχίζοντας όμως τον ίδιο δρόμο από την Αγίας Σοφίας και πέρα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Μια δεκάδα από φασαριόζικα καινούργια αλλά και παλιά καφέ με τα τραπεζάκια έξω της προσδίδουν ζωή και θόρυβο. Οι πρώτες παρέες ανεβαίνουν για το πρώτο ποτό στο «Malt ‘n’ Jazz» (υπερlike στο καινούργιο ντεκόρ με το τεράστιο μπαρ, την ποικιλία των malt στα ράφια και τις μουσικές του Γιώργου Τερτιλίνη). Υπερlike και στο «The Last Slice» του Δημοσθένη Καρδαρά, που μοιράζει τις καταπληκτικότερες γεύσεις που μπορείς να συναντήσεις στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με κωδικό: pizza!

Καταλήγω στο συμπέρασμα πως στη Θεσσαλονίκη το μόνο πράγμα που δεν πιάνει πάτο είναι τα καφέ και τα μαγαζιά του γρήγορου αλλά γκουρμέ φαγητού. Καφενεία, γιαουρτάδικα και φυσικά φούρνοι είναι η νέα τάση σε μια πόλη που παραδοσιακά επιμένει να επενδύει στην παροχή υπηρεσιών. Απορώ βέβαια πώς μας διέφυγαν τα ντονατάδικα, αφού φίλοι της Αθήνας μου λένε πως αυτή είναι η νέα μόδα. Αν και είναι θέμα χρόνου να σκάσουν κι εδώ, παρότι τα θεωρώ επένδυση υψηλού ρίσκου: πώς θα ανταγωνιστούν τα μπουγατσάδικα και την κρέμα-κανέλα; Προσφέρω μάλιστα αφιλοκερδώς το copyright αλλά και το κόνσεπτ, σε περίπτωση που κάποιος Θεσσαλονικιός το σκέφτεται. Στην Προξένου Κορομηλά, ας πούμε, ας ονομαστεί «Ντονατέλα» (ντόνατ + Versace), στην Τούμπα τη γηπεδομάνα βάφτισέ το «Μαραντόνατς» (Ντιέγκο + ντόνατ) και οπουδήποτε αλλού στο κέντρο πόνταρε στον τίτλο «Madonnats» (η Like a Virgin να τρώει και στη Ριάνα να μη δίνει).

Έχω τρελές ιδέες και για τα «Μικέλ», που ανοίγουν σαν τα μανιτάρια. Οραματίζομαι το «Μικέλυ Κελεκίδου» (καφές + λαϊκά άσματα για γνήσιο coffee clubbing). Η ίδια ιδέα μπορεί και να κάτσει και σε γιαουρτάδικο με την ονομασία «Στανήση» (φρέσκο παγωμένο πρόβειο από στάνη συνοδεία νταλκαδιάρικων της κυρίας Κατερίνας). Φημίζεται άλλωστε η Θεσσαλονίκη για τα ονόματα και τις ιδέες σε ό,τι αφορά τη μαζική εστίαση. Μόνο που εγκαταλείποντας την Κορομηλά, τα αστειάκια και τα γελάκια μου τελειώνουν, καθώς σκέφτομαι πως δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει αυτή η κατάσταση στην πόλη, αυτό δεν είναι ούτε ανάπτυξη ούτε success story ούτε όραμα για το μέλλον, σκέτη αυτοκτονία είναι, αφού σε λίγο θα υπάρχουν περισσότερα μαγαζιά από πελάτες.

Πάνω από την Εγνατία, ανεβαίνοντας για το σπίτι, εκεί που δεν υπάρχουν ούτε μπαρ ούτε μπουτίκ, στα μάτια μου πέφτει η αφίσα για το μονόλογο του Βασίλη Βασιλάκη στο θέατρο «Αυλαία». Το έργο είναι η «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Ξαναθυμάμαι την Κορομηλά, όπως παλιά, τότε που υπήρχε το βιβλιοπωλείο του «Παρατηρητή» και ο Ιορδάνης συνήθιζε κάθε που μ’ έβλεπε με μαύρα γυαλιά να μου απαγγέλλει «κάτι από τον Μέγα Νίκο: Τα άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γεμίζουν τα κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα· σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γη αφανίζονται».


Φωτό: © 2013 Angela Strati

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ