Γαλλία, Νορμανδία
Γαλλία, Νορμανδία © Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Ταξιδια

Αύγουστος στη βόρειο Γαλλία, επεισόδιο 2ο: Νορμανδία

Η συνέχεια του καλοκαιρινού οδοιπορικού, στις ακτές της Νορμανδίας αυτή τη φορά
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γαλλία, Νορμανδία: Υπερτουρισμός, πολεμικά κοιμητήρια, μικρά και μεγάλα λιμάνια και καθεδρικοί ναοί, από το Mont St Michel ως τη Ρουέν

Το όριο μεταξύ Βρετάνης και Νορμανδίας στο παράκτιο μέτωπο είναι, λίγο-πολύ, το Mont St. Michel (Μον Σαιν Μισέλ), αυτό το θρυλικό οχυρωμένο νησάκι με το κάστρο και το μεσαιωνικό του οικισμό, που μια αποκόπτεται και μια ενώνεται με τις ακτές της Γαλλίας, ανάλογα την πλημμυρίδα και την άμπωτη.

Θα το πω από την αρχή για να τελειώνουμε: αν θέλετε να πάτε στο Μον Σαιν Μισέλ, κλείστε καλύτερα δωμάτιο σε ένα από τα τρία ξενοδοχεία που βρίσκονται εντός του τουριστικού χώρου που οδηγεί σε αυτό, στις ακτές της ηπειρωτικής χώρας. Αλλιώς να είστε προετοιμασμένοι να στριμωχτείτε και να παλέψετε σα να πηγαίνατε να βγάλετε φωτογραφία το ηλιοβασίλεμα στην Οία. Το Μον Σαιν Μισέλ δέχεται το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό τουριστών σε όλη τη Γαλλία μετά το Παρίσι, μόνο που το Παρίσι (το κέντρο του μόνο!) είναι 25 φορές μεγαλύτερο από το νησάκι αυτό. Αυτό σημαίνει 50 καταστήματα και 125 κλίνες εντός, για πάνω από 3 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο. Do the maths.

Το καλύτερο, λοιπόν, που έχετε να κάνετε είναι: (α) μην πάτε το καλοκαίρι, (β) αν πάτε, κλείστε ένα δωμάτιο, όπως είπα, στα ξενοδοχεία εντός του «εισαγωγικού» τουριστικού χώρου. Οι Γάλλοι έχουν κάνει ό,τι καλύτερο γίνεται, χωροταξικά και οικολογικά, για τον όγκο τον επισκεπτών που δέχεται το νησί κι έχουν διαμορφώσει ωραιότατα έναν χώρο άφιξης με οριοθετημένα πάρκινγκ, ηλεκτρικά πουλμανάκια, ξενοδοχεία, εστιατόρια, δυόμιση χιλιόμετρα μακριά. Οπότε κλείστε δωμάτιο, κοιμηθείτε καλά το βράδυ και το πρωί πρωί, ή το απόβραδο, πάρτε τα ποδαράκια σας και περπατήστε τα 5 αυτά χιλιόμετρα πέρα-δώθε ή και πάρτε ένα πουλμανάκι.

Αλλιώς, το καλοκαίρι ειδικά θα στριμωχτείτε. Ναι, θα τις βγάλετε αυτές τις πολυπόθητες φωτογραφίες· το νησί είναι απολύτως instagrammable, που θα λέγανε και οι απανταχού ινφλουένσερς. Από μακριά κι από κοντά, μοιάζει με μέρος μυθικό. Αλλά εδώ που τα λέμε, γιατί να μην το δείτε μια ήσυχη εποχή; Με το Αββαείο του και τα δελφινάκια στη θάλασσα γύρω του; Με το ξακουστό του εστιατόριο Μère Poulard και τους 29 (!) όλους κι όλους κατοίκους του; Υπάρχει λόγος που αυτό το πανέμορφο μέρος είναι προστατευμένο από την Ουνέσκο. Και να σας πω και κάτι; Αν θέλετε τόσο πολύ να δείτε ένα παλιρροϊκό νησάκι με μεσαιωνικό οχυρό αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ε, πηγαίντε απέναντι στην Κορνουάλη στην Αγγλία: στην υπέροχη Πενζάνς υπάρχει το συνώνυμο Saint Michael’s Mount: ¼ του γαλλικού σε έκταση, αλλά ακόμα καταπράσινο, υπέροχο και χωρίς σέλφι στικς year round. Ah bless, που θα σας πούνε κιόλας.

Mont Saint Michel from a drone.

Το κοιμητήριο των Γερμανών

Κάτι τέτοιο σκεφτήκαμε κι εμείς, στείλαμε φιλιά από μακριά, και πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς την Κάτω Νορμανδία (όπου Κάτω=βόρεια). Εκεί γύρω, όμως, μια σειρά από πινακίδες μάς τράβηξε την προσοχή: Γερμανικό στρατιωτικό κοιμητήριο Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τις παραλίες τις απόβασης τις έχω δει. Κάθε μία από αυτές έχει και το μουσείο της, κάθε μία από αυτές έχει και τους φανατικούς επισκέπτες της, όχι μόνο ιστοριοδίφες και τουρίστες, αλλά και απογόνους των πεσόντων. (Αν με ρωτήσετε, η πιο εντυπωσιακή στις μέρες μας είναι το τεχνητό λιμάνι στην Αρομάνς, για την απόβαση των Βρετανών, όπου μπορείτε να δείτε ακόμα τις τεράστιες πλατφόρμες ξεβρασμένες στην παραλία). Γερμανικό μαυσωλείο, όμως, δεν ήξερα ότι υπήρχε, παρότι είναι απολύτως αναμενόμενο. Ήθελα να το δω.

Παρκάραμε στο φυλλοσκέπαστο πάρκινγκ μαζί με τρία άλλα αυτοκίνητα. Τι λίγοι επισκέπτες, ήταν η πρώτη μας σκέψη. Μια ψιλή βροχή είχε αρχίσει να πέφτει, κάνοντας τα πράγματα σχεδόν κινηματογραφικά. Ανεβήκαμε τα σκαλιά προς τον λόφο-μαυσωλείο, ένα κυκλικό διώροφο χτίσμα με 34 ορθογωνισμένες εσοχές, κάθε μία εκ των οποίων φιλοξενεί ό,τι έχει απομείνει από 180 Γερμανούς (και Ούγγρους) στρατιώτες, σύνολο 12.000 ψυχές. 17χρονα, 18χρονα παιδιά. 30χρονοι και 40χρονοι αξιωματικοί. Επώνυμοι ή ανώνυμοι, μια σιδερένια πλάκα που γράφει μόνο Ein Deutscher Soldat. Πάρα, μα πάρα πολλές τέτοιες πλάκες αγνώστων στρατιωτών. Σε μερικές επώνυμες ταφόπλακες υπάρχουν λουλούδια, στεφάνια: κάποιοι έρχονται κι επισκέπτονται ακόμα τους χαμένους τους συγγενείς. Σε μία, χαρακτηριστικά, ενός Heinrich Zoller, Σμηνία (16/2/1900-18/81945) κρέμεται ένα από δεκαετίες παλιό στεφάνι: Deine Elsa, «η Έλσα σου». Τι τρέλα που είναι ο πόλεμος· αντί ν’ αφήνει ανθρώπους ν’ αγαπηθούν, ανοίγει τάφους.

Η βροχή αρχίζει να πέφτει καταρρακτωδώς, λες κι άκουσε τις σκέψεις μας. Επιστρέφουμε γρήγορα στο αυτοκίνητο και ξεκινούμε τον μακρύ και βροχερό δρόμο, μέσα από επτασφράγιστα, μας φαίνονται, χωριά, κάτω από μολυβένιους ουρανούς, προς τον αυτοκινητόδρομο Α84/A13 και τον προορισμό μας: Ονφλέρ.

Στο μικρούλι, πανέμορφο Ονφλέρ

Ονφλέρ
Ονφλέρ © Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Αν η ανατολική Βρετάνη έχει τη Σμαραγδένια της Ακτή, τότε η Νορμανδία έχει την Ανθισμένη Ακτή της (Côte Fleurie, όπως θα λέγαμε Costa Florida στα ισπανικά) και τα μυθικά θέρετρα του Cabourg (λέγε με καταφύγιο του Μαρσέλ Προυστ, πάνω στο οποίο έπλασε και το μυθιστορηματικό Μπαλμπέκ στο Αναζητώντας το χαμένο Χρόνο), της Deauville, με τη χαρακτηριστική ατελείωτη παραλία και το διάσημο κινηματογραφικό της φεστιβάλ, και το διδυμάκι της την Trouville-sur-Mer, από την άλλη μεριά του ποταμού Touques. Οι Γάλλοι τη θεωρούσαν, κατά τον 19ο αιώνα, την ωραιότερη παραλία του κόσμου. (Και μετά κατέβηκαν στο νότο.) Από εδώ προσπάθησε να την κοπανήσει ο τελευταίος βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος Φίλιππος, τον Φεβρουάριο του 1848, ξυρισμένος και ντυμένος σαν φτωχός, πριν τελικά τον μαζέψει μες στην απελπισία του ένα βρετανικό ατμόπλοιο από το απέναντι λιμάνι της Χάβρης και τον μεταφέρει στο Σαουθάμπτον, σώζοντας το τομάρι του.

Ονφλέρ
Ονφλέρ © Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Ονφλέρ © Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η δική μας παρακάμπτει όλα αυτά τα θέρετρα και, παρότι θα περάσει και από τη Χάβρη, για την ώρα θα κάνει στάση στο τελευταίο θέρετρο στη σειρά: στο ψαροχώρι του Ονφλέρ, στις εκβολές του Σηκουάνα, γενέτειρα του κινήματος των Ιμπρεσιονιστών και του «σουρεαλιστή» συνθέτη Ερίκ Σατί, προπύργιο κάποτε των Βίκινγκ (εξ ου και η ετυμολογία του ονόματός του, από το πρωτο-σκανδιναβικό Χουνεφλότ) και λιμάνι από το οποίο ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής ξεκίνησε και κατέκτησε την Αγγλία κάνοντάς τη φορέβερ νορμανδική (το πλοίο του, Μόρα, έχει ανακατασκευαστεί και μπορείτε να το επισκεφτείτε). Κατόπιν το Ονφλέρ υπήρξε τεράστιας σημασίας λιμάνι για το σκλαβεμπόριο των Γάλλων με τις Ινδίες και τις Αζόρες, πριν ο όγκος του εμπορίου, γενικά, μεταφερθεί στην απέναντι Χάβρη, αφού το Ονφλέρ καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους.

Αυτό που κάνει τόσο ωραίο το μικρό αυτό διαμαντάκι είναι πως, εν αντιθέσει με τα άλλα θέρετρα και τις παραλίες τους, εδώ το τοπίο είναι καθαρά «αστικό» πάνω στο νερό: με το παλιό του λιμάνι, το ναυτικό του μουσείο, τις προμενάδες του. Μέχρι και ο παράξενος καθεδρικός του ναός, αφιερωμένος στην Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας, τόσο διαφορετικός απ’ οποιονδήποτε άλλο γοτθικό καθεδρικό της Γαλλίας (χαμηλός, δίκλιτος, φτιαγμένος αποκλειστικά από ξύλο —είναι, για την ακρίβεια, το μεγαλύτερο ξύλινο κτήριο στη χώρα) παραπέμπει στη ναυτική του παράδοση: οι στέγες των δύο κλιτών του είναι κατασκευασμένες από καραβομαραγκούς σαν ανάποδες καρίνες πλοίων (χωρίς πριόνι, με τη μέθοδο των Βίκινγκ, λέει ο θρύλος).

Και ακόμα πιο εντυπωσιακά: αυτή η μικρή πολιτεία, με το λιμάνι της, έχει ακριβώς στην πλάτη της εντυπωσιακούς, καταπράσινους λόφους πάνω στους οποίους είναι χτισμένες οι παλιές επαύλεις των εμπόρων της, μικρότερα αγροτικά σπιτάκια, χέρσα χωράφια, πυκνότατα δάση. Το επόμενο πρωί πήρα τα πόδια μου κι ανέβηκα έναν από τους πάμπολλους δρόμους που βγάζουν στους λόφους της. Ένιωσα ότι ήμουν στο Όσλο: τα ξύλινα, σκανδιναβικά στη λιτότητά τους, σπίτια, τα δέντρα, η θέα στη θάλασσα.

Το Λιμάνι της Χάβρης

Όλο αυτό το κουκλίστικο σκηνικό έρχεται σε τεράστια αντίθεση με τη μεγάλη πολιτεία στην απέναντι μεριά των εκβολών του Σηκουάνα, στο τέλος της εντυπωσιακής γέφυρας της Νορμανδίας: τη Χάβρη. Εδώ Καουρισμάκι δε θα βρείτε, πιστέψτε με. Ούτε λιτότητα, ούτε πολυχρωμία. Αυτό που θα βρείτε είναι μία αδιανόητα άχρωμη πόλη, έναν καμβά όπου μπορείτε εσείς να αποδώσετε ό,τι νόημα θέλετε: στις άχαρες, άδειες πλατείες της, στον αχανή παραλιακό της δρόμο που ο μισός περνάει από το λιμάνι για τα κρουαζιερόπλοια και ο άλλος μισός από τις γκράντε ξενοδοχειακές αλυσίδες τύπου Τελ Αβίβ χωρίς τον ήλιο της Μεσογείου.

Έχει όμως ένα μοναδικό, αναπάντεχο, γοητευτικότατο κομμάτι, που δικαίως έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο: το πάλαι ποτέ ισοπεδωμένο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κέντρο της, που κατασκευάστηκε μεταπολεμικά σε άψογο μοντερνιστικό στυλ από τον Ωγκύστ Περρέ, με μεγάλες λεωφόρους και κτήρια καρμπόν, και το χαρακτηριστικό «Ηφαίστειο» του Όσκαρ Νιεμάιερ. Αν είστε φαν του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, θα τρελαθείτε. Και ναι, θα καταλάβετε γιατί μπορεί κάποιος να θέλει να γυρίσει ταινία ή να στήσει την πλοκή ενός ψυχολογικού θρίλερ στη Χάβρη (εντελώς τυχαία, λέμε τώρα, ο Εμίλ Ζολά, στο Ανθρώπινο Κτήνος.) Είναι ένας γαλλικός Πειραιάς—με τη Νίκαια και τη Δραπετσώνα της, το Πέραμα και στο Σχιστό της, την Αμφιάλη και τον Κοκκινόβραχό της. Και τον τέλειο μοντερνισμό της Ουνέσκο en plus. Αν μου άρεσε λέει; Τρελάθηκα!

Ρουέν, η πρωτεύουσα της Νορμανδίας

Τι απροσδόκητα ωραία, λοιπόν, παράκαμψη ήταν αυτή στο δρόμο της επιστροφής από το Ονφλέρ προς τη Ρουέν, την πρωτεύουσα της Νορμανδίας: πατρίδα του Φλομπέρ, του Μωρίς Λεμπλάν (δημιουργού του Αρσέν Λουπέν, αν κι ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας εδρεύει στο Ετρετά, ένα θεαματικό θέρετρο πιο κοντά στη Χάβρη), των φοιτητικών χρόνων της Ανί Ερνό (αλλά και θέατρο της παθιασμένης της σχέσης με το Νεαρό Άνδρα), τόπος μαρτυρίου της Ιωάννας της Λωρραίνης και αναπαύσεως της ταριχευμένης «λιονταρίσιας» καρδιάς του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου.

Αν αυτά δε σας φτάνουν για να την επισκεφτείτε, να σας πω ότι έγινε τόπος φοβερών μαχών μεταξύ Καναδέζικων και Γερμανικών στρατευμάτων κατά την απόβαση στη Νορμανδία και πολλά κτήριά της φέρουν ακόμα τα σημάδια από τα μυδραλιοβόλα των αντιμαχομένων. Ο καθεδρικός της ναός, η Νοτρ Νταμ, εμβληματική και πολλάκις ζωγραφισμένη από τον Κλοντ Μονέ όλες τις ώρες της ημέρας, πήρε φωτιά και οι κάτοικοι ξενύχτησαν για να τη σβήσουν. [Το καμπαναριό της τελικά δε γλίτωσε 80 χρόνια αργότερα και κάηκε τον Ιούλιο του 2024. Οι εργασίες συνεχίζονται].

Εδώ θα βρείτε, φίλοι μου βιβλιοφάγοι, και το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Φλομπέρ.

Ρουέν: ένας ωραιότατος προορισμός για το τριήμερο, για μουσεία και διάβασμα, τέχνες και φαγητό. Και πάντα εξαιρετική βάση για τις υπόλοιπες νορμανδικές σας περιπέτειες.

Καλά ταξίδια!

Κι άλλη μυθοπλασία για να τη βρείτε «νορμανδικά»:

  • Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο (μτφρ. Παύλος Ζάννας, εκδ. Εστία): Τα είπαμε, τι Μπαλμπέκ τι Καμπούρ. Βουρ στο Καμπούρ, λοιπόν.
  • Γκυστάβ Φλομπέρ: Τα άπαντα. Αστειεύομαι (αλλά μπορεί και όχι). Μπορείτε , τέλος πάντων, ν’ αρχίσετε με τη Μαντάμ Μποβαρύ, σε μία από τις πολλές μεταφράσεις της.
  • Εμίλ Ζολά, Το Ανθρώπινο Κτήνος (μτφρ. Γεωργία Αλεξίου-Πρωταίου, εκδ. Δαμιανός): Παθολογική δολοφονική μανία, σιδηρόδρομοι, κλοπές, βιασμοί, η εποχή της παρακμής του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’ και η άνοδος της Β΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Το Ονφλέρ, η Χάβρη και το Παρίσι. Μούρλια!
  • Ανί Ερνό, Ο νεαρός άνδρας (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο): Σεξ με έναν άνδρα τριάντα χρόνια νεότερο της, λίγο στριμάδι, λίγο ανίκανο να ενηλικιωθεί, με τους ήχους της Ρουέν έξω από το παράθυρο. Το κάνετε μια χαψιά.
  • Γκυ ντε Μωπασσάν, Ο Οξαποδώ (μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, εκδ. Ροές): Σε ένα παράκτιο χωρίο του Σηκουάνα, έξω από τη Ρουέν, ο πρωταγωνιστής μας κάνει το λάθος να χαιρετίσει αυθορμήτως από μακριά ένα πλοίο, με αποτέλεσμα να καλέσει, άθελά του, ένα αόρατο, άυλο και απειλητικό ον που θα τον στοιχειώσει και θα τον κάνει να χάσει τα μυαλά του.

Και τέλος μια playlist για τις μεγάλες διαδρομές με το αυτοκίνητο στη Βρετάνη και τη Νορμανδία:

Δειτε περισσοτερα