Σόχο, Λονδίνο
Σόχο, Λονδίνο © Γιώργος Ζαρζώνης
Ταξιδια

Σόχο, Λονδίνο: Η ιστορική γειτονιά που έγινε σύμβολο ελευθερίας

Ταξιδιωτικό ιστόρημα σε ένα πολιτισμικό τοπίο με συνεχή μετάλλαξη
giorgos-zarzonis.jpg
Γιώργος Ζαρζώνης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σόχο, Λονδίνο: Από το παρελθόν στο παρόν μιας πολυπολιτισμικής γειτονιάς

«Η λέξη “Σόχο” δε σημαίνει κάτι. Την χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι εποχής στο κυνήγι, ξέρεις… οι ευγενείς τότε τύποι με τα πολλά σκυλιά και όλο αυτό το στόρι. Η κραυγή λοιπόν “Σο Χο!”, που ήταν ένα μεσαιωνικό πολεμικό σύνθημα, χρησιμοποιούταν κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, ενώ κάνει και ένα παιχνίδι με την ευρύτερη γεωγραφική θέση του, αφού South of Horton. Έτσι η λέξη δεν έχει καμιά μετάφραση. Ήταν το σύνθημα ότι βρέθηκε το θήραμα, κάτι που ουσιαστικά δεν μπορούσε να αποδοθεί με πολλές λέξεις αλλά με μία ιαχή. Κι αυτό, το κυνήγι πουλιών κυρίως, γινόταν ακριβώς εδώ που είμαστε τώρα, που κάποτε ήταν αγροτική ζώνη. Προσπάθησε λοιπόν να φανταστείς το Λονδίνο εκείνης της εποχής εδώ!».

Αυτή ήταν η αληθινή ερμηνεία που μου είχε δώσει πριν 12 χρόνια ο καλός φίλος Σάμουελ, σαξοφωνίστας, καθαρόαιμος Λονδρέζος, που με φιλοξένησε στο σπίτι του στην Upper James St στο Σόχο, πάνω από εστιατόριο Bob Bob Ricard. Είχα φάει τότε θυμάμαι μια μικρή απογοήτευση σε σχέση με την καταγωγή του ονόματος. Ήθελα το Σόχο να βγαίνει από κάπου αλλού· να έχει ας πούμε μια μουσική καταγωγή· να είναι ένα επιφώνημα οπαδών για τους «Κανονιέρηδες» της Άρσεναλ ή και στην τελική η πρώτη μάρκα ρούχων που εδώ γεννήθηκε.

Κυνηγητική κραυγή!
Έλα τώρα… μου κάνεις πλάκα!

Η πόλη μέσα στην πόλη: Το φαινόμενο Σόχο του Λονδίνου

Τα εκατοντάδες φιλμ που έχω δει με βοηθούν ώστε να διαμορφώσω την εικόνα της εποχής, με εκείνους τους μια κοψιά Άγγλους στη σειρά να τρέχουν πίσω από τα καθαρόαιμα Αγγλικά Σέτερ σκυλιά τους, να ουρλιάζουν «Σ Ο Χ Ο Ο Ο Ο Ο!», να τρομάζουν την ησυχία με τις τρομπέτες τους και στο διάλειμμα να πίνουν Αγγλικό τσάι πάνω στα ψηλά τους άλογα, πού σήμερα ακόμη χρησιμοποιούν οι ευγενέστατοι εδώ -να τα λέμε αυτά- αστυνομικοί. Η ίδια περιοχή από χωράφι μετατράπηκε σε αστικό κέντρο μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου το 1666, τότε που ευγενείς και δούκες ήρθαν εδώ και έκτισαν επαύλεις γύρω από μια μεγάλη πλατεία που ονομαζόταν, πως αλλιώς, «King’s Square».

Αλλά η περιοχή έχασε τη φυσική της ομορφιά, έχασε και την αριστοκρατία και την αίγλη της όταν έγινε τόπος κατοικίας για μεσοαστικές τάξεις μεταναστών. Οι Huguenots πρώτοι, αυτοί οι Γάλλοι Προτεσταντικοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν εδώ, φέρνοντας την τέχνη της υφαντικής και της ωρολογοποιίας για να ακολουθήσουν οι Ελληνικές, ιταλικές και αργότερα οι κινεζικές κοινότητες που εδραιώθηκαν και μεταμόρφωσαν τη γειτονιά σε ένα λαβύρινθο εστιατορίων, καφέ και μικρομάγαζων. Ένα τσίρκο εποχής. Μυρίζω το σκόρδο που αναδυόταν από τις ελληνικές κατσαρόλες, τα βότανα και τη ντοματίλα από τις ιταλικές συνταγές και την γλυκόξινη μυρωδιά από το wok των Κινέζων μαγείρων.

Αυτό το πολιτισμικό θερμοκήπιο έζησε καλά τη φτώχεια, έζησε μαζεμένες όλες τις κοινωνικές ανησυχίες μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, όπου και το Σόχο έγινε γνωστό για τη νυχτερινή του ζωή, αλλά κυρίως για το ντεκαντέρ lifestyle του, που μεταφράζεται με τον χαλαρό και ανέμελο τρόπο σκέψης του, αυτό που τόνισε για πρώτη φορά στην δύσκολη τότε αγγλική κοινωνία την απλότητα, την άνεση και την μακριά από τυπικές κοινωνικές ή αισθητικές συμβάσεις ελευθερία.

Από εδώ ξεκίνησε μια φιλοσοφία ζωής που εστιάζει στο να ζεις χωρίς άγχος, να απολαμβάνεις τις μικρές χαρές και να προτιμάς να είσαι άνετος μέσα και έξω αν θες από τα ρούχα σου έναντι της κάποιας τραγελαφικής τυπικότητας. Εδώ εμφανίστηκε πρώτα η χαλαρή αισθητική με τα φαρδιά παντελόνια, τα φούτερ, τα παπούτσια που τους έλειπαν τα κορδόνια, τα φυσικά μαλλιά, εδώ το μακιγιάζ έχασε μπόνους. Οι τύποι και τύπισσες που κυκλοφορούσαν στην γέννηση αυτού του τρόπου ζωής, είχαν ουσιαστικά απορρίψει τον ανταγωνισμό και τις πιέσεις της σύγχρονης εποχής που αναζητούσαν στόχους και επέλεξαν την ψυχολογική ελευθερία απέναντι στην επιτυχημένη ζωή που άκουγε -και επιμένει ακόμα- σε ένα μεγάλο σπίτι, μια καλή καριέρα και τα λοιπά και τα λοιπά…

Αυτή η εσωτερική ισορροπία και η αυθεντικότητα, όπως ήταν φυσικό έγινε ο ελκυστήρας για καλλιτέχνες, για συγγραφείς και διανοούμενους. Έτσι το Σόχο «τράβηξε κι άλλο το σχοινί» και έγινε σύμβολο ελευθερίας που φτάνει στα όρια της ανεκτικότητας, και άρα δέχτηκε αβίαστα μετά τη διαφορετικότητα των φυλών και αυτή του φύλου, των φίλων και του Φι γενικότερα. Και δείχνει να μην έχει κουνηθεί τίποτα εδώ και πολλά πολλά χρόνια πέρα από τα καινούργια μαγαζιά που φυτρώνουν για να δεχτούν τους ίδιους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται με τον ίδιο τρόπο κουβαλώντας όμως όλη αυτή την διαφορετικότητα πάνω τους.

Κατά έναν περίεργο τρόπο κι εγώ νιώθω να συμμετέχω σε όλο αυτό το story κάθε φορά που τριγυρνάω στα στενά αυτού του χρονικού ταξιδευτή, που διασχίζω με κάθετη, οριζόντια και τεθλασμένη πορεία αυτή την μαγική αυλή της πόλης, λίγο για την αναζήτηση του μακρυμάλλη φίλου μου και πολύ για να ζήσω με τη σειρά μου αυτό το αληθινό κυνήγι των μαγισσών, που πλέον διαδραματίζεται εδώ. Γιατί τελικά το Σόχο είναι ένα κυνήγι· μόδας αφού συνδυάζοντας την ιστορία με την πολυτέλεια και το νεωτερισμό ανοίγει καινούριες τάσεις στην Berwick Street με τα ανεξάρτητα μαγαζιά και φρέσκιες μάρκες όπως το μινιμαλιστικό κατάστημα ρούχων G-STAR RAW που εστιάζει σε απλές γραμμές και φυσικά υλικά ή το flagship store της Carhartt WIP με την urban ένδυση.

Είναι και εννοείται κυνήγι πεποιθήσεων, αφού εδώ περισσότερο από όπου η διαδικασία αναγνώρισης, αμφισβήτησης, σύγκρισης, προσαρμογής και εξέλιξης συγχρόνως μέσα από διαφορετικές υποκουλτούρες, τέχνες και ιδέες που σε φέρνουν χωρίς να το καταλάβεις στην αρχή ενός κυνηγιού εικόνων με ένα κινητό ή μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, σαν και του λόγου μου, που κυνηγάω φως και σκιές, αναπνέω τη γειτονιά του σήμερα που τη διασχίζω χωρίς κάποιον προορισμό αλλά μετέχοντας σε αυτό το σύγχρονο χωνευτήρι ταυτοτήτων, το συνάθροισμα των pixels, του οινοπνεύματος, του τόπου που τρίζει από ηχητικά notifications, ακολουθεί τα drone deliveries και τους τουρίστες που κυνηγούν σέλφις μπροστά από γκράφιτι, μυρίζει μπαχαρικά και λάμπει σε εκείνες τις μόνιμα χαμογελαστές κινέζικες φατσούλες που έχουν γίνει NFT art, στα πυκνοκατοικημένα τραπέζια που σερβίρουν πια τον καφέ με την εντολή των QR codes.

Το Σόχο είναι ένα μέρος γεμάτο ενέργεια και δραστηριότητα, με έντονη ροή ιδεών, τεχνών και πολιτισμού, σαν ένα ζωντανό hard drive που συλλέγει, διατηρεί και διανέμει πληροφορίες. Και επειδή εδώ η κάθε εποχή κουβαλάει μαζί και τους δαίμονές της -χωρίς λόγω έλλειψης antivirus να σκοτώνει τους παλιούς- αυτό το παιχνίδι όλο και μεγαλώνει μέσα στην πολυπλοκότητά του.

Κυνήγι ταυτότητας για τους εισερχόμενους αφού ταυτίστηκε με την έννοια της οποιασδήποτε ελευθερίας περάσει από το κεφάλι σου. Εδώ μπορείς να φωνάξεις, να τραγουδήσεις δυνατά, να φορέσεις τα ρούχα σου ανάποδα ή να τα βγάλεις. Κανένας δε θα σε δει. Στο Σόχο βιώνεις το μη ορατό των δίπλα σου, αφού όλοι συνεχίζουν να πίνουν με το ίδιο λιτό χαμόγελο τη μπύρα τους, συνεχίζουν να γελάνε ή να μιλάνε με στόματα και χέρια. «Παράξενοι» τύποι χωρίς κινητά που λίγο φλερτάρουν με την πραγματικότητα μέχρι να επιστρέψουν στο όνειρό τους.

Ένα παλιό μαύρο αυτοκίνητο παρκαρισμένο άκυρα μπροστά σε ένα μαγαζί. Δυο τύποι μπουκάρουν μέσα, βάζουν στο φουλ τα ηχεία και χορεύουν στα καθίσματα κάνοντας το μαύρο τετράτροχο να αναπηδάει σαν να είναι παρκαρισμένο σε drive-in cinema που παίζει πορνό. Περνάει δίπλα μου κάποιος -ποιος;- γύρω στα 60 με μπλε φωτεινό παντελόνι, ίδιο σακάκι όλο στρας και καπέλο που αστράφτει. Κρατάει έναν σοβαρό και άσχετο χαρτοφύλακα επιχειρηματίας στο χέρι. Από πού να το πιάσω. Η κόρη μου που ζει πια ανάμεσά τους γελάει μαζί μου.

«Τι βλέπεις; Όλοι έτσι είναι εδώ. Είσαι Σόχο!».

Ήμουν και μάλιστα στη διάσημη Carnaby Street που στη δεκαετία του εξήντα έγινε εμβληματική της σουίνγουινγκ [Swinging Sixties] του Λονδίνου, με τη ριζοσπαστική της μόδα και μουσική. Σχεδιαστές, όπως η Μαίρη Κουάντ, η «εφευρέτρια του μίνι φορέματος», προώθησαν τον μινιμαλισμό και τις νέες γραμμές ενώ οι Beatles και οι Rolling Stones πρωτοστάτησαν στη μουσική εδώ σκηνή, που έγινε μέσο πολιτιστικής αλλαγής και κοινωνικής επανάστασης. Τζαζ κλαμπ, μυστικές συναντήσεις καλλιτεχνών, ανατροπή παραδοσιακών αξιών και δημιουργία μιας νέας, πιο ελεύθερης και εκφραστικής κουλτούρας.

Σήμερα, το Σόχο, αυτό το Λονδίνο εντός του Λονδίνου, παραμένει μια από τις πιο ζωντανές και ποικιλόμορφες γειτονιές που αναπνέει ιστορία, πολιτισμό, κοσμοπολιτισμό, που αποτελεί ζωντανό ομφαλό του κέντρου σαν ανοιχτό θεατρικό σκηνικό όπου η ζωή παίζει το «7|24».

Με την ανατολή σχεδόν κατέβηκα δεύτερη συνεχόμενη μέρα από το ξενοδοχείο «The Resident Σόχο», πέρασα κάτω από το περίτεχνο άγαλμα της γυμνής γυναίκας με τις φτερούγες λιβελούλας και τις φωτεινές, αστρικές του λεπτομέρειες για να χωθώ στην Frith street που ξυπνά νωρίς για καφέ. Ένας ηλικιωμένος με μπερέ και γαλάζιο σακάκι στέκεται έξω από το «Bar Italia», πίνοντας εσπρέσο σαν να γύρω του είναι έτος 1953. Δίπλα, μια νεαρή με χρωματιστά τατουάζ και μπότες χαμένες στις δερμάτινες φούντες τσεκάρει το μέιλ της. Μου κάνει λίγο και για σκηνοθέτης.

Το Σόχο δεν ρωτάει· απλώς δέχεται. Χάθηκα στο λαβύρινθο των στενών ψάχνοντας για παλιά βινύλια, βιντεοταινίες του ‘80 για ντεκόρ που να αναδεικνύει την ηλικία μου, για κρυφά μαγαζάκια με με πίκλες από το Χονγκ Κονγκ. Κάτι μουσικοί του δρόμου παίζουν για την πάρτη τους κι όχι για τον ήχο των ψιλών. Ποιος κουβαλάει πια κέρματα στο Λονδίνο! Οι νότες του ανακατεύονται με τις φωνές των πωλητών στο παζάρι:
«Fresh oysters!»
«Vintage leather!»

Κάποιος με κοίταξε καλά στα μάτια και σε Cockney απόχρωση γλώσσας μου είπε:
«You’re a bit out of place, ain’t ya?»

Γέλασα με μια κάποια νευρικότητα εφηβικής ανασφάλειας.

Στο Σόχο, τα μαγαζιά δεν είναι απλώς χώροι πώλησης. Είναι πλατφόρμες φαντασίας, γκαλερί ζωντανών ιστοριών, μικροσκοπικά μουσεία που αγγίζουν το χέρι της καθημερινότητας. Τα ψώνια εδώ δεν είναι συναλλαγή αλλά τελετή. Χρώμα, πολυτελή είδη, vintage ρούχα, τρέντι ρούχα, γκαλερί τέχνης, βιβλιοπωλεία, ποτά, μπύρες, παρέες, σύντροφος, συντροφιά, συντροφικότητα. Κάθε πόρτα ανοίγει σε έναν νέο κόσμο με μια άλλη υπόσχεση να σου μεταμορφώσει το συνηθισμένο σε εξαιρετικό. Έτσι πάει.

Το βράδυ στην Dean Street διασχίζω εποχές δίπλα από το φρέσκο αίμα του Σόχο, αυτά τα γκρουπ των νεαρών ντυμένων trance, με τα μπαρόκ φουντωτά ρούχα που πορεύονται προς το «Fabric» περνώντας δίπλα από μπροστάρηδες με γραβάτες, που συζητούν για χρηματιστήρια. Αόρατη αρμονία σε ένα ανομοιόμορφο πλήθος. Στα Street Market σκαλισμένα από χρώματα χέρια μου σερβίρουν ελιές Κρήτης, τυρί Σικελίας, μάνγκο που κουβαλάνε τον ήλιο της Καραϊβικής. Στο μινιμαλιστικό «Yauatcha» τα dim sum αιωρούνται στα τραπέζια σαν μικρά έργα κινέζικης τέχνης.

Ξεκίνησα με το αρωματικό ρύζι γιασεμιού στον ατμό και έκλεισα με τα χειροποίητα μακαρόν. Οι γεύσεις μοιάζουν με μικρά ταξίδια χωρίς λέξεις και χωρίς διαβατήριο. Σε σακουλάκι πήρα τα σοβαρά διακοσμημένα μπισκότα «Biscuiteers» για να χωθώ στα κλεφτά στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Έτσι κι αλλιώς δεν είσαι μακριά όταν είσαι εδώ! Περπάτησα την οδό Berwick, μια από τις παλαιότερες αγορές του Λονδίνου -από το 1778- για να ζήσω το πέρασμα του χρόνου, πες της ιστορίας μέσα από τη μουσική κουλτούρα, τα αυθεντικά δισκοπωλεία, το κλασικό λες φαγητό και τα ιδιαίτερα ονόματα.

«Η πάπια και το ρύζι».
«Ο λύκος και ο ασβός».
«Το Χρυσό Μίλι του Βινυλίου».

Εδώ και το δισκοπωλείο «Sister Ray», εδώ το κατάστημα των κόμικς με τον ευλογημένο τίτλο «Gosh! Comics» εδώ και το «Reckless Records», όπου τα βινύλια αλλάζουν αυτιά και χέρια ή στέκονται ακίνητα σαν ξεπλυμένα από το φως αρχαία αντικείμενα. Ο υπεύθυνος -μπορεί και ιδιοκτήτης- με μικρό σαν μάγου μούσι, ξέρει να μου δώσει πριν ζητήσω.

«Χρειάζεσαι αυτό το άλμπουμ του Ντέιβιντ Μπόουι, είναι του ‘72 για να φτιάξεις τη μέρα σου, αλλιώς απλά αποχαιρέτα την…», μου ψιθυρίζει σχεδόν στο αυτί σαν μυστικό. Τον πίστεψα παρόλο που η μέρα μου δεν ήταν καθόλου μα καθόλου χαλασμένη. Σκέφτηκα τη ρήση με τον εχθρό του καλού που είναι το καλύτερο και αγόρασα! Με το μαύρο χρονονήμα αγκαλιά πέρασα μπροστά από το πνιγμένο σε ουίσκι «Milroy’s», το «The Vintage Showroom» που ξέρει καλά να αφηγείται ιστορίες εποχών και ταξιδιών που δεν έγιναν ποτέ. Μαγαζιά που σιωπούν και μαγαζιά που φωνάζουν. Στο «Soho Radio» ένας DJ παίζει βυνίλιο που φτάνει μέχρι τους περιπατητές του πεζοδρομίου.

Το «Soho Original Adult Store» αυτοδηλώνεται «φάρος» για όσους εξερευνούν τις αισθησιακές τους επιθυμίες. Τα πελώρια ερμαφρόδιτα mannequin αγκαλιάζουν την ιστορία της γειτονιάς χωρίς ντροπή ή δισταγμό. Εξάλλου εδώ βρήκε την πρώτη της πατρίδα η γκέι κοινότητα, που χρωματίζει έντονα τα νυχτερινά μαγαζιά στους τόνους της. Έρχονται νέες αλυσίδες σαν εισβολείς αλλά το Σόχο δεν πεθαίνει· ξέρει να μεταμορφώνεται. Και τα γκράφιτι στα τοιχώματα ακόμη περισσότερο μιλούν για αντίσταση. Σε άσπρο και μαύρο, σαν αντίδραση στο χρώμα και τα ροζαπλί Pedicab ποδήλατα με τα τεράστια δεμένα ηχεία, λίγες τεράστιες λέξεις που διαβάζω:

«IF YOU KNOW, YOU KNOW»

Η ασπρόμαυρη κοπέλα ακριβώς μπροστά ανάβει το στριφτό της και ξανασυζητά το σλόγκαν με το εγώ της. Την μιμούμαι καθώς βγαίνω παίρνοντας μαζί μου ένα μικρό κομμάτι χαοτικής, λαμπερής και ανεξάντλητης ενέργειας.

Δειτε περισσοτερα