Ταξιδια

Η Μάνη του γραφίστα Σταύρου Κούλα

Η Μάνη είναι τόσα πολλά πράγματα που ένα τέτοιο κείμενο δεν λέει τίποτα για τη Μάνη.

114758-648369.jpg
Σταύρος Κούλας
ΤΕΥΧΟΣ 577
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
322732-651175.jpg

Μάνη: Ο Σταύρος Κούλας γράφει για το αγαπημένο του μέρος στην Athens Voice

Sweet burn of sun and summer wind, and you my friend, my new fun thing, my summer fling.

Laugh oh how we would laugh at anything and so pretend a never ending summer fling.

K. D. Lang

Έτσι όπως θα έπρεπε να είναι τα καλοκαίρια όταν δεν είναι παιδικές αναμνήσεις.

H αρχή του κειμένου θα είναι απότομη και απόλυτη. Η Μάνη είναι ο μόνιμος τόπος διακοπών μου τα «τελευταία» 56 χρόνια. Άντε να έχω πάει και σε κάνα δύο νησιά, στη Σαντορίνη όταν ήμουν 18αρης και το 2001 στην Πάτμο!

Από τότε λοιπόν που μπορώ να έχω αναμνήσεις, όλα μου τα καλοκαίρια, αλλά και όποτε είχα άλλες διακοπές τις περνούσα στη Μάνη. Ούτε καν σε κάποιο χωριό της, αλλά σε ένα «ξεμόνι» όπως λέμε τα σπίτια που είναι χτισμένα έξω από τους οικισμούς, μόνα τους. Και τι «μόνο» δηλαδή, που για να δω άνθρωπο πρέπει να πάρω το λεωφορείο και να ταξιδέψω κάνα εικοσάλεπτο. Αυτό για κάποιους είναι ανυπόφορο, αλλά για έναν μισάνθρωπο σαν και εμένα είναι η απόλυτη ευτυχία. Εδώ λοιπόν σε αυτό το σπίτι έχω όλες τις πιο ωραίες καλοκαιρινές αναμνήσεις.

Τα μεσημέρια του καλοκαιριού στη Μάνη σε αυτόν το σχεδόν γυμνό τόπο, ο ήλιος είναι ανυπόφορος έτσι όπως σε καίει χωρίς να μπορείς κάπου να κρυφτείς για λίγη σκιά. Για αυτό λοιπόν ο παππούς μου είχε φτιάξει στη μια από τις τρεις μεγάλες μουριές της αυλής, ένα μικρό «σπίτι» κόβοντας τα εσωτερικά κλαδιά και φτιάχνοντας μια κατασκευή σαν κρεβάτι. Εκεί ανέβαινα λοιπόν με μια μικρή σκάλα και χωνόμουν μέσα στη δροσερή «φωλιά» με τα βιβλία μου και ένα τρανζίστορ, και περνούσα τα μεσημέρια της παιδικής μου ηλικίας. Το απόγευμα ένα μικρό ποτηράκι με μαστίχα Χίου, και ένα λουκούμι αρωματικό ήταν το δώρο μου, αν ήμουν ήσυχος...

Ακόμα έχω στα ρουθούνια τη μυρωδιά του ντουλαπιού που έκρυβε αυτά τα μικρά «δώρα»...

image

Φρούτα και λαχανικά από το μποστάνι της μάνας μου

Η θάλασσα από το σπίτι είναι μακριά, με το λεωφορείο κάνεις περίπου 15 λεπτά μέχρι το Μαυροβούνι. Παιδί, λοιπόν, επειδή οι παππούδες είχαν δουλειές στα χωράφια, δεν είχα πολλές ευκαιρίες να με πηγαίνουν στη θάλασσα. Συνήθως για να δροσιστώ στην πολλή ζέστη, έκανα καμιά βουτιά στη στέρνα που είχαμε για να ποτίζουμε τα κηπευτικά. Για ένα 8χρονο φάνταζε με τεράστια πισίνα. Τη θάλασσα την έβλεπα από κοντά όταν μαζεύαμε τα λούπινα και τα βάζαμε σε τσουβάλια και φορτώνοντάς τα στο γάιδαρο τα πηγαίναμε στη σχετικά κοντινή παραλία στο Βαθύ. Εκεί βάζαμε τα τσουβάλια μέσα στη θάλασσα για να ξεπικρίσουν. Έρημο τότε και πανέμορφο το Βαθύ. Μετά, στη διάρκεια της Χούντας, κτίσθηκε το ξενοδοχείο Belle Hellene πού υπάρχει ακόμα ανακαινισμένο, και μαζεύει πολύ κόσμο. Το Βαθύ δεν είναι πια έρημο, το αντίθετο, τα τελευταία χρόνια έχει γεμίσει με ενοικιαζόμενα δωμάτια, παραμένει όμως ακόμα όμορφο με εξαιρετική θάλασσα, και με ένα ωραίο παγωμένο ποτάμι που τρέχει μέσα της. Η Μάνη έχει πολύ όμορφες παραλίες και πολλές από αυτές με γαλάζια σημαία. Να μερικές: Σκουτάρι, Μαυροβούνι, Σελινίτσα, Kαμάρες. Στην παραλία στο Σκουτάρι δίπλα στο πρόσφατα αναστηλωμένο εκκλησάκι της Αγ. Βαρβάρας υπάρχει μια ταβέρνα με τα τραπέζια της, κυριολεκτικά μέσα στην άμμο. Μια εικόνα που είναι βγαλμένη από το παρελθόν. Να μην ξεχάσω και την παραλία μετά τη Βάθεια στο Μαρμάρι, τη δεύτερη, την πιο κρυφή. Ένα αριστούργημα.

Επειδή το σπίτι όπως είπα παραπάνω δεν βρισκόταν μέσα σε οικισμό, περνούσα πολλές μοναχικές μέρες. Παρέα είχα μόνο τον παππού και τη γιαγιά, και παιχνίδι έκανα με τις κότες, τα σκυλιά, και τα αγαπημένα μου κατσίκια. Για να μη χάσω τελείως την επαφή με τον κόσμο των παιδιών μία, με δύο φορές την εβδομάδα, πηγαίναμε επίσκεψη στο πιο κοντινό μας σπίτι που είχαν παιδιά για να παίξω μαζί τους! Κοντινό κατ’ ευφημισμό, διότι περπατάγαμε γύρω στη μισή ώρα και βάλε μέχρι να φτάσουμε. Αλλά τι διαδρομή! Γεμάτη εκπλήξεις για τα παιδικά μου μάτια. Ανεβαίναμε βράχια, βαδίζαμε σε στενά δρομάκια που δεξιά και αριστερά τα κλείνανε μυρτιές, σκίνα τεράστια που μύριζε το ρετσίνι τους, θυμάμαι σε ένα σημείο της διαδρομής ένα τεράστιο άγριο αγιόκλημα έφτιαχνε μια μικρή σκεπαστή στοά που ευωδίαζε. Σε λίγο φτάναμε στους φίλους μου για παιχνίδι και κουβέντα. Σχετικά κοντά στο σπίτι υπήρχε ένα καλά κρυμμένο από τον κόσμο, μικρό μοναστήρι του 17ου αιώνα. Κλεισμένο γύρω-γύρω με ψηλό τοίχο με ένα μικρό προαύλιο, που μέσα ήταν μια πανέμορφη μικρή εκκλησία με το όνομα «Παναγία η Καταφυγή». Ένα μικρό αρχιτεκτονικό αριστούργημα, εγκαταλειμμένο. Εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας και κυρίως στο κτίριο με τα κελιά των μοναχών γινόταν τα παιχνίδια με τους φίλους μου, και καμιά φορά όταν βρίσκανε κάποιο παπά τη λειτουργούσαν και κοινωνούσε όλη η παιδοπαρέα. Ήμουν ο «Σταύρος από την Αθήνα» για αυτούς. Kαι τώρα, μεγάλος πια, το επισκέπτομαι συχνά. Η εκκλησία έχει πια γκρεμιστεί αλλά τα κελιά που παίζαμε στέκουν άθικτα από το χρόνο. Όλος ο τόπος μυρίζει τη βαριά μυρωδιά των ασπάλαθων. Η Μάνη είναι γεμάτη τέτοιες υπέροχες εκκλησίες. Διάσπαρτες στα πιο απίστευτα σημεία. Μερικές πολύ σημαντικές που αξίζει να επισκεφθείτε είναι ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (Τρουλωτή) στην Κίττα (αρχές 12ου αι.), ο Ναός των Αγίων Θεοδώρων στην Καφιόνα, του Αη-Στράτηγου του 11ου αι. στο χωριό Μπουλαριοί, και η Αγία Βαρβάρα στο χωριό Έρημος, από τις ωραιότερες εκκλησίες της Μάνης. Και δεν έχει τέλος...

image

Τα χταπόδια κρεμασμένα στη βεράντα της ταβέρνας στη Δροσοπηγή

Aπό το απόγευμα της Παρασκευής ο παππούς μάζευε από το μποστάνι λαχανικά, αχλάδια, σύκα, και το Σάββατο πολύ πρωί σηκωνόταν για να τα πάει για πούλημα στη λαϊκή της Αρεόπολης. Τα φόρτωνε στο γαϊδαράκο μαζί και κανένα κόκορα, και καμιά κότα, ακόμα τα θυμάμαι τα καημένα δεμένα από τα πόδια και κρεμασμένα στα πλαϊνά. Κάποιες φορές κατάφερνα να ξυπνήσω και εγώ νωρίς, οπότε φόρτωνε κι εμένα επάνω στο γαϊδούρι και πηγαίναμε. Η λαϊκή γινόταν στο κεντρικό λιθόστρωτο καλντερίμι της Αρεόπολης εκεί που τώρα το καλοκαίρι είναι γεμάτο μπαράκια και εστιατόρια. Κάθε φορά που κάνω βόλτα στο καλντερίμι θυμάμαι τον μικρό Σταύρο να φωνάζει - Εδώ τα καλά κοκόρια!

Όταν τέλειωνε όλη η φασαρία της λαϊκής, ανάβαμε ένα κερί στους Ταξιάρχες, την πανέμορφη αυτή εκκλησία στην ιστορική Πλατεία της 17ης Μαρτίου, αγοράζαμε ένα κομμάτι πάγο για το ψυγείο, το Ρομάντζο, και επιστροφή στο σπίτι. Τώρα όταν πηγαίνω στην Αρεόπολη δεν πάω για να πουλήσω κοκόρια, είμαι πια ο ίδιος ένα μαδημένο «κοκόρι»...

Θυμάμαι με τι αγωνία περίμενα να περάσει εκεί στη μοναξιά, ο Ταχυδρόμος μια φορά την εβδομάδα. Να τον ακούσω να φωνάζει κάτω στον κεντρικό δρόμο -Γράμααααααα. Περίμενα γράμματα από τους φίλους μου στην Αθήνα και από τη μητέρα μου. Θυμάμαι ακόμα ένα τεράστιο γλειφιτζούρι σε σχήμα αεροπλάνου, και με γεύση μέντας που έστειλε δώρο η ξαδέρφη μου, υπόσχεση από το προηγούμενο γράμμα. Μου το έφερε ο ταχυδρόμος διαλυμένο. Ήταν από τις μεγαλύτερες καλοκαιρινές παιδικές απογοητεύσεις μου. Μεγαλώνοντας είχα κι άλλες καλοκαιρινές απογοητεύσεις αλλά όχι από γλειφιτζούρια...

Θυμάμαι τα βράδια του καλοκαιριού με τη λάμπα πετρελαίου αναμμένη πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, τη μυρωδιά από τις ντομάτες και το αγγουράκι που έκοβε σαλάτα η γιαγιά. Αλλά και την ξινή μυρωδιά που ερχόταν από τα κάτω δωμάτια που είχαν απλώσει πάνω στα πεντακάθαρα ριγέ σεντόνια το τραχανά και τις χυλοπίτες να στεγνώσουν. Μια μυρωδιά που θυμίζει πάντα καλοκαίρι.

image

Καλλιτεχνικές ανησυχίες στην άμμο στο Μαυροβούνι

Υπάρχει ένα χωριό με το όνομα Δροσοπηγή ή Τσεροβά, που ήταν η παλιά της ονομασία, πριν έρθει το Πασόκ που άλλαξε κυριολεκτικά τα φώτα και τις παλιές ονομασίες των χωριών. Σε αυτή τη μικρή κοινότητα ανήκει και το δικό μας σπίτι. Είναι ένα πανέμορφο διατηρητέο χωριό, πηγαίνουμε συχνά με τη μητέρα μου, κάποιες φορές πάμε με τα πόδια, μια διαδρομή σχεδόν μιάμισης ώρας. Ο δρόμος, δεξιά και αριστερά είναι γεμάτος λεβάντες, άγριες όπως νόμιζα εγώ, πρόσφατα όμως το ίδιο φυτό το είδα να το πουλάνε στην Αθήνα σαν γαλλική λεβάντα! Μάλλον θα φταίνε οι Φράγκοι του κάστρου του Πασσαβά που εχτισε ο Jean de Neilly το 1254, που έχουμε γεμίσει γαλλικές λεβάντες. Σε αυτό λοιπόν το χωριό υπάρχει μια ταβέρνα, που έχω τις πιο πολλές γευστικές μου αναμνήσεις μαζί με τους φίλους μου, το όνομά της «Δροσοπηγή», δηλαδή δεν υπάρχει και άλλη, στην οποία εκτός ότι θα φάτε τα εξαιρετικά φαγητά της Νικολέτας, θα δειπνήσετε σε μια τεράστια βεράντα που έχει την πιο ωραία θέα στη Μάνη. Τρως και νομίζεις ότι κάνεις χαμηλή πτήση πάνω από τον κόλπο του Γυθείου. Μια θέα απέραντη.

Στο νεκροταφείο του χωριού, που επίσης έχει μια θέα ζαλιστική, είναι θαμμένη όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι, αυτοί που μαζί τους έφτιαξα αναμνήσεις.

Όλα τα χωριά της λεγόμενης προσηλιακής Μάνης είναι όμορφα. Ο Kότρωνας, ο Γερολιμένας, η πασίγνωστη και εγκαταλειμμένη Βάθεια, τα Λουκάδικα, η Οχιά, φυσικά το Λιμένι, που σχεδόν κοντεύουν να το γεμίσουν ξενοδοχειακές μονάδες και σε λίγο θα μπερδεύεις ποιο είναι το χωριό και ποιο το ξενοδοχείο, η Κοκάλα, το Νύφη, η πανέμορφη Λάγια, και ένα σωρό χωριά που αξίζει να τα γυρίσεις.

Υ.Γ. Η Μάνη είναι τόσα πολλά πράγματα που ένα τέτοιο κείμενο δεν λέει τίποτα για τη Μάνη.

Σταύρος Κούλας είναι γραφίστας

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ