Το όνειρό μου για τη Νέα Υόρκη
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Οι περισσότεροι θα έχετε δει ήδη στο Netflix το ντοκιμαντέρ «The New Yorker at 100». Εμείς το είδαμε χθες. Και από τη στιγμή εκείνη είμαι στα μαύρα πανιά. Κι έχω ένα σωρό λόγους να είμαι.
Ο πρώτος και κυριότερος —τι άλλο—, το ότι δεν ζω στη Νέα Υόρκη. Βασικά το ότι δεν το επιχείρησα καν, τότε που μπορούσα. Όχι στην Αμερική: στη Νέα Υόρκη. Την ερωτεύτηκα από τα κόμικς τής Marvel που διάβαζα στα 70s (δηλαδή στην καλύτερη περίοδο της Marvel με διαφορά — φαντάσου: John Romita, John Buscema, Gil Kane… τι να λέμε), και συγκεκριμένα όταν πρωτοείδα τις λοξές σκάλες κινδύνου σε ασπρόμαυρο σχέδιο, και τους πυροσβεστικούς κρουνούς στις γωνιές των δρόμων να εκτοξεύουν πίδακες νερού, ενώ κάπου από πάνω σχεδόν πέταγε ο Σπάιντερμαν, την ίδια στιγμή που ο Λουκ Κέιτζ έδερνε κάποιον αλήτη στη γωνία. Έκτοτε, έχω δει τόσο πολλές εικόνες, τόσες ταινίες, τόσα βιβλία, τόσες σειρές, τόσα κόμικς, που νιώθω αυθεντικό παιδί της πόλης, ντόπιος, θα μπορούσα άνετα να δουλέψω ξεναγός εκεί — έστω, αν δεν έπασχα από τοπογραφική αμβλύνοια. Δεν έχω πάει πουθενά στην Ελλάδα χωρίς να πρέπει να δουλέψω σεζόν εκεί, ενώ έχω ονειρευτεί, και σχεδιάσει, τι ακριβώς θα έκανα αν ήμουν εκεί όπου έπρεπε να είμαι. Στη Νέα Υόρκη.
Αλλά —κι αυτός είναι ο τελευταίος πλην ουχί ύστατος λόγος που είμαι στα μαύρα πανιά— δεν ξέρω, ούτε θα μάθω ποτέ, αν εντέλει θα τα κατάφερνα στη Νέα Υόρκη. Γιατί δεν θα μ’ ένοιαζε απλώς να μένω στην πόλη. Όχι βέβαια. Ήθελα να ζω στη Νέα Υόρκη εξ ολοκλήρου· δηλαδή, να πετύχω. Και δεν εννοώ προφανώς να βγάλω λεφτά, αλλά να έκανα κάτι που να με ενδιέφερε, που να άφηνε αποτύπωμα, που να είχε βάρος και αξία. Και θα πω αμέσως παρακάτω τι θα ήθελα να είναι αυτό.
Το πρώτο απ’ όλα, και πιο ευκολάκι, ήταν (αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου από πάντα, από την εφηβεία μου ακόμα) να έγραφα βιβλία τσέπης με ψευδώνυμο, σε ένα (ή περισσότερα) φραντσάιζ. Αστυνομικά, φαντασίας, τρόμου, τέτοια πράγματα, που τα γουστάρω. Μάλιστα, αυτό πιθανότατα θα το κατάφερνα, γιατί το ’χω. Το πιο ακραίο όμως (και δεν εννοώ να δούλευα με τον Γούντι Άλεν, ή με τον Σκορσέζε, ή κοντά στον Σίντεϊ Λιούμετ, να έπινα καφέ με τον Πολ Όστερ, τον Τζάρμους και τον ΝτεΛίλο, ή να έβγαινα με τον Γουόρχολ, τον Μπάροουζ και την Ντέμπι Χάρι — ας μην υπερβάλλουμε), το πιο ακραίο όνειρο ήταν να δούλευα στο New Yorker. Όχι να δημοσίευα μια στο τόσο εκεί — να δούλευα. Κι αυτό δεν ξέρω αν το ’χω.
Τέτοιες δουλειές, τέτοιοι επαγγελματίες, τέτοιοι άνθρωποι, σε κάνουν να νιώθεις μικρός, και ανεπαρκής, και λίγος. Σαν κάτι να μην κάνεις όσο πρέπει καλά, σαν κάτι να σε κρατάει πίσω, ΟΣΟ και να μοχθείς κάθε μέρα. Και, από την άλλη, σε κάνουν να θες να γίνεις μια στάλα καλύτερος.
Προφανώς και ξέρω τι διαφορά μεγεθών, τα χρήματα που απαιτούνται για να φτιάξεις κάτι τέτοιο, τους κολοσσούς που πλέον βρίσκονται από πίσω, και όλα αυτά. Αλλά ξέρω επίσης και τα δικά μου όρια. (Εκτός, σκέφτομαι καμιά φορά, κι αν κάνω λάθος).
Σε κάθε περίπτωση: βάλτε στο Netflix το ντοκιμαντέρ για τα 100 χρόνια του New Yorker. Θα συγκινηθείτε, θα νιώσετε όμορφα, θα ζηλέψετε, θα ονειρευτείτε, θα σας καταπλακωθεί η ψυχή και θα αγαλλιάσει την ίδια στιγμή. Όταν θα δείτε από πού αντλούν τις ιδέες τους οι συντάκτες του, θα πάθετε σοκ. Όταν δείτε πώς επιμελούνται όλοι μαζί τα κείμενα, θα μείνετε με το στόμα ανοιχτό. Όταν ακούσετε πως μόνο το τμήμα fact checking απασχολεί 29 άτομα, θα ουρλιάξετε.
Και μην ακούτε τους χιλμπίληδες, τους τραμπάκουλες κι αυτούς που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν να λένε ότι το New Yorker είναι εστετίστικο, και διανοουμενέ, και ψηλομύτικο, και ξέρω γω. ΓΙΑΤΙ ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ. Καλά έκανε πάντα, και ακόμη καλύτερα κάνει σήμερα, απέναντι στην Κόλαση της Αμορφωσιάς και της Χυδαιότητας. Απέναντι στη φρίκη τού χύδην λαϊκισμού και της βαρβαρότητας.
Σε καιρούς που το πάνω χέρι το παίρνουν οι Τραμπ αυτού του κόσμου, η λύση δεν είναι η οπισθοδρόμηση, δεν είναι να γίνουμε κι εμείς αντιδραστικοί και αυταρχικοί: η ΜΟΝΗ οδός είναι να γίνουμε περισσότερο προσεκτικοί, περισσότερο εκλεκτικοί, περισσότερο ενημερωμένοι, περισσότερο δημοκράτες, περισσότερο συμπεριληπτικοί, περισσότερο γυναίκες, περισσότερο κουίρ, περισσότερο μαύροι, περισσότερο ωραία συντηρητικοί, ήτοι ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ WOKE.
Όλα μα ΟΛΑ τα άλλα είναι μπαρούφες και να ’χαμε να λέγαμε. Μη δίνετε σημασία.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
H πρώην πρωτεύουσα της Ινδονησίας έχει φέτος πληθυσμό 36 εκατομμύρια και σιγά σιγά βυθίζεται στη θάλασσα
Συγκέντρωση πλούτου: ποιες πόλεις προτιμούν οι πολυεκατομμυριούχοι
Για τους πολλούς είναι ένα μπαρ, για κάποιους μια ιδέα
Τιμή και δόξα στον άνθρωπο που πέρασε τη Θεσσαλονίκη στην επόμενη φάση της
Εναλλακτικός τίτλος: Έχω ένα πρόβλημα για κάθε σας λύση
Από το Big Ben στο Λονδίνο μέχρι τον αστρονομικό πύργο της Πράγας, αυτά τα ρολόγια δεν δείχνουν απλώς την ώρα, είναι τοπόσημα
«Οι αργόσχολοι μαζεύτηκαν και κοίταζαν τα αυγά, με κέλυφος βέβαια, να ρίχνονται στο σκάμμα»
Ένα μήνυμα προστασίας για τη νανόχηνα και τα μεταναστευτικά πουλιά
Ποια σενάρια διακινούνται για την τύχη του
«Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι / Να δήτε την πατρίδαν σας απελευθερωμένη. / Ξυπνάτε από τα μνήματα, δεν είσθε πια ραγιάδες / Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες»
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι σαν χρονοκαψούλα, μέσα του συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και νοηματοδοτούν η μια την άλλη οι μεγάλες ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν τη Θεσσαλονίκη
Αισιόδοξο το παρόν, λαμπερό το μέλλον. Στοίχημα;
Τι χρωστάει η Θεσσαλονίκη στη δόκιμη καλόγρια Λουίζα Σανκιόνι;
Φρέσκα πράγματα, καινούργια στέκια, ωραίες φάσεις
Επόμενη στάση: μητροπολιτικό πάρκο
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.